Γράφουν οι Δημήτριος Γεωργαντάς και Ιωάννα – Θεοδοσία Γεωργαντά
Αντί Εισαγωγής
Η ανακάλυψη και η έρευνα του ναυαγίου στις βραχώδεις ακτές των Αντικυθήρων θεμελίωσαν την ενάλια αρχαιολογία και παρείχαν μία ανυπολόγιστη προσέγγιση στην αρχαιοελληνική τεχνολογία. Από τις απαρχές του 20ου αιώνα έως σήμερα συνεπαίρνει η μυθιστορηματική ανέλκυσή του, τα ανυπολόγιστης αξίας έργα τέχνης και κυρίως η πολύπλοκη δομή και λειτουργία του ιδιαίτερου Μηχανισμού των Αντικυθήρων. Τα ευρήματα πληροφορούν με ασύγκριτο τρόπο θέματα ιστορίας της τέχνης, το θαλάσσιο εμπόριο και την διακίνηση πολιτιστικών έργων, καθώς και την πρόσληψη από τους Ρωμαίους αριστοκράτες και εύπορους επιχειρηματίες του ελληνικού τρόπου ζωής. Στις ελληνικές θάλασσες, είναι η δεύτερη αρχαιολογική έρευνα που διεξήχθη, με την πρώτη να έχει λάβει χώρα το 1884 στην περιοχή όπου έλαβε χώρα η ναυμαχία της Σαλαμίνας, με την παρότρυνση του αρχαιολόγου Χρίστου Τσούντα (1857, Θράκη – 1934, Αθήνα), χωρίς όμως τα προσδοκώμενα αποτελέσματα.
Τοποθεσία Ναυαγίου
Σαρακοστή, 4η Μαρτίου 1900 (σύμφωνα με το τότε Ιουλιανό ημερολόγιο). Στα Αντικύθηρα1Σήμερα στο νησί, στον μικρό βασικό οικισμό του Ποταμού, διαβιούν περί τα είκοσι πέντε άτομαανακαλύφθηκε το σημαντικότερο παγκόσμιο ναυάγιο από ιστορική, ναυτική, εμπορική, πολιτιστική και τεχνολογική άποψη2Στην ίδια περιοχή, περί το 2011, εντοπίστηκε το ναυάγιο του βρετανικού πολεμικού HMS Nautilus, που βυθίστηκε το 1807. Διατίθεται στο διαδικτυακό τόπο: https://www.tovima.gr/2012/10/03/culture/, (15-7-2021). Στην ανεύρεση του ναυαγίου, κομβικό ρόλο αποτέλεσαν, δύο ιστιοφόρα από την Σύμη, το «Ευτέρπη» και το «Καλλιόπη», με οκτώ βουτηχτάδες και έντεκα ναύτες, που κατευθύνονταν στις ακτές της Βορείου Αφρικής (Αλγερία – Λιβύη,) για αλίευση σφουγγαριών. Το μεν «Καλλιόπη» ήταν εφοδιασμένο με τον τελευταίας τεχνολογίας εξοπλισμό για καταδύσεις και το «Ευτέρπη» ήταν φορτωμένο με τα εφόδια και σε αυτό θα συγκεντρώνονταν τα σφουγγάρια που θα αλιεύονταν. Τα ιστιοφόρα ήταν ιδιοκτησίας των αδελφών Λινδιακού και τα εκμεταλλεύονταν ο συγγενής τους, καπετάνιος Δημήτριος Κοντ
Τα αναφερόμενα ιστιοφόρα συνάντησαν καιρό ανοικτά των Αντικυθήρων και αναγκάστηκαν να αγκυροβολήσουν περίπου είκοσι μέτρα μακριά από την απότομη βραχώδη ακτή του νησιού. Ο βουτηχτής Ηλίας Σταδιάτης φόρεσε το σκάφανδρο και καταδύθηκε, με σκοπό να πιάσει ψάρια για το σαρακοστιανό τραπέζι τους. Παρ’ ότι η απόσταση από την ακτή ήταν μικρή, το βάθος ήταν σαράντα με εβδομήντα μέτρα. Κάποια στιγμή ο Ηλίας έκανε σήμα να τον ανεβάσουν. Φοβήθηκε από αυτά που αντίκρισε στο βυθό. Είχαν ρίξει άγκυρα ακριβώς πάνω από το διασημότερο ναυάγιο του κόσμου!3Και το σημαντικό ναυάγιο στη Mahdia της Τυνησίας, ανακαλύφθηκε το έτος 1907 από Έλληνες σπογγαλιείς, αφού μέχρι το 1942, όταν βελτιώθηκαν οι τεχνικές καταδύσεων από τους Emile Gagnan και Jacques – Yves Cousteau, οι οποίοι σχεδίασαν-δημιούργησαν τον «υδροπνεύμονα», τον ρυθμιστή που αποτελεί βασικό τμήμα της σύγχρονης αυτόνομης συσκευής καταδύσεων (SCUBA). Μέχρι τότε, οι μόνοι επισκέπτες των θαλάσσιων βυθών ήταν οι Έλληνες σφουγγαράδες, διατίθεται στο διαδικτυακό τόπο: https://www.greeksurnames.blogspot.com/2014/05/blog-post_29.html, (15-7-2021)
Αμέσως, μετά τον Ηλία Σταδιάτη, καταδύθηκε ο ίδιος ο καπετάνιος Δημήτρης Κοντός. Το θέαμα που αντίκρισε από το θολό γυαλί του σκάφανδρου και στο μισοσκόταδο των περίπου πενήντα μέτρων βάθους, ήταν φανταστικό! Σε αρκετή ακτίνα ήταν διασκορπισμένα αγάλματα και αμφορείς. Τελικά, εμφανίστηκε στην επιφάνεια της θάλασσας με ένα μπρούτζινο χέρι. Περιμένοντας ο καιρός να κοπάσει, οι δύτες περισυνέλεξαν όσα περισσότερα τέχνεργα μπόρεσαν από το ναυάγιο. Γαληνεύοντας ο καιρός συνέχισαν το ταξίδι τους για τις ακτές της βορείου Αφρικής (Αλγερία – Λιβύη), αφού πριν κατέγραψαν το στίγμα του ναυαγίου
Το Σκάφος και το Φορτίο
Περί το δεύτερο τέταρτο του 1ου αιώνα π.Χ., ένα σαράντα μέτρων μήκους και δεκαπέντε μέτρων πλάτους, ένα τεράστιο ελληνικό εμπορικό πλοίο –ένα κοντόχοντρο καράβι-, είχε ρότα προς την ιταλική χερσόνησο. Κατασκευαστικά ήταν στημένο το πέτσωμα και πάνω σε αυτό είχαν δημιουργηθεί οι νομείς, δηλαδή ο σκελετός του σκάφους. Η ξυλεία του σκάφους προέρχονταν από φτελιά, τα ξυλόκαρφα από βελανιδιά και τα καρφιά από χαλκό. Κάτω από την ίσαλο γραμμή ήταν επενδυμένο με φύλλα μολύβδου. Έφερε μεγάλο τετράγωνο πανί και ένα μικρότερο στην πλώρη.
Το μεγάλο αμπάρι του σκάφους ήταν γεμάτο με αντίκες της εποχής, πολλά ελληνικά αγάλματα και αμφορείς. Τα ξύλα του, είχαν κοπεί περί το 200 π.Χ. και ήταν άριστα εξοπλισμένο. Είχε ακόμη και αντλία νερού με μολύβδινους σωλήνες. Μετέφερε δε και επιβάτες σε ειδικά κατασκευασμένες καμπίνες. Είχε φορτώσει το εμπόρευμα σε κάποια νησιά του Αιγαίου και θα τα μετέφερε στην Ιταλία, όπου οι Ρωμαίοι Πατρίκιοι θα διακοσμούσαν τις πολυτελείς βίλες τους. Οι αμφορείς ήταν κατασκευασμένοι, κυρίως στη Ρόδο, την Κω και τη Μικρά Ασία. Το μάρμαρο των αγαλμάτων ήταν από την Πάρο. Τα πολύτιμα γυάλινα αντικείμενα προέρχονταν από Παλαιστίνη-Συρία-Αίγυπτο.
Τα νομίσματα που βρέθηκαν είχαν κοπεί στην Πέργαμο, Έφεσο, Κνίδο και Κατάνια. Βρέθηκαν νομίσματα του 76 π.Χ. και του 67 π.Χ. Γεγονός που σημαίνει ότι το ναυάγιο έγινε μετά τα ανωτέρω έτη. Συμπεραίνεται, ότι το πλοίο φόρτωσε συγκεκριμένα το εμπόρευμά του στη Δήλο ή τη Ρόδο, που αποτελούσαν τότε εμπορικά κέντρα του Αιγαίου.
Είναι άγνωστες οι συνθήκες του ναυαγίου των Αντικυθήρων. Ναυάγησε έξω από τα Αντικύθηρα, λίγο πριν το φυσικό λιμάνι του νησιού, τον Ποταμό. Παρασύρθηκε από τον άνεμο και τα κύματα το έριξαν στα βράχια; Γέμισε νερά το πλοίο σε φουρτούνα, παρά τις προσπάθειες των ναυτών με την αντλία; Μετατοπίστηκε το φορτίο και άνοιξαν οι αρμοί; Το βέβαιο είναι ότι βυθίστηκε αμέσως, γιατί βρέθηκαν σκελετοί ανθρώπων, που σημαίνει ότι κάποιοι εγκλωβίστηκαν και μεταξύ αυτών και μία γυναίκα4Μαρτυρία για την χρονολόγηση της βύθισης του πλοίου τον 1ο αιώνα π.Χ., καταγράφηκε από τον καθηγητή του Yale, Ντέρεκ ντε Σόλα Πράις (1922-1983), το 1974, στην έρευνα που δημοσίευσε για τον Μηχανισμό των Αντικυθήρων, με τίτλο «Γρανάζια από τους Έλληνες». Συμπέρανε ότι ο Μηχανισμός κατασκευάστηκε το 87 π.Χ. και χάθηκε με το ναυάγιο, λίγα χρόνια μετά.
Ενέργειες Ευαισθητοποίησης των Ελληνικών Αρχών
Το 1900, η Σύμη ανήκε στην Οθωμανική αυτοκρατορία, ενώ τα Αντικύθηρα, από το 1864, υπάγονταν στην Ελλάδα. Με το πέρας των εργασιών αλιείας των σφουγγαριών στην Αλγερία – Λιβύη και την επιστροφή των πλοίων του στη Σύμη, ο καπετάνιος Δημήτρης Κοντός ανέφερε την ύπαρξη του ναυαγίου στη δημογεροντία του νησιού του. Μαζί με συμπατριώτες του μετέβη στην Αθήνα και το γνωστοποίησε στον Υπουργό Εκκλησιαστικών – Δημόσιας Εκπαίδευσης και υπεύθυνο αρχαιοτήτων, Σπυρίδωνα Στάη5Ο Σπυρίδων Στάης (1859-1932) κατάγονταν από τα Κύθηρα. Εξελέγη πολλές φορές βουλευτής και διετέλεσε επτά φορές Υπουργός την χρονική περίοδο 1903-1922. Ο Συμιακός Αντώνης Οικονόμου (1850-1902), καθηγητής αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, βοήθησε στην επιτυχία των διαπραγματεύσεων.
Οι Συμιακοί σφουγγαράδες ήταν οι μόνοι που είχαν τον εξοπλισμό και την τεχνογνωσία για κατάδυση στο βάθος του ναυαγίου. Τα αντικείμενα του ναυαγίου ήταν πολλά και ορισμένα από αυτά βαριά και απαιτείτο η συνδρομή μεγάλου πλοίου στην επιχείρηση ανέλκυσης. Ο Δημήτρης Κοντός παρέδωσε ως απόδειξη το χάλκινο χέρι που είχε ανελκύσει και τοποθέτησε το ναυάγιο αόριστα κάπου μεταξύ Πελοποννήσου και Κυθήρων, προκειμένου να αναλάβει αυτός και τα πλοία του το έργο της ανέλκυσης του ναυαγίου. Η κινητοποίηση για την ανέλκυση του ναυαγίου ήταν συγκλονιστική για την εποχή και τα διαθέσιμα μέσα της ελληνικής πολιτείας. Ο Υπουργός πρόσφερε στους σφουγγαράδες αξιοπρεπή αμοιβή και το μεταγωγικό «Μυκάλη» του Πολεμικού Ναυτικού για να ανασυρθούν και να μεταφερθούν στην Αθήνα τα αγάλματα. Την εποπτεία του όλου έργου ανέλαβε ο καθηγητής Αντώνης Οικονόμου.
Η Ενάλια ανασκαφή
Στις 22 Νοεμβρίου 1900 ξεκίνησε η επιχείρηση ανέλκυσης των αντικειμένων του ναυαγίου. Οι συνθήκες της πρώτης παγκόσμια οργανωμένης μεγάλης κλίμακας ενάλιας ανασκαφής ήταν δύσκολες. Ο καιρός και η ταραγμένη θάλασσα παρεμπόδιζαν τις καταδύσεις. Η τεχνολογία τότε δεν επέτρεπε στους σφουγγαράδες να μένουν στο βάθος του ναυαγίου πάνω από πέντε λεπτά. Επιπλέον, το «Μυκάλη» ήταν μεγάλο πλοίο και ήταν επικίνδυνο να πλησιάσει κοντά στην ακτή-απότομα βράχια για την ανάσυρση των βαριών αγαλμάτων. Παρ’ όλα αυτά στις 27 Νοεμβρίου, το «Μυκάλη» κατέπλευσε στον Πειραιά με τα πρώτα ευρήματα, μεταξύ των οποίων ήταν το «Κεφάλι του Φιλοσόφου». Ο ελληνικός και ο διεθνής τύπος παρακολουθούσαν από κοντά την ανάσυρση των αρχαιοτήτων από το βυθισμένο πλοίο, που θα έμεινε στην ιστορία ως το «ναυάγιο των Αντικυθήρων».
Η επιχείρηση συνεχίστηκε έως τον Σεπτέμβριο 1901. Το ατμόπλοιο «Σύρος» και το τορπιλικό «Αιγιαλεία» συνέδραμαν στην ανάσυρση των αρχαιοτήτων. Το «Μυκάλη» μετέφερε τα ευρήματα, αλλά έφερνε και Επισήμους στη θέση του ναυαγίου. Μέχρι τα τέλη Δεκεμβρίου 1901, τα μεγαλύτερα αγάλματα , μεταξύ των οποίων και ο «Έφηβος των Αντικυθήρων» είχαν ανασυρθεί. Οι σφουγγαράδες είχαν ανασύρει περίπου σαράντα αγάλματα και τμήματα αγαλμάτων, αμφορείς, πολύχρωμα γυάλινα σκεύη, πολλά μικροαντικείμενα και μέρη του σκάφους. Είχαν ανασκάψει και ερευνήσει τον βυθό σε βάθος περίπου ένα μέτρο.
Οι δυσκολίες των καταδύσεων ήταν αμέτρητες. Το σημείο δεν είναι προφυλαγμένο από τους ανέμους. Η δύναμη των κυμάτων τον χειμώνα είναι τεράστια. Το ναυάγιο βρίσκεται σε βάθος 40 με 60 μέτρα και ο βυθός είναι πολύ απότομος, κλίσης 45 μοιρών. Το βάθος αυτό ήταν το όριο κατάδυσης εκείνη την εποχή. Μέσα στο σκοτάδι του βυθού και φορώντας βαριά δυσκίνητη στολή, οι δύτες δυσκολεύονταν στις έρευνές τους. Τις κινήσεις τους παρεμπόδιζε το άβολο σκάφανδρο και ο σωλήνας που τους συνέδεε με την επιφάνεια. Οι σφουγγαράδες έπρεπε να μείνουν μόνο πέντε λεπτά για να αποφύγουν την τρομερή νόσο των δυτών, που σήμαινε παράλυση ή θάνατο. Μάλιστα, δύο δύτες ασθένησαν βαριά και ένας, ο Γεώργιος Κρητικός, πέθανε από τη νόσο. Ο περίφημος θησαυρός των Αντικυθήρων ανασύρθηκε με θυσίες των θρυλικών σφουγγαράδων.
Το 1976, ο Jacques – Yves Cousteau (1910-1977), ο οποίος είχε επισκεφτεί και το 1953 τη θέση του ναυαγίου, πρόσφερε στο Ελληνικό Κράτος την υποδομή του ωκεανογραφικού του σκάφους «Calypso» για την συμπληρωματική έρευνα στην περιοχή του ναυαγίου. Ανασύρθηκαν και άλλα μέρη από το πλοίο, έργα τέχνης, κεραμικά, κοσμήματα, εργαλεία, κ.α.6Η προβολή της ταινίας, που καταγράφει τις ενέργειες Ελλήνων-Γάλλων δυτών με τη συνδρομή του “Calypso”, για την ανέλκυση του ναυαγίου το 1976, παρουσιάζει γλαφυρότατα την εποχή και την ατμόσφαιρα της τεράστιας προσπάθειας διάσωσης πολιτιστικών έργων. Διατίθεται στο διαδικτυακό τόπο: https://www.youtube.com/watch?v=x65GY6MQIGg, (15-7-2021).
Συνεχίστηκαν οι ενάλιες έρευνες στο ναυάγιο και το 2012 μέχρι το 2019, με τη χρήση της σύγχρονης τεχνολογίας, που επιτρέπει την επιμήκυνση παραμονής σε βάθος 70 μέτρων και την πληρέστερη έρευνα στην περιοχή, προκειμένου να εντοπιστούν και άλλα τέχνεργα, που πιθανόν να μετακινήθηκαν από τα θαλάσσια ρεύματα, στη διάρκεια των δύο χιλιετιών που παρήλθαν.
Ευρήματα
Το βυθισμένο πλοίο ήταν ρωμαϊκή ορκάς χωρητικότητας 300 τόνων. Δείγμα βαρύ ιστιοφόρου που χρησιμοποιούνταν περί το 2ο – 1ο αιώνα π.Χ. για μεταφορές μεταξύ Ιταλίας και Ελλάδος. Τα δρομολόγια αυτών των πλοίων άρχιζαν την άνοιξη, πουλώντας και αγοράζοντας εμπορεύματα στα κυριότερα λιμάνια της Ανατολικής Μεσογείου και το φθινόπωρο κατέπλεαν στη βάση τους. Στα σπουδαιότερα ευρήματα που ανασύρθηκαν από το ναυάγιο των Αντικυθήρων (αρχαία Αίγιλα) και χρονολογούνται από τον 4ο έως τον 1ο αιώνα π.Χ., περιλαμβάνονται7Τα ευρήματα μεταφέρθηκαν και αποτελούν εκθέματα του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου Αθηνών, το οποίο πρωτολειτούργησε το 1889:
α. Ο Μηχανισμός των Αντικυθήρων. Στις 17 Μαΐου 1902, ο πρώην Υπουργός Παιδείας και μαθηματικός, Σπυρίδων Στάης, επέτυχε την σημαντικότερη ανακάλυψη στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας8Διευθυντής του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου Αθηνών υπήρξε το διάστημα εκείνο ο αρχαιολόγος Βαλέριος Στάης, πρωτοξάδελφος του πρώην Υπουργού Σπυρίδωνα Στάη. Μελετώντας τα τέχνεργα που ανασύρθηκαν από το ναυάγιο, πρόσεξε ένα σκουριασμένο μπρούτζινο αντικείμενο με επιγραφές, αστρονομικούς όρους9Με τη βοήθεια ειδικού τομογράφου ακτίνων Χ, το 2005, που κατασκευάστηκε ειδικά για την έρευνα του Μηχανισμού των Αντικυθήρων, έχουν διαβαστεί πολλές από τις επιγραφές που υπήρχαν στις πλάκες και στους περιστρεφόμενους δίσκους και οι οποίες εμπεριέχουν αστρονομικούς και μηχανικούς όρους, ένα είδος «εγχειριδίου χρήσης» του οργάνου. και ενσωματωμένο γρανάζι. Αποτελεί το σημαντικότερο εύρημα και τη μεγαλύτερη ανακάλυψη όσον αφορά τη μελέτη της αρχαιοελληνικής τεχνολογίας. Είναι ένας αναλογικός υπολογιστής εκπληκτικής τεχνολογίας. Είναι τόσο σημαντικό για την εξέλιξη της τεχνολογίας, όσο είναι η Ακρόπολη για την εξέλιξη της αρχιτεκτονικής. Εκτιμώμενη κατασκευή του, το δεύτερο μισό του 2ου αιώνα π.Χ. (140-100 π.Χ.). Ίσως κατασκευάστηκε στη Ρόδο, όπου τότε άνθιζε η αστρονομία με τους διάσημους αστρονόμους (Ίππαρχο, Ποσειδώνιο, Γέμινο και Απολλώνιο). Πιστεύεται ότι ο Μηχανισμός ήταν εγκιβωτισμένος μέσα σε ένα ξύλινο κουτί και είχε δύο μεταλλικά ανοιγόμενα φύλλα, όπου ήταν γραμμένες οι οδηγίες χρήσης10Ξύλινο κιβώτιο (πυξίδα) διαστάσεων 32 εκ Χ 16 εκ Χ 10 εκ (περίπου όσο ένα σημερινό laptop). Μικρό τμήμα του ξύλου επέζησε έως σήμερα!. Αποτελείτο από τριάντα εννέα (39) χάλκινα γρανάζια.
Ανασύρθηκε με τη μορφή συγκολλημένων θραυσμάτων11Ογδόντα δύο (82 ) τεμάχια που ανασύρθηκαν τεκμηριώθηκε ότι αποτελούν τμήμα του. Αποτελεί μοναδικό τεχνολογικό επίτευγμα των Αρχαίων Ελλήνων και έναν από τους μεγαλύτερους γρίφους της ιστορίας της τεχνολογίας. Σύμφωνα με νεότερες έρευνες, έδινε τις θέσεις του Ήλιου και της Σελήνης, υπολόγιζε το ηλιακό και σεληνιακό έτος, τις κινήσεις των πλανητών στο ζωδιακό κύκλο, τις φάσεις της Σελήνης, τις εκλείψεις Ήλιου-Σελήνης και τις χρονιές τέλεσης των Πανελληνίων Στεφανιτών Αγώνων (π.χ. Ολύμπια, Νέμεα, Πύθια, Ίσθμια, Νάϊα της Ηπείρου και Αλίεια της Ρόδου) στα υπάρχοντα τότε ελληνικά ημερολόγια (Ηπειρωτικό, Κορινθιακό) και Αιγυπτιακό ημερολόγιο, και συστήματα μέτρησης χρόνου12Τον 19 ετών Μετωνικό κύκλο των 235 συνοδικών μηνών, τον Κύκλο του Σάρου των 223 μηνών (στον Μηχανισμό ταιριάζει με την περίοδο 205-187 π.Χ.), τον 54ετή κύκλο του Εξελιγμού.. Αποδίδεται σε μαθητή του Συρακούσιου Αρχιμήδη (287-212 π.Χ.) ή του Ίππαρχου του Ρόδιου13Η Ρόδος την εποχή εκείνη διέθετε σπουδαία παράδοση στην κατασκευή κοσμημάτων και οργάνων μουσικής. Επομένως είχαν εξειδικευμένους τεχνίτες για να κόβουν – χαράζουν τα μέταλλα. (190-120 π.Χ.) ή του Απολλώνιου του Ρόδιου (295-215 π.Χ.) ή του Γέμινου του Ρόδιου (1ος αιώνας π.Χ.). Πρώτη απόπειρα ανακατασκευής του Μηχανισμού για την μελέτη της λειτουργίας – χρήσης του έγινε από τον ναύαρχο Ιωάννη Θεοφανίδη14Παντρεμένος με δισέγγονη του Γενναίου Κολοκοτρώνη. Έλαβε μέρος στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, στους Βαλκανικούς πολέμους και στην Μικρασιατική Εκστρατεία, ως Κυβερνήτης πολεμικού πλοίου. Αποστρατεύτηκε το 1923 και ασχολήθηκε με την ιστορία. Εξέδωσε το Αρχείο Κολοκοτρώνη και συνέχισε τις έρευνές του για τον Μηχανισμό. Το 1934 δημοσίευσε μέσω της Ακαδημίας Αθηνών τα πορίσματά του στα Γαλλικά. Το μοντέλο-του δωρήθηκε από τον εγγονό του ναύαρχο Ιωάννη (Ντάνυ) Θεοφανίδη (1946-2014) στο Εθνικό αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών. Επόμενοι μεγάλοι ερευνητές του Μηχανισμού υπήρξαν ο Άγγλος – Αργεντινός Ντέρεκ ντε Σόλλα Πράις (1922-1983), ο Άγγλος Μάικλ Ράιτ (ήξερε αρχαία Ελληνικά) με τον Αυστραλό Άλλαν Τζώρτζ Μπρόμλεϋ (1945-2002). Το 2005 ιδρύθηκε η διεπιστημονική Ομάδα Μελέτης Μηχανισμού Αντικυθήρων (ΟΜΜΑ). Ανακατασκευές έγιναν επίσης και από Έλληνες επιστήμονες, όπως το 2007 από τον μαθηματικό Διονύση Κριάρη και το 2014 από τον φυσικό Μάρκο Σκουλάκο.
β. Ο Έφηβος των Αντικυθήρων. Υπολογίζεται ότι δημιουργήθηκε περί το 340 – 330 π.Χ. Χάλκινο άγαλμα που αναπαριστά γυμνό όρθιο άνδρα. Στο αριστερό του χέρι έφερε σπαθί. Το δεξί χέρι του είναι παρατεταμένο και κρατούσε κάποιο αντικείμενο, που δυστυχώς δεν βρέθηκε. Σύμφωνα με τις απόψεις αρχαιολόγων αναπαριστά τον Περσέα, που κρατούσε το κομμένο κεφάλι της Μέδουσας ή τον Πάρη, που κρατούσε το Μήλο της Έριδος. Κατά τους αρχαιολόγους αποτελεί έργο του γλύπτη Κλέωνα από την Σικυώνα.
γ. Μαρμάρινα Γλυπτά. Ανασύρθηκαν διάφορα γλυπτά που αναπαρίσταναν Ομηρικούς Ήρωες από παριανό μάρμαρο, της ελληνιστικής περιόδου. Διαπιστώθηκε ότι όσα τμήματα των αγαλμάτων, είχαν καλυφθεί από άμμο, παρέμειναν άθικτα, ενώ όσα προεξείχαν αλλοιώθηκαν από τους καταστροφικούς μικροοργανισμούς της θάλασσας.
δ. Γυάλινα Σκεύη. Ανευρέθηκαν αρκετά κομψοτεχνήματα γυάλινα, της ελληνιστικής περιόδου και ιδιαίτερα μικρά αγγεία. Η περίτεχνη διακόσμησή τους αποδεικνύει ότι υπήρξαν έργα τέχνης του κυρίως φορτίου για εμπορικούς σκοπούς. Η τεχνοτροπία κατασκευής τους παραπέμπει σε εργαστήρια της Αλεξάνδρειας και της Παλαιστίνης.
ε. Ο Φιλόσοφος των Αντικυθήρων. Καλλιτεχνική δημιουργία περί τα τέλη του 3ου αιώνα π.Χ. Χάλκινο άγαλμα με έκδηλα τα χαρακτηριστικά του προσώπου. Έχουν βρεθεί το κεφάλι, τα χέρια, τα πόδια και τμήμα της ενδυμασίας του. Αποδίδει με ρεαλισμό και ζωντάνια έναν ηλικιωμένο άνδρα, ενδεχομένως τον φιλόσοφο Αντισθένη (444-365 π.Χ.), ιδρυτή της Σχολής των Κυνικών Φιλοσόφων. Σε συνδυασμό με άλλα ευρήματα συνάγεται ότι αποτελούσε μέρος συμπλέγματος τεσσάρων φιλοσόφων.
στ. Νομίσματα. Περισυλλέγησαν 36 αργυρά τετράδραχμα μεγάλης αξίας, κομμένα τέλη 2ου με αρχές 1ου αιώνα π.Χ. σε Πέργαμο-Έφεσο και σαράντα κέρματα κοπής 3ου – 1ου αιώνα π.Χ. των πόλεων Σικελίας – Μικράς Ασίας. Η ύπαρξη νομισμάτων της περιόδου 76 π.Χ. και 67 π.Χ. στο ναυάγιο, βοήθησαν στην χρονολόγηση της βύθισής του.
ζ. Οξυπύθμενοι Αμφορείς. Ανευρέθηκαν αμφορείς με μυτερό κάτω μέρος (οξυπύθμενοι), προκειμένου κάθε σειρά να σφηνώνει στα κενά που δημιουργούνται και να αποφεύγεται η μετατόπιση φορτίου. Ανελκύστηκαν 23 τεμάχια με προέλευση το Ανατολικό Αιγαίο (Ρόδος, Κως, Έφεσος) και την Αδριατική. Με τους αμφορείς μεταφέρονταν κρασί, λάδι και αλίπαστα.
Αντί Επιλόγου
Η κατάρρευση του αρχαίου ελληνικού κόσμου και οι μεγάλες πολιτισμικές αλλαγές που ακολούθησαν, συνετέλεσαν στο να χαθεί ένα σημαντικό τμήμα της ελληνικής επιστημονικής και τεχνολογικής κληρονομιάς. Το ερώτημα είναι τεράστιο, όσον αφορά τι τεχνική υποδομή υπήρχε στον αρχαίο ελληνικό κόσμο και τι τελικά απέγινε η γνώση και η τέχνη που είχε δημιουργηθεί. Ενδεικτικά, αναφέρεται ότι ο χαλκός, πανάκριβο υλικό της αρχαιότητας, ανακυκλώνονταν. Για τον λόγο αυτό βρέθηκαν λίγα χάλκινα αγάλματα και τα περισσότερα από αυτά στο βυθό της θάλασσας.
Η ανακάλυψη του ναυαγίου των Αντικυθήρων και η εύρεση του Μηχανισμού των Αντικυθήρων, αποτελούν σημαντικό αρχαιολογικό – τεχνολογικό επίτευγμα. Η περαιτέρω υποθαλάσσια έρευνα στην περιοχή του ναυαγίου για εύρεση και άλλων αντικειμένων θα προσφέρει σπουδαία αρχαιολογική μαρτυρία για τις πλόες του βυθισμένου πλοίου. Επιπρόσθετα, η εύρεση επιπλέον τμημάτων του Μηχανισμού των Αντικυθήρων θα είναι εξαιρετική για την μελέτη της αξιόλογης αρχαιοελληνικής τεχνολογίας. Επιπλέον, υπάρχουν σοβαρές πιθανότητες εντοπισμού στην ευρύτερη περιοχή και άλλων ναυαγίων, που θα προσφέρουν σημαντικά στη μελέτη της ναυτιλίας, εμπορίου, οικονομίας, τεχνολογίας και πολιτισμού. Το σημαντικότερο όμως όλων είναι η προσέλκυση χορηγιών για την επίλυση των ποικίλλων τεχνικών και έλλειψης επαρκούς χρηματοδότησης, προβλημάτων.
Βιβλιογραφικές Αναφορές
Αναστασίου, Μαγδαλινή. (2017). Ο Μηχανισμός των Αντικυθήρων, Διδακτορική διατριβή, Αθήνα.
Νικοαλαϊδης, Θύμιος. (2021). Ο Μηχανισμός των Αντικυθήρων, Αθήνα: Η ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ.
ΟΜΜΑ (Ομάδα Μελέτης Μηχανισμού Αντικυθήρων), διατίθεται στον διαδικτυακό τόπο: https://www.antikythera-mechanism.gr/project, (15-7-2021).
Ο Τολμηρός Καπετάνιος Δημήτρης Κοντός που ανακάλυψε το Ναυάγιο των Αντικυθήρων, Μηχανή του Χρόνου, διατίθεται στο διαδικτυακό τόπο: https://www.mixanitouxronou.gr/, (15-7-2021)./
Σειραδάκης, Γιάννης. (2021). Ο Μηχανισμός των Αντικυθήρων, διατίθεται στο διαδικτυακό τόπο: https://Mathesis.cup.gr/cources.
Το Ναυάγιο των Αντικυθήρων, Οδηγός Έκθεσης, Απρίλιος 2012 – Απρίλιος 2013, Αθήνα: ΕΘΝΙΚΟ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ.