Του Γεράσιμου Λειβαδά
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Το 1626 ο Βασιλιάς της Σουηδίας Γουσταύος Β ́ Αδόλφος αποφάσισε να ναυπηγήσει το πιο λαμπρό πολεμικό πλοίο της εποχής του και το κατάφερε. Η πορεία ωστόσο του πλοίου έμελλε να είναι βραχεία, καθώς βυθίστηκε με τραγικό τρόπο, στο παρθενικό του ταξίδι, λίγα μέτρα έξω απ’ το λιμάνι, μπροστά στα μάτια χιλιάδων έκπληκτων Σουηδών. Τεράστιο ήταν το πλήγμα για το γόητρο του βασιλείου, που μαζί με το πλοίο βυθίστηκε στο όνειδος.
Εντούτοις, 350 χρόνια αργότερα, η επιλογή του Γουσταύου δικαιώθηκε, με απόλυτο τρόπο. Το Vasa πλέον αποτελεί ένα πλοίο σύμβολο με παγκόσμια ακτινοβολία. Είναι το μοναδικό πλοίο του 17ου αιώνα, που διασώθηκε αυτούσιο, ενώ πάνω από 1,5 εκατομμύρια επισκέπτες το επισκέπτονται κάθε χρόνο.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η Σουηδία μέχρι και τον 14ο αιώνα, δεν διέθετε επίσημα ναυτική δύναμη. Υπήρχε όμως ο θεσμός του «leiðangr ή leidang”, μια υποχρεωτική συνεισφορά επανδρωμένων πλοίων, ως φόρο υποτέλειας στον βασιλιά, η οποία περιπολούσε, προστατεύοντας τις ακτές τις χώρας, εν είδη εθνικής ακτοφυλακής. Στις «αρμοδιότητές» της συγκαταλέγονταν και το καταναγκαστικό εμπόριο, οι επίσημες λεηλασίες και οι επιθετικοί πόλεμοι. Η δε στρατολόγηση του πληρώματος γίνονταν από ελεύθερους πολίτες, οι οποίοι αναγκάζονταν να συμβάλλουν άλλοτε με φυσική παρουσία και άλλοτε σε είδος. Η δραστηριότητά της, ωστόσο, περιοριζόταν λόγω των πάγων, περίπου στους τρείς μήνες τον χρόνο.
Στα τέλη του 14ουαιώνα η Σουηδία συνενώθηκε με την Δανία και τη Νορβηγία, σε μια προσπάθεια υπεράσπισης και ενδυνάμωσης του Βορρά έναντι εχθρικών δυνάμεων και απειλών. Η Ένωση αυτή, που ονομάστηκε Kalmar προέβλεπε την εθνική κυριαρχία κάθε κράτους-μέλους, όχι όμως την αυτονομία τους, καθώς ήταν υπό την σκέπη ενός και μόνο μονάρχη, που όριζε την εξωτερική πολιτική της Ένωσης και τον στρατό της.
Το 1523 ωστόσο ανατράπηκε η υπάρχουσα εξουσία της Σουηδίας από τον επαναστάτη Gustav Eriksson Vasa και μετά από ένα λουτρό αίματος στη Στοκχόλμη αναγορεύθηκε βασιλιάς της Σουηδίας με το όνομα Γουσταύος Α ́, ιδρύοντας τον Βασιλικό Οίκο των Vasa. Η βασιλεία του αποδείχθηκε ορόσημο για το σύγχρονο σουηδικό κράτος, αφού πυροδότησε μια σειρά από αλλαγές και μεταρρυθμίσεις, αρχής γενομένης της απόσχισής του από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, με συνεπακόλουθο την ίδρυση της Εκκλησίας της Σουηδίας.
Η ενθρόνισή, όμως, σήμανε και την αποχώρηση της Σουηδίας από την Ένωση του Kalmar, γεγονός που οδήγησε την Νορβηγία και την Δανία σε μια νέα ισορροπία. Επί της ουσίας, το Νορβηγικό Βασίλειο ενσωματώθηκε με το Βασίλειο της Δανίας, δημιουργώντας ένα ενωμένο Βασίλειο, με κυρίαρχη δύναμη την Δανία. Η Γροιλανδία, η Ισλανδία και τα νησιά Φερόες αποτελούσαν μέρος της επικράτειάς του. Μέχρι τη διάλυση του Βασιλείου αυτού, το 1814, υπήρξε μία διαρκής σύγκρουση με το Βασίλειο της Σουηδίας, για τον έλεγχο της Βαλτικής και της Βόρειας Θάλασσας.
Οι πολιτικό-στρατιωτικές εξελίξεις του 17ου αιώνα ήταν ραγδαίες και ο Τριακονταετής Πόλεμος, που μαίνονταν, αναδιαμόρφωνε πολύ την Ευρωπαϊκή σκακιέρα. Στη σύγκρουση αυτή, που είχε κατεξοχήν θρησκευτικό χαρακτήρα, τα κράτη της Ευρώπης μάχονταν λυσσαλέα για τον έλεγχο και την κυριαρχία και μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο η προτεσταντική πλέον Σουηδία επαναδιαπραγματευόταν την θέση της, έχοντας στρέψει το επεκτατικό της βλέμμα στην καθολική Πολωνία.
Η αναγκαιότητα ωστόσο απόκτησης στόλου, δεν υπαγορεύτηκε μόνο από την εμπόλεμη κατάσταση της Ευρώπης. Την επέβαλλε και το ιστορικό φαινόμενο της υπερπόντιας αποικιοκρατίας, που εμφανίστηκε στην Ευρώπη από τον 15ο αιώνα. Ήδη η Πορτογαλία και η Ισπανία πρωταγωνιστούσαν με ισχυρούς στόλους στο αποικιοκρατικό στερέωμα, ενώ ακολουθούσαν η Βρετανία, η Γαλλία και η Ολλανδία.
Ο βασικός σκοπός της αποικιοκρατίας ήταν το εμπόριο, τόσο αγαθών όσο και σκλάβων, ο δε ανταγωνισμός αυτών των δυνάμεων είχε μεταφερθεί πλέον από την στεριά και στην θάλασσα. Ισχυρό κράτος, επομένως, ήταν αυτό που διέθετε μεγάλα και γρήγορα πλοία και αν η Σουηδία ήθελε να είναι υπολογίσιμη δύναμη και να λογίζεται ως έτσι, θα έπρεπε να έχει μια ισχυρότερη ναυτική παρουσία.
ΤΟ ΠΛΟΙΟ
Το 1625 ο βασιλιάς Γουσταύος Β ́ της Σουηδίας, το «Λιοντάρι του Βορρά», αδελφός και διάδοχος του Γουσταύου του Α,’ διέταξε τον ναύαρχο του στόλου Clas Larsson Fleming να υπογράψει σύμβαση με τους Ολλανδούς ναυπηγούς Hendrik Hybertsson και Arent de Groote, για την ναυπήγηση τεσσάρων πολεμικών πλοίων. Δύο μικρότερα πλοία (μήκος καρίνας 108 ποδιών) και δύο μεγαλύτερα πλοία (μήκος καρίνας 135 ποδιών) επρόκειτο να κατασκευαστούν κατά τη διάρκεια των επόμενων τεσσάρων ετών. Μήνες αργότερα, το σουηδικό ναυτικό έχασε δέκα πλοία σε μία καταιγίδα, γεγονός που οδήγησε τον βασιλιά να διατάξει την άμεση ναυπήγηση δύο μικρών πλοίων (111 και 135 ποδιών), για να αντισταθμίσουν εν μέρει αυτά που είχε χάσει.
Ένα από αυτά ήταν και το Vasa, η ναυπήγηση του οποίου ξεκίνησε στις αρχές του 1626 στο ναυπηγείο του Skeppsgården, κοντά στην Στοκχόλμη. Εντούτοις, αντιμετώπισε πολλά προβλήματα, με κύρια πηγή τον ίδιο τον βασιλιά, ο οποίος ενώ πίεζε για γρήγορη παράδοση, παρενέβαινε στα σχέδια, απαιτώντας, μέχρι και την τελευταία στιγμή συνεχείς τροποποιήσεις. Ένας άλλος παράγοντας, που προκάλεσε σημαντικές καθυστερήσεις, οδηγώντας τους ναυπηγούς σε απόλυτο χάος και σύγχυση, ήταν η έλλειψη χρημάτων, που διαπιστώθηκε στα μέσα του έργου. Στα ήδη υπάρχοντα προβλήματα, ήρθε να προστεθεί και ο αιφνίδιος θάνατος του επικεφαλή καραβομαραγκού Hybertsson. Αντικαταστάθηκε ωστόσο από τον Hein Jacobsson, ο οποίος ολοκλήρωσε την κατασκευή του πλοίου, μετά από δύο χρόνια.
Το Vasa, με δύο καταστρώματα πυροβόλων, 64 χάλκινα κανόνια και πλήρωμα 450 ανδρών, ναυπηγήθηκε ως ναυαρχίδα του βασιλικού Σουηδικού στόλου. Το μήκος του τεράστιου σκάφους ήταν 69 μέτρα, ενώ το ύψος του, από την καρίνα μέχρι το ψηλότερο ιστίο, ήταν 50 μέτρα. Κάθε ευρεία πλευρά είχε κανόνια ικανά να εκσφενδονίσουν οβίδες περίπου 250 κιλών (550 λιβρών), δηλαδή διπλάσια ποσότητα από τα κανόνια που μπορούσαν να ρίξουν τα πιο ισχυρά ευρωπαϊκά πλοία της εποχής του.
Η κατασκευή του πλοίου ήταν ένα από τα πιο δαπανηρά έργα της εποχής, με γλυπτό διάκοσμο από εκατοντάδες περίτεχνα, επιχρυσωμένα και ζωγραφισμένα ομοιώματα, που αναπαριστούσαν βιβλικά, μυθικά και ιστορικά πρόσωπα. Προοριζόταν να είναι το πιο εντυπωσιακό πλοίο, για το οποίο, παρά τις οικονομικές δυσκολίες, δεν φείσθηκε κανένα κόστος. Ωστόσο, όλα αυτά τα επιπλέον χαρακτηριστικά αύξησαν περαιτέρω το κέντρο βάρους του πλοίου.
Όταν ολοκληρώθηκε η ναυπήγηση του πλοίου πραγματοποιήθηκαν κάποιες ελάχιστες δοκιμές κατά τα ειωθότα της εποχής εκείνης. Η μεθοδολογία του πειράματος είχε ως εξής: 30 ναύτες μετακινήθηκαν με ταχύτητα από την μία πλευρά του σκάφους στην άλλη, με την διαδικασία αυτή να επαναλαμβάνεται εις τριπλούν. Το πλοίο λικνίστηκε έντονα · η ευστάθεια του Vasa ήταν προβληματική. Όφειλε να είναι πιο φαρδύ και η λύση της τοποθέτησης επιπλέον βάρους στον πυθμένα του, κάτω από τον χώρο του κατώτερου καταστρώματος, δεν ήταν εφικτή, διότι, αφ’ ενός δεν υπήρχε χώρος, αφ’ ετέρου, το μεγαλύτερο βάρος θα έφερνε τις θυρίδες των πυροβόλων πολύ κοντά στην επιφάνεια της θάλασσας. Ήταν όμως ήδη πολύ αργά, για οποιαδήποτε αλλαγή.
ΝΑΥΑΓΙΟ
Ήταν 4 μ.μ. στις 10 Αυγούστου του 1628 και το πλοίο Vasa είχε μόλις αποπλεύσει από την αποβάθρα του λιμανιού της Στοκχόλμης για το παρθενικό του ταξίδι. Αρχικά ρυμουλκήθηκε, μέχρι να ανοίξει στα πανιά του. Μόλις 1300 μέτρα πιο πέρα, μια ελαφρά ριπή του ανέμου και στη συνέχεια μία δεύτερη πιο δυνατή, ανέτρεψε το πλοίο, γέρνοντάς το στο πλάι. Το νερό μπήκε μέσα από τις ανοικτές θυρίδες των πυροβόλων του πλοίου και το Vasa βυθίστηκε ταχύτατα στα ρηχά νερά του ευρύτερου λιμανιού της Στοκχόλμης, 120 μέτρα μόλις από την ακτή της νησίδας Beckholmen, σε βάθος 32 μέτρων.
Τα συγκεντρωμένα πλήθη ίσως και χιλιάδες Σουηδοί που είχαν συρρεύσει στις αποβάθρες του λιμανιού, για να επευφημήσουν το νέο τεράστιο βασιλικό πλοίο, έμειναν εμβρόντητοι και απογοητευμένοι. Ο τραγικός απολογισμός, της βύθιση αυτής, ήταν 30 ζωές. Όσων δηλαδή βρίσκονταν εκείνη την ώρα στα κάτω καταστρώματα.
Η ΑΝΕΛΚΥΣΗ
25 περίπου χρόνια μετά το τραγικό ναυάγιο, το 1652, ένας Σκωτσέζος ονόματι Alexander Forbes, συνταγματάρχης στο Σουηδικό στρατό, αιτήθηκε από την Βασίλισσα Χριστίνα τα δικαιώματα ανέλκυσης πλοίων σε Σουηδικά ύδατα. Η αίτηση έγινε δεκτή και του παραχωρήθηκε η σχετική άδεια για δώδεκα χρόνια. Τον επόμενο χρόνο η άδεια περιέλαβε και το ναυάγιο του Vasa, δυστυχώς όμως ο Forbes δεν κατάφερε τίποτε.
Το 1663 του αφαιρέθηκε η άδεια από τον τότε βασιλιά, Κάρολο τον 10ο και δόθηκε στον στρατιωτικό, Hans Albrecht von Treileben, ο οποίος χρησιμοποίησε με τους συνεργάτες του, για πρώτη φορά, τον καταδυόμενο κώδωνα, τεχνολογία που είχε περιγράψει πρώτος ο Αριστοτέλης τον 4ο αι. π.Χ.
Ο Treileben μαζί τον Γερμανό συνέταιρό του Andreas Peckell και τους 12 συνεργάτες τους, μετά από πολύμηνη προετοιμασία, κατάφεραν να ανελκύσουν το πρώτο από τα χάλκινα πυροβόλα του Vasa. Κατά την διάρκεια του έργου, όμως ο Treileben και ο Peckell διαφώνησαν και διέκοψαν την συνεργασία τους, με την διαφωνία τους να καταλήγει στα δικαστήρια.
Τα πρακτικά της δικαστικής αυτής διαμάχης αποτέλεσαν σημαντική πηγή πληροφοριών, για το χρονικό της επιχείρησης διάσωσης των πυροβόλων. Σύμφωνα λοιπόν μ’ αυτά, τα πυροβόλα που διασώθηκαν ήταν 60 από τα 64. Από αυτά ο Treileben πούλησε τα 53 στη αγορά του Lubeck, μία πόλη του Schleswig-Holstein, από την οποία προμηθευόταν συχνά όπλα, για τον στόλο του, ο Βασιλιάς της Δανίας, Χριστιανός ο 5ος. Επομένως, είναι μεγάλη η πιθανότητα να χρησιμοποιήθηκαν τα ίδια κανόνια από τους Δανούς κατά των Σουηδών σε ναυμαχίες, κατά την διάρκεια του πολέμου της Σκάνια (1675–1679). Μπορεί ναι μεν, η έκβαση του πολέμου, να ευνόησε τους Σουηδούς, οι οποίοι τον κερδίσανε, απώλεσαν ωστόσο, για ένα διάστημα, την υπεροχή τους στην θάλασσα1Fred Hocker σελ. 159-165
Η επιχείρηση αυτή του Treileben, παρόλο που επέφερε κάποιες ζημίες στο Vasa, οδήγησε στην δημιουργία των πρώτων επαγγελματικών εταιρειών διάσωσης και ναυαγιαιρέσεων στην Βόρειο Ευρώπη.
Έτσι στις αρχές του 19ου αιώνα, ο αξιωματικός του Σουηδικού ναυτικού Anton Ludwig Fahnehjelm, μηχανικός και εφευρέτης ο ίδιος, εισήγαγε την σύγχρονη καταδυτική στολή με σκάφανδρο και συνεχή ροή αέρα. Υπάρχουν πληροφορίες ότι ο Fahnehjelm αιτήθηκε αδείας ανέλκυσης του Vasa το 1844, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Παρ’ όλ’ αυτά, υπέδειξε με ακρίβεια σε χαρτογράφους του λιμανιού της Στοκχόλμης το σημείο του ναυαγίου2Gunnar Almkvist: The Chemistry of the Vasa – Iron, Acids and Degradation, Doctorate Thesis, Swedish University of Agricultural Sciences, Upsala, Acta Universitatis agriculturae Sueciae 2008 σελ. 7
Το 1920, η εταιρεία Olschanski κατέθεσε αίτηση για ερευνητικές εργασίες εντοπισμού καταποντισμένων πυροβόλων και καλής ποιότητος ξυλείας μεταξύ Beckholmen και Tegelviken με την χρήση δυναμίτιδος. Ευτυχώς για το Vasa, η αίτηση απορρίφθηκε για τον λόγο της πιθανής συμφόρησης της κυκλοφορίας πλοίων στο στενό κανάλι κατά την διάρκεια των εργασιών3Fred Hocker: Vasa A Swedish Warship, Medstroms Bokforlag, 2011, σελ. 168
Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, άρχισε να δείχνει ενδιαφέρον για το Vasa, ένας Σουηδός ναυτικός, μηχανικός και ερασιτέχνης ναυτικός αρχαιολόγος, ο Anders Franzén. Μετά από μακρά αναζήτηση, το Vasa εντοπίστηκε το 1956.
Αυτό όμως που έγινε εξ’ αρχής κατανοητό, ήταν η πολυπλοκότητα του εγχειρήματος, καθώς εμπλέκονταν διαφορετικές αρχές, που έπρεπε να συνεννοηθούν και να συναποφασίσουν: η Νορβηγική Ναυτική Διοίκηση, η οποία είχε την ευθύνη ιδιοκτησίας για οτιδήποτε ήταν παλιό στην θάλασσα, ακόμη και αν επρόκειτο για βυθισμένο πολεμικό σκάφος, η Εθνική Υπηρεσία Αρχαιοτήτων, η οποία ήταν ο θεματοφύλακας των αρχαιοτήτων, καθώς και το Ναυτικό Μουσείο, το οποίο ήταν υπεύθυνο για τα πολεμικά πλοία του παρελθόντος. Καθεμία όμως από αυτές τις αρχές υπάγονταν σε διαφορετικά υπουργεία: η Ναυτική Διοίκηση στο Υπουργείο Άμυνας, η Εθνική Υπηρεσία Αρχαιοτήτων στο Εκκλησιαστικό Υπουργείο, και το Μουσείο Ναυτικής Ιστορίας στο Υπουργείο Εμπορίου. Η πολιτική ηγεσία ωστόσο της Σουηδίας δεν επέδειξε το απαιτούμενο ενδιαφέρον, ούτε καν είχε την διάθεση για να δώσει λύσεις.
Ο «τρελός» όμως Franzén δεν έκανε πίσω. Συνέχισε να αναζητά συμμάχους και με τις επαφές που διέθετε στο ναυτικό ανακινούσε συνεχώς το θέμα. Τελικά, αναγκάστηκε το Συμβούλιο του Κρατικού Μουσείου Ναυτικής Ιστορίας, το οποίο είχε τοποθετηθεί αρχικά αρνητικά, μετά από διαβούλευση με τους άλλους επίσημους φορείς, να διορίσει μια επιτροπή εμπειρογνωμόνων για να διερευνήσει την δυνατότητα ανέλκυσης του ναυαγίου. Η Επιτροπή «Wasa», όπως ονομάστηκε, συγκροτήθηκε στις αρχές Ιανουαρίου 1957 με τακτικά μέλη ναυπηγούς, ιστορικούς, συντηρητές, μηχανικούς, δύτες και φυσικά τον Anders Franzén.
Η επιτροπή άρχισε τις εργασίες της την άνοιξη του 1957 και υπέβαλε την σχετική της έκθεση τον Φεβρουάριο του 1958. Μετά από ανάλυση της αντοχής του ξύλου και του τρόπου κατασκευής του κύτους, συστήθηκε η ανύψωση του πλοίου, με έλξη μέσω καλωδίων γύρω από το πλοίο, έτσι ώστε η δύναμη να εφαρμόζεται από έξω, ενώ πρότεινε η ανύψωση να γίνεται με μικρά, σταδιακά, ελεγχόμενα βήματα.
Οικονομικός προϋπολογισμός ωστόσο, δεν είχε κατατεθεί και έτσι έφθασε το θέμα ως το βασιλικό ανάκτορο. Ο Anders Franzén έγινε δεκτός σε μυστική συνάντηση. Από την άλλη ο βασιλιάς Γουσταύος ο ΣΤ’, θερμός ιστοριοδίφης, με σπουδές στην αρχαιολογία, έχοντας δική του ατζέντα, διείδε την ευκαιρία να αυξήσει τη φήμη της μοναρχίας, την στιγμή, που έπνεαν έντονα και επικίνδυνα οι δημοκρατικοί άνεμοι, για την Σουηδία.
Με παρέμβασή του εξασφαλίστηκαν 35.000 σουηδικές κορώνες, ως δωρεά, από το βασιλικό ταμείο. Ακολούθησε η καταβολή 100.000 σουηδικών κορωνών από το μεγαλύτερο Σουηδικό μη κερδοσκοπικό ίδρυμα Knut and Alice Wallenberg Foundation, σκοπός του οποίου είναι ακόμη και σήμερα, η ενίσχυση της επιστημονικής έρευνας, σε εθνική πλαίσιο.
Επιπλέον, αποφασίστηκε ότι οι συμμετέχοντες φορείς θα επιβαρύνονταν με μέρος του όλου κόστους. Έτσι, το Σουηδικό Ναυτικό συνέβαλε με τους δύτες του και μέσω εργασιών από το κοντινό Ναυτικό Ναυπηγείο της Στοκχόλμης, ενώ ο Σουηδικός Όμιλος Broströms, ναυτιλιακή εταιρεία με σημαντικό στόλο στην ιδιοκτησία του, παρείχε εξοπλισμό διάσωσης με τη μορφή πλωτήρων και πλοίων, μέσω της θυγατρικής ναυαγοσωστικής εταιρείας του Neptunbolage. Αρκετές άλλες σουηδικές εταιρείες συνέβαλαν με το δανεισμό ανυψωτικών καλωδίων, εύκαμπτων σωλήνων και συμπιεστών4https://sv.wikipedia.org/wiki/Wasan%C3%A4mnden
Άλλες πηγές χρηματοδότησης προήλθαν από την ίδρυση ειδικής ερανικής επιτροπής με την ονομασία Wasa Rediviva. Η επιτροπή έκοψε ένα ειδικό αναμνηστικό νόμισμα «Vasa» 10 κορωνών, το οποίο διατέθηκε προς πώληση, ενώ με κρατική παρέμβαση διενεργήθηκε λαχειοφόρος αγορά.
Δεδομένου ότι το φθινόπωρο του 1959 κατέστη δυνατή η ανύψωση της Vasa, από τον πυθμένα, οπότε πλέον φαινόταν ρεαλιστική η διάσωσή της, έγινε αντιληπτό ότι οι περαιτέρω εργασίες διάσωσης, ανασκαφής, συντήρησης και αποθήκευσης θα απαιτούσαν πιο εκτεταμένο σχεδιασμό και αντίστοιχα μέτρα. Ως εκ τούτου, οι ενδιαφερόμενες αρχές συμφώνησαν να δημιουργήσουν ένα πιο μακροπρόθεσμο οργανόγραμμα εργασιών, το οποίο υποβλήθηκε ως πρόταση στην Κυβέρνηση. Η Επιτροπή Wasa, (Wasanämnde), διορίστηκε από το Κοινοβούλιο στις 30 Σεπτεμβρίου 1959 έχοντας ως Πρόεδρο τον τότε Πρίγκιπα Bertil, ενώ μέλη ήταν εκπρόσωποι όλων των εμπλεκόμενων θεσμικών φορέων, αλλά και ο Anders Franzén.
Το έργο της επιτροπής Wasa καθοδηγήθηκε από τον εκτελεστικό διευθυντή Fred Arnell και οργανώθηκε σε ένα τεχνικό τμήμα, το οποίο περιείχε σε μεγάλο βαθμό τους ίδιους ανθρώπους με την προηγούμενη επιτροπή Wasa, ένα τμήμα μελετών και ένα τμήμα δημοσίων σχέσεων. Αργότερα, προστέθηκε και επιστημονικό τμήμα, το οποίο διαχειρίστηκε τις εργασίες συντήρησης και αρχαιολογικής έρευνας5https://sv.wikipedia.org/wiki/Wasan%C3%A4mnden
Για την εκτέλεση καταδυτικών εργασιών, την ανύψωση χαλαρών αντικειμένων και τελικά την ανέλκυση του Vasa, χρειάστηκαν αρκετά πλοία και φορτηγίδες. Μεταξύ άλλων, τα ρυμουλκά Sveparen και Sprängaren, πρώην ναρκαλιευτικά του 1ου ΠΠ και το σκάφος υποβρύχιας διάσωσης Belos, που μισθώθηκαν από το ναυτικό. Από την εταιρεία Neptunbolaget παρασχέθηκαν ο πλωτήρας διάσωσης Sleipner, το ρυμουλκό Atlas και οι ανυψωτικοί πλωτήρες Oden και Frigg. Για ειδικές ανελκύσεις, όπως για τη διάσωση ενός κανονιού 24 λιβρών, χρησιμοποιήθηκε ο πλωτός γερανός Lodbrok του λιμανιού της Στοκχόλμης.
Αποφασίστηκε ότι το πλοίο θα έπρεπε να ανυψωθεί με μεγάλη προσοχή για να αποφευχθούν προβλήματα ανακατασκευής, εάν τα ξύλα παραμορφώνονταν κατά την ξήρανση. Μετά από μια μακρά διαδικασία εκσκαφής, ανύψωσης και μετακίνησης, το πλοίο τελικά, «ξενέρισε» για πρώτη φορά μετά από 333 χρόνια, το πρωί της 24ης Απριλίου του 1961. Πλήθος κόσμου, δημοσιογράφων και επισήμων παρευρέθηκαν, για να θαυμάσουν το άτυχο κουφάρι.
Το πλοίο ρυμουλκήθηκε στο ναύσταθμο, στο μικρό νησί Kastellholmen, όπου άρχισαν οι ανασκαφές στο εσωτερικό. Χιλιάδες αντικείμενα ανακτήθηκαν κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας, συμπεριλαμβανομένων προσωπικών αντικειμένων και ανθρώπινων λειψάνων. Η ανασκαφή χρειάστηκε πέντε μήνες για να ολοκληρωθεί. Μόλις ολοκληρώθηκε, το έργο επικεντρώθηκε στη συντήρηση του πλοίου και των αντικειμένων.
Η επιτροπή Wasa είχε προτείνει να τοποθετηθεί το πλοίο εξ’ αρχής στο Galärvarvsdockan, στο νησί Djurgården, εκεί που τώρα βρίσκεται το ομώνυμο Μουσείο. Ωστόσο, αυτό θα γινόταν διαθέσιμο μόνο αν η πλωτή δεξαμενή Orlog, η οποία βρισκόταν εκεί, μετακόμιζε στο νησί Muskö. Εν αναμονή αυτού, ετοιμάστηκε μία προσωρινή δομή λίγο πιο πέρα, στο Alkärret, 350 μέτρα νοτιότερα. Αυτό το προσωρινό μουσείο εγκαινιάστηκε στις 16 Φεβρουαρίου 1962 και λειτούργησε μέχρι και το 1987.
Η παγκόσμια ακτινοβολία του Vasa επιβεβαιώθηκε περίτρανα τον επόμενο χρόνο κατά την διάρκεια της Παγκόσμιας Έκθεσης, που πραγματοποιήθηκε το 1962 στο Seattle των ΗΠΑ με κύριο θέμα τον 21ο αιώνα (Διάστημα-Επιστήμη-Μέλλον) και συμμετοχή 59 κρατών. Ο κωμικός Danny Kaye ανέγνωσε το credo της έκθεσης, η ντίβα Mary Costa έψαλλε τον Αμερικάνικο Εθνικό Ύμνο, ενώ ακολούθησαν 21 κανονιοβολισμοί από το 334 ετών πυροβόλο του Vasa, που είχε μεταφερθεί από την Στοκχόλμη[1]για αυτόν τον σκοπό
Η παγκόσμια ακτινοβολία του Vasa επιβεβαιώθηκε περίτρανα τον επόμενο χρόνο κατά την διάρκεια της Παγκόσμιας Έκθεσης, που πραγματοποιήθηκε το 1962 στο Seattle των ΗΠΑ με κύριο θέμα τον 21ο αιώνα (Διάστημα-Επιστήμη-Μέλλον) και συμμετοχή 59 κρατών. Ο κωμικός Danny Kaye ανέγνωσε το credo της έκθεσης, η ντίβα Mary Costa έψαλλε τον Αμερικάνικο Εθνικό Ύμνο, ενώ ακολούθησαν 21 κανονιοβολισμοί από το 334 ετών πυροβόλο του Vasa, που είχε μεταφερθεί από την Στοκχόλμη για αυτόν τον σκοπό.
Η παγκόσμια ακτινοβολία του Vasa επιβεβαιώθηκε περίτρανα τον επόμενο χρόνο κατά την διάρκεια της Παγκόσμιας Έκθεσης, που πραγματοποιήθηκε το 1962 στο Seattle των ΗΠΑ με κύριο θέμα τον 21ο αιώνα (Διάστημα-Επιστήμη-Μέλλον) και συμμετοχή 59 κρατών. Ο κωμικός Danny Kaye ανέγνωσε το credo της έκθεσης, η ντίβα Mary Costa έψαλλε τον Αμερικάνικο Εθνικό Ύμνο, ενώ ακολούθησαν 21 κανονιοβολισμοί από το 334 ετών πυροβόλο του Vasa, που είχε μεταφερθεί από την Στοκχόλμη για αυτόν τον σκοπό.
Το Vasa μεταφέρθηκε τον Δεκέμβριο του 1987 στις νέες εγκαταστάσεις του ομώνυμου Μουσείου, το οποίο εγκαινιάστηκε πανηγυρικά στις 15 Ιουνίου του 1990. Το κτήριο σχεδίασαν οι νεαροί τότε αρχιτέκτονες Göran Månsson και Ove Hidemark, που κέρδισαν τον διαγωνισμό του 1981 μεταξύ 384 συμμετοχών. Στο κτήριο απονεμήθηκε το βραβείο Kasper Salin το 1990.
ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΤΟΥ VASA
Η συντήρηση του πλοίου ξεκίνησε το 1962, με χειροκίνητο ψεκασμό με διάλυμα Πολυαιθυλενογλυκόλης, PEG 4000 και PEG 1500 και 2% διάλυμα βορικού οξέος με βιοκτόνο βορικού νατρίου. Για σχεδόν δύο χρόνια, έξι ημέρες την εβδομάδα, το πλοίο ψεκαζόταν. Το 1964, το πλοίο τοποθετήθηκε σε μόνιμη βάση. Τον Μάρτιο του 1965, εγκαταστάθηκε ένα αυτοματοποιημένο σύστημα ψεκασμού. Από το 1965 έως το 1972, το πλοίο ψεκαζόταν με Πολυαιθυλενογλυκόλη PEG 1500 έως και τριάντα δύο φορές μέσα σε ένα εικοσιτετράωρο. Ο αριθμός των συνεδρίων ψεκασμού μειώθηκε σταδιακά μετά το 1972, ενώ η συγκέντρωση PEG αυξήθηκε. Η διαδικασία του ψεκασμού τερματίστηκε το 1979. Αμέσως μετά έγινε επιφανειακή επάλειψη με PEG 600 και ακολούθησε η ξήρανση με φυσητήρες θερμού αέρα χειρός.
Τα μικρά ξύλινα αντικείμενα, ειδικά αυτά από τον ξυλόγλυπτο διάκοσμο του πλοίου, τοποθετήθηκαν σε ανοξείδωτες δεξαμενές με διάλυμα 2% βορικού οξέος και Borax, για την πρόληψη της ανάπτυξης μικροοργανισμών. Το διάλυμα θερμάνθηκε στους 60° C και η Πολυαιθυλενογλυκόλη αυξανόταν σταδιακά καθημερινά, μέχρι να επιτευχθεί τελική συγκέντρωση 40-45%. Ο εμποτισμός θεωρήθηκε πλήρης, μετά από περίπου 18-24 μήνες, αφού σταθεροποιήθηκε το βάρους των αντικειμένων.
Στη συνέχεια, τα αντικείμενα ξηράνθηκαν σταδιακά στον αέρα για 6-12 μήνες, στο αμπάρι ενός μεγάλου πλοίου, του Menja, αγκυροβολημένου δίπλα στην εγκατάσταση συντήρησης, όπου μειώθηκε η σχετική υγρασία σταδιακά από 90% σε περίπου 60%. Τέλος, εφαρμόστηκε προστατευτική επιφανειακή επεξεργασία PEG 4000 στα αντικείμενα και η περίσσεια απομακρύνθηκε, χρησιμοποιώντας φυσητήρες θερμού αέρα. Ορισμένα λεπτόκοκκα είδη ξύλου, όπως η οξιά και η ελάτη, δεν ανταποκρίθηκαν καλά σ΄ αυτή τη επεξεργασία. Αντ’ αυτού, αντικείμενα κατασκευασμένα από αυτά τα ξύλα αφέθηκαν στο νερό για άλλη μια δεκαετία, μέχρι να αναπτυχθούν τεχνικές λυοφιλοποίησης, μία τεχνική αφυδάτωσης6Mortensen MN et al: Characterisation of the polyethylene glycol impregnation of the Swedish warship Vasa and one of the Danish Skuldelev Viking ships, Journal of Archaeological Science, Volume 34, Issue 8, August 2007, pp 1211-1218
Μετά την ολοκλήρωση της επεξεργασίας, η επιφάνεια του πλοίου καθαρίστηκε και αφέθηκε να στεγνώσει πλήρως. Το Vasa μεταφέρθηκε και εγκαταστάθηκε στη μόνιμή του θέση το 1988, όταν το μουσείο, που κατασκευάστηκε, ήταν πλέον έτοιμο. Επισκέψιμο ωστόσο ήταν, μετά από ένα χρόνο,7Carl Olof Cederlund: Vasa I: The Archaeology of a Swedish Warship of 1628, International Journal of Nautical Archaeology · August 2007 αφού πραγματοποιήθηκε πρώτα εκτεταμένη επεξεργασία, για τη σταθεροποίηση και την ξήρανση των ξύλων του πλοίου.
Το 2011, το Μουσείο Vasa και η Sandvik Materials Technology ξεκίνησαν ένα μακροπρόθεσμο έργο έρευνας και ανάπτυξης, με στόχο την αντικατάσταση περίπου 5.000 χαλύβδινων μπουλονιών, που βρίσκονταν στο Vasa με ειδικά σχεδιασμένα μπουλόνια από ανοξείδωτο χάλυβα υψηλού κράματος. Η συνεργασία αυτή διήρκησε λίγο περισσότερο από έξι χρόνια.
Πρόσφατα παρατηρήθηκε υψηλή οξύτητα και ταχεία εξάπλωση θειικών αλάτων σε πολλές ξύλινες επιφάνειες, γεγονός που απειλεί τη διατήρηση του Vasa. Αποδείχθηκε ότι, εκτός από τις συγκεντρώσεις θειικού άλατος, κυρίως στην επιφάνεια των δοκών βελανιδιάς, το καθαρό (στοιχειακό) θείο έχει συσσωρευτεί μέσα στις δοκούς (0,2-4% κατά μάζα), και επίσης υπάρχουν ενώσεις θείου ενδιάμεσων καταστάσεων οξείδωσης. Η οξείδωση του μειωμένου θείου προήλθε από τη διείσδυση υδρόθειου στα ξύλα καθώς αυτά εκτέθηκαν στο ανοξικό νερό. Το θείο επιπλέον, καταλύεται από είδη σιδήρου που απελευθερώνονται από τους εντελώς διαβρωμένους αρχικούς κοχλίες σιδήρου, καθώς και από εκείνους που εισήχθησαν μετά τη διάσωση. Οι επεξεργασίες για τη διακοπή της όξινης υδρόλυσης ξύλου του Vasa θα πρέπει επομένως να επικεντρωθούν στην απομάκρυνση των ενώσεων θείου και σιδήρου8Sandstrom, M. et al. Deterioration of the seventeenth century warship Vasa by internal formation of sulfuric acid. Nature 415, 893-897 (2002)
Επιπλέον, η φασματομετρική ανάλυση μάζας υδατικών εκχυλισμάτων ξύλου από το Vasa αποκάλυψε μια σοβαρή χημική κατάσταση στο βάθος του ξύλου, ενώ η επιφάνεια φαίνεται να έχει επηρεαστεί λιγότερο. Η πολυαιθυλενογλυκόλη, που χρησιμοποιήθηκε ως παράγοντας συντήρησης, επηρεάζεται και εν μέρει, με τον χρόνο, αποδομείται παράγοντας Μυρμηκικό οξύ και χαμηλά μοριακά θραύσματα από ημικυτταρίνη. Την επηρεάζει επίσης η υψηλή περιεκτικότητα σε σίδηρο και χαμηλό pH9
Gunnar Almkvist: The Chemistry of the Vasa – Iron, Acids and Degradation, Doctorate Thesis, Swedish University of Agricultural Sciences, Upsala, Acta Universitatis agriculturae Sueciae 2008 Gunnar Almkvist: Degradation of polyethylene glycol and hemicellulose in the Vasa January 2008, Holzforschung 62(1):64-70
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Το Vasa είναι το μοναδικό πλοίο του 17ου αιώνα που διατηρείται ως τις μέρες μας όπου το 95% των αρχικών τμημάτων του διατηρείται αυτούσιο μέχρι και σήμερα. Ο πλούσιος διάκοσμος με τα 700 περίπου σκαλιστά γλυπτά, καθιστά το πλοίο ένα μοναδικό κόσμημα τέχνης και ένα από τα σημαντικότερα αξιοθέατα του κόσμου. Το Vasa, ιστορικά είναι γνωστό μόνο για την τραγική βύθιση του στο παρθενικό του ταξίδι στις 10 Αυγούστου 1628. Εντούτοις, η ανέλκυσή του και η πλήρης αποκατάστασή του, αποτέλεσαν πολυσήμαντο σταθμό στην επιστημονική προσέγγιση των ναυαγίων, προφέροντας πολύτιμες πληροφορίες και νέα γνώση στην ναυτική υποβρύχια αρχαιολογία, την ναυπηγική της εποχής αλλά και την ανθρωπολογία. Οι προκλήσεις του εγχειρήματος της αποκατάστασης που διάρκεσαν 27 χρόνια ήταν συνεχείς, ενώ ακόμη και σήμερα, επιστήμονες από όλο τον κόσμο συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν απρόβλεπτα προβλήματα με επιτυχία.
Το έργο της αποκατάστασης στο Vasa αποτελεί πλέον σημείο αναφοράς για διασώσεις ξύλινων πλοίων που ακολούθησαν, όπως την τελετουργική λέμβο του Χέοπος στην Αίγυπτο, το βυζαντινό ναυάγιο στο νησί Πλάτη των Πριγκηπονήσων στην Προποντίδα, τις βυζαντινές γαλέρες που ανακαλύφθηκαν το 2004 στο λιμάνι του Θεοδοσίου στην Βλάγκα της Κωνσταντινούπολης, καθώς και τα 6 πλοία των Βίκιγκ που βρέθηκαν στο Δανικό Skuldelev.