Κείμενο – Έρευνα: Γεώργιος Χαλκιαδόπουλος
Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στον ιστότοπο Greeks in Foreign Arms. O συγγραφέας ευχαριστεί θερμά τον ιατρό, κύριο Ραφαήλ Διαμαντή, για την ευγενική παραχώρηση τού αρχειακού υλικού τού πατέρα του! Χωρίς την πολύτιμη συνδρομή του, η συγγραφή αυτού του άρθρου θα ήταν αδύνατη.
Ο Αλέξανδρος Διαμαντής γεννήθηκε στα Λουτρά Αιδηψού την 1η Νοεμβρίου του 1917 και ήταν ο πρωτότοκος υιός του Δημητρίου Διαμαντή και της Ελένης Λέρα (σ.σ. αρχικό επώνυμο Παπασυροπούλου). Παρά τις δυσκολίες εκείνων των καιρών, το ζευγάρι ζούσε αγαπημένο και εξοικονομούσε τα προς το ζην, καλλιεργώντας τα κτήματά του. Στο πέρασμα των χρόνων απέκτησαν συνολικά τέσσερις γιούς. Κατά σειρά γέννησης τα τέκνα της οικογένειας ήταν ο Αλέξανδρος (1917-1986), ο Βασίλειος (1920-1992), ο Μιχαήλ (1925-2007) και ο Άγγελος (1930-1994). Τα τέσσερα αγόρια μεγαλώνοντας, άκουγαν συνεχώς τον πατέρα τους να τους διηγείται ιστορίες για τις περιπέτειες του, στις διάφορες πολεμικές συγκρούσεις που είχε λάβει μέρος.
Ο Δημήτριος Διαμαντής του Βασιλείου (1892-1945), υπήρξε βετεράνος τριών πολέμων, έχοντας υπηρετήσει ως τραυματιοφορέας στους Βαλκανικούς Πολέμους της περιόδου 1912-1913, στην Εκστρατεία της Κριμαίας το 1919 (σ.σ. γνωστή και ως Εκστρατεία της Ουκρανίας), αλλά και στην εκστρατεία της Μικράς Ασίας. Κατά την περίοδο της θητείας του στην Κριμαία συνελήφθη αιχμάλωτος από τις δυνάμεις των Μπολσεβίκων και όπως και πολλοί άλλοι Έλληνες αιχμάλωτοι, υπέφερε τα πάνδεινα μέχρι την απελευθέρωσή του.
Η Ελλάδα συμμετείχε τότε με δύο Μεραρχίες στο πλευρό της Γαλλίας, (κύριο μέλος της ΑΝΤΑΝΤ), στις μάχες που έλαβαν χώρα σε αυτή την περιοχή της Ουκρανίας. Η εν λόγω εκστρατεία αποτελούσε μέρος της γενικότερης διασυμμαχικής επέμβασης στον Ρωσικό εμφύλιο πόλεμο και είχε ατυχή κατάληξη για τους δυτικούς συμμάχους οι οποίοι γεύτηκαν μία σκληρή ήττα. Μετά την αποχώρηση του Ελληνικού Εκστρατευτικού Σώματος οι συνέπειες υπήρξαν ολέθριες για τον Ελληνισμό της Κριμαίας. Οι Μπολσεβίκοι, ως αντίποινα, εξαπέλυσαν διωγμούς και δολοφονίες Ελλήνων της περιοχής, εκ των οποίων πολλοί κατέφυγαν ως πρόσφυγες στην Ελλάδα. Στην συνέχεια οι δύο Ελληνικές Μεραρχίες μεταφέρθηκαν στη Μικρά Ασία προς ενίσχυση του μετώπου της Μικρασιατικής εκστρατείας που μόλις είχε ξεκινήσει.
Ο Δημήτριος Διαμαντής όμως υπέφερε από φυματίωση εξαιτίας των κακουχιών που βίωσε κατά την διάρκεια της πολύμηνης αιχμαλωσίας του και για αυτό τον λόγο το 1920 επέστρεψε στην οικογένειά του στην Ελλάδα. Στον πολιτικό του βίο υπήρξε κτηματίας αλλά και πολυπράγμων επιχειρηματίας, δραστηριοποιούμενος ως εργοστασιάρχης και ξενοδόχος. Το εργοστάσιό του ήταν ένα παγοποιείο, το οποίο έφτιαχνε κολώνες πάγου για τα ψυγεία της εποχής, διότι από το 1932 έως και το 1963, τα ηλεκτρικά ψυγεία στην Αιδηψό ήταν από ελάχιστα έως ανύπαρκτα. Επίσης το ξενοδοχείο του «Ασκληπιός» ήταν το αρχαιότερο των Λουτρών Αιδηψού.
Η προοπτική μιας στρατιωτικής καριέρας και μάλιστα στο Πολεμικό Ναυτικό, φάνηκε να ελκύει τον νεαρό Αλέξανδρο από τα εφηβικά του χρόνια, καθώς του άρεσαν ιδιαίτερα τα πλοία, τα ταξίδια και η θάλασσα. Έτσι λοιπόν αποφοιτώντας από το εξατάξιο Γυμνάσιο Χαλκίδος αποφάσισε να κυνηγήσει το όνειρό του. To 1935 σε ηλικία 18 ετών έδωσε εξετάσεις και πέρασε στην Σχολή Ναυτικών Δοκίμων δηλώνοντας προτίμηση στο Τμήμα Μηχανικών, καθώς η μηχανολογία ήταν μία επιστήμη που πάντα τον συνάρπαζε. Η φοίτηση ήταν τετραετής και ο νεαρός Δόκιμος περνώντας επιτυχώς όλα τα θεωρητικά και πρακτικά μαθήματα της Σχολής, αποφοίτησε τον Ιούνιο του 1939, ονομάστηκε Σημαιοφόρος και έλαβε με υπερηφάνεια το ξίφος από τα χέρια του Βασιλέως Γεωργίου Β΄. Στα αρχεία τού Πολεμικού Ναυτικού ο Αλέξανδρος Δ. Διαμαντής χαρακτηρίζεται με την κωδική αρίθμηση Μ71. Είναι δηλαδή ο 71ος Μηχανικός που αποφοίτησε από την ΣΝΔ από συστάσεως του νεοελληνικού κράτους!
Στις 18 Ιουλίου 1940 του απενεμήθη το Πιστοποιητικόν Β΄ Τάξεως έχοντας ολοκληρώσει επιτυχώς τα μαθήματα Γενικής Εκπαιδεύσεως Σημαιοφόρων Μηχανικών με βαθμολογία 86,84 μονάδες.
Η πρώτη του μετάθεση για θαλάσσια υπηρεσία τον έστελνε στο εύδρομο «ΕΛΛΗ», ένα από τα ιστορικότερα πλοία του Πολεμικού Ναυτικού που είχε λάβει μέρος στις επιχειρήσεις της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Καθώς τα σύννεφα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου σκέπαζαν απειλητικά την Ευρώπη ο Διαμαντής και οι συνάδελφοί του αναρωτιόντουσαν αν οι άνεμοι του πολέμου θα συμπαρέσυραν τελικά στην δίνη τους και την δική τους χώρα. Εκείνη την περίοδο στους ουρανούς της Μεγάλης Βρετανίας μαίνονταν η Μάχη της Αγγλίας, καθώς οι ορδές του Χίτλερ είχαν ήδη καθυποτάξει το μεγαλύτερο μέρος των χωρών της Ευρώπης. Ο Ατλαντικός και η Μεσόγειος είχαν καταστεί επισφαλείς εξαιτίας της δράσης των Γερμανικών U-Boats, ενώ στο Θέατρο επιχειρήσεων του Ειρηνικού και της Νότιο-Ανατολικής Ασίας οι Ιάπωνες συνέχιζαν ακάθεκτοι την προέλασή τους.
Στις 10 Ιουνίου 1940 η Ιταλία εισήλθε στον πόλεμο στο πλευρό της Γερμανίας κλιμακώνοντας παράλληλα και τις προκλήσεις της εναντίον της Ελλάδος. Μεταξύ άλλων στις 12 Ιουλίου 1940 άγνωστα αεροσκάφη είχαν βομβαρδίσει το βοηθητικό πλοίο «ΩΡΙΟΝ» και το αντιτορπιλικό «ΥΔΡΑ» κοντά στην Γραμβούσα στον κόλπο Κισσάμου. Λίγες μέρες αργότερα στις 30 Ιουλίου επαναλήφθηκε παρόμοιο επεισόδιο, καθώς αυτή τη φορά βομβαρδίστηκαν στην Ναύπακτο τα αντιτορπιλικά «ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ» και «ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΟΛΓΑ». Οι Ιταλικές προκλήσεις εκείνο το δύσκολο καλοκαίρι του 1940 έδειχναν να μην έχουν τέλος. Στις 13 Αυγούστου το Ελληνικό επιβατηγό ατμόπλοιο «ΑΡΕΤΗ» ταξιδεύοντας από Λισαβώνα για Πειραιά, έστειλε σήμα πως αιχμαλωτίστηκε από Ιταλικό πολεμικό, και μεταφέρονταν στο Παλέρμο της Σικελίας (σ.σ. στον ξένο τύπο αναφέρονταν ως SS Appeti). Ναυτιλιακές πηγές ανέφεραν ότι το πλοίο μετέφερε 400 επιβάτες εκ των οποίων πολλοί ήταν Αμερικανοί υπήκοοι, που θα επισκέπτονταν τις χώρες καταγωγής τους στα Βαλκάνια, ανάμεσά τους και Ελληνο/Αμερικανοί, και έκτοτε η τύχη τους αγνοείτο. Αυτό οφείλονταν στο γεγονός ότι οι Ιταλοί επί μέρες δεν επέτρεψαν στον καπετάνιο και τους επιβάτες να επικοινωνήσουν με κανέναν, διεξάγοντας έρευνες επί του πλοίου, χωρίς να δίνουν την παραμικρή πληροφορία στα μέσα ενημέρωσης.
Στα διάφορα δημοσιεύματα του διεθνούς τύπου, διπλωματικοί παρατηρητές επεσήμαιναν ότι η Ελλάδα παρά την ουδετερότητα, έμοιαζε να έχει ήδη εμπλακεί σε έναν ακήρυχτο πόλεμο! Δύο ημέρες αργότερα τον Δεκαπενταύγουστο του 1940 ο Διαμαντής και οι συνάδελφοί του θα εμπλέκονταν πραγματικά στον πόλεμο, αγκυροβολώντας στα γαλανά νερά της Τήνου, ανυποψίαστοι για το τι μέλλει γενέσθαι, προκειμένου να συμμετάσχουν στην εορτή της Παναγίας Μεγαλόχαρης με τιμητικό άγημα.
Καθώς ξημέρωνε η 15η Αυγούστου του 1940, η μεγαλύτερη Ιταλική προβοκάτσια που είχαν σχεδιάσει ως τότε οι Ιταλοί εναντίον της Ελλάδος, βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη. Ο Διαμαντής και το υπόλοιπο πλήρωμα του «ΕΛΛΗ», ποτέ δεν μπορούσαν να φανταστούν ότι το πλοίο τους θα γινόταν παγκόσμιο πρωτοσέλιδο, εξαιτίας πολεμικής ενέργειας στο Αιγαίο!
Στις 08:20΄ το πρωί, το Ιταλικό υποβρύχιο «DELFINO» έχοντας ανέλθει σε βάθος περισκοπίου, έπλεε σε απόσταση 1,5 χιλιομέτρου ανοιχτά του λιμανιού της Τήνου. Ο κυβερνήτης του, Πλωτάρχης Giuseppe Aicardi, έχοντας διατάξει «πρόσω αργά», παρατηρούσε τα πλοία που βρίσκονταν στον λιμένα, επιλέγοντας προσεκτικά τον πρώτο του στόχο, καθώς πλησίαζε προς το μέρος τους. Φθάνοντας σε απόσταση 700 μέτρων από το σημαιοστολισμένο Ελληνικό εύδρομο «ΕΛΛΗ», το οποίο βρισκόταν αγκυροβολημένο στη ράδα του λιμανιού, ετοιμάστηκε για την πρώτη του βολή σημαδεύοντας ανάμεσα στις δύο καπνοδόχους του πλοίου. Με το δεξί του μάτι εστιασμένο στο προσοφθάλμιο φακό και κρατώντας σφιχτά με τα δυο του χέρια, τις αντιτακτές λαβές τού περισκοπίου του, ο Aicardi στις 08:25΄ πυροδότησε μία τορπίλη των 533 χλστ. εναντίον του Ελληνικού πολεμικού. Εκείνη την στιγμή το «ΕΛΛΗ» αντιπροσώπευε την μοναδική εν δυνάμει απειλή γι’ αυτόν και το υποβρύχιό του. Μετά θα είχαν σειρά τα ανυπεράσπιστα επιβατηγά πλοία, τα οποία βρίσκονταν αγκυροβολημένα μέσα στο λιμάνι.
Στο «ΕΛΛΗ» ο σαλπιγκτής υπηρεσίας που έστεκε σε μία από της υπερκατασκευές της δεξιάς πλευράς, εκτελώντας και χρέη οπτήρα, είδε έντρομος στη θάλασσα το ίχνος που άφηνε πίσω της η τορπίλη, αυλακώνοντας με ταχύτητα το νερό, και αμέσως κραύγασε: «Τορπίλη δεξιά!». Όμως η φωνή του χάθηκε μέσα στον ήχο της έκρηξης που ακολούθησε!
Μόλις η τορπίλη εξερράγη, στο ύψος του δεύτερου λέβητα, ο οποίος ήταν εν ενεργεία, το εύδρομο των 2.115 τόνων τραντάχτηκε σύγκορμο και προς στιγμήν η γάστρα του ανυψώθηκε λίγο πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Κλονισμένο το πλοίο παλινδρόμησε μια-δυο φορές αριστερά-δεξιά, ενώ μια υπόκωφη βοή που δημιουργήθηκε με την υπερπίεση του ωστικού κύματος το συντάραξε από άκρο σε άκρο. Ο Διαμαντής εκείνη την ώρα ξυριζόταν σε έναν από τους χώρους ενδιαίτησης των αξιωματικών και από το τράνταγμα χτύπησε βίαια πάνω στο τοίχωμα του δωματίου. Ζαλισμένος προσπαθούσε να καταλάβει τι είχε συμβεί.
Η έκρηξη έμοιαζε να έχει προέλθει από το λεβητοστάσιο καθώς τμήμα του καταστρώματος μεταξύ των καπνοδόχων είχε εκτιναχθεί στον αέρα δημιουργώντας κρατήρα διαμέτρου δύο μέτρων, το μεσόστεγο είχε καταστραφεί το τμήμα του πρωραίου ιστού είχε καταπέσει και η κεραία ασυρμάτου είχε κοπεί στα δύο. Το κατάστρωμα ήταν γεμάτο τραυματίες και συντρίμμια, ενώ μία τετράκωπος λέμβος είχε εκσφενδονιστεί στη θάλασσα 50 μέτρα μακριά. Μαύροι καπνοί έβγαιναν από την τρύπα πάνω από τους λέβητες. Κάποιοι ναύτες είχαν πέσει στη θάλασσα, τα αυτιά όλων βούιζαν και εκκωφαντικοί κρότοι από θραύσεις ελασμάτων, θυρών και εξαρτημάτων αντηχούσαν σε όλο το σκάφος. Το πλήρωμα γρήγορα συνήλθε και άρχισε να αντιδρά. Ο κυβερνήτης διέταξε αναφορά ζημιών και απωλειών. Ο Διαμαντής και οι συνάδελφοί του άρχισαν να ψάχνουν τα διαμερίσματα του πλοίου για τυχόν εγκλωβισμένους, ειδικά στο μηχανοστάσιο. Μια ρωγμή κάθετης διάταξης και πλάτους δέκα εκατοστών ανακαλύφθηκε στα δεξιά του πλοίου στο ύψος του λεβητοστασίου.
Λίγα λεπτά μετά το πλήγμα στο «ΕΛΛΗ», δύο απανωτές εκρήξεις τορπιλών συγκλόνισαν το νησί. Η πρώτη τίναξε στον αέρα τμήμα του λιμενοβραχίονα δημιουργώντας ένα ρήγμα επτά μέτρων, θρυμμάτισε τα τζάμια των παραλιακών κτιρίων και «ψέκασε» με πέτρες και νερό το συγκεντρωμένο πλήθος. Δεδομένων των συνθηκών θα πρέπει να θεωρηθεί ως θαύμα το γεγονός, ότι μεταξύ του συνωστισμένου πλήθους των αμάχων, υπήρξε μόνο ένας νεκρός και ορισμένοι μικροτραυματισμοί. Πέντε δευτερόλεπτα αργότερα μία ακόμα έκρηξη σημειώθηκε μπροστά από τον λιμενοβραχίονα σε φυσικό εμπόδιο. Το πλήθος των προσκυνητών άρχισε να τρέχει πανικόβλητο προς τους λόφους, στο εσωτερικό του νησιού. Στο μεταξύ, στο λαβωμένο πλοίο, οι προσπάθειες να κλείσει το ρήγμα απέτυχαν. Δυστυχώς η αλυσίδα του ρίπου είχε κοπεί! Επρόκειτο για ένα κομμάτι καραβόπανο που στρώνεται σε ώρα ανάγκης στο ύφαλο άνοιγμα του πλοίου, προκειμένου να εμποδίσει την εισροή υδάτων. Αν και ζητήθηκε βοήθεια για ρυμούλκηση από τα ατμόπλοια που ήταν αγκυροβολημένα στο λιμάνι, αυτά άργησαν να προσεγγίσουν.
Τελικά αν και έγιναν προσπάθειες να οδηγηθεί η «ΕΛΛΗ» στα αβαθή, αυτό δεν κατέστη δυνατό γιατί με την καταστροφή των λεβήτων κάθε ηλεκτρομηχανική λειτουργία είχε πάψει, μετά τη διάρρηξη των ατμοσωλήνων και την παρεπόμενη διακοπή της παροχής ηλεκτρικού ρεύματος. Η ρυμούλκηση που επιχείρησαν ορισμένα επιβατηγά πλοία απέτυχε δύο φορές, καθώς τα συρματόσχοινα έσπασαν λόγω βεβιασμένων χειρισμών και επειδή η αποκρίκωση της άγκυρας του ευδρόμου δεν υπήρξε εφικτή. Η κατάσταση ήταν απελπιστική και ο Διαμαντής καταλάβαινε πως πλέον λίγα πράγματα μπορούσαν να κάνουν αυτός και οι συνάδελφοί του, για να αποτρέψουν την βύθιση του σκάφους τους.
Το «ΕΛΛΗ» άρχισε να παίρνει κλίση 15-20 μοιρών και όταν το νερό έφτασε στο ύψος των φινιστρινιών ο Πλοίαρχος Άγγελος Χατζόπουλος έδωσε εντολή εγκατάλειψης του πλοίου. Με απόλυτη αίσθηση του καθήκοντος και δέσμιος των παραδόσεων του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού, ο ηρωικός κυβερνήτης έμεινε τελευταίος, αρνούμενος να εγκαταλείψει το πλοίο. Οι αξιωματικοί Δούσης, Στεργιόπουλος, Λεβαντίνος, Κυριαζόπουλος, Μαργαρίτης, Χορς και Διαμαντής, διετάχθησαν να επιβιβαστούν στην λέμβο που τους περίμενε παραβεβλημένη στην αριστερή πλευρά του πλοίου. Ο Ύπαρχος Δούσης γνωρίζοντας το υψηλό αίσθημα ευθύνης που διακατείχε τον πλοίαρχο, αγνόησε την διαταγή του λέγοντας: «Κύριε Κυβερνήτα είναι η πρώτη φορά που δεν θα σας υπακούσω. Ή θα φύγουμε όλοι μαζί ή κανένας!» Ο Χατζόπουλος προσποιήθηκε πως επείσθη και τους ακολούθησε, όμως μόλις οι αξιωματικοί άρχισαν να κατεβαίνουν τα σκαλοπάτια, αυτός ιστάμενος στον εξώστη της σκάλας τους αποχαιρέτησε, έκανε μεταβολή και έφυγε προς την γέφυρα! Τότε ο Ανθυποπλοίαρχος Χρήστος Λεβαντίνος τρέχοντας ξοπίσω του, πρόλαβε και τον άρπαξε στα χέρια του και τον καταβίβασε σχεδόν δια της βίας, στην άκατο που περίμενε στην αριστερή κλίμακα.
Εν τω μεταξύ η έκρηξη που είχε προηγηθεί στο μηχανοστάσιο είχε ως αποτέλεσμα την ανάφλεξη των δεξαμενών πετρελαίου και την τελική βύθιση του πλοίου, στις 09:45΄, σε βάθος 47 μέτρων, σε απόσταση περίπου μισού χιλιομέτρου από την ακτή. Οι απώλειες μεταξύ του πληρώματος ανήλθαν σε 9 νεκρούς και 24 τραυματίες. Στην περισυλλογή των ναυαγών, μεταξύ άλλων πλοιαρίων συνέπραξαν και τα αλιευτικά σκάφη «ΠΡΟΠΟΝΤΙΣ» και «ΕΛΕΝΗ», ιδιοκτησίας Μιχάλη Σπ. Πετυχάκη. Αψηφώντας τον κίνδυνο μιας πιθανής εκρήξεως του «ΕΛΛΗ», ο Καπετάν Μιχάλης έδωσε σήμα στα σκάφη του να προσεγγίσουν και να περισυλλέξουν τους ναυαγούς, προτού υπάρξουν περισσότερα θύματα. Για την ηρωική του πράξη τιμήθηκε αργότερα μαζί με το πλήρωμά του, από τον Βασιλιά Γεώργιο και την Ελληνική κυβέρνηση με ηθική αμοιβή, η οποία απενεμήθη υπό την μορφή έγγραφης Τιμητικής Ευαρέσκειας.
Με το πέρας της επιχείρησης τορπιλισμού ο Πλωτάρχης Giuseppe Aicardi, Κυβερνήτης του υποβρυχίου «DELFINO», υπέβαλε αναφορά στον Cesare Maria De Vecchi, διοικητή των Ιταλοκρατούμενων Δωδεκανήσων, στην οποία μεταξύ άλλων αναφέρει: «Εκτόξευσα μια τορπίλη 533 χλστ. κατά του «ΕΛΛΗ» από μια απόσταση περίπου 700 μέτρων. Η Μονάδα χτυπήθηκε ακριβώς ανάμεσα από τις δύο καπνοδόχους. Η έκρηξη της τορπίλης δεν ήταν πλήρης, η στήλη του νερού ήταν λιγοστή, με μεγάλη παρουσία μαύρου καπνού, όμως άνοιξε ένα μεγάλο ρήγμα, ορατό επίσης και πάνω από την ίσαλο γραμμή. Αμέσως πλεύρισα προς τα αριστερά και παρουσίασα την πρύμνη προς το στόμιο του λιμανιού. Πρώτα εκτόξευσα μια τορπίλη των 533 χλστ. της οποίας άκουσα την έκρηξη χωρίς να δω το αποτέλεσμα, καθώς το οριζόντιο πηδάλιο δεν με κράτησε στο επιθυμητό βάθος. Αμέσως μετά πυροδότησα μια τορπίλη των 450 χλστ. της οποίας είδα ξεκάθαρα τις συνέπειες της έκρηξης, την ψηλή στήλη νερού στη μέση της δεξιάς πλευράς του πρώτου ατμόπλοιου. Μου φαίνεται λοιπόν παράξενη η εκδοχή, που ήδη μεταδόθηκε από ξένους ραδιοφωνικούς σταθμούς, σύμφωνα με την οποία και οι δύο τορπίλες τερμάτισαν στη στεριά».
Ο Ύπαρχος του ευδρόμου Πλωτάρχης Κ. Δούσης ήταν από τους πρώτους που αποβιβάστηκαν στο λιμάνι λίγο μετά το τριπλό χτύπημα και παρά την περιρρέουσα ατμόσφαιρα σύγχυσης και πανικού, οργάνωσε τη βοήθεια και την περίθαλψη των τραυματιών. Επιπλέον ήταν ο πρώτος που τηλεγράφησε στην Αθήνα τα νέα του τορπιλισμού. Οι άνδρες νοσηλεύτηκαν στο τοπικό νοσοκομείο και στο ξενοδοχείο «Πολυμέρειον», ενώ από την Σύρο κατέφθασαν αργότερα προς ενίσχυση, μία ομάδα ιατρών και νοσηλευτικού προσωπικού, με υγειονομικό εξοπλισμό. Ο Διαμαντής και άπαντες οι άνδρες του πληρώματος έτυχαν της φροντίδας όλου του πληθυσμού, που συγκλονισμένος συνέπασχε μαζί τους. Η λιτανεία της εικόνας της Παναγίας Μεγαλόχαρης εκτελέστηκε κανονικά, όμως τώρα πια είχε αποκτήσει πένθιμο χαρακτήρα, εξαιτίας της απώλειας του πλοίου και των ανθρωπίνων ζωών! Η πομπή σε βαρύ κλίμα συγκίνησης πέρασε από την προκυμαία και κατέληξε στους θαλάμους των τραυματιών του βυθισθέντος πολεμικού. Την επαύριο οι εφημερίδες δημοσίευσαν ότι το εύδρομο βυθίστηκε αιφνιδιαστικά από «υποβρύχιο αγνώστου εθνικότητας». Ήδη όμως από το απόγευμα της ίδιας ημέρας ο Ύπαρχος Δούσης είχε ανελκύσει με δική του πρωτοβουλία τα θραύσματα της τορπίλης που έπληξε τον λιμενοβραχίονα.
Την επόμενη ημέρα τα θραύσματα των τορπιλών μεταφέρθηκαν στον Πειραιά και από εκεί στον «ΑΒΕΡΩΦ», προκειμένου να εξεταστούν ενδελεχώς από επιτροπή αξιωματικών του Πολεμικού Ναυτικού. Πάνω τους ανευρέθησαν αριθμοί μητρώου και επιγραφές στην Ιταλική γλώσσα, ενώ σε ένα εξ’ αυτών ξεχώριζε η λέξη «TORINO». Προφανώς η συγκεκριμένη Ιταλική πόλη ήταν η τοποθεσία στην οποία βρισκόταν το εργοστάσιο κατασκευής.
Η κυβέρνηση του Ιωάννη Μεταξά τήρησε απόλυτη μυστικότητα στην υπόθεση σχετικά με το πόρισμα της πραγματογνωμοσύνης, με ταυτόχρονη απαγόρευση στον τύπο για οποιοδήποτε υπαινιγμό της εθνικότητας του υποβρυχίου. Τελικά η αλήθεια δημοσιεύτηκε με έγγραφα και φωτογραφίες δύο ημέρες μετά την έναρξη του Ελληνο/Ιταλικού πολέμου. Από την πρώτη όμως στιγμή η ελληνική κοινή γνώμη ουδεμία αμφιβολία έτρεφε περί της εθνικότητας των υπευθύνων!
Μετά την βύθιση του ευδρόμου «ΕΛΛΗ» οι άνδρες του πληρώματος επέστρεψαν στον Ναύσταθμο Σαλαμίνας αναμένοντας την επαναδιάθεσή τους σε άλλα πλοία του Στόλου. Οι τραυματίες είχαν διακομιστεί στο Ναυτικό Νοσοκομείο Πειραιώς όπου τους επισκέφτηκε και ο Ιωάννης Μεταξάς.
Το 1974 ο κύριος Ραφαήλ Διαμαντής σπούδαζε ιατρική στην Ιταλία στο πανεπιστήμιο της Πάδουα (Πάντοβα), εντρυφώντας παράλληλα, στην κουλτούρα και στον τρόπο σκέψης των Ιταλών. Ευκαιρίας δοθείσης επεδίωξε κι ένα ραντεβού με τον Giuseppe Aicardi, προκειμένου να γνωρίσει από κοντά τον άνθρωπο που είχε τορπιλίσει το πλοίο τού πατέρα του, πριν από 34 χρόνια. Το γεγονός ότι μιλούσε άψογα Ιταλικά βοήθησε τα μέγιστα. Στις αναμνήσεις του σχετικά με την συνάντησή τους επισημαίνει:
«Πράγματι επεδίωξα το ραντεβού. Όταν του το ζήτησα, μου είπε να περάσω από το σπίτι του στο Μιλάνο για να συζητήσουμε. Μόλις βρεθήκαμε και του είπα πως είμαι Έλληνας, μόνον που δεν με άρχισε στις κλωτσιές! Όταν όμως του εξήγησα ότι ο πατέρας μου ήταν στο «ΕΛΛΗ» μαλάκωσε λίγο, αλλά εξακολουθούσε να είναι επιθετικός. Στη συνέχεια μου αφηγήθηκε όλα αυτά που σε γενικές γραμμές γνωρίζουμε όλοι μας, προσθέτοντας επίσης ότι σε κάθε περίπτωση, θα βούλιαζε με χαρά την «ΕΛΛΗ», ακόμη κι αν δεν είχε τις εντολές! Ήταν σκληρός τύπος όπως όλοι οι γαλουχημένοι φασίστες και εμάς τους Έλληνες μας έβλεπε σαν εχθρούς, δούλους των Άγγλων. Την εποχή εκείνη δε, στα 1974, στα ιταλικά πανεπιστήμια επικρατούσε πολιτικός αναβρασμός και γίνονταν καταλήψεις και συγκρούσεις μεταξύ των καραμπινιέρων και των αριστερών φοιτητών. Οι Έλληνες πρωτοστατούσαν με την καθοδήγηση της ΚΝΕ και του ΠΑΜ-ΠΑΚ (μετέπειτα ΠΑΣΟΚ), όποτε η αντιπάθεια του Αϊκάρντι για μας, είχε και πάτημα. «Ορίστε τι είσαστε! Κάνετε ακόμα και τον παλληκαρά σε αλλουνού σπίτι! Αλλά δεν φταίει κανείς, μόνο εμείς που σας σπουδάζουμε για να βγάλουμε το χρέος του πολέμου για τις ζημιές που σας κάναμε! Μια χώρα ξεβράκωτων πεινασμένων βρήκαμε και σας φτιάξαμε και νοσοκομεία και δρόμους! Αντί να μας είστε ευγνώμονες που προσπαθήσαμε να σας απαλλάξουμε από τον αγγλόφιλο δικτάτορα Μεταξά, αυτό το γουρούνι (!!!) εσείς στραφήκατε εναντίον μας αναίτια, μη αντιληπτόμενοι ότι με αυτό που κάνατε γινόσασταν δούλοι των Άγγλων αποικιοκρατών! Είστε σιχαμένος λαός, να θυμάσαι τι κάνατε στα 1923 όταν σκοτώσατε τους αντιπροσώπους μας, οπότε ο Ντούτσε κατέλαβε την Κέρκυρα! Πόσο αδικήσατε στην Μικρά Ασία, Ιταλούς, που ήταν εγκατεστημένοι εκεί, λες και ήταν όλη δική σας!» …Και άλλα πολλά! Μιλήσαμε για αρκετή ώρα και στην συζήτηση έβγαζε και προσωπικά του απωθημένα. Στην Ιταλία τότε είχε πάρα πολλούς σαν κι αυτόν. Περισσότερο φιλικοί μαζί μας, ήταν εκείνοι που πολέμησαν σαν πεζικό στην Αλβανία. Πλην εκείνων που έχασαν χέρια και πόδια.»
Η δεύτερη μετάθεση του Σημαιοφόρου Αλέξανδρου Διαμαντή, τον έστελνε στο θρυλικό θωρηκτό «ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΒΕΡΩΦ». Ωστόσο λίγες εβδομάδες αργότερα ο νεαρός αξιωματικός δοκίμασε μία δυσάρεστη έκπληξη, λαμβάνοντας ένα χρεωστικό με το οποίο καλούνταν να πληρώσει τις 4 στολές του και τα 2 υπηρεσιακά του πιστόλια πού χάθηκαν κατά τη βύθιση του «ΕΛΛΗ». Πιθανότατα παρόμοια χρεωστικά εστάλησαν και στους άλλους Αξιωματικούς υπαξιωματικούς και ναύτες του πληρώματος, των οποίων τα υπάρχοντα κατέληξαν στον πάτο της θάλασσας μετά την βύθιση του πλοίου. Είναι γνωστό πως κάθε στρατεύσιμος όταν κατατάσσεται, παραλαμβάνει είδη ρουχισμού και τον ατομικό του οπλισμό, τα οποία του χορηγεί ο Στρατός, υπογράφοντας παράλληλα και το ανάλογο χρεωστικό ώστε σε περίπτωση ολικής φθοράς ή απώλειας, να υποστεί και την ανάλογη χρέωση. Οι άνδρες τού «ΕΛΛΗ» ήταν οι πρώτοι Έλληνες στρατιωτικοί που ενεπλάκησαν στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, έστω και άθελά τους. Επειδή λοιπόν δεν ευθύνονταν για την απώλεια των ατομικών τους ειδών, σε συνδυασμό μάλιστα με το γεγονός ότι είχαν δει κυριολεκτικά τον χάρο με τα μάτια τους, ο Διαμαντής ένιωσε να αδικείται. Έχοντας νωπές ακόμη στο μυαλό του, τις μνήμες από την βύθιση του πλοίου και την απώλεια των συναδέλφων του, αποφάσισε να διαμαρτυρηθεί. Ο γιος του αναφέρει: «Με έγγραφη επιστολή (πού διατηρώ ακόμα!) απέστειλε τα παράπονά του πρός το ελληνικό κράτος ο πατέρας μου. Αυτό λοιπόν για «τιμωρία» τον εξεδίωξε βίαια από το σπίτι πού ενοικίαζε μαζί με τον αδελφό του Βασίλη, φοιτητή γεωπονικής, ενοικιάζοντάς το σε δικούς του ανθρώπους, φίλα προσκείμενους προς το καθεστώς!»
Καθώς οι εβδομάδες περνούσαν η όποια πικρία του Διαμαντή για το συγκεκριμένο περιστατικό εξανεμίστηκε, καθώς οι Ιταλικές προκλήσεις συνεχίζονταν και η εικόνα του πολέμου διεθνώς, γινόταν όλο και πιο ζοφερή. Στις 28 Οκτωβρίου 1940 συνέβη αυτό που όλοι περίμεναν από καιρό. Οι Ιταλοί εισέβαλαν στην Ελλάδα και το υπερήφανο «ΟΧΙ» του Μεταξά και του Ελληνικού λαού σηματοδότησε την αρχή της εποποιΐας του «Έπους του ’40». Ακολούθησαν πέντε μήνες σκληρών μαχών στις οποίες ο Ελληνικός Στρατός κατατρόπωσε τους Ιταλούς τσακίζοντας την αλαζονεία του Ντούτσε! Η Γερμανική εισβολή στην Ελλάδα όμως στις 6 Απριλίου 1941 άλλαξε άρδην το πολεμικό σκηνικό με την πλάστιγγα της νίκης να γέρνει πλέον υπέρ των Γερμανών, παρά τον ηρωικό αγώνα των Ελλήνων και των Συμμάχων της Βρετανικής Κοινοπολιτείας. Στα μέσα Απριλίου 1941 στην Δυτική Μακεδονία οι Γερμανοί έχοντας παρεμβληθεί ανάμεσα στις Ελληνικές δυνάμεις και τα στρατεύματα της Κοινοπολιτείας πέτυχαν την παράδοση του Ελληνικού Στρατού η οποία επικυρώθηκε με την υπογραφή του Στρατηγού Γεωργίου Τσολάκογλου στις 20 Απριλίου 1941. Τα άσχημα νέα της επικείμενης ανακωχής και της Γερμανικής προέλασης είχαν δημιουργήσει εικόνα διάλυσης στο στράτευμα. Κατά την διάρκεια των σφοδρών αεροπορικών βομβαρδισμών από τους Γερμανούς (6-12 Απριλίου 1941) στην περιοχή Πειραιώς-Κερατσινίου-Ελευσίνας, το «ΑΒΕΡΩΦ» που ευρισκόταν αγκυροβολημένο στην Ελευσίνα κατέρριψε ένα Γερμανικό αεροσκάφος.
Στις 12 Απριλίου πάρθηκε η απόφαση να εγκαταλειφθεί το πλοίο στην Ελευσίνα. Διετάχθη η άμεση εκκένωσή του και η αφαίρεση του Α/Α οπλισμού του. Το πλήρωμα έλαβε φύλλα πορείας για τη Σχολή Πυροβολικού. Την επόμενη ημέρα όμως διετάχθη και πάλι η άμεση ανασυγκρότησή του. Φαινόταν ότι η ηγεσία του Ναυτικού αμφιταλαντευόταν σχετικά με τη σωτηρία ή όχι του γηραιού πλοίου. Μετά την αποβίβαση του Α.Σ. και του αρχιεπιστολέα και κυβερνήτη του πλοίου Πλοιάρχου Ζαρόκωστα καθώς και την αντικατάστασή του από τον Πλοίαρχο Ιωάννη Βλαχόπουλο στις 16 Απριλίου, το ηθικό μεταξύ των ανδρών του πληρώματος δεν ήταν καλό. Όταν στις 17 Απριλίου τους ανακοινώθηκε από τον Ύπαρχο Αντιπλοίαρχο Παπαβασιλείου, η απόφαση του Γ.Ε.Ν. να βυθιστεί «τιμητικά» το πλοίο στην Ψυττάλεια, εκδηλώθηκε έντονη δυσαρέσκεια στο πλήρωμα η οποία σύντομα μετατράπηκε σε ανταρσία! Η αλήθεια είναι πως το «ΑΒΕΡΩΦ» ήταν ένα πλοίο υπερήλικο και ο πλους του προς Αλεξάνδρεια ήταν καθαρή αυτοκτονία, καθώς λόγω της μικρής ταχύτητας που ανέπτυσσε και του μεγάλου μεγέθους, ήταν εύκολος στόχος για τα εχθρικά αεροσκάφη και υποβρύχια.
Για κάθε ναυτικό όμως το πλοίο είναι το σπίτι του κι όταν αυτό βυθίζεται νιώθει σαν να χάνει ένα κομμάτι της ζωής του και του εαυτού του. Ο Διαμαντής που είχε ήδη βιώσει μια τέτοια απώλεια με τον τορπιλισμό της «ΕΛΛΗΣ» δεν είχε καμία διάθεση να δει για δεύτερη φορά το πλοίο του να καταλήγει στον βυθό της θάλασσας. Όταν μάλιστα επρόκειτο για τον θρυλικό «ΑΒΕΡΩΦ» που είχε γράψει παλαιότερα σελίδες δόξας στα νερά του Αιγαίου! Επιπλέον η υπηρεσία του στο πλοίο την περίοδο 1940-1941, του είχε στερήσει την ευκαιρία να δει δράση παρόμοια με αυτή ορισμένων συμμαθητών του από τη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων, οι οποίοι υπηρετούσαν σε πιο σύγχρονες Μονάδες του Στόλου. Για παράδειγμα κάποιοι από τους αξιωματικούς του Α/Τ «ΚΟΥΝΤΟΥΡΙΩΤΗΣ ήταν καλοί φίλοι και συμμαθητές του από την ΣΝΔ και μετείχαν ενεργά στις επιχειρήσεις της περιόδου, ειδικά στην δεύτερη και τρίτη επιδρομή στα Στενά του Οτράντο. Ήταν απολύτως λογικό λοιπόν το πλήρωμα να βρίσκεται σε αναβρασμό και ο Διαμαντής και οι συνάδελφοί του να θέλουν να σώσουν το πλοίο τους για να πολεμήσουν. Με τη μεγάλη πλειοψηφία των αξιωματικών και υπαξιωματικών στασιαστών να είναι νέοι άντρες 22-23 ετών που μόλις είχαν βγει από τις Σχολές τους, απειροπόλεμοι αλλά με υψηλό φρόνημα και το αίμα τους να βράζει, το αποτέλεσμα ήταν να παρθεί η απόφαση του απόπλου για την σωτηρία του πλοίου και την συνέχιση του αγώνα.
Επιπρόσθετοι παράγοντες που οδήγησαν στην ανταρσία ήταν η αλληλουχία αλληλοαναιρούμενων διαταγών τα τελευταία εικοσιτετράωρα, η διοικητική ολιγωρία και οι φήμες περί αυτοβύθισης ή εγκατάλειψης τού πλοίου και τού πληρώματός του στην τύχη τους. Έτσι λοιπόν οι Σημαιοφόροι Παναγιώτης Ηλιομαρκάκης και Αλέξανδρος Διαμαντής μαζί με άλλους 17 αξιωματικούς και υπαξιωματικούς, συνεπικουρούμενοι και από τον ιερέα του πλοίου Αρχιμανδρίτη Διονύσιο Παπανικολόπουλο πρωτοστάτησαν σε αυτό που έμεινε γνωστό στην ιστορία ως «Ανταρσία του ΑΒΕΡΩΦ».
Οι εξελίξεις που ακολούθησαν στην συνέχεια ήταν καταιγιστικές όσο και δραματικές. Ο Ηλιομαρκάκης ενημέρωσε τον Πλωτάρχη Πότη Δαμηλάτη, διευθυντή του πυροβολικού για την πρόθεση μερίδας των αξιωματικών να σώσουν το πλοίο έστω και με τη βία. Ο κυβερνήτης Ιωάννης Βλαχόπουλος και ο Ύπαρχος Παπαβασιλείου δεν βρίσκονταν στο πλοίο εκείνη τη στιγμή και ο Δαμηλάτης ως ανώτερος στην ιεραρχία είχε την ευθύνη του πλοίου. Ο Δαμηλάτης βρέθηκε σε δύσκολη θέση καθώς δεν μπορούσε να πάρει μόνος του μια τέτοια απόφαση και προσπάθησε να καθησυχάσει τους αξιωματικούς του. Επικράτησε χάος με φωνές και αντεγκλήσεις και ο Ηλιομαρκάκης πρότεινε σε όσους θέλουν, να φύγουν και να επιστρέψουν στις οικογένειές τους. Ο πόλεμος για την Ελλάδα είχε τελειώσει. Το πλήρωμα ωστόσο αναστατωμένο άρχισε να φωνάζει «να σωθεί ο ΑΒΕΡΩΦ»! Ανταρσία όμως εν καιρώ πολέμου σημαίνει το λιγότερο εκτελεστικό απόσπασμα.
Σε μια τέτοια στιγμή όμως όποιος θελήσει να μεταφράσει τα γεγονότα με λογική θα είναι αφελής. Ο Υποπλοίαρχος μηχανικός Μ. Χρονόπουλος που ήταν και ο αρχαιότερος μηχανικός έβαλε τις φωνές, λέγοντας ότι αυτές είναι παράτυπες ενέργειες και δεν μπορεί να αποπλεύσει το πλοίο χωρίς διαταγή. Απείλησε μάλιστα ότι θα έβγαζε τα ασφαλιστικά των λεβήτων και δεν θα ήταν δυνατόν πλέον να σηκώσουν πίεση. Επιπλέον ήλθε σε προστριβή με τον Δαμηλάτη κατηγορώντας τον ότι συνωμοτεί με τον Ηλιομαρκάκη και τον Διαμαντή. Τότε ο Ηλιομαρκάκης είπε στον Διαμαντή να αγνοήσει τις ενστάσεις του Χρονόπουλου και να αναλάβει τις μηχανές του πλοίου. Πράγματι ο Διαμαντής μετέβη στο μηχανοστάσιο και υπό την επίβλεψή του οι λέβητες άρχισαν να υψώνουν πίεση.[…]
[…] Το ίδιο βράδυ, στη 01:00 μετά τα μεσάνυχτα της 17ης προς 18η Απριλίου, ο «ΑΒΕΡΩΦ» απέπλευσε! Εμπόδιο στάθηκε το φράγμα της Ψυττάλειας, ο προϊστάμενος του οποίου αρνήθηκε να ανοίξει με το θυρόπλοιο τη θύρα του φράγματος, αναφέροντας παράλληλα στο Γ.Ε.Ν. Ο Δαμηλάτης όμως συγκρότησε ομάδα, η οποία κατέλαβε το θυρόπλοιο και άνοιξε την θύρα. Το «ΑΒΕΡΩΦ» διήλθε με ασφάλεια και άρχισε να πλέει προς Νότο.
Τα νέα είχαν φτάσει στο Γενικό Επιτελείο Ναυτικού (Υπουργός Ναυτικών Αλ. Σακελλαρίου, Αρχηγός Στόλου Επαμ. Καββαδίας) που πανικόβλητο προσπάθησε να κρατήσει το πλοίο μέσα στον όρμο, ξεκινώντας μία δραματική επικοινωνία σε μια ύστατη προσπάθεια να αποφευχθεί ο απόπλους. Ακολούθησε μία σειρά από ανταλλαγές σημάτων με το Γ.Ε.Ν. όμως τελικά η ενέργεια των στασιαστών επικυρώθηκε με άτυπο αλλά ουσιαστικό τρόπο, όταν ο κυβερνήτης του «ΑΒΕΡΩΦ» Πλοίαρχος Ιωάννης Βλαχόπουλος επιβαίνοντας σε ταχεία βενζινάκατο πρόλαβε το πλοίο και επιβιβάστηκε σε αυτό αναλαμβάνοντας την διακυβέρνησή του. Ο Α/Γ.Ε.Ν. έστειλε το ακόλουθο σήμα στο «ΑΒΕΡΩΦ»: «Ο Θεός μαζί σας. Συνεννοούμαι με Συμμάχους δια πλουν σας». Το πρωί της 19ης Απριλίου το πλοίο έφτασε στην Σούδα της Κρήτης όπου παρέμεινε για ένα εικοσιτετράωρο περίπου. Λίγο αργότερα εντάχθηκε στην Αγγλική νηοπομπή A.S. 129 και απέπλευσε με προορισμό την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.
Κατά τη διάρκεια του πλου ο Διαμαντής παρατηρούσε κάθε πρωί, την ώρα του προγεύματος, στο καρέ των αξιωματικών του «ΑΒΕΡΩΦ», ότι η εικόνα του βασιλέως Γεωργίου Β’ ήταν στραμμένη προς τα οπίσω. Ο Διαμαντής δυο φορές την αποκατάστησε και δύο φορές την βρήκε και πάλι γυρισμένη. Έτσι λοιπόν παραφύλαξε για να δει ποιος ήταν αυτός που την γύριζε συνεχώς ανάποδα. Τελικώς ανακάλυψε πως επρόκειτο περί του Πλωτάρχου Πετρόπουλου, φανατικού Βενιζελικού, ο οποίος ήλθε σε οξύτατη προστριβή με τον Διαμαντή! Δυστυχώς η αντιπαλότητα μεταξύ Βασιλικών και Βενιζελικών καλά κρατούσε, έχοντας τις ρίζες της στις δεκαετίες του ’20 και του ’30.
Τελικά την Κυριακή του Πάσχα, 20 Απριλίου του 1941, ο «ΑΒΕΡΩΦ» και το πλήρωμά του έφτασαν επιτέλους στην Αλεξάνδρεια. Ως την Πρωτομαγιά του 1941, είχαν μαζευτεί εκεί 17 Ελληνικά πλοία με 210 αξιωματικούς και 2.944 ναύτες. Σε άρθρο που είχε συγγράψει παλαιότερα για τα συγκεκριμένα γεγονότα ο κύριος Ραφαήλ Διαμαντής επισημαίνει: «Η Ανταρσία του «ΑΒΕΡΩΦ» έγινε από αξιωματικούς εναντίον αξιωματικών, αμφοτέρων πού ήθελαν να πολεμήσουν και σκέφτονταν το Πολεμικό Ναυτικό. Ήσαν συντονισμένοι όμως σε διαφορετική συχνότητα. Ο παραλογισμός, η αγωνία, και η σύγχυση τους είχε καταστήσει ανήμπορους να συνεννοηθούν. Δεν είναι η πρώτη φορά ούτε η τελευταία πού Έλληνας κτυπά Έλληνα όχι για κάτι διαφορετικό, αλλά για τον διαφορετικό τρόπο πού θέλει να το πετύχει! Το γεγονός είναι ότι δίχως τον Αλέξανδρο Διαμαντή, τον Ηλιομαρκάκη, και τους λοιπούς ο ΑΒΕΡΩΦ θα είχε βυθισθεί».
Μετά τον επιτυχή κατάπλου του θωρηκτού στην Αλεξάνδρεια, τέθηκε το ερώτημα σχετικά με το πως θα μπορούσε να αξιοποιηθεί ένα τόσο παλιό πλοίο. Η αλήθεια είναι πως ο «ΑΒΕΡΩΦ» συνέβαλε στην αντιμετώπιση των αεροπορικών επιδρομών με τον αντιαεροπορικό οπλισμό του όμως έχρηζε βελτιώσεων και επισκευών μεγάλης έκτασης. Όλες οι βάσεις επισκευών των Βρετανών στην Ανατολική Μεσόγειο εκείνη την περίοδο ήταν απασχολημένες με την αποκατάσταση των ζημιών, που είχαν υποστεί τα πλοία τους κατά τη Μάχη της Κρήτης. Έτσι σταδιακά τα πλοία του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού που ναυλοχούσαν στον Ναύσταθμο της Αλεξάνδρειας ταξίδεψαν μέχρι την Βομβάη και την Καλκούτα, όπου έκαναν όλες τις αναγκαίες επισκευές και εργασίες εκσυγχρονισμού. Το κυριότερο μειονέκτημα του πλοίου που δυσχέραινε τη συμμετοχή του σε επιχειρήσεις συνοδειών ήταν η καύσιμη ύλη των λεβήτων του, που ήταν γαιάνθρακες. Το γεγονός αυτό καθιστούσε δύσκολο το εγχείρημα του ανεφοδιασμού του, δεδομένου ότι όλα σχεδόν τα πολεμικά πλοία είχαν πλέον αποκτήσει λέβητες πετρελαίου. Έγιναν λοιπόν διάφορες σκέψεις για τη μετασκευή του «ΑΒΕΡΩΦ» στις ΗΠΑ. Η ιδέα ναυάγησε και αποφασίστηκε να σταλεί το πλοίο στις Ινδίες, με ενδεχόμενο να υπαχθεί στον Αρχηγό του Στόλου του Ινδικού ωκεανού, Άγγλο Ναύαρχο Sommerville. Τελικά αποφασίστηκε από τις Αγγλικές ναυτικές αρχές να πλεύσει στο Port Sudan για βασική επιθεώρηση μηχανών και στη συνέχεια να κατευθυνθεί στη Βομβάη για ορισμένες μετασκευές όπως η τοποθέτηση αντιμαγνητικού καλωδίου στη γάστρα και δεξαμενισμό.
Στις 2 Ιουλίου του 1941 ο Αβέρωφ αγκυροβόλησε στο Port Tewfik του Σουέζ όπου παρέμεινε για είκοσι μέρες και συνέβαλε στην αντιαεροπορική άμυνα της περιοχής. Στις 25 του ίδιου μήνα αγκυροβόλησε τελικά στο Port Sudan και τη βδομάδα που ακολούθησε έλαβαν χώρα εντατικές επιθεωρήσεις των μηχανών και των μηχανημάτων του.
Στις 10 Σεπτεμβρίου 1941 το «ΑΒΕΡΩΦ» έφτασε στη Βομβάη για τον προγραμματισμένο δεξαμενισμό και την εφαρμογή αντιμαγνητικού καλωδίου. […] Για όσο χρόνο διήρκεσαν οι επισκευές του πλοίου το πλήρωμα είχε μεταφερθεί σιδηροδρομικώς στο στρατόπεδο Deolali το οποίο βρισκόταν 160 χλμ. βορειοανατολικά της πόλης και παλαιότερα χαρακτηρίζονταν ως Κέντρο Διερχομένων του Βρετανικού Στρατού (Transit Camp). Τώρα πια όμως χρησιμοποιούνταν ως στρατόπεδο αιχμαλώτων. Οι εγκαταστάσεις του στρατοπέδου ήταν παλιές καθώς είχε χτιστεί το 1861 και το κλίμα της περιοχής εξαιρετικά ανθυγιεινό με αφόρητο καύσωνα και πολλά κουνούπια. Τα δωμάτια όπου διέμεναν ο Διαμαντής και οι υπόλοιποι αξιωματικοί χρησιμοποιούνταν ως φυλακές κατά τον 19ο αιώνα και οι εργασίες εξωραϊσμού τους δεν τους είχαν προσδώσει κάτι το ιδιαίτερο. Η έξοδος σε γειτονικές πόλεις ήταν αδύνατη γιατί δεν τους διατίθονταν μεταφορικά μέσα. Αυτό δημιουργούσε στο Διαμαντή και στους συναδέλφους του ένα αίσθημα φυλακής, το οποίο δεν απείχε και πολύ από την αλήθεια. […]
Οι εργασίες ολοκληρώθηκαν μετά από 20 ημέρες και στα τέλη Σεπτεμβρίου ο «ΑΒΕΡΩΦ» συνόδευσε μία ακόμη νηοπομπή. Στις αρχές Δεκεμβρίου επέστρεψε στην Βομβάη για να συνδράμει με τον οπλισμό του στην αντιαεροπορική της προστασία. Το πλήρωμα πέρασε τις γιορτές των Χριστουγέννων στην εξωτική πόλη της Ινδίας. Λίγες ημέρες μετά την έλευση του Νέου Έτους απέπλευσε και πάλι την 9η Ιανουαρίου 1942 και μέχρι τη 15η Ιανουαρίου εκτέλεσε περιπολία στον Περσικό Κόλπο. Οι αποστολές συνοδείας νηοπομπών στον Ινδικό Ωκεανό και τον Περσικό Κόλπο συνεχίστηκαν απρόσκοπτα για όλη σχεδόν τη διάρκεια του 1942 με έδρα την Βομβάη. Τον Απρίλιο οι άντρες γιόρτασαν επί του πλοίου το Άγιο Πάσχα, το πρώτο τους στην ξενιτειά, ανακαλώντας στη μνήμη τους τα γεγονότα της προηγούμενης χρονιάς, με την ανταρσία και την διαφυγή τους από την Ελλάδα. Μέχρι εκείνη την στιγμή το γέρικο πλοίο είχε διανύσει χιλιάδες μίλια σε επικίνδυνα νερά, από την μέρα της αποδημίας του. Στις 23 Νοεμβρίου ο «ΑΒΕΡΩΦ» κατέπλευσε στο Port Said, όπου συμμετείχε σε αποστολές προστασίας λιμένων. Επίσης κατά την παραμονή του εκεί φιλοξένησε όλες τις παραγωγικές σχολές του Πολεμικού Ναυτικού.
[…] Στις αρχές του 1943 στάλθηκε για μετεκπαίδευση στην Αγγλία. Σύμφωνα με το δελτίο της νέας ναυτικής του ταυτότητας, την οποία εξέδωσαν οι αρμόδιες Βρετανικές αρχές, ο Διαμαντής τοποθετήθηκε στο HMS PEMBROKE, εδρεύοντας στις εγκαταστάσεις των ROYAL NAVAL BARRACKS, στο CHATHAM. Θα περίμενε κανείς πως το HMS PEMBROKE είναι το όνομα κάποιου πλοίου, όμως στην προκειμένη περίπτωση τα πράγματα ήταν λίγο διαφορετικά. Ουσιαστικά επρόκειτο για ένα τεράστιο εκπαιδευτικό κέντρο.
Το Chatham είναι μια πόλη της Νοτιοανατολικής Αγγλίας η οποία βρίσκεται χτισμένη στις όχθες του ποταμού Medway, ο οποίος είναι πλωτός και διασχίζει την επαρχία του Βορείου Kent. Οι Βασιλικοί Ναυτικοί Στρατώνες, στους οποίους διέμενε ο Ανθυποπλοίαρχος Αλέξανδρος Διαμαντής κατά την διάρκεια της μετεκπαίδευσής του, βρίσκονταν στον Ναύσταθμο του Chatham, και ήταν ευρέως γνωστοί ως HMS PEMBROKE. Επρόκειτο για αρχιτεκτονικά οικοδομήματα Βικτωριανής αισθητικής που χτίστηκαν μεταξύ 1897 και 1902.
Κατά τον Β’ ΠΠ ο Ναύσταθμος Chatham αποτελούσε μία από τις κυριότερες βάσεις του Βρετανικού Στόλου (CHATHAM DIVISION) διαθέτοντας στην επικράτειά του ναυπηγεία αλλά και μια πληθώρα εκπαιδευτικών σχολών ναυτικών ειδικοτήτων, για πληρώματα που εκπαιδεύονταν εκεί προκειμένου να αναλάβουν υπηρεσία σε κάποιο πλοίο του Στόλου.
Υπήρξε επίσης έδρα της περίφημης Ναυτικής Μοίρας Νοτίου Ατλαντικού της οποίας τα καταδρομικά κατεδίωξαν το Γερμανικό θωρηκτό «τσέπης» «Admiral Graf Spee» στην ναυμαχία του River Plate στην Ουρουγουάη όπου και αυτοβυθίστηκε στο Μοντεβιδέο στις 17/12/1939. Επίσης η Μοίρα είχε συμμετοχή και στο κυνήγι του Γερμανικού θωρηκτού «Bismarck» ενώ εκτέλεσε πάμπολλες συνοδείες νηοπομπών στην Μεσόγειο στον Ατλαντικό και στον Αρκτικό Κύκλο.
Ενδέχεται ο Διαμαντής μετά το πέρας της εκπαιδεύσεώς του εκεί, να υπηρέτησε αποσπασμένος προσωρινά σε κάποιο Βρετανικό πολεμικό, καθώς σύμφωνα με τον γιο του, το 1943 πήρε μέρος σε ναυτική επιχείρηση βομβαρδισμού του Αμβούργου, αλλά και σε επιχειρήσεις στον Βισκαϊκό Κόλπο. Δυστυχώς οι πληροφορίες είναι συγκεχυμένες γιατί ο ίδιος δεν μιλούσε σχεδόν ποτέ για τον πόλεμο. Σε ότι αφορά τα παράσημά του το μόνο που διασώζεται είναι ο «Σταυρός Αγώνος Βασιλικού Ναυτικού» (ΣΑΒΝ) το οποίο απονεμήθηκε για την εν γένει υπηρεσία του. Ο Διαμαντής ήταν κάτοχος δύο ακόμη παρασήμων τα οποία δυστυχώς έχουν χαθεί, οπότε δεν είναι δυνατή η ταυτοποίησή τους και δεν μπορεί να εξαχθεί κάποιο επιπλέον συμπέρασμα για την όποια τυχόν δράση του.
Όταν έληξε η απόσπασή του ο Διαμαντής εντάχθηκε και πάλι στο πλήρωμα του «ΑΒΕΡΩΦ» και μαζί του έζησε την υπερήφανη στιγμή της επιστροφής στην ελεύθερη Ελλάδα στις 16 Οκτωβρίου 1944. Στην συνέχεια έχοντας προαχθεί στον βαθμό του Υποπλοιάρχου μετατέθηκε στην Τεχνική Διεύθυνση του Ναυστάθμου Σαλαμίνας όπου υπηρέτησε για τα επόμενα έξι χρόνια μέχρι την παραίτησή του το 1950.
Ο Αλέξανδρος Διαμαντής νυμφεύθηκε την Άρτεμη Σαββαΐδη στις 10 Αυγούστου 1946, στην Βομβάη των Ινδιών. Το μυστήριο τελέστηκε στον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Θωμά (St. Thomas’ Cathedral) ενώ η δεξίωση του γάμου δόθηκε στο Royal Bombay Yacht Club. Το ζευγάρι απέκτησε αργότερα δύο γιους το Ραφαήλ και τον Δημήτρη (1947-1991) οι οποίοι έζησαν επί σειρά ετών σε χώρες του εξωτερικού, ειδικά στην Ιαπωνία, εξαιτίας των επαγγελματικών υποχρεώσεων του πατέρα τους, ο οποίος ήταν περιζήτητος μηχανολόγος ναυπηγός. Ο Ραφαήλ Διαμαντής αφηγείται:
«Ο πατέρας μου Αλέξανδρος Διαμαντής αρχικά δήλωσε παραίτηση το 1948 και του απερίφθη! Δύο χρόνια αργότερα το 1950 υπέβαλε και πάλι αίτημα παραίτησης η οποία αυτή τη φορά έγινε δεκτή. Οπότε ξενιτεύτηκε καθώς ήταν αδύνατον να ζήσει την οικογένειά του με 1.000 δραχμές μισθό από το Πολεμικό Ναυτικό, το οποίο επιπροσθέτως αρνήθηκε να του χορηγήσει σύνταξη, με το αιτιολογικό ότι δεν είχε συντάξιμα χρόνια. Ο πατέρας μου όμως από το 1935 που εισήχθη στην σχολή δοκίμων έως και το 1950 όταν έγινε δεκτή η παραίτησή του είχε ήδη 20 χρόνια συντάξιμα που τα απώλεσε. Τα χρόνια του πολέμου λογαριάζονταν διπλά για την σύνταξη! Οπότε στα 1950 μαζί με την μητέρα μου και τον αδελφό μου, έφυγε από την Ελλάδα και πήγε αρχικά στην Αργεντινή όπου απέκτησε διαβατήριο και μετέπειτα στον Παναμά όπου απέκτησε ναυτικό φυλλάδιο ως μηχανολόγος μηχανικός! Κατόπιν πήγε στις ΗΠΑ όπου εργάστηκε για δύο χρόνια στην Καλιφόρνια και κατόπιν στην Νέα Υόρκη, όπου ο μεγαλοεφοπλιστής Παναγόπουλος του πρότεινε να πάει στις επιχειρήσεις του στην Ιαπωνία, με μια μηνιαία αύξηση στον μισθό του της τάξεως των 120 δολαρίων. Δέχθηκε κι έτσι εγώ γεννήθηκα στην Ιαπωνία!»