Γράφει ο Λεωνίδας Τσιαντούλας
Στις 5 και 21′ τα ξημερώματα της 28ης Δεκεμβρίου του 1908, ένας φοβερός σεισμός ισοπέδωσε όλη την πόλη της Μεσίνα στην Ιταλία. Η καταστροφή ολοκληρώθηκε με ένα τσουνάμι 8 μέτρων και την πυρκαγιά που ακολούθησε. Η τραγωδία εκείνη άφησε πίσω της 80.000 νεκρούς (στη Μεσίνα και στις πόλεις του ομώνυμου πορθμού). Ενα από τα κτίρια που καταστράφηκαν ολοσχερώς ήταν και η ελληνική εκκλησία του Αγίου Νικολάου.
Η Ελλάδα ήταν η πρώτη χώρα της Ευρώπης που έστειλε βοήθεια σε τρόφιμα , φάρμακα και γιατρούς (όπως ο Καλλιοντζής, ο Γερουλάνος και ο Αλεβιζάτος), που έφτασαν στα νοσοκομεία της Κατάνιας. Την βοήθεια μετέφεραν τα πολεμικά πλοία «Σφακτηρία» και «Κρήτη» (οπλιταγωγά). Ο Βλάσης Γαβριηλίδης, εκδότης της εφημερίδας Ακρόπολις, στάλθηκε στον τόπο της καταστροφής με την «Σφακτηρία», κατόπιν διαταγής του Υπουργού Ναυτικών Εμπειρίκου.
Τα μέλη του πληρώματος του “Σφακτηρία” έσκαψαν πρώτα στα ερείπια του ελληνικού Προξενείου της Μεσσήνας και διέσωσαν το πολύτιμο αρχείο του, το οποίο παρέδωσαν στον πρόξενο Σταθόπουλο. Έπειτα, οργάνωσαν μία «ανασκαφική» επιχείρηση στα ερείπια του Αγίου Νικολάου, που είχαν σχηματίσει έναν πελώριο και ασταθή όγκο ύψους 8 μέτρων. Από εκεί ανέσυραν 50 μικρές και 15 μεγάλες εικόνες, μεταξύ των οποίων μερικές από τον Μιχαήλ Δαμασκηνό την περίοδο μεταξύ 1569 και 1573 και της Αγίας Αικατερίνης, από τον Κρητικό αγιογράφο Βίκτωρα από το 2ο μισό του 17ου αιώνα.
Μια από τις διασωθείσες φορητές εικόνες αναπαριστούσε τον άγιο Σπυρίδωνα, ένθρονο. Όπως αποκαλύφθηκε όμως, κάτω από την παράσταση αυτή, που χρονολογείται τον 18ο αι., υπήρχε παλαιότερο στρώμα ζωγραφικής που απεικόνιζε το άγιο Νικόλαο ένθρονο του 17ου αιώνα. Η εικόνα είναι αναθηματική, την αφιέρωσε δηλαδή κάποιος ναυτικός ή έμπορος της περιοχής σε κάποια εκκλησία της πόλης αφιερωμένη στον άγιο Νικόλαο, προστάτη των ναυτικών. Η «μετατροπή» του αγίου Νικολάου πιθανόν προέκυψε γύρω στο 1743, όταν ξέσπασε επιδημία πανούκλας. Τότε η εικόνα αφιερώθηκε στον άγιο Σπυρίδωνα γιατί θεωρείται προστάτης κατά της πανούκλας.
Από τα ερείπια έβγαλαν επίσης ιερά σκεύη της Αγίας Τράπεζας, καθώς και κολυμβήθρες, καντηλέρια, μια ιερατική στολή κεντημένη με ασημένια κλωστή κι έναν βαρύ σταυρό μεγάλης τέχνης και αξίας. Τα σκεύη παραδόθηκαν από τον κυβερνήτη του πλοίου στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, στα γραφεία της οποίας στεγαζόταν το Μουσείο της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας (αυτό που κατόπιν, το 1914 εξελίχθηκε στο Βυζαντινό Μουσείο).
Το Βυζαντινό Μουσείο διοικούσε Εφορευτική Επιτροπή με επικεφαλής τον πρίγκιπα Νικόλαο και διευθυντή τον καθηγητή Αδαμάντιο Αδαμαντίου. Ο τελευταίος, τον Μάρτιο του 1915 ενημέρωσε τα άλλα μέλη ότι στον Ναύσταθμο Σαλαμίνας φυλάσσεται συλλογή σημαντικών εικόνων, μεταξύ των οποίων και εκείνες του Αγίου Νικολάου της Μεσίνας. Ο Αδαμαντίου κατέγραψε 44 μεγάλες εικόνες και 7 μικρές, δύο κολυμβήθρες και κομμάτια από ένα γλυπτό από ξύλινο εικονοστάσι. Η Εφορευτική Επιτροπή ζήτησε από τον Υπουργό Ναυτικών να περιέλθουν οι εικόνες στο Βυζαντινό Μουσείο, πράγμα που έγινε αποδεκτό. Μετά από κατάλληλη συντήρησή τους οι εικόνες αποτέλεσαν ουσιαστικό μέρος των συλλογών του Βυζαντινού Μουσείου.
Αυτή ήταν λοιπόν μια μικρή ιστορία από τη ζωή του ταπεινού πληρώματος ενός μικρού και πεπαλαιωμένου πλοίου, που ανήκε στο Πολεμικό Ναυτικό μιας μικρής ακόμα τότε Ελλάδας. Άνδρες που πέρα από τη θρησκευτική τους ευλάβεια είχαν και τη σπάνια ευαισθησία σκάβοντας με τα χέρια τους να διασώσουν αυτά τα αντικείμενα υψίστης τέχνης. Μακάρι αυτή η ευαισθησία να επικρατεί πάντα στο Πολεμικό Ναυτικό μας, ένα φορέα που τα θεμέλιά του είναι η ιστορία και η παράδοσή του.
Συγχαρητήρια!!!