- ThePlus Audio
Γράφει ο Εμμανουήλ Λούζης
“Ο Κανάρης και η Σημαία”
Με τον τίτλο αυτό ο διακεκριμένος νομικός και λογοτέχνης Εμμανουήλ Στ. Λυκούδης (1849–1925) περιγράφει την τελετή έπαρσης της Σημαίας επί του θωρηκτού ΨΑΡΑ, όταν ο υποναύαρχος Μιλτιάδης Κανάρης ανέλαβε την αρχηγία της Ανατολικής Μοίρας του Ελληνικού Στόλου μετά το τέλος του «ατυχούς» ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897. Αξίζει να επισημανθεί ότι ο γιός του Εμμανουήλ Λυκούδη, Στυλιανός, μετέπειτα ναύαρχος και ακαδημαϊκός, υπηρετούσε επί του θωρηκτού ΨΑΡΑ με τον βαθμό του σημαιοφόρου και την εποχή εκείνη ήταν υπασπιστής – διαγγελέας του αρχηγού του Στόλου. Στο κείμενο του Εμμ. Λυκούδη αντικατοπτρίζονται καθαρά οι βαριές συνέπειες της ήττας στο φρόνημα των Ελλήνων, αλλά και η ψυχολογική θωράκιση που είχε δώσει στον ναύαρχο, η πίστη και ο βαθύς σεβασμός στο Εθνικό μας Σύμβολο, τη Σημαία.
Η συμμετοχή του Π.Ν. στον πόλεμο του 1897
Ο πόλεμος που προέκυψε ύστερα από την όξυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων εξ αιτίας του κρητικού ζητήματος άρχισε στις 6 Απριλίου 1897 και έληξε μετά από ένα μήνα, στις 7 Μαΐου. Η οριστική συνθήκη ειρήνης υπογράφηκε στις 22 Νοεμβρίου 1897, μετά από επίπονες διαπραγματεύσεις, στις οποίες αναμίχθηκαν ενεργώς οι Μεγάλες Δυνάμεις.
Η έναρξη των εχθροπραξιών βρήκε τον Ελληνικό Στόλο χωρισμένο σε δύο ναυτικές Μοίρες. Στην Ανατολική (Αιγαίου Πελάγους) με μοίραρχο τον πλοίαρχο Κωνσταντίνο Σαχτούρη και στη Δυτική (Ιονίου Πελάγους) με μοίραρχο τον πλοίαρχο Δημήτριο Κριεζή.
Το ηθικό αξιωματικών, υπαξιωματικών και ναυτών κατά την έναρξη του πολέμου μάς το δίνει πολύ γλαφυρά σε έκθεσή του προς το Υπουργείο των Ναυτικών ο τότε πλωτάρχης κυβερνήτης του ατμομυοδρόμωνα ΑΛΦΕΙΟΣ και μετέπειτα αρχηγός του Στόλου του Αιγαίου, ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης. Γράφει λοιπόν ο Κουντουριώτης:
«Τὸν ἐνθουσιασμόν, ὁ ὁποῖος κατέλαβε τοὺς Ἀξιωματικοὺς καὶ τὸ πλήρωμα τοῦ ΑΛΦΕΙΟΥ ἅμᾳ τῇ κηρύξει τοῦ πολέμου δὲν θὰ ἐπιχειρήσω νὰ περιγράψω. Ἀρκεῖ μόνον νὰ σημειώσω ὅτι μόλις κατώρθουν νὰ συγκρατῶ τούτους ἐκ τῶν ἐκδηλουμένων αἰσθημάτων, ἅτινα κατεῖχον τὰς καρδίας πάντων. Ἡ ὑπηρεσία διεξήγετο μετὰ τοσαύτης ταχύτητος καὶ προθυμίας ὥστε συχνότατα ἠπόρουν ἐπὶ τῇ ἀμέσω καὶ ἀθορύβῳ ἐκτελέσει τῶν διαταγῶν μου».
Ενώ η κατάσταση που επικρατούσε στον Στρατό Ξηράς ήταν οικτρή από κάθε άποψη (οργάνωσης, πειθαρχίας, εξοπλισμού κλπ.), το Πολεμικό Ναυτικό, το οποίο είχε ενισχυθεί από την κυβέρνηση του Χαρίλαου Τρικούπη με τη ναυπήγηση (1889-1890) στη Γαλλία των τριών θωρηκτών ΥΔΡΑ, ΣΠΕΤΣΑΙ, ΨΑΡΑ, υπερείχε σαφώς του τουρκικού. Λόγω αυτής της υπεροχής, ο τουρκικός Στόλος δεν τόλμησε να βγει στο Αιγαίο καθ’ όλη τη διάρκεια των εχθροπραξιών. Ο ελληνικός Στόλος, κυρίαρχος στο Αιγαίο χωρίς θυσίες, εξασφάλισε μεν τα πλεονεκτήματα της κυριαρχίας αυτής, όμως δεν μπόρεσε να επιδράσει αποτελεσματικότερα στην έκβαση του πολέμου. Αυτό οφειλόταν στο ότι δεν είχε εκπονηθεί σαφές σχέδιο δράσεως του Στόλου, συντονισμένο με αυτό του Στρατού. Άλλος ένας παράγοντας που επέδρασε αρνητικά ήταν το γεγονός ότι το προσωπικό του Π.Ν. ήταν ανομοιογενές, με ριζικές διαφορές στη νοοτροπία και στο δόγμα για τον πραγματικό προορισμό του Ναυτικού, παρά το γεγονός ότι ήταν αρκετά μορφωμένο. Η απόκλιση εντοπιζόταν μεταξύ των νεώτερων αξιωματικών απόφοιτων της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων και των παλαιότερων συναδέλφων τους.
Έτσι, η Ανατολική Μοίρα περιορίστηκε στο βομβαρδισμό και στην καταστροφή αποθηκών του τουρκικού Στρατού στην παραλία της Λεπτοκαρυάς, όπου έπεσαν μαχόμενοι ο ανθυποπλοίαρχος Εμμανουήλ Αντωνιάδης κυβερνήτης του τορπιλοβόλου «16», ο ναύτης του Κουτσογιαννόπουλος και ο ναύτης του ΑΛΦΕΙΟΥ Ιωάννης Γκολέμης, και στην απόβαση δύναμης ανταρτών στη δυτική ακτή της Καβάλας για να καταστρέψουν τη σιδηροδρομική γραμμή. Η Δυτική Μοίρα περιορίστηκε στο βομβαρδισμό των λιμανιών της Πρέβεζας και των Αγίων Σαράντα, χωρίς όμως σημαντικά αποτελέσματα. Η αδράνεια του Στόλου «προεκάλεσεν ἀνὰ τὴν Εὐρώπην γενικὴν ἔκπληξιν γνωστῆς οὕσης τῆς καλῆς καταστάσεως τῶν ἑλληνικῶν πλοίων καὶ τῆς παλαιᾶς φήμης τῶν Ἑλλήνων ὡς ἱκανῶν καὶ ἀτρόμητων θαλασσινῶν».
Ο μοίραρχος πλοίαρχος Κ. Σαχτούρης, στον οποίο από την πλευρά του υπουργού Ν. Λεβίδη αποδιδόταν αδράνεια και ανυπακοή στην εκτέλεση των διαταγών του, αντικαταστάθηκε και ταυτοχρόνως τέθηκε σε διαθεσιμότητα στις 15 Απριλίου, στο μέσον των επιχειρήσεων. Είχε προηγηθεί τηλεγράφημα προς το Υπουργείο των Ναυτικών του σημαιοφόρου του Θ/Κ ΨΑΡΑ, Κωνσταντίνου Κόκκορη, στο οποίο κατηγορούσε τον πλοίαρχο Σαχτούρη για «προδοσία». Νέος αρχηγός τοποθετήθηκε ο υποναύαρχος Γεώργιος Σταματέλλος και ως προσωρινός αρχηγός ο κυβερνήτης του Θ/Κ ΥΔΡΑ πλοίαρχος Ιωάννης Βώκος. Βεβαίως, η αλλαγή του μοιράρχου δεν επιρρέασε κατά πολύ την κατάσταση, γιατί το πρόβλημα δεν εντοπιζόταν αποκλειστικά και μόνο στην οποιαδήποτε αδράνεια ή ανικανότητα του αρχηγού της Μοίρας.
Στις 6 Αυγούστου, ο υποναύαρχος Σταματέλλος παρέδωσε την αρχηγία της Ανατολικής Μοίρας στον υποναύαρχο Μιλτιάδη Κανάρη. Ο υποναύαρχος Μιλτιάδης Κανάρης, γιός του θρυλικού πυρπολητή Κωνσταντίνου Κανάρη, γεννήθηκε το 1822 στα Ψαρά. Νεότατος, κατατάχθηκε στο Π.Ν., τελειοποίησε τις σπουδές του στη Γερμανία και έγινε τρεις φορές υπουργός των Ναυτικών (1864, 1871, 1878). Μετά τον πόλεμο του 1897, ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄ επανειλημμένως του πρόσφερε την πρωθυπουργία. Ο Κανάρης, όμως, αρνήθηκε. Την ίδια περίοδο ο ναύαρχος Κανάρης, όντας βουλευτής, εκπροσωπούσε την μεταρρυθμιστική τάση που απέβλεπε στον περιορισμό των δικαιωμάτων του θρόνου, μαζί με τον, επίσης βουλευτή, Γεώργιο Φιλάρετο. Ο Μιλτιάδης Κανάρης πέθανε στην Αθήνα στις 7 Νοεμβρίου 1900.
Η απόδοση Τιμών στη Σημαία από τον Κανάρη
Σύμφωνα με τους κανονισμούς της εποχής, η έπαρση της Σημαίας επί της ναυαρχίδας του Στόλου γινόταν παρουσία του Αρχηγού, του επιτελείου του, του κυβερνήτη, των αξιωματικών, των υπαξιωματικών και του πληρώματος. Η Μουσική του Στόλου ανέκρουε το Εμβατήριον της Σημαίας και τον Εθνικό Ύμνο. Άγημα δε ναυτών παρουσίαζε όπλα. Το ίδιο τυπικό ακολουθείτο και κατά την υποστολή της Σημαίας, με τη διαφορά ότι η Μουσική παιάνιζε την «προσευχή» αντί του Εθνικού Ύμνου.
Ο Εμμανουήλ Λυκούδης παρίστατο στην τελετή έπαρσης της Σημαίας και μας δίνει την ακόλουθη γλαφυρή περιγραφή της:
«Ἦτο ἡ πρώτη ἡμέρα, καθ’ ἣν θὰ ἐπήρετο ἐπὶ τῆς Ναυαρχίδος ἡ Σημαία ὑπὸ τὴν ἀρχηγίαν του.
Ἀπὸ τῆς προτεραίας καὶ ἐν τῷ στόλῳ καὶ ἐν τῷ στρατοπέδῳ εἶχε κυκλοφορήσει ἡ παράδοξος εἴδησις, ὅτι ὁ ναύαρχος διέταξε ν’ ἀνακρούσῃ κατὰ τὴν ἔπαρσιν ἡ μουσικὴ τῆς ναυαρχίδος τὸν ὕμνον τῆς Σημαίας.
Διὰ νὰ ἐννοηθῇ ἡ ἐντύπωσις, –ὄχι εὔνους ἐκ μέρους ὅλων– ἐκ τῆς εἰδήσεως ταύτης, πρέπει νὰ σημειώσωμεν, ὅτι οὐδέποτε ἀπὸ τῆς ἀρχῆς τοῦ πολέμου τοῦ αἴσχους εἶχεν ἀντηχήσει ἐμβατήριον, καμμία μελῳδία, καμμία ἀρήιος ἁρμονία, οὐδεὶς παιάν. Οἱ μουσικοὶ ἠκολούθουν ὄπισθεν μὲ τὰς ἀποσκευάς, μὲ τὰ μουσικὰ ὄργανα ἐρριμμένα ἀναμὶξ μὲ τὰ μαγειρικὰ σκεύη ἐπὶ τῶν σκευαγωγῶν.
― Καὶ τώρα μετὰ τὴν Λάρισαν, μετὰ τὰ Φάρσαλα καὶ τὸν Δομοκὸν καὶ τὴν Ταράτσαν, νὰ ἀκουσθῇ ὁ Ἐθνικὸς Ὕμνος εἰς τὸ καταφύγιον τῆς Ἁγίας Μαρίνης; Νὰ τὸν ἀκούσουν ἄνωθεν ἀπὸ τὴν λοφοσειρὰν αἱ τουρκικαὶ προφυλακαί;
Τὰ ἤκουεν αὐτὰ ὁ Ναύαρχος· καὶ ἀπὸ τοὺς γλυκυτάτους ὀφθαλμούς του, οἱ ὁποῖοι ἀνέδιδον ὁρατὰς τὰς ἀκτῖνας τῆς ἀνεξαντλήτου ἁγαθότητός του, ἀνεπήδησαν ἀστραπαί. Τὰς εἶδον τὰς ἀκαριαίας, τὰς φευγαλαίας ἐκείνας ἀστραπάς· ἦσαν βεβαίως αἱ αὐταί, αἱ ὁποῖαι ἐξέλαμψαν καὶ ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν τοῦ μεγάλου πατρός του, ὅταν ἔμαθε τὴν μυριόνεκρον τῆς Χίου ἑκατόμβην. Τί εἶπεν;
«Πρέπει νὰ δώσουμε μερτικὸ ἀπὸ τὴν ντροπή μας καὶ στὴ Σημαία; Αὐτὸ ἔλειπε! Αὕτη θὰ μείνῃ αἰώνια ἀμόλυντη· καὶ ὅταν καρφώνουμε τὰ μάτια σ’ Αὐτὴ καὶ θυμούμαστε τί χρωστοῦμε στὴ δόξα Της, ποτὲ δὲν θ’ ἀπελπισθοῦμε. Τιμημένη θὰ εἶναι πάντα, ὅσον κ’ ἂν ταπεινώθηκαν τὰ χέρια πού τὴν κρατοῦν, γιὰ νὰ τὴν κρατήσουν αὔριο ἀξιώτερα χέρια».
Η έπαρση της Σημαίας υπό τους ήχους της Μουσικής προκάλεσε τη συγκίνηση του γηραιού Ναυάρχου. Ιδού η συγκλονιστική περιγραφή του Εμμανουήλ Λυκούδη:
«Ὁ Ναύαρχος, ὁ Κυβερνήτης, τὸ ἐπιτελεῖον, ἐν μεγάλῃ στολῇ, εἶναι παρατεταγμένοι ἐπὶ τοῦ καταστρώματος.
―Προσοχή.
―Εἰς Ἔπαρσιν Σημαίας.
―Αἶρε!
Ἡ κυανόλευκος βραδέως ἠρέμα ὑψοῦτο.
Καὶ ὁ γηραιὸς Ναύαρχος μὲ ἀσκεπῆ τὴν πολιάν, κύπτων ὡς πρὸ τῶν Ἀχράντων, ἤγειρεν ἠρέμα τὴν κεφαλὴν καὶ προσήλωνεν ἐπ’ αὐτῆς τὸ βλέμμα, παρακολουθῶν τὴν ἀνύψωσίν της.
Σύσπασις νευρικὴ ἐκίνει τὴν σιαγόνα του˙ αἱ ῤυτῖδες, αἱ ἀκτινοειδῶς περιβάλλουσαι τοὺς εὐγλώττους ὅσον ὀλίγοι ὀφθαλμούς του, συνεπτύχθησαν· καὶ ἓν δάκρυ, ἁδρὸν δάκρυ ὑποτρέμον ἐπὶ τῆς βλεφαρίδος του, ηὐλάκωσε τὴν παρειὰν καὶ ἔπεσεν ἐπὶ τοῦ καταστρώματος.
Ἤθελα νὰ ἔπιπτεν εἰς τὴν θάλασσαν τὸ δάκρυ ἐκεῖνο. Ἤθελα νὰ ἐξήγνιζε καὶ νὰ καθηγίαζε τὰ ἑλληνικὰ πελάγη! Θὰ ἔφρισσον ὑπὸ τὴν ἐπαφήν του· καὶ ἀπὸ τοὺς βυθοὺς θ’ ἀνήρχοντο καὶ θὰ ἐξέσπων νέα ἀφρίζοντα κύματα, νέοι τυφῶνες, ὡς ἐκεῖνοι, τῶν ὁποίων ὁ ἀντίλαλος ἀντηχεῖ ἀκόμη ἀπὸ τῆς Ἀλεξανδρείας, μέχρι τῆς ὁποίας ὁ μέγας πατήρ του ἔφερε τὴν ἑλληνικὴν δόξαν, ἕως τοῦ Ἰονίου.
Θὰ ἦτο ἀρραβὼν Ἀναστάσεως, μνηστεία νέων μεγάλων ἡμερῶν καὶ νυκτῶν φωτοβόλων, ὡς ἡ τῆς 6ης Ἰουνίου 1822. Ἀσφαλέστερος ἢ ὁ διὰ τοῦ δακτυλίου ἀρραβὼν τοῦ Δόγη τῆς Ἑνετίας, δι’ οὓ ἐμνηστεύετο τὴν Ἀδριατικήν.
Ἦτο δάκρυ πόνου, δάκρυ ἐλπίδος ὁ ὑγρός, ὁ ὑποτρέμων ἐκεῖνος ἀδάμας, τὸν ὁποῖον προσήνεγκε θυσίαν εἰς τὴν Σημαίαν ὁ υἱός τοῦ στολοκαύτου;
Ἀγνοῶ. Ἓν μόνον γνωρίζω, ὅτι δὲν ἦτο δάκρυ ἀπογνώσεως».
Οι υλικές και ηθικές συνέπειες της ήττας του 1897 είχαν ως επακόλουθο να αφυπνισθούν οι υγιείς δυνάμεις του Έθνους. Η Επανάσταση του 1909 οδήγησε στην ανάληψη των ηνίων του Κράτους από τον Ελευθέριο Βενιζέλο και, με την αναδιοργάνωση των Ενόπλων Δυνάμεων, δημιούργησε τις προϋποθέσεις για τη μεγάλη εξόρμηση του 1912–1913, με την οποία απελευθερώθηκαν η Μακεδονία, τα νησιά του Βορειοανατολικού Αιγαίου και η Ήπειρος.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Νικολάου Δ. Λεβίδου, Ὁ Ἑλληνοτουρκικὸς Πόλεμος, Μέρος Αον, Πῶς ἐνήργησεν ὁ Ἑλληνικὸς Στόλος, Έν Ἀθήναις 1898.
- Ἐμμανουὴλ Στυλ. Λυκούδη, Ὁδοιπορικαὶ Ἐντυπώσεις καὶ Ἀναμνήσεις. Ἀνάλεκτα, Ἐν Ἀθήναις 1920.
- Ὑποναυάρχου Κ. Ἀλεξανδρῆ, «Συνοπτικὴ ἀνασκόπησις τῆς ἱστορίας τοῦ Β. Ναυτικοῦ. Ἀπὸ ἱδρύσεως τοῦ Βασιλείου τῆς Ἑλλάδος μέχρι τέλους τοῦ ΧΙΧ αἰῶνος», Ναυτικὴ Ἐπιθεώρησις, τ. 192, Σεπτ.‒Οκτ. 1945 και τ. 193, Νοε.‒Δεκ. 1945.
- Διονύσιος Α. Κόκκινος, Ἱστορία τῆς Νεωτέρας Ἑλλάδος, τόμος 2ος, Ἀθῆναι 1978.