Κείμενο: Χρήστος Αμπατζής
Τα χαράματα της 19ης Αυγούστου 1919, μια ομάδα 8 βρετανικών ταχύπλοων αποπειράθηκε να διεισδύσει κρυφά στον ναύσταθμο της Κρονστάνδης1Η Κροστάνδη (ρωσικά: Кронштадт, γερμανικά: Kronstadt) είναι νησιωτική πόλη της βορειοδυτικής Ρωσίας. Διοικητικά αποτελεί διαμέρισμα της Ομοσπονδιακής Πόλης της Αγίας Πετρούπολης, της οποίας αποτελεί το σπουδαιότερο λιμάνι. Αποτελεί επίσης την έδρα του ρωσικού Στόλου της Βαλτικής.Είναι κτισμένη επάνω στο νησί Κότλιν, στο κέντρο του Κόλπου της Φινλανδίας. Η θέση της, τής προσέδωσε εξαιρετική στρατηγική σημασία από τα μεσαιωνικά κιόλας χρόνια, αφού ελέγχει την κυκλοφορία των πλοίων μεταξύ Βαλτικής – Νέβα και αργότερα Αγίας Πετρούπολης.Στόχος ήταν η πρόκληση του μέγιστου δυνατού πλήγματος σε βάρος της σοβιετικής ναυτικής ισχύος προκειμένου να διευκολυνθούν τα τρία νεοσύστατα Βαλτικά κράτη στον αγώνα για απόκτηση της ανεξαρτησίας τους. Η επιδρομή αποτελεί, μέχρι και σήμερα, ένα από τα πλέον ενδεικτικά παραδείγματα αιφνιδιαστικής προσβολής κατά υπέρτερου αντιπάλου, μέσα στο ίδιο του το αγκυροβόλιο.
Το προοίμιο της επιχείρησης
Τον Νοέμβριο του 1918, η αυλαία του Μεγάλου Πολέμου είχε, επιτέλους, πέσει. Τα κράτη της Γηραιάς Ηπείρου μπορούσαν να πλέον να μετρήσουν τις πληγές τους και να αρχίσουν το δύσκολο έργο της ανοικοδόμησης. Δυστυχώς, το ίδιο δεν ήταν δυνατόν να λεχθεί και για την Ρωσική Αυτοκρατορία. Ο αχανής αυτός κολοσσός ταλανιζόταν από έναν εξαιρετικά βίαιο εμφύλιο πόλεμο ανάμεσα στις δυνάμεις των μπολσεβίκων (ερυθρών) και των πιστών στον Τσάρο δυνάμεων (λευκών).
Οι δυνάμεις της Αντάντ (Αγγλία, Γαλλία, Ιαπωνία και ΗΠΑ) παρακολουθούσαν με ιδιαίτερη προσοχή και ανησυχία τις εξελίξεις, κάθε μία για τους δικούς της λόγους. Με την λήξη του ευρωπαϊκού πολέμου, αποφάσισαν να επέμβουν στρατιωτικά στο πλευρό των λευκών. Προφανώς, η κίνηση αυτή δεν υπαγορεύτηκε ούτε από αλτρουισμό, ούτε και από την επιθυμία παλινόρθωσης της μοναρχίας. Οι Αμερικανοί επιθυμούσαν την αποκατάσταση της ειρήνης. Οι Ιάπωνες φιλοδοξούσαν να προσαρτήσουν τις ρωσικές κτήσεις στην ανατολική Σιβηρία. Οι Γάλλοι αντιλαμβάνονταν τον κίνδυνο εξάπλωσης του κομμουνισμού και ήθελαν να αποτρέψουν ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Άλλωστε, οι μνήμες μαζικών στάσεων ολόκληρων συνταγμάτων του Γαλλικού Στρατού, που, λίγο έλλειψε να οδηγήσουν σε κατάρρευση ολόκληρου του Δυτικού Μετώπου ήταν ακόμη νωπές. Τέλος, οι Άγγλοι επεδίωκαν την εν γένει αποδυνάμωση της Ρωσίας, οποιοδήποτε χρώμα κι αν αυτή αποκτούσε.
Με το πέρας των εχθροπραξιών, και την τελική συνθηκολόγηση της Γερμανίας, το Λονδίνο ενίσχυσε την στρατιωτική του παρουσία στην Ρωσία και ιδιαίτερα στην Βαλτική. Σύμφωνα με την επίσημη θέση της Βρετανίας, στόχος ήταν «…η παροχή βοήθειας για ενίσχυση των πληθυσμών εκείνου του μέρους του κόσμου ενάντια στον μπολσεβικισμό και η υποστήριξη των βρετανικών συμφερόντων στη Βαλτική…». Σε απλή μετάφραση, οι βρετανικές δυνάμεις αναπτύσσονταν προς υποστήριξη των νεοσύστατων κρατών της Εσθονίας και της Λετονίας που προσφάτως είχαν αποκτήσει την ανεξαρτησία τους και απειλούνταν από τον Κόκκινο Στρατό. Ο τελευταίος, μπορεί να είχε απαρνηθεί το παλιό τσαρικό του όνομα αλλά όχι και τις αυτοκρατορικές βλέψεις.
Από τον Ιανουάριο του 1919, στο στόμιο της Βαλτικής, μεταξύ Εσθονίας και Φινλανδίας, επιχειρούσε η 1η Μοίρα Ελαφρών Καταδρομικών, υπό τη διοίκηση του Υποναυάρχου Walter Cowan. Ωστόσο, ο ρόλος της ήταν καθαρά βοηθητικός, αν όχι διακοσμητικός. Δεδομένου ότι, ο βρετανικός επιχειρησιακός σχεδιασμός δεν προέβλεπε την διενέργεια αποβατικών ενεργειών στην περιοχή, τα πλοία περιορίζονταν σε μεταφορές πολεμικού υλικού, ενώ, ενίοτε, παρείχαν και ναυτικά πυρά υποστήριξης. Σε τελική ανάλυση, οι μονάδες επιφανείας ήταν κύριοι του πεδίου καθώς επιχειρούσαν απρόσκοπτα και χωρίς αντίπαλο. Όσο, όμως, ο βαρύς ρωσικός χειμώνας παραχωρούσε την θέση του στην άνοιξη, οι πάγοι στον Κόλπο της Φινλανδίας άρχισαν να λιώνουν. Ένας νέος κίνδυνος άρχισε να ξεπροβάλει απειλητικά. Μόλις τα νερά καθάριζαν, ο, νυν, Ερυθρός Στόλος Βαλτικής, θα απελευθερωνόταν και θα μπορούσε να ξεχυθεί στην περιοχή.

Η διάταξη των αντιπάλων
Καθηλωμένος από τους πάγους και προφυλαγμένος από το ισχυρότατο οχυρό της Κρονστάνδης, ο Στόλος της Βαλτικής περίμενε υπομονετικά την στιγμή που θα απελευθερωνόταν από τα δεσμά των στοιχείων της φύσης και θα μπορούσε να αποδείξει την αξία του. Οι επιτελείς του είχαν κάθε λόγο να αισθάνονται αισιόδοξοι. Παρά τις αναταραχές και τις μαζικές εκτελέσεις που ακολούθησαν το κίνημα των μπολσεβίκων, διέθεταν μια επιβλητική δύναμη στα χέρια τους. Αγκυροβολημένα στον ναύσταθμο βρίσκονταν τρία θωρηκτά (τα Petropavlovsk, Andrei Pervozvanny και Sevastopol), δύο καταδρομικά (Oleg και Rurik), οκτώ αντιτορπιλικά, πέντε υποβρύχια και λοιπά βοηθητικά σκάφη. Ιδίως, τα θωρηκτά συνιστούσαν μια μεγάλη απειλή καθώς ήταν εξοπλισμένα με πυροβόλα των 304 χιλ.
Στον αντίποδα, οι Βρετανοί διέθεταν μόλις τρία ελαφρά καταδρομικά (τα HMS Phaeton, Dragon και Caledon) και δύο αντιτορπιλικά (HMS Seafire και Wakeful). Απέναντι στους χαλύβδινους σοβιετικούς κολοσσούς, τα βρετανικά πλοία έμοιαζαν με πλεούμενες λαμαρίνες ενώ το διαμέτρημα των πυροβόλων τους δεν ήταν πολλά υποσχόμενο. 152 χιλ. για τα καταδρομικά και 102 χιλ. για τα αντιτορπιλικά. Ο Cowan είχε κάθε λόγο να ανησυχεί. Δεν υστερούσε απλά αριθμητικά αλλά καθολικά! Μάλιστα, μια σύντομη αψιμαχία των μονάδων του με σοβιετικά σκάφη, στις 17 Μαΐου, τον έκανε να αντιληφθεί ότι ο εχθρός του δεν είχε να ζηλέψει τίποτα σε επίπεδο εκπαίδευσης και αποτελεσματικότητας. Ως εκ τούτου, ο Βρετανός επικεφαλής τηλεγράφησε στο Λονδίνο ζητώντας την κατεπείγουσα αποστολή ενισχύσεων. Οι εκκλήσεις του εισακούστηκαν, αλλά κατά τον πλέον ανορθόδοξο τρόπο. Αντί για μια ισχυρή μοίρα καταδρομικών, ο Cowan έλαβε έξι άνδρες και μερικά ταχύπλοα περιπολικά (Coastal Motor Boats – CMB), υπό τον Υποπλοίαρχο Agar.
Οι…ενισχύσεις.
Ο 29χρονος Υποπλοίαρχος Augustus Willington Sheldon Agar, όπως ήταν το πλήρες όνομά του, δεν ήταν μια διάσημη προσωπικότητα, για τα δεδομένα του Βασιλικού Ναυτικού. Το ακριβώς αντίθετο μάλιστα. Κατά την διάρκεια του πολέμου, είχε υπηρετήσει στις νηοπομπές που μετέφεραν εφόδια στη Ρωσία πριν μεταπηδήσει στα ταχύπλοα. Ωστόσο, αυτή του η εμπειρία τον έκανε ιδανικό υποψήφιο για το θέατρο επιχειρήσεων της Βαλτικής. Αντίστοιχα, ούτε τα σκάφη που του διατέθηκαν ήταν κάτι το αξιοζήλευτο. Με συνολικό μήκος που δεν υπερέβαινε τα 12 μέτρα και τριμελές πλήρωμα, έμοιαζαν περισσότερο με ταχύπλοα αναψυχής, παρά με πολεμικά σκάφη. Ο οπλισμός τους αποτελείτο από ένα ελαφρύ πολυβόλο και μία, μόλις, τορπίλη, η οποία φερόταν επί του καταστρώματος στην πρύμνη. Για να την εκτοξεύσει, το σκάφος έπρεπε να αναπτύξει την μέγιστη δυνατή ταχύτητα. Στη συνέχεια, η τορπίλη αφηνόταν να γλιστρήσει προς την θάλασσα πέφτοντας πίσω ακριβώς από τις προπέλες. Ο οδηγός έπρεπε να πραγματοποιήσει αμέσως στροφή προκειμένου να βγάλει το σκάφος από την πορεία της ενεργούς τορπίλης, η οποία πλέον θα κατευθυνόταν προς τον στόχο.
Στις αρχές Φεβρουαρίου του 1919, άνδρες των Βρετανικών Μυστικών Υπηρεσιών, προσέγγισαν τον νεαρό αξιωματικό για μια αποστολή. Να οδηγήσει δύο ταχύπλοα στην παραθαλάσσια φινλανδική πόλη Terijoki, ακριβώς στην είσοδο του ναυστάθμου της Κρονστάνδης. Δεδομένου του μικρού τους μεγέθους και της μεγάλης ταχύτητας που μπορούσαν να αναπτύξουν, τα ταχύπλοα ήταν ιδανικά για τη διενέργεια μυστικών επιχειρήσεων. Αν σε αυτά συνυπολογιστεί και το, σχεδόν, μηδαμινό τους βύθισμα, το οποίο τους επέτρεπε να περνούν αλώβητα πάνω από τις νάρκες που είχαν ποντίσει οι Ρώσοι, τότε η αξία τους αυξανόταν κατακόρυφα. Αποστολή του Agar και των σκαφών του θα ήταν η μεταφορά Βρετανών κατασκόπων/πρακτόρων από και προς την Αγία Πετρούπολη.

Ο ρόλος του θαλάσσιου ταξί δεν ικανοποιούσε ιδιαίτερα τον νεαρό υποπλοίαρχο, όστις επιδίωκε κάτι πιο ριψοκίνδυνο. Λαμβάνοντας υπόψη τα προαναφερθέντα τακτικά πλεονεκτήματα των σκαφών του, ο Agar θεωρούσε πως ίσως να ήταν εφικτό να αιφνιδιάσει κάποιο σοβιετικό σκάφος που θα έπλεε χωρίς ιδιαίτερη επαγρύπνηση βασιζόμενο στην κάλυψη των ναρκοπεδίων και του οχυρού της Κρονστάνδης. Κάτι τέτοιο δεν προβλεπόταν από τις διαταγές του, αλλά ο ορμητικός νέος κατάφερε να πείσει τον Υποναύαρχο Cowan να του χορηγήσει δύο τορπίλες. Το μόνο που χρειαζόταν τώρα, ήταν μια ευκαιρία, και αυτή δεν άργησε να φανεί.
Στις 13 Ιουνίου 1919, η φρουρά του παράκτιου οχυρού Krasnaya Gorka στασίασε κατά των μπολσεβίκων. Προκειμένου να καταστείλουν το κίνημα, τα πλοία του Στόλου της Βαλτικής διατάχθηκαν να προβούν σε βομβαρδισμό του φρουρίου. Με την προσοχή τους στραμμένη στα ανατολικά, ουδείς επιτηρούσε τις αντικείμενες φινλανδικές ακτές. Τη νύχτα της 16ης/17ης Ιουνίου, ο Agar επιβιβάστηκε στο CMB-4 και, υπό την κάλυψη του σκότους, κατευθύνθηκε προς τα ρωσικά πλοία.
Η πρώτη απόπειρα, λίγο έλλειψε να είναι και η τελευταία, καθώς το ταχύπλοο παρουσίασε μηχανική βλάβη σχετικά κοντά στην γραμμή επιτήρησης που σχημάτιζαν τα σοβιετικά αντιτορπιλικά. Παρά ταύτα, ο Agar κατάφερε να το οδηγήσει σε ένα απόμερο σημείο και, μέσα σε 20 λεπτά, να περατώσει τις αναγκαίες επισκευές. Επιστρέφοντας στο πεδίο, ο Βρετανός αξιωματικός απογοητεύτηκε διαπιστώνοντας πως, τα θωρηκτά είχαν, στο μεταξύ, αποχωρήσει. Ωστόσο, μέσα στο σκοτάδι κατάφερε να διακρίνει το καταδρομικό Oleg, και αφού το πλησίασε σε απόσταση μερικών εκατοντάδων μέτρων εκτόξευσε την τορπίλη του. Το παράτολμο εγχείρημα στέφθηκε από απόλυτη επιτυχία. Το καταδρομικό επλήγη κάτω από το πρωραίο φουγάρο, με συνέπεια την μεγάλη εισροή ύδατος. Ως εκ τούτου, το πλοίο έλαβε κλίση και άρχισε να βυθίζεται στον Κόλπο της Φινλανδίας. Όσο για το CMB-4, αυτό κατάφερε να διαφύγει αλώβητο. Έτσι, ο παράτολμος Βρετανός επέστρεψε στη βάση του όπου πληροφορήθηκε πως, με το εγχείρημά του είχε κερδίσει, επάξια, τον Victoria Cross, την ανώτατη πολεμική διάκριση της χώρας του, καθώς και…μια επικήρυξη 5,000 λιρών στερλινών σε βάρος του από τους Σοβιετικούς.

Προπαρασκευαστικές ενέργειες.
Όταν η αναφορά έφτασε στα χέρια του Βρετανού υποναυάρχου, ο ενθουσιασμός του ήταν απερίγραπτος. Αναμφίβολα, η όλη επιχείρηση είχε διεξαχθεί χωρίς ρητή διαταγή και μάλιστα εν αγνοία του. Ωστόσο, το αποτέλεσμά της υπήρξε θετικότατο. Ως εκ τούτου, αναρωτήθηκε κατά πόσον επρόκειτο περί ενός μεμονωμένου περιστατικού ή μπορούσε να επαναληφθεί σε μεγαλύτερη κλίμακα. Με σχετικό αίτημα, εξασφάλισε περισσότερα ταχύπλοα από το Ναυαρχείο, και τα εγκατέστησε στην περιοχή του Bjorko στην Φινλανδία, που τότε οι Βρετανοί αξιοποιούσαν ως προκεχωρημένη ναυτική βάση. Τα νέα αυτά σκάφη, είχαν μήκος 17 μέτρα, μπορούσαν να αναπτύξουν ταχύτητες 35-40 κόμβων και έφεραν δύο τορπίλες. Ο στολίσκος τέθηκε υπό τις διαταγές του Αντιπλοιάρχου Claude Dobson. Παράλληλα, στην περιοχή αναπτύχθηκε και το αεροπλανοφόρο HMS Vindictive, το οποίο παρείχε εγγύς αεροπορική υποστήριξη στο θέατρο της Βαλτικής.

Έχοντας στην διάθεσή του αεροσκάφη και ταχύπλοα, ο Cowan κατέστρωσε ένα άκρως φιλόδοξο και ταυτόχρονα ριψοκίνδυνο σχέδιο, την «Επιχείρηση R.K.». Επρόκειτο περί μιας μαζικής επίθεσης ταχύπλοων μέσα στον ναύσταθμο της Κρονστάνδης με στόχο την πρόκληση της μεγαλύτερης δυνατής ζημιάς στον Στόλο της Βαλτικής. Στην αποστολή θα συμμετείχαν 8 ταχύπλοα.
Βέβαια, οι όροι «φιλόδοξο» και «ριψοκίνδυνο» δεν αποδίδουν στο έπακρο την πραγματικότητα. Στην ουσία, τα μικρά, αθωράκιστα και ανυπεράσπιστα σκάφη θα έπρεπε να πλεύσουν μέσα από ναρκοθετημένα ύδατα και να διεισδύσουν απαρατήρητα στον δίαυλο, όστις προστατευόταν από 20 αυτόνομα οχυρά και μεγάλο αριθμό ανεξάρτητων επάκτιων πυροβολαρχιών. Ταυτόχρονα, η είσοδος του λιμανιού, η οποία φυλασσόταν μονίμως από ένα αντιτορπιλικό, είχε πλάτος, μόλις 50 μέτρα, ενώ το συνολικό μήκος του δεν ξεπερνούσε τα 1.12 χλμ. Συνεπώς, τα ταχύπλοα να έπρεπε να ελιχθούν μέσα σε έναν εξαιρετικά περιορισμένο χώρο, με ταχύτητες άνω των 30 κόμβων, αποφεύγοντας την μεταξύ τους σύγκρουση και τα πυρά των αμυνομένων. Και όλα αυτά, μέσα στη νύχτα!
Για τις ανάγκες της επιχείρησης, κάθε ταχύπλοο θα διέθετε τριμελές πλήρωμα (δύο αξιωματικούς και έναν μηχανικό) καθώς και έναν Φινλανδό λαθρέμπορο που θα λειτουργούσε ως πιλότος. Η διάταξη είχε ως εξής:
Ταχύπλοο | Κυβερνήτης |
CMB-31 | Πλωτάρχης Dobson |
CMB-79 | Υποπλοίαρχος Bremner |
CMB-88 | Υποπλοίαρχος Dayrell-Reed |
CMB-24 | Υποπλοίαρχος Napier |
CMB-62 | Πλωτάρχης Brade |
CMB-72 | Ανθυποπλοίαρχος Bodley |
CMB-4 | Πλωτάρχης Agar |
CMB-86 | Ανθυποπλοίαρχος Howard |
Το πρώτο κύμα θα αποτελείτο από τα CMB-72, 88 και 31 και το δεύτερο από τα CMB-62, 86 και 79. Τέλος, το CMB-24 διατάχθηκε να επιτεθεί κατά του εκτελούντος χρέη πλοίου σκοπούντος, αντιτορπιλικού Gavriil, ενώ ο Agar (CMB-4) θα παρέμενε, σε ρόλο επιφυλακής, έξω από τον ναύσταθμο. Με εξαίρεση το CMB-79, όλα τα υπόλοιπα σκάφη μετέφεραν δύο τορπίλες.
Προκειμένου να αυξήσει τις πιθανότητες επιτυχίας των πληρωμάτων του, ο Cowan είχε σχεδιάσει επίσης την διενέργεια ενός ταυτόχρονου αεροπορικού πλήγματος από 12 αεροσκάφη, με την ελπίδα ότι οι Σοβιετικοί πυροβολητές θα επικεντρώνονταν στην εναέρια απειλή, και δεν θα παρατηρούσαν – τουλάχιστον έγκαιρα – την θαλάσσια.

Η επιδρομή.
Στις 18 Αυγούστου, και ώρα 21:30, ο Πλωτάρχης, πλέον, Agar, οδήγησε τα 8 ταχύπλοα από το Bjorko, ανατολικά προς την Κρονστάνδη. Μόλις τα σκάφη πέρασαν τα ρωσικά ναρκοπέδια, το σχέδιο άρχισε να εμφανίζει προβλήματα. Αρχικά, το CMB-31 του Dobson έλαβε, για άγνωστο λόγο, μια νοτιότερη πορεία, κατευθυνόμενο προς την γραμμή των οχυρών που φύλαγαν την θαλάσσια δίοδο προς την Πετρούπολη. Επακολούθησε σύγχυση, με συνέπεια την διάσπαση του σχηματισμού. Τα περισσότερα ταχύπλοα ακολούθησαν, εσφαλμένα το CMB-31 και, ως εκ τούτου, ο Agar βρέθηκε μόνος του μαζί με τα CMB-24 και 86. Το τελευταίο αντιμετώπιζε σοβαρά μηχανικά προβλήματα και λίγο αφού πέρασε την γραμμή των σοβιετικών οχυρών, ακινητοποιήθηκε πλήρως, ανήμπορο να ακολουθήσει τους συντρόφους του.
Εν τω μεταξύ, η διαδρομή που ακολούθησε ο Dobson απεδείχθη αρκετά πιο σύντομη με αποτέλεσμα τα σκάφη του να φτάσουν στον προορισμό τους νωρίτερα από το προβλεπόμενο. Αυτό συνιστούσε ιδιαίτερο πρόβλημα για δύο λόγους. Πρώτον, ακόμα δεν είχε προλάβει να διενεργηθεί η προγραμματισμένη αεροπορική επιδρομή και δεύτερον, το ταχύπλοο του Napier, που έπρεπε να πλήξει το σκοπούν αντιτορπιλικό ήταν άφαντο! Ωστόσο, η τύχη χαμογέλασε στους Βρετανούς, καθώς το πλήρωμα του Gavriil δεν αντελήφθη την παρουσία των ταχύπλοων και έτσι αυτά κατάφεραν να διεισδύσουν στο λιμάνι.
Το πρώτο ταχύπλοο που εισήλθε στο ναύσταθμο ήταν το CMB-79, ακριβώς την στιγμή που τα βρετανικά αεροσκάφη έκαναν την εμφάνισή τους στον ουρανό. Ο βόμβος των αεροπλάνων σήμανε συναγερμό και οι ομοχειρίες των πυροβόλων άρχισαν να τρέχουν αλλόφρονες προς τις θέσεις τους. Εκμεταλλευόμενο την σύγχυση, το CMB-79 ξεκίνησε την επίθεσή του ενάντια στο πλοίο εξυπηρέτησης υποβρυχίων Pamiat Azova. Η σκόπευση υπήρξε ορθή και η τορπίλη έπληξε το πλοίο ακριβώς στη μέση.
Η έκρηξη που ακολούθησε αιφνιδίασε τους Σοβιετικούς. Πλέον αντιλήφθηκαν ότι δέχονταν επίθεση και από μονάδες επιφανείας. Αμέσως, έστρεψαν το ενδιαφέρον – και τα πυροβόλα τους – προς την νέα, θαλάσσια απειλή. Προβολείς άναψαν και άρχισαν να χτενίζουν την επιφάνεια του νερού αναζητώντας τους εισβολείς. Τότε άρχισαν να διαφαίνονται τα πρώτα προβλήματα. Αρχικά, το εσωτερικό λιμάνι είχε απογυμνωθεί από μεγάλο μέρος του βαρέως πυροβολικού του (πυροβόλα των 300 και 150 χιλ.) τα οποία είχαν διατεθεί στον Κόκκινο Στρατό για τις χερσαίες επιχειρήσεις. Έπειτα, τα διαθέσιμα όπλα, τόσο στην ξηρά όσο και επί των πλοίων, δεν μπορούσαν να χαμηλώσουν αρκετά ώστε να πλήξουν αποτελεσματικά τα εχθρικά ταχύπλοα. Μια άλλη παράμετρος ήταν η μεγάλη ταχύτητα των στόχων, η οποία καθιστούσε την σκόπευση εξαιρετικά δυσχερή. Τέλος, οι ομοχειρίες δίσταζαν να εκτελέσουν βολές καθώς φοβόντουσαν ότι αυτό θα συνεπαγόταν απώλειες από φίλια πυρά.
Εν τω μεταξύ, τα CMB-7 και 24, έφτασαν και αυτά στο πεδίο και προχώρησαν, με την σειρά τους, στην εκτέλεση των αποστολών του. Το CMB-24 κινήθηκε κατά του Gavriil συγκεντρώνοντας πάνω του, τόσο τα πυρά του αντιτορπιλικού όσο και αυτά εννέα επάκτιων πυροβολαρχιών! Αψηφώντας τον καταιγισμό βλημάτων, ο Υποπλοίαρχος Napier οδήγησε το σκάφος του κατά του στόχου, καταφέρνοντας να εκτοξεύσει την τορπίλη του. Ωστόσο, η σκόπευση δεν υπήρξε σωστή, με συνέπεια η τορπίλη να περάσει άκακα μερικά μέτρα πίσω από το αντιτορπιλικό. Λίγο αργότερα, το CMB-24 επλήγη από εχθρική οβίδα και βυθίστηκε αύτανδρο.
Την ίδια στιγμή, το CMB-31 εισερχόταν στο λιμάνι κάτω από εχθρικά πυρά. Λόγω της μεγάλης ταχύτητας που είχε αναπτύξει, λίγο έλλειψε να συγκρουστεί με το βυθιζόμενο Pamiat Azova. Κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή, ο πηδαλιούχος, Υποπλοίαρχος Russell McBean, απέτρεψε την πρόσκρουση, σβήνοντας την μία μηχανή και στρίβοντας το πηδάλιο μέχρι τέλους. Το ταχύπλοο διέγραψε μια μερική περιστροφή και, έχοντας πλέον το Pamiat Azova στα νώτα του, άρχισε να κατευθύνεται προς το θωρηκτό Andrei Pervozvanny. Αφού πλησίασε όσο περισσότερο μπορούσε, το ταχύπλοο εκτόξευσε και τις δύο τορπίλες του οι οποίες έπληξαν τον χαλύβδινο γίγαντα προκαλώντας ρήγμα και μεγάλη εισροή ύδατος.
Επόμενο στη σειρά ήταν το CMB-88. Δυστυχώς, το μικρό ταχύπλοο εντοπίστηκε από επάκτιο προβολέα με συνέπεια να συγκεντρώσει πάνω του πυρά κάθε τύπου και διαμετρήματος. Δεν αποκλείεται να είχε βυθιστεί, αλλά την τελευταία στιγμή, σαν από μηχανής θεός, ένα βρετανικό αεροσκάφος πολυβόλησε τον προβολέα, καταστρέφοντάς τον. Αυτό αποσυντόνισε τους αμυνόμενους οι οποίοι συνέχισαν να βάλουν αδιάκοπα στα τυφλά, στην εκτιμώμενη πορεία του στόχου τους. Από τα πυρά τραυματίστηκε θανάσιμα ο κυβερνήτης του CMB-88, Υποπλοίαρχος Dayrell-Reed. Την διακυβέρνηση του σκάφους ανέλαβε ο δεύτερος αξιωματικός, Υποπλοίαρχος Gordon Charles Steele, όστις, αφού έφερε το ταχύπλοο σε κατάλληλη θέση βολής, εκτόξευσε δύο τορπίλες. Σε αυτό το σημείο, οι αναφορές είναι αντικρουόμενες. Αφενός, υποστηρίζεται ότι ο Steele έβαλε από μία τορπίλη κατά του Andrei Pervozvanny και του Petropavlovsk, με αμφότερες να βρίσκουν τον στόχο τους. Ωστόσο, άλλη αναφορά κάνει λόγο για εκτόξευση δύο τορπιλών κατά του Petropavlovsk, οι οποίες αστόχησαν και έπληξαν τον λιμενοβραχίονα.
Έχοντας επιτελέσει το έργο τους, τα ταχύπλοα του πρώτου κύματος εξήλθαν πάσει δυνάμει του λιμανιού, αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο για τους συναδέλφους τους του δεύτερου κύματος.
Με το στοιχείο του αιφνιδιασμού να έχει χαθεί, τα εναπομείναντα βρετανικά ταχύπλοα ξεκίνησαν την προσέγγισή τους, δεχόμενα καταιγιστικά πυρά. Το CMB-72 αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την προσπάθειά του, όταν χτυπήθηκε από εχθρικό βλήμα το οποίο αχρήστευσε τον μηχανισμό εκτόξευσης τορπιλών. Έτσι, το CMB-62 έμεινε μόνο του. Αίφνης, καθώς πλησίαζε την είσοδο του λιμανιού, επισημάνθηκε από παράκτιους προβολείς συγκεντρώνοντας πάνω του τα εχθρικά πυρά. Ταυτόχρονα, το πλήρωμα δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτα και απλά διατήρησε την αρχική του πορεία. Αυτό είχε ως συνέπεια να μην εντοπίσει έγκαιρα το CMB-79 που επιχειρούσε να εξέλθει και να το εμβολίσει πλευρικά, κόβοντάς το, σχεδόν, στα δύο. Η κατάσταση ήταν απελπιστική. Τα δύο σκάφη είχαν κολλήσει μεταξύ τους. Παράλληλα, είχαν ακινητοποιηθεί ακριβώς στην είσοδο του λιμανιού, κάτω από τα φώτα των προβολέων και συγκέντρωναν πάνω τους το πλήρες μένος των εχθρικών πυρών.
Δεν αποκλείεται αυτό να ήταν και το τέλος των πληρωμάτων τους, αν δεν παρενέβαιναν, για μία ακόμη φορά, τα βρετανικά αεροσκάφη. Βλέποντας τον κίνδυνο που διέτρεχαν οι συνάδελφοί τους, οι αεροπόροι άρχισαν συνεχείς διελεύσεις πολυβολώντας προβολείς και θέσεις όπλων. Οι ενέργειές τους υπήρξαν σωτήριες. Μία προς μία, οι εχθρικές θέσεις άρχισαν να σιγούν κερδίζοντας πολύτιμο χρόνο για τα πληρώματα των ταχυπλόων. Οι τελευταίοι κατάφεραν να αποκολλήσουν τα δύο σκάφη και αφού επιβιβάστηκαν στο CMB-62, έσπευσαν να εγκαταλείψουν το σημείο. Ο κυβερνήτης του, Υποπλοίαρχος Brade, αρνείτο να απεμπλακεί χωρίς να έχει εκτοξεύσει τις τορπίλες του. Ως εκ τούτου, στοχοποίησε το αντιτορπιλικό Gavriil. Όντας το μοναδικό εναπομείναν ταχύπλοο, δέχθηκε βροχή βλημάτων. Κατά την προσέγγιση, ο Υποπλοίαρχος Brade φονεύθηκε, και την διοίκηση ανέλαβε ο Υποπλοίαρχος Bremner. Η σκόπευση υπήρξε εξαιρετική. Ατυχώς, εξαιτίας κάποιας βλάβης τορπίλες κατέβηκαν σε μεγαλύτερο βάθος από το κανονικό, με συνέπεια να περάσουν άκακα από κάτω του. Για δεύτερη φορά το Gavriil είχε σταθεί εξαιρετικά τυχερό.
Το ίδιο δεν ίσχυε, όμως, και για το CMB-62. Λίγο αργότερα, βλήθηκε δύο φορές και ακινητοποιήθηκε. Το πλήρωμά του αρνήθηκε να το εγκαταλείψει ή να παραδοθεί και συνέχισε να ανθίσταται κάνοντας χρήση των διαθέσιμων φορητών όπλων. Ο μάταιος αγώνας συνεχίστηκε ακόμα και όταν το σκάφος τους άρχισε, κυριολεκτικά, να αποσυντίθεται κάτω από τα πόδια τους, ενώ ο Υποπλοίαρχος Bremner είχε τραυματιστεί 11 φορές! Τελικά, οι επιζώντες συνελήφθησαν αιχμάλωτοι από τους μπολσεβίκους. Η ώρα ήταν 02:00 όταν η επιδρομή έλαβε, και επίσημα, τέλος.
Απολογισμός
Η αυγή της 19ης Αυγούστου βρήκε τις δύο πλευρές να μετρούν τις απώλειές τους. Οι Βρετανοί είχαν απωλέσει τρία ταχύπλοα. Ταυτόχρονα, άφηναν πίσω τους είχαν 9 νεκρούς και 9 αιχμαλώτους, ανάμεσά τους και τον Υποπλοίαρχο Bremner που, ενάντια σε κάθε προσδοκία, κατάφερε να επιζήσει παρά τα βαρύτατα τραύματά του. Από τους 55, συνολικά, συμμετέχοντες, οι 48 έλαβαν κάποια τιμητική διάκριση. Συγκεκριμένα, απονεμήθηκαν 2 Victoria Crosses (Υποπλοίαρχος Steele και Αντιπλοίαρχος Dobson), 6 Distinguished Service Orders, 8 Distinguished Service Medals και 3 εύφημες μνείες. Οι δε Βρετανοί πιλότοι τιμήθηκαν με 6 Distinguished Flying Crosses και 6 εύφημες μνείες.
Στην σοβιετική πλευρά, το Pamiat Azova βυθίστηκε, παρασύροντας μαζί του και το μεγαλύτερο μέρος των διαθέσιμων ανταλλακτικών υποβρυχίων καθώς και των τορπιλών τους. Το Andrei Pervozvanny υπέστη σοβαρές ζημιές με συνέπεια να τεθεί εκτός μάχης για μεγάλο χρονικό διάστημα. Μέχρι και σήμερα, δεν είναι ξεκάθαρο αν και το Petropavlovsk υπέστη βλάβες ή όχι. Οι βρετανικές πηγές το υποστηρίζουν αλλά οι ρωσικές το διαψεύδουν. Τέλος, ένα αντιτορπιλικό υπέστη ελαφρές ζημιές από αεροπορική προσβολή. Ως προς τις απώλειες σε ζωές, δεν υπάρχουν σαφή στοιχεία. Δεδομένης, πάντως, της μικρής έκτασης της επιδρομής και των περιορισμένων εμπλεκόμενων δυνάμεων, πρέπει να ήταν, σχεδόν μηδαμινές.
Ασχέτως ζημιών και απωλειών, η επιδρομή είχε επιτελέσει τον σκοπό της. Αρχικά, η σοβιετική ηγεσία ανέπτυξε μια φοβικότητα για διεξαγωγή ναυτικών επιχειρήσεων, αυτοκαθηλώνοντας τα πλοία της στον ναύσταθμο της Κρονστάνδης. Επιπλέον, χρειαζόταν μεγάλο χρονικό διάστημα για να επισκευαστούν οι βλάβες που υπέστησαν τα δύο θωρηκτά. Τέλος, δεν πρέπει να λανθάνει της προσοχής ότι, σε αυτό το ιστορικό σημείο, η ΕΣΣΔ ταλανιζόταν από ποικίλες και σοβαρές ελλείψεις. Απουσία καυσίμων για να κινήσουν τα πλοία τους, οι Σοβιετικοί δεν είχαν πολλά περιθώρια διεξαγωγής ναυτικών αποστολών.
Πηγές – Βιβλιογραφία
Bennett, G. (2017). Freeing the Baltic, 1918-1920. Casemate Publishers.
Wright, D. (2017). Churchill’s Secret War With Lenin: British and Commonwealth Military Intervention in the Russian Civil War, 1918-20. Helion and Company.
Konstam, A. (2022). Warships in the Baltic Campaign 1918-20. Bloomsbury Publishing
Grant, R. G. (May). Battle at Sea: 3000 Years of Naval Warfare. Dorling Kindersley Limited.
Chatterton, E. K., (2022). Gallant Gentlemen. DigiCat Publications
Ferguson, H. (2009). Operation Kronstadt. The Overlook Press.