[Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί αναδημοσίευση, κατόπιν αδείας του συγγραφέως, του οικείου κεφαλαίου από το βραβευμένο από την Ακαδημία Αθηνών δίτομο έργο του: “Το Ελληνικό Κράτος της Θάλασσας – Η Ιστορία του Σύγχρονου Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού”, Τόμος Α’ 1897-1941, Αθήνα 2017]


Του Αδάμ Στεφανάδη
Οι αρχές του εικοστού αιώνα βρίσκουν το Πολεμικό Ναυτικό να προσπαθεί να επουλώσει, όπως και το ελληνικό κράτος και ο ελληνικός λαός γενικότερα, τις ακόμη νωπές πληγές από την εθνική ταπείνωση του «ατυχούς πολέμου» του 1897. Η απογοητευτική έκβαση του ατυχούς πολέμου είχε αναδείξει με τον οδυνηρότερο τρόπο τις χρόνιες παθογένειες της ελληνικής διοίκησης, την ανυπαρξία μακρόπνοου σχεδιασμού, την επί μακρόν παραμέληση των ενόπλων δυνάμεων και την απουσία πολιτικών και στρατιωτικών προσωπικοτήτων πραγματικά αντάξιων των κρισίμων περιστάσεων και ιστορικών προκλήσεων που αντιμετώπιζε το έθνος.
Η εμπλοκή του Ναυτικού στον ατυχή πόλεμο υπήρξε περιορισμένη και οι απώλειες που υπέστη ελάχιστες. Αυτό όμως δεν καταλογίζεται τόσο ως επιτυχία, όσο ως έλλειψη πρωτοβουλίας και επιθετικού πνεύματος, η οποία επ’ ουδενί συνέβαλε στην αποτροπή του τελικού ταπεινωτικού αποτελέσματος. Το Ναυτικό δεν ηττήθηκε στο πεδίο της μάχης, διότι δεν συγκρούσθηκε με τις εχθρικές ναυτικές δυνάμεις. δεν επιδίωξε να συγκρουσθεί, όπως έπραξε μετά από 15 έτη, παρότι μάλιστα η συγκυρία, από άποψη τουλάχιστον ισχύος των αντιπαρατιθεμένων δυνάμεων, ευνοούσε πρόδηλα την ελληνική πλευρά.
Αφορμή, ως γνωστόν, για την έκρηξη του πολέμου, που έμεινε στην ιστορία ως «ατυχής», αποτέλεσε η συνεχιζόμενη κακομεταχείριση του ελληνικού πληθυσμού της Κρήτης από την τουρκική διοίκηση, που κορυφώθηκε με τις σφαγές και τους εμπρησμούς του Ηρακλείου, του Ρεθύμνου και των Χανίων, κατόπιν της κήρυξης της ενώσεως με την Ελλάδα από την Κρητική Επαναστατική Συνέλευση το 1896. Η έκρυθμη αυτή κατάσταση κινητοποίησε τελικά τις τότε μεγάλες δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία, Ιταλία, Αυστροουγγαρία), που έστειλαν τον Ιανουάριο του 1897 ναυτικές δυνάμεις στην Κρήτη και αποβίβασαν αγήματα με σκοπό να θέσουν αφενός τέρμα στις τουρκικές βιαιότητες, αλλά και να αποτρέψουν το ενδεχόμενο της ένωσης με την Ελλάδα. Ακολουθώντας η ελληνική κυβέρνηση την κίνηση των μεγάλων δυνάμεων, απέστειλε και αυτή μοίρα του ελληνικού στόλου με επικεφαλής το θωρηκτό ΥΔΡΑ στα βόρεια παράλια της νήσου προς παροχή αρωγής στο διωκόμενο ελληνικό πληθυσμό.

Η δύναμη του ελληνικού στόλου το 1897 βασιζόταν κυρίως στα τρία πρόσφατης γαλλικής ναυπήγησης (1889–1892) θωρηκτά ΥΔΡΑ, ΣΠΕΤΣΑΙ και ΨΑΡΑ, που είχαν εκτόπισμα 4.900 τόνους, ανέπτυσσαν μέγιστη ταχύτητα 17,5 κόμβων και έφεραν βαρύ οπλισμό αποτελούμενο από 3 πυροβόλα των 270 χιλιοστών, 5 πυροβόλα των 150 χιλιοστών και 1 πυροβόλο των 100 χιλιοστών. Υπολογίσιμη ήταν ακόμη η ισχύς του ευδρόμου ΝΑΥΑΡΧΟΣ ΜΙΑΟΥΛΗΣ, ναυπήγησης 1878–1880, εκτοπίσματος 1.770 τόννων, με μέγιστη ταχύτητα 15 κόμβων και οπλισμό 4 πυροβόλα των 170 χιλιοστών, 4 των 75 χιλιοστών και 2 μυδραλιοβόλα. Επίσης στην σύνθεση του ελληνικού στόλου περιλαμβάνονταν και 17 συνολικά τορπιλλοβόλα, γερμανικής (6), αγγλικής (6) και γαλλικής (5) ναυπήγησης, εκ των οποίων τα πρώτα και τα δεύτερα κυρίως (λόγω των περισσότερο εξελιγμένων εκτοξευτικών μηχανισμών τορπιλλών που διέθεταν) αποτελούσαν μια διόλου ευκαταφρόνητη απειλή για τον εχθρικό στόλο. Τέλος, τη δύναμη του ελληνικού στόλου συμπλήρωναν και κάποια άλλα πλοία (δύο ατμοβάριδες, ένας θωρακοδρόμων, μια θωρακοβάρις, τέσσερις ατμομυοδρόμωνες κ.α.), τα οποία λόγω κυρίως της χαμηλής ταχύτητας που μπορούσαν να αναπτύξουν, αλλά και του παρωχημένου οπλισμού που ορισμένα διέθεταν, εθεωρούντο ακατάλληλα για την ανάληψη κυρίων τουλάχιστον πολεμικών αποστολών εναντίον του εχθρού.

Ο τουρκικός στόλος την εποχή εκείνη υπερτερούσε μεν θεωρητικά, έχοντας στη σύνθεσή του πλοία ανωτέρου εκτοπίσματος και δύναμης πυρός, πλην όμως λόγω της προχωρημένης ηλικίας και πλημμελούς συντήρησής τους, σε συνδυασμό με την πλήρη ανεπάρκεια των ανεκπαίδευτων πληρωμάτων τους, αποτελούσαν στην πράξη δυσανάλογα μικρή απειλή. Ένα θωρηκτό (ΜΕΣΟΥΔΙΕ) εκτοπίσματος 9.120 τόνων, με μέγιστη ταχύτητα 13 κόμβων και οπλισμό 12 πυροβόλα των 254 χιλιοστών και 3 των 150 χιλιοστών, μία θωρηκτή φρεγάτα (ΧΑΜΗΔΙΕ) εκτοπίσματος 6.700 τόνων, με μέγιστη ταχύτητα 12 κόμβων και οπλισμό 4 πυροβόλα των 230 χιλιοστών και 10 των 150, μία πυργωτή φρεγάτα (ΟΣΜΑΝΙΕ) εκτοπίσματος 6.400 τόνων, με μέγιστη ταχύτητα 13 κόμβων και οπλισμό 2 πυροβόλα των 250 χιλιοστών, 8 των 150 και 6 των 100 χιλιοστών και δύο καταδρομικά τύπου ΣΕΦΚΕΤ εκτοπίσματος 2.046 τόνων, με μέγιστη ταχύτητα 11 κόμβων και οπλισμό 1 πυροβόλο των 250 χιλιοστών και 4 των 120 συνέθεταν ουσιαστικά τη δύναμη κρούσης του οθωμανικού ναυτικού το 1897. Τα πλοία αυτά, που πλαισιώνονταν από 2 ακόμη αντιτορπιλλικά και 15 τορπιλλοβόλα, είχαν ναυπηγηθεί ανάμεσα στα έτη 1864 και 1885 και υστερούσαν φανερά απέναντι στα ελληνικά θωρηκτά στους τομείς της ταχύτητας και εκσυγχρονισμού των οπλικών συστημάτων τους. αξίζει να αναφερθεί ότι πολλά από τα τουρκικά πυροβόλα ήταν ακόμη εμπροσθογεμή, όπως αυτά των 254 χιλιοστών του ΜΕΣΟΥΔΙΕ. Γλαφυρά αποδίδει την κατάσταση του τουρκικού στόλου η έκθεση του μετακληθέντος, κατά την εποχή εκείνη, από τον Σουλτάνο Γερμανού οργανωτή ναυάρχου Von Hofe – Πασσά, στην οποία, εκτός των άλλων, αναφέρει επί λέξει: «Από οκταετίας δεν είχε κινηθεί από τον Κεράτιο κόλπο, ούτε και εστράφη ποτέ κάποια μηχανή ή πυροβόλο, έστω και προς συντήρηση. Τα ύφαλα των πλοίων ήταν εξ ολοκλήρου καλυμμένα από όστρακα, οι μηχανές τους παλαιοτάτου συστήματος, οι δε λέβητες σε τόσο άθλια κατάσταση, ώστε οι μηχανικοί δεν αποτολμούσαν ύψωση ατμού. Η αναπτυχθείσα κατά την έξοδο από τον Κεράτιο κόλπο μέση ταχύτητα ολόκληρης της μοίρας ήταν 5 έως 5,5 κόμβων».
Επίσης αναφέρεται ότι ακόμη κι αν ο τουρκικός στόλος βρισκόταν σε καλύτερη κατάσταση από άποψη συντήρησης, θα ήταν και πάλι κατώτερος του ελληνικού, με δεδομένο τον απαρχαιωμένο εξοπλισμό του. Χαρακτηριστική είναι η επισήμανση του Von Hofe ότι από την στιγμή που τα πληρώματα των τουρκικών πλοίων χρειάζονταν δύο και πλέον ώρες για να γεμίσουν και να στρέψουν τα πυροβόλα Armstrong, θα ήταν προτιμότερο να αφεθεί ο στόλος υπό την προστασία των οχυρών των Δαρδανελλίων. Και βέβαια, υπ’ αυτές τις συνθήκες, εγκαταλείφθηκαν πολύ γρήγορα τα μεγαλεπήβολα σχέδια που υπαγορεύτηκαν αρχικά στον Τούρκο Αρχηγό Στόλου, ναύαρχο Χασάν Ραμί, περί διαίρεσης του τουρκικού στόλου σε δύο μοίρες, εκ των οποίων η πρώτη, με βάση την Θεσσαλονίκη, θα είχε ως αποστολή την προστασία των Στενών και την παρεμπόδιση ναυτικών επιχειρήσεων από ελληνικά πλοία στην περιοχή και η δεύτερη την διαφύλαξη της μεταφοράς στρατευμάτων από την Σμύρνη στην Θεσσαλονίκη και την επιτήρηση της θαλάσσιας περιοχής γύρω από τα νησιά του Αιγαίου.

Παρά τις παραπάνω σοβαρότατες αδυναμίες του τουρκικού στόλου, οι ελληνικές δυνάμεις δεν ανέλαβαν επιθετικές πρωτοβουλίες, ώστε να επιδιώξουν την εκ παρατάξεως ναυμαχία μαζί του, όπως έπραξαν μετά από 15 έτη κατά τους βαλκανικούς πολέμους. Καθ’ όλη τη διάρκεια των γεγονότων της Κρήτης (Ιανουάριος–Φεβρουάριος 1897), καθώς και των εχθροπραξιών στην χερσαία Ελλάδα μετά την κήρυξη του ελληνοτουρκικού πολέμου (Απρίλιος–Μάιος 1897), το Ελληνικό Ναυτικό περιορίστηκε σε δευτερεύουσας σημασίας αποστολές.
Κατόπιν της λαϊκής κατακραυγής για την αδράνεια της ελληνικής κυβέρνησης απέναντι στα τεκταινόμενα στην Κρήτη, αποφασίσθηκε τελικά στις 24 Ιανουαρίου 1897 ο απόπλους του θωρηκτού ΥΔΡΑ (κυβερνήτης πλοίαρχος Βώκος) και του οπλιταγωγού ΜΥΚΑΛΗ (κυβερνήτης πλοίαρχος Γ. Κουντουριώτης) για την Κρήτη, για να ακολουθήσουν το καταδρομικό ΜΙΑΟΥΛΗΣ (κυβερνήτης αντιπλοίαρχος Ζώτος) και ο ατμομυοδρόμων ΑΛΦΕΙΟΣ (κυβερνήτης πλωτάρχης Π. Κουντουριώτης) το επόμενο διήμερο. Επικεφαλής της μοίρας αυτής τοποθετήθηκε ο πλοίαρχος Ράινεκ, υπασπιστής του βασιλέως Γεωργίου Α’. Η εσπευσμένη αποστολή της παραπάνω μοίρας αποσκοπούσε πρώτιστα στο να κατασιγάσει την ελληνική κοινή γνώμη και δεν αποτελούσε προϊόν κάποιας επιτελικής μελέτης ή σχεδιασμού. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι τα πλοία πήγαν στην Κρήτη χωρίς σαφώς προκαθορισμένη πολιτικοστρατιωτική αποστολή. υφίσταντο μάλιστα και αντικρουόμενες εντολές, αφού ενώ ο υπουργός των Ναυτικών Λεβίδης σε διαταγή που παρέδωσε στον μοίραρχο Ράινεκ και ανοίχθηκε εν πλω παρήγγελλε να μην χαιρετίζουν τα πλοία την τουρκική σημαία, ο πρωθυπουργός Δεληγιάννης καθόρισε προφορικά στον μοίραρχο να χαιρετίσει την τουρκική σημαία και να συνεννοηθεί ακόμη με τον Τούρκο Αρχηγό! Τελικά, μόνο ο ΜΙΑΟΥΛΗΣ δεν χαιρέτισε την τουρκική σημαία. Το πλοίο αυτό συμμετείχε στις 28 Ιανουαρίου 1897 και στη μοναδική ουσιαστικά αψιμαχία που σημειώθηκε με τουρκικό πλοίο καθ’ όλη τη διάρκεια των γεγονότων της Κρήτης. Το τουρκικό οπλιταγωγό ΦΟΥΑΤ προσπάθησε να αποπλεύσει από το Ρέθυμνο με σκοπό να αποβιβάσει Τούρκους ατάκτους στο λιμάνι του Ηρακλείου και εμποδίστηκε από τον ΜΙΑΟΥΛΗ που έβαλε αριθμό προειδοποιητικών βολών μπροστά από την πλώρη του και έτσι το ανάγκασε να παραμείνει στο Ρέθυμνο.

Στις 3 Φεβρουαρίου αποβιβάστηκε ελληνικό εκστρατευτικό σώμα υπό τον συνταγματάρχη Βάσσο στο Κολυμπάρι Χανίων, παρά την ρητή απαγόρευση των Μεγάλων Δυνάμεων. Κατόπιν του γεγονότος αυτού, οι Δυνάμεις σκληραίνουν την στάση τους, αποβιβάζουν 100 ναύτες από κάθε κράτος και κάνουν μικτή κατοχή στα Χανιά, ενώ με το μοίραρχο Ράινεκ διαμηνύουν στον Βάσσο ότι θα προσβάλουν τα ελληνικά πλοία εάν πλησιάσει στα Χανιά σε μικρότερη απόσταση από 6 χιλιόμετρα και ακόμη ότι δεν θα επιτρέψουν άλλη ενίσχυση στους επαναστατημένους Κρήτες. Ακολουθούν τις επόμενες ημέρες η σύλληψη των ελληνικών εμπορικών πλοίων ΛΑΥΡΙΟ και ΘΕΣΣΑΛΙΑ, που μετέφεραν πολεμοφόδια για τους μαχομένους Κρητικούς και στις 9 Φεβρουαρίου πραγματοποιείται από τα πολεμικά πλοία των Μ. Δυνάμεων κανονιοβολισμός των θέσεων των Ελλήνων επαναστατών στο Ακρωτήρι. Η ελληνική μοίρα περιορίζεται στην παθητική παρακολούθηση του βομβαρδισμού. Τέλος, στις 24 Φεβρουαρίου οι Μ. Δυνάμεις κηρύσσουν καθεστώς αποκλεισμού της Κρήτης και η ελληνική μοίρα αποπλέει από την περιοχή, τερματίζοντας άδοξα την εκεί παρουσία της.
Στις 6 Απριλίου 1897 οι Τούρκοι προβαίνουν στην κήρυξη του ελληνοτουρκικού πολέμου. Είχε προηγηθεί η αποστολή 2.000 περίπου ατάκτων Ελλήνων μαχητών εκτός των συνόρων της τότε ελληνικής επικράτειας, προκειμένου να προπαρασκευάσουν τον αγώνα για την απελευθέρωση της αλύτρωτης Μακεδονίας. Όσον αφορά στο Ναυτικό, το Υπουργείο Ναυτικών (Υ.Ν.) είχε προβεί, κατά το μεσοδιάστημα ανάμεσα στα γεγονότα της Κρήτης και στην κήρυξη του ελληνοτουρκικού πολέμου, στη διαίρεση του στόλου σε δύο μοίρες, την ανατολική με βάση την Σκιάθο και τον όρμο των Ωρεών και τη δυτική με βάση τον Αμβρακικό κόλπο. Οι ισχυρότερες μονάδες του στόλου ήταν συγκεντρωμένες στην ανατολική μοίρα, υπό τη διοίκηση του πλοιάρχου Σαχτούρη, που περιλάμβανε: τα θωρηκτά ΥΔΡΑ, ΣΠΕΤΣΑΙ και ΨΑΡΑ, το τορπιλλοβόλο ΚΑΝΑΡΗΣ, το οπλιταγωγό ΜΥΚΑΛΗ και τους ατμομυοδρόμωνες ΑΛΦΕΙΟΣ και ΠΗΝΕΙΟΣ. Η δυτική μοίρα, υπό τον πλοίαρχο Κριεζή, υποδιαιρείτο περαιτέρω σε δύο υπομοίρες: την α’ με βάση την Λευκάδα, που είχε στη δύναμή της το καταδρομικό ΜΙΑΟΥΛΗΣ, την θωρακοβαρίδα ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ και τον ατμομυοδρόμωνα ΕΥΡΩΤΑ και τη β’ με βάση τη Βόνιτσα, που αποτελείτο από τις ατμοβάριδες ΑΚΤΙΟΝ και ΑΜΒΡΑΚΙΑ και τις κανονιοφόρους Α, Β, Γ, και Δ.
Ο υπουργός Ναυτικών Λεβίδης είχε συντάξει εγκαίρως σχέδια ενέργειας για τις δύο μοίρες, που προέβλεπαν, μεταξύ των άλλων, κατάληψη της Θεσσαλονίκης και των μεγάλων νήσων του Αιγαίου από την ανατολική μοίρα και βομβαρδισμό και κατάληψη της Πρέβεζας από τη δυτική. Ο Λεβίδης μάλιστα, θεωρώντας ότι ο πόλεμος με την Τουρκία ήταν αναπόφευκτος, είχε προτείνει την εκτέλεση των επιθετικών του σχεδίων προ της κηρύξεως του ελληνοτουρκικού πολέμου, άποψη που τελικώς δεν επικράτησε. Έτσι η 6η Απριλίου βρήκε τον ελληνικό στόλο χωρίς σαφείς προσανατολισμούς, υπό καθεστώς αβεβαιότητας δράσης και, εν πολλοίς, σύγχυσης.

Ιδιαίτερα χαρακτηριστικό της επικρατούσης αμηχανίας είναι το σήμα που απηύθυνε ο πλοίαρχος Σαχτούρης προς τον υπουργό Ναυτικών στις 8 Απριλίου, μετά από διήμερο απραξίας: «Ημέτεροι μάχονται ήδη σύνορα. Αρχηγός τουρκικών στρατευμάτων πιθανόν να εξακολουθή συγκεντρών στρατόν εκ Θεσσαλονίκης διά Αικατερίνης και θωρηκτή μοίρα θα αργεί; Ερωτώ». Στο σήμα αυτό ο υπουργός απαντά (με ιδιόμορφο ύφος, προσιδιάζον περισσότερο σε φιλική αλληλογραφία) «χαίρω ότι συνεταυτίσθησαν αι γνώμαι ημών περί αμέσου ενεργείας θωρηκτής μοίρας και τορπιλλικού στολίσκου. Εκπλεύσατε άρα όπως τάχιστα πλέοντες προς Πλαταμώνα μέχρι Αικατερίνης προσβάλλοντες δε παν τουρκικόν πλοίον ή μοίραν τοιαύτη όπου και εάν ειθέλατε συναντήση αυτά». Προσέθετε δε στην συνέχεια στις αποστολές της μοίρας την καταστροφή κάθε εχθρικού οχυρωματικού έργου, την διά θαλάσσης διακοπή των τουρκικών συγκοινωνιών και την πραγματοποίηση αντιπερισπασμών προς υποβοήθηση του Στρατού Ξηράς που μαχόταν στα σύνορα. Σε εκτέλεση των διαταγών αυτών η ανατολική μοίρα πραγματοποίησε μέχρι τις 8 Μαΐου, ημέρα που συμφωνήθηκε ανακωχή μεταξύ των δύο εμπολέμων κρατών, καταδρομικές ενέργειες προς καταστροφή παρακτίων οχυρώσεων και εφοδίων του εχθρού, επιθετικές περιπολίες στον Θερμαϊκό κόλπο και στην περιοχή της Κασσάνδρας–Άθω, νηοψίες και συλλήψεις ουδετέρων σκαφών που μετέφεραν λαθρεμπόριο πολέμου, υποστήριξη εκκενώσεως περιοχών και μεταφορές αποδημούντων προσφύγων. Από τις ενέργειες της ανατολικής μοίρας ουσιώδες αποτέλεσμα και χρησιμότητα ως προς την έκβαση του πολέμου μπορεί να θεωρηθεί ότι είχε μόνο ο βομβαρδισμός του Πλαταμώνα στις 9 Απριλίου, που επέφερε την καταστροφή του οχυρού του, παρότι ο επιτυχής αυτός βομβαρδισμός δεν συνοδεύτηκε από κάποιο αποβατικό εγχείρημα. Ο βομβαρδισμός αυτός αποτέλεσε πράγματι αντιπερισπασμό, καθόσον 8.000 Τούρκοι έσπευσαν να καλύψουν τις μακεδονικές ακτές από φόβο επίθεσης στα νώτα τους. Δυστυχώς ο φόβος τους αποδείχθηκε αβάσιμος.
Όλες οι υπόλοιπες δραστηριότητες της ανατολικής μοίρας μπορούν να χαρακτηριστούν ήσσονος πολεμικής σημασίας και εμβέλειας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η εκτέλεση τους δεν διεξαγόταν με ενθουσιασμό και συχνά με ηρωισμό, εφάμιλλο των μακραίωνων παραδόσεων του Ελληνικού Ναυτικού. Στις 11 Απριλίου ο ΑΛΦΕΙΟΣ και τα τορπιλλοβόλα 14 και 16 προσεγγίζουν την Σκάλα Λεπτοκαρυάς, προκειμένου να καταστρέψουν ολοσχερώς τα εκεί τουρκικά εφόδια. Ο ΑΛΦΕΙΟΣ στέλνει άγημα 34 ναυτών στην στεριά, ενώ ο κυβερνήτης του 16, ανθυποπλοίαρχος Αντωνιάδης, προκινδυνεύει, επιβαίνοντας σε προπορευόμενη βάρκα με δύο κωπηλάτες. Το άγημα δέχεται τα πυρά Τούρκων και φονεύονται ο κυβερνήτης του 16 και οι ναύτες Γονέμης και Παπαγιαννόπουλος. Είναι οι πρώτοι και μοναδικοί νεκροί του Ναυτικού κατά τον ατυχή πόλεμο, ο δε ανθυποπλοίαρχος Αντωνιάδης είναι ο πρώτος εν πολέμω πεσών απόφοιτος της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων, που ιδρύθηκε το έτος 1884.
Η ανατολική μοίρα, έπειτα από συμβούλιο των κυβερνητών υπό το μοίραρχο Σαχτούρη, δεν εκτέλεσε ρητή διαταγή του υπουργού Ναυτικών για βομβαρδισμό του οχυρού Καραμπουρνού (στις προσβάσεις της Θεσσαλονίκης), καθότι ενόψει της μεγάλης ισχύος των πυροβόλων του φρουρίου κρίθηκε ιδιαίτερα επικίνδυνο το εγχείρημα, χωρίς αντίστοιχη στρατιωτική σημασία, αφού χωρίς επαρκείς αποβατικές δυνάμεις δεν θα ήταν δυνατή η κατάληψη του φρουρίου. Επιπροσθέτως, ο βομβαρδισμός θα απαιτούσε μεγάλη κατανάλωση πυρομαχικών, ώστε να διαφαίνεται κίνδυνος έλλειψής τους σε ενδεχόμενη ελληνοτουρκική ναυτική σύγκρουση. Η απείθεια της ανατολικής μοίρας και προσωπικά του πλοιάρχου Σαχτούρη, που οδήγησε σύντομα στο να τεθεί σε διαθεσιμότητα, απέρρεε καταφανώς από το ότι προέτασσε την καταναυμάχηση του τουρκικού στόλου από την άσκοπη φθορά της μοίρας του σε δευτερεύουσας σημασίας δραστηριότητες. Ωστόσο, αν και είχε λάβει την ρητή διαταγή του υπουργού Ναυτικών να εντοπίσει και καταστρέψει τον τουρκικό στόλο, ο οποίος κατά πληροφορίες (που τελικά δεν επιβεβαιώθηκαν) επρόκειτο να εξέλθει των Στενών, και είχε μάλιστα επαφεθεί στην κρίση του η κατάληψη των νήσων Ίμβρου, Λήμνου και Σαμοθράκης, εντούτοις δεν προέβη σε καμία αποτελεσματική ενέργεια ώστε να προκαλέσει την έξοδο του τουρκικού στόλου και την σύγκρουση μαζί του. Ίσως η παράλειψη αυτή αποτέλεσε βίωμα και εξελίχθηκε σε απωθημένο για τον κυβερνήτη του ΑΛΦΕΙΟΥ που θα αρχηγεύει του Στόλου του Αιγαίου μετά από 15 χρόνια…

Όσον αφορά στη δυτική μοίρα, αυτή είχε ως κύρια αποστολή τον βομβαρδισμό και εξουδετέρωση των φρουρίων πέριξ της Πρεβέζης, από το Ιόνιο και από τον Αμβρακικό, ώστε να υποστηριχθεί η προβλεπόμενη κίνηση του Στρατού Ξηράς προς κατάληψη της πόλης. Στις 6 Απριλίου οι Τούρκοι άρχισαν πρώτοι να βάλουν τις ελληνικές θέσεις στο Άκτιο και προς τα πολεμικά και εμπορικά πλοία που βρίσκονταν μέσα στον κόλπο. Το επίτακτο εμπορικό ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ εβλήθη καίρια κατά την έξοδό του και μόνο χάρη σ’ έναν επιδέξιο χειρισμό του κυβερνήτη του δεν έκλεισε το δίαυλο αλλά προσάραξε στα αβαθή. Χαρακτηριστικό της, ελλείψει άνωθεν σαφών διαταγών, σύγχυσης που επικρατούσε και στη δυτική μοίρα είναι το γεγονός ότι τα πολεμικά πλοία και το οχυρό του Ακτίου δεν απάντησαν στα τουρκικά πυρά, αλλά ανέμεναν οδηγίες από την κυβέρνηση, κατόπιν σχετικού τηλεγραφήματος που απέστειλε ο μοίραρχος Κριεζής. Το απαντητικό σήμα του Υ.Ν. είχε ως εξής: «Θαρρείτε και πεποίθατε Ελληνικός Στρατός θριαμβεύει εν Θεσσαλία. Αρχίσατε πυρ εκτός αν κρίνετε αναγκαίον τον κατάπλουν των ΣΠΕΤΣΩΝ». Το θωρηκτό ΣΠΕΤΣΑΙ αναμενόταν να καταπλεύσει τη νύχτα της ίδιας ημέρας από το Αιγαίο, προς ενίσχυση της δυτικής μοίρας. Εντωμεταξύ οι υπάρχουσες δυνάμεις άρχισαν τον βομβαρδισμό εναντίον των εσωτερικών και εξωτερικών της Πρεβέζης φρουρίων. Δύο εύστοχες βολές από το μοναδικό πυροβόλο της ατμοβάριδος ΑΚΤΙΟΝ (Krupp 270 χιλιοστών) είχαν ως αποτέλεσμα την καταστροφή του τουρκικού πυροβολείου Σκαφιδάκι. Στην συνέχεια βολές των πλοίων της β’ υπομοίρας (που δρούσε εντός του Αμβρακικού) προκάλεσαν σοβαρές ζημιές και στο πυροβολείο Βρυσούλα, που εγκαταλείφθηκε από τους Τούρκους. Παρότι ο κυβερνήτης του ΑΚΤΙΟΥ, πλωτάρχης Τομπάζης, ζήτησε από τον φρούραρχο Βόνιτσας την αποστολή στρατιωτικού τμήματος στο Σκαφιδάκι, προς εξασφάλιση της κατοχής του, ο τελευταίος αρνήθηκε λόγω ανυπαρξίας σχετικών εντολών και φοβούμενος την εξασθένιση της φρουράς του Ακτίου ενόψει πιθανολογούμενης τουρκικής απόβασης.
Η α’ υπομοίρα ενισχυμένη και από το θωρηκτό ΣΠΕΤΣΑΙ πραγματοποίησε βομβαρδισμό των εξωτερικών φρουρίων Παντοκράτορας και Χαμηδιέ, γκρεμίζοντας τα τείχη τους και υποχρεώνοντας τα πυροβόλα τους να σιγήσουν. Βομβαρδισμός έγινε και στα βορειότερα οχυρά της Νικοπόλεως, όπου διασκορπίστηκαν τμήματα του τουρκικού στρατού. Σε πολεμικό συμβούλιο των κυβερνητών των πλοίων της α’ υπομοίρας, στο οποίο συμμετείχε και ο κυβερνήτης των ΣΠΕΤΣΩΝ, πλοίαρχος Αποστόλης, εκτιμήθηκε ότι τα εξωτερικά φρούρια της Πρέβεζας θα μπορούσαν να καταστραφούν μόνο αν λάμβανε μέρος στο βομβαρδισμό όλη η θωρηκτή μοίρα (δηλαδή και τα θωρηκτά ΥΔΡΑ και ΨΑΡΑ) και επακολουθούσε άμεση κατάληψή τους από ισχυρό άγημα. Αντ’ αυτού, το απόγευμα της 8ης Απριλίου λήγει η απόσπαση των ΣΠΕΤΣΩΝ και το θωρηκτό αποπλέει προς επανασυνένωσή του με την ανατολική μοίρα.

Όσο για την αιτούμενη συνδρομή του Στρατού, οι αλλεπάλληλες εκκλήσεις από τα διάφορα κλιμάκια της διοίκησης του Ναυτικού (από κυβερνήτες, τον διοικητή της δυτικής μοίρας, ακόμα και τον υπουργό Ναυτικών) δεν βρήκαν δυστυχώς ανταπόκριση. Έτσι, διεξήχθησαν μεμονωμένες μόνο και σποραδικές προσπάθειες απόβασης αγημάτων από μικρές δυνάμεις πεζοναυτών, χωρίς αξιόλογα αποτελέσματα, καθώς στην καλύτερη περίπτωση πέτυχαν την κατάληψη του πυροβολείου της Σαλαώρας (από το οποίο αποσύρθηκαν έπειτα από μερικές ημέρες λόγω της δυσμενούς έκβασης των χερσαίων επιχειρήσεων στην Θεσσαλία), ενώ σε άλλη περίπτωση απέτυχαν να εκτελέσουν αποβατικό σχέδιο προς κατάληψη του εγκαταλειφθέντος από τους Τούρκους πυροβολείου Σκαφιδάκι.
Οι μόνες δύο σχετικά μεγάλης κλίμακας αποβατικές επιχειρήσεις του Ναυτικού διεξήχθησαν σε ακατάλληλο τόπο και χρόνο. Η πρώτη πραγματοποιήθηκε την 11η Απριλίου στους Αγίους Σαράντα της Βορείου Ηπείρου, όπου κατόπιν βομβαρδισμού από ολόκληρη τη δύναμη της α’ υπομοίρας (ενισχυμένης και με δύο τορπιλλοβόλα) αποβιβάστηκαν 500 πεζοναύτες προς ολοκλήρωση της καταστροφής των εκεί ευρισκομένων εφοδίων, σε συμπλοκή δε με τουρκική δύναμη τραυματίσθηκαν δύο πεζοναύτες. Η δεύτερη και μεγαλύτερης έκτασης αποβατική ενέργεια έλαβε χώρα σε χρόνο που ο πόλεμος είχε ουσιαστικά κριθεί (30 Απριλίου) και είχε ως στόχο την επίτευξη αντισταθμιστικών οφελών στις διαφαινόμενες συνομιλίες που θα συνόδευαν τον τερματισμό του πολέμου. Εκτελέστηκε δε αυτή από το μεγαλύτερο μέρος των πλοίων της δυτικής μοίρας και τα εμπορικά ΕΛΛΑΣ και ΕΡΜΟΥΠΟΛΙΣ στα δυτικά του ποταμού Λούρου με την αποβίβαση 2.500 ανδρών της Ηπειρωτικής Φάλαγγας. Η επιχείρηση αυτή πέτυχε μόνο την ολιγοήμερη κατάληψη των λόφων πέριξ της Νικοπόλεως.

Η εντελώς ανεπαρκής διοικητική μέριμνα είχε καταδικάσει ήδη από τις 13 Απριλίου τη δυτική μοίρα σε αποστολή απλώς θαλάσσιου αποκλεισμού της περιοχής της Πρέβεζας, χωρίς να έχει τη δυνατότητα συνέχισης των βομβαρδισμών των τουρκικών οχυρών λόγω εξάντλησης των πυρομαχικών και αδυναμίας ανανέωσής τους. Η δε ανατολική μοίρα, φειδόμενη όπως είδαμε και αυτή των πυρομαχικών της, απέφευγε την κατανάλωσή τους σε επιχειρήσεις που δεν κρίνονταν ιδιαίτερα σημαντικές. Η παράμετρος αυτή είναι ίσως, περισσότερο οποιουδήποτε άλλου στοιχείου, ενδεικτική της έλλειψης οργάνωσης και πολεμικής παρασκευής της χώρας, που εντούτοις επιδίωξε με δικές της ενέργειες την πολεμική αναμέτρηση με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αν προστεθεί στις παραπάνω ελλείψεις και ο ανθρώπινος παράγοντας, που στην περίπτωση του Ναυτικού (και ιδιαίτερα της ανατολικής μοίρας που έφερε το κύριο βάρος των επιχειρήσεων) εκδηλώθηκε με τη μη επίδειξη του επιβεβλημένου επιθετικού πνεύματος, τότε ο σημερινός μελετητής μπορεί να οδηγηθεί σε μια πειστική (υποθετική πάντοτε) εξήγηση για τους λόγους που, ενώ το Ελληνικό Ναυτικό υπερείχε πρακτικά του οθωμανικού, δεν κατόρθωσε εντούτοις να συμβάλει αποτελεσματικά στην αποτροπή του ατυχούς τέλους του πολέμου του 1897.
Η συμβολή αυτή θα ήταν δυνατή, αν η ανατολική μοίρα αξιοποιούμενη διαφορετικά συγκρατούσε τους Τούρκους στα σύνορα της Θεσσαλίας, απειλώντας αυτούς με την κατάληψη της Θεσσαλονίκης και του σιδηροδρομικού κόμβου του Δεδεαγάτς (Αλεξανδρούπολης), οπότε θα τους διέκοπτε κάθε συγκοινωνία προς την Θράκη και θα προκαλούσε πιθανότατα την εκδήλωση απελευθερωτικών ξεσηκωμών που θα ανάγκαζαν την εκεί δέσμευση τουρκικών στρατευμάτων, αφαιρουμένων από το κυρίως μέτωπο. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Θεσσαλονίκη κατά την περίοδο του ελληνοτουρκικού πολέμου αποτελούσε έναν σχεδόν ανυπεράσπιστο στόχο. δεν φαινόταν πιθανό να αντέξει σε μια συντονισμένη αποβατική επιχείρηση η μικρή φρουρά της από 700 άνδρες, υποστηριζόμενη μόνο από 3 παλαιά, σχεδόν άχρηστα, πολεμικά πλοία και από τα παλαιά πυροβόλα του φρουρίου του Καραμπουρνού. Ακόμη και η παράτολμη άποψη ότι ο τορπιλλικός στόλος της ανατολικής μοίρας έπρεπε να προβεί σε διείσδυση εντός των Στενών των Δαρδανελλίων και στην εν συνεχεία καταβύθιση του αγκυροβολημένου τουρκικού στόλου δεν στερείται ίσως τελείως βασιμότητας ενόψει της πλήρους αχρηστίας των τουρκικών ναυτικών δυνάμεων.
Απέχοντας ο ελληνικός στόλος από πρωτοβουλίες και επιθετικές ενέργειες, όπως οι παραπάνω ενδεικτικά αναφερόμενες, απέτυχε να επηρεάσει την εξέλιξη του πολέμου που έβαινε δυσμενώς για την ελληνική πλευρά. Η αποχή αυτή πέραν από τον αρνητικό αντίκτυπο στην ελληνική κοινή γνώμη, προκάλεσε γενική έκπληξη και στην Ευρώπη, δεδομένης της καλής καταστάσεως των ελληνικών πλοίων και της παλαιάς φήμης των Ελλήνων ως ικανών και ατρομήτων θαλασσινών, όπως έγραφε κατά τις ημέρες εκείνες η γαλλική εφημερίδα Le Figaro. Εν τούτοις ο ατυχής πόλεμος, μέσα από τις ελληνικές παραλείψεις και σφάλματα, είχε τελικά και μια αναμφισβήτητα θετική πλευρά, που συνήθως παραβλέπεται από τους ιστορικούς: αποτέλεσε μια τραυματική εμπειρία, που υπήρξε βίωμα και δίδαγμα για ανθρώπους οι οποίοι μετά από 15 χρόνια μεγαλούργησαν απέναντι στον ίδιο εχθρό, αποφεύγοντας τα σφάλματα του παρελθόντος. Ιδιαίτερα για το Ναυτικό η επισήμανση αυτή έχει ακόμη μεγαλύτερη σημασία, όπως θα καταδειχθεί στην συνέχεια.


