Το άρθρο που ακολουθεί πρωτοδημοσιεύτηκε στο εξαιρετικό προσωπικό blog του Νίκου Σαραντάκου στις 28 Ιανουαρίου 2016. https://sarantakos.wordpress.com/
Η κεντρική φωτογραφία του άρθρου προέρχεται από το αρχείο Γ. Βαζάκα και απεικονίζει θερμαστές στο θωρηκτό “Αβέρωφ” στον 2ο ΠΠ.
Γράφει ο Νίκος Σαραντάκος
Καιρό ήθελα να γράψω το σημερινό άρθρο, αλλά δίσταζα επειδή όσα είχα να πω ήταν μάλλον γνωστά (τουλάχιστον στους παροικούντες). Τελικά τις προάλλες παρακολούθησα μια σχετική συζήτηση στο Φέισμπουκ και τότε αποφάσισα να γράψω το άρθρο, διότι οι συζητήσεις στο Φέισμπουκ πολύ γρήγορα σκεπάζονται από τις επόμενες και ούτε γκουγκλίζονται, άρα λίγο-πολύ χάνονται.
Θα το καταλάβατε από τον τίτλο, το σημερινό μας άρθρο είναι αφιερωμένο σε ένα τραγούδι, ένα από τα σημαντικότερα ρεμπέτικα τραγούδια: τον Θερμαστή του Γιώργου Μπάτη.
Ας το ακούσουμε λοιπόν:
Καταπληκτικό τραγούδι, θα συμφωνήσετε, δωρικό, όπως ήταν το προπολεμικό πειραιώτικο ρεμπέτικο της παρέας του Μάρκου. Ας δούμε τα λόγια:
Μηχανικός στη μηχανή
και ναύτης στο τιμόνι
κι ο θερμαστής στο στόκολο
μ’ έξι φωτιές μαλώνει.
Αγάντα θερμαστάκι μου,
και ρίχνε τις φτυαριές σου
μέσα στο καζανάκι σου
να φτιάξουν οι φωτιές σου.
Κάργα ρασκέτα και λοστό
τον Μπέη να περάσω
και μες του Κάρντιφ τα νερά
εκεί να πάω ν’ αράξω.
Μα η φωτιά είναι φωτιά,
μα η φωτιά είναι λαύρα
κι η θάλασσα μου τα ΄κανε
τα σωθικά μου μαύρα.
Τη λέξη «έξι» την έχω βαριοπατήσει. Το γιατί θα το εξηγήσω (αν δεν το υποψιάζεστε) αφού πρώτα πω μερικά λεξιλογικά-πραγματολογικά.
* Το στόκολο. Έτσι λέγεται το διαμέρισμα του πλοίου όπου βρίσκονται οι ατμολέβητες, το λεβητοστάσιο. Η λέξη είναι της ναυτικής ορολογίας και, όπως και τόσες άλλες, είναι δάνειο από τα αγγλικά (stokehold), αν και έχει υποστεί το απαραίτητο σουλούπωμα για να μπορεί να ειπωθεί στα ελληνικά χωρίς στραμπούληγμα της γλώσσας.
Η λέξη φιγουράρει σε πολλά λογοτεχνικά έργα με ναυτικό θέμα -ας πούμε στον Καραγάτση, και βέβαια σε γνωστά ποιήματα του Καββαδία που έχουν μελοποιηθεί. Γνωστότερο είναι η «Εσμεράλδα»: Ο παπαγάλος σου ‘στειλε στερνή φορά το γεια σου / κι απάντησε απ’ το στόκολο σπασμένα ο θερμαστής, διότι στο στόκολο δούλευαν και υπέφεραν οι θερμαστές. Θερμαστής ήταν και ο William George Allum του άλλου ποιήματος, για τον οποίο «όσοι είχανε στο στόκολο με δαύτον εργαστεί» λέγανε παράξενες ιστορίες.
* Η ρασκέτα είναι είδος ξέστρου. Επειδή το σωριασμένο κάρβουνο συσσωματωνόταν, χρειαζόταν να το ξεκολλήσει κανείς με τη ρασκέτα, που προφανώς είναι δάνειο από το ιταλικό raschietta (εδώ μερικές ιταλικές ρασκέτες οικιακής χρήσεως)
* Ο Μπέης δεν είναι οθωμανός αξιωματούχος αλλά ο Βισκαϊκός κόλπος, ο Μπέι οφ Μπίσκι του ποιήματος του Καββαδία. Επειδή ο Βισκαϊκός είναι φουρτουνιασμένος, οι μηχανές πρέπει να δουλεύουν στο φουλ, οπότε πρέπει να δουλεύει συνεχώς η ρασκέτα και ο λοστός για να τροφοδοτούνται με κάρβουνο τα καζάνια. Ότι πρόκειται για τον Βισκαϊκό το βλέπουμε και από το ότι το τέρμα της ταλαιπωρίας είναι, ακριβώς, το Κάρντιφ.
* Και ερχόμαστε στις «έξι φωτιές» που έχουν γίνει αφορμή να χυθεί πολύ μελάνι και ηλεμελάνι. Παλιότερα, η ρεμπετόφιλη πιάτσα είχε χωριστεί σε δύο στρατόπεδα, ανάλογα πώς άκουγαν τον στίχο -με τσι φωτιές ή με έξι φωτιές;
Πολλοί ακούνε το πρώτο, αλλά πέρα από το ότι ο Μπάτης δεν είχε ρίζες επτανησιακές ή σμυρνέικες για να λέει «τσι», το «έξι» υποστηρίζεται από τα πραγματολογικά.
Πολλά ατμόπλοια της εποχής είχαν πράγματι έξι εστίες. Όχι απαραιτήτως έξι καζάνια, που γράφεται συχνά, αλλά π.χ. δύο καζάνια με τρεις εστίες το καθένα, όπως το SS Nascopie εδώ. Όπως γράφει και κάποιος σχολιαστής στο γιουτούμπ: «Τα μονοπρόπελα φορτηγά καράβια με μια μηχανή δυο βαθμίδων, τις τυπικές ατμομηχανές των βαποριών του μεσοπολέμου, είχαν δυο καζάνια των τριών θυρίδων (πορτέλα-εστίες) έκαστο».
Προς επίρρωση, ο Κώστας Φέρρης έχει πει κι έχει γράψει ότι αφού άκουσαν τον δίσκο με υπερσύγχρονα μηχανήματα, κατέληξαν ότι και ο Μπάτης λέει «έξι». Το ίδιο λέει και στην αφήγηση που ακολουθεί -αν και εξίσου ισχυρό είναι το πραγματολογικό επιχείρημα.
Ο Φέρρης, λοιπόν, που έχει μελετήσει πολύ το τραγούδι αυτό ειδικά και το ρεμπέτικο γενικά, έγραψε τις προάλλες στο Φέισμπουκ τα εξής πολύ ενδιαφέροντα:

Γιά τον Μπάτη, από το 1957 ως το 1965, είχαμε ακούσει τα μύρια όσα, αλλά από τα τραγούδια του ξέραμε μόνο δύο: Το «Ζούλα σε μιά βάρκα μπήκα» στη λογοκριμένη επανεκτέλεση του Στράτου σε 45άρι, και τον Μπουφετζή, στη γνωστή διασκευή του Παπαϊωάννου. Ο ίδιος ο Μάρκος, με μεγάλη χαρά μάς γνώρισε τον Στράτο, αλλά τον Μπάτη δεν ήξερε πού να τον βρει. Όποτε κατεβαίναμε στον Πειραιά κι ο Μπάτης το μάθαινε, εξαφανιζόταν από την πιάτσα. Αργότερα μάθαμε πως είχε χάσει τον γιό του το Θανάση,κι ήταν απαρηγόρητος… Ώσπου κάποια μέρα..
Ο Γιώργης Χριστοφιλάκης ανακαλύπτει τον ΘΕΡΜΑΣΤΗ, κι ο Γιώργος του Μοναστηρακίου ξέρει την καψούρα και ζητάει τα μαλλοκέφαλά του! Ο Γιώργης πουλάει τα Άπαντα του Καζαντζάκη, και τον αγοράζει. Συναργερμός στην παρέα. Σύναξη το βράδυ, στο σπίτι της Νανάς Βολιώτη. Άρχοντας ο αξέχαστος Γιώργος (ξανακατεβαίνω αμέσως) Μακρής! Με δέος πιάνομε το δίσκο στα χέρια μας, με δέος τον βάζομε στο γραμμόφωνο, με δέος τον ακούμε! Συγκλονισμός! Ως τις 6 το πρωί, τον ακούμε και ξανακούμε άφωνοι γύρω στις 50 φορές: Ο Μακρής αποφαίνεται: «Είναι το μεγαλύτερο αριστούργημα του ρεμπέτικου τραγουδιού».
Αρχίζουν οι αναλύσεις. Είμαστε εκστατικοί γιά τις έξι φωτιές. Κάποιοι το αμφισβητούν, λέει «τσι φωτιές», μα δεν το δεχόμαστε, γιατί ο Μπάτης ήταν περισσότερο Πειραιώτης παρά Σμυρνιός. Τελικά βρίσκομε έναν ναυτικό και τον ρωτάμε. Μα είναι έξι οι φωτιές, γιατί είναι έξι τα καζανάκια του θερμαστή. Με τις νέες τεχνολογίες, καθάρισε ο ήχος, και φάνηκε ξεκάθαρα¨Κι ο θερμαστής στο στόκολο, μ’ ΕΞΙ φωτιές μαλώνει.
Νομίζω κι εγώ πως το θέμα με τις έξι φωτιές έχει λυθεί οριστικά, οπότε μένει μόνο η άλλη μεγάλη αμφισβήτηση, αν στους Πέντε μάγκες του Περαία ο ζούλα ναργιλές βρίσκεται στο «βουνελάκι» ή στο «Κουνελάκι». Προσωπικά, μέχρι να δω συμβολαιογραφική πράξη ή άλλο πρωτογενές έγγραφο που να μνημονεύει περιοχή «Κουνελάκι» επιμένω ότι ακούμε βουνελάκι/βουναλάκι, που είναι άλλωστε και η μόνη λογική λύση.
Την αφήγηση του Φέρρη την πληροφορήθηκα από την εκπομπή της Ευγενίας Λουπάκη στο Κόκκινο τις προάλλες. Εκεί, η Ευγενία πρόσθεσε ότι στα πάλκα τραγουδιόταν και μιαν άλλη στροφή, πρόσθετη, που αν κατάλαβα καλά τη σκάρωσαν εκ των υστέρων άλλοι και γι’ αυτό υπάρχει σε πολλές παραλλαγές, μία από τις οποίες:
Τι να σου κάνω πρώτε μου
δεν είναι για τα μένα
είναι τα κάρβουνα ψιλά,
τα τούμπα βουλωμένα.
Τούμπα είναι οι σωλήνες, οι χοντροί σωλήνες μεταφοράς αερίων στο καράβι. Κι όταν τα κάρβουνα είναι ψιλά, παίρνουν φωτιά αμέσως αλλά δεν δίνουν την πίεση που πρέπει.
Στο γιουτούμπ βρίσκω την επιπρόσθετη πληροφορία πως ο Μπάτης έγραψε το τραγούδι για τον γαμπρό του, Ιωάννη Παπάλα ονόματι, που ήταν θερμαστής -αυτός που δίνει την πληροφορία είναι εγγονός της εγγονής του Μπάτη.
Για να δούμε πόσο πολύ είναι βγαλμένοι οι στίχοι από τη δουλειά του θερμαστή, παραθέτω ένα απόσπασμα από ένα διήγημα του Βασίλη Λούλη από την Κύμη, ο οποίος είχε δουλέψει ναυτικός.
Βγαίνανε ’πό το στόκολο τότες βρεμένοι [οι θερμαστές] σαν να ’χαν πέσει στη θάλασσα, έτσι με τη φανέλα και το σώβρακο, μα ’ταν ίδρωτας κείνος.
Μόλις πατούσαν στην κουβέρτα, ξάπλωναν, πέφτανε κατάχαμα και κοίταζαν τον καπνό της καμινάδας π’ ανέβαινε ίσος τον ανήφορο σαν λαμπάδα. Ούτε να βρίσουνε πια δεν είχανε κουράγιο. Μόνο στα μάτια τους π’ άσπριζαν παράξενα, όπως ήταν τα μούτρα τους κατάμαυρα, έλαμπε κάτι ακόμα σαν βλαστήμια, σαν κατάρα. Τέσσερις μέρες έκανε να φυσήξει, τέσσερα μερόνυχτα το θερμόμετρο κάτω στη μηχανή στάθηκε στα εκατόν σαράντα.
Κι ήταν το κάρβουνο χώμα και τα τούμπα φραγμένα και κατσέλο η μηχανή να σπάσει, προκάναμε δεν προκάναμε.
Φτυάρι, λοστό, ρασκέτα, και τα μάτια στο γράδο, ακόμα ν’ ανέβει. Και ξανά ρασκέτα, λοστό, φτυάρι και πάλι φτου, λοστό, ρασκέτα.
Λες και το γράψανε μαζί!
Υπάρχει όμως κι άλλος ένας θερμαστής, αυτή τη φορά της ποίησης. Ήξερε ο Σκαρίμπας το τραγούδι του Μπάτη; Μάλλον όχι. Πάντως, το 1962 δημοσίευσε στην Επιθεώρηση Τέχνης αυτό το μπιζουδάκι, ρεμπέτικο από μιαν άποψη:

Ο θερμαστής
Εφ’ ω ετάχτηκ’ έκαστος –καθείς στο επάγγελμά του,
Σταφύλια κάνουν το κρασί κι ο Απρίλης τους λελέδες.
Και το βαπόρι (που όλο πάει και πάει –είν’ η δουλειά του)
κάνει στην μπάντα του –πουλιά- να πέτουν οι μηλαίδες.
Και κάτω συ –ένας Σατανάς με τρίαινα! Στις λάβες
καυτά στις φούχτες σου πηδάς τα γράδα του τριγύρου
κι ή τεθλασμένες αστραπών ξερνάς ή σπίθες μπλάβες,
με νωτιαίο σου μυελό –μιαν στήλην υδραργύρου…
Κάνει κανείς ό,τι του πάει. Κάνει η φωτιά τη στάχτη.
Σονέτα ο Κανελλόπουλος κι εσύ τα βάσανά σου.
Και στην καρδιά σου θερμαστή (καθείς εφ’ ω ετάχτη)
αυτήν σου την ηλεκτρικήν να μπήχτεις τρίαινά σου…
Να μπήχτεις, υποθέτω, για την τραχιά παρήχηση της στάχτης που ετάχτη. Να μπήγεις λοιπόν την τρίαινά σου την ηλεκτρική στην καρδιά σου. Αγάντα θερμαστάκι μου, και ρίχνε τις φτυαριές σου…