Γράφει ο Γιώργος Απιδιανάκης
Τους αφανείς αυτούς εργάτας της θαλάσσης και τα πλοιάριά των, που εδεκατίσθησαν όλα κατά την Γερμανικήν εισβολή, η Εθνική Μνήμη στεφανώνει με την δάφνην της τιμής
Αντιναύαρχος Δημήτριος Γ. Φωκάς
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Η Ναυτική Ιστορία του Ελληνοϊταλικού Πολέμου περιλαμβάνει ένα εν πολλοίς άγνωστο περιστατικό. Σύμφωνα με την επίσημη «Έκθεσις επί της Δράσεως του Ναυτικού κατά τον Πόλεμον 1940-1944», το βράδυ της 1ης Μαρτίου 1941, τα μικρά επιταγμένα Ταξιάρχης και Αγγελική, ενώ εκτελούσαν ναρκαλιεία νότια της Χειμάρρας, με επικεφαλής τον τότε Έφεδρο Σημαιοφόρο Πύρρο Σπυρομήλιο, ήρθαν ξαφνικά αντιμέτωπα με ένα ιταλικό υποβρύχιο. Ακολούθησε δεκάλεπτη ανταλλαγή πυρών έως ότου το υποβρύχιο καταδύθηκε και εξαφανίστηκε. Η παράξενη αυτή συμπλοκή, σε συνδυασμό με τις διαφοροποιήσεις που εντοπίστηκαν στην ελληνική βιβλιογραφία, οδήγησε στην αναζήτηση στοιχείων από την Υπηρεσία Ιστορίας του Ιταλικού Ναυτικού και άλλες πιθανές πηγές. Ιδού λοιπόν τι πραγματικά συνέβη, εντός του ευρύτερου ιστορικού πλαισίου.
Το Ελληνικό Υπόβαθρο μέχρι
1 Μαρτίου 1941
Κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο, ο ανεφοδιασμός των τμημάτων του Στρατού που μάχονταν πλησίον της ακτογραμμής της Βορείας Ηπείρου γινόταν σε μεγάλο βαθμό δια θαλάσσης, αρχικά μέσω του Αμβρακικού Κόλπου και στη συνέχεια μέσω του λιμανιού των Αγίων Σαράντα. Ο ανεφοδιασμός αυτός δεν είχε την έννοια της μετάβασης συγκροτημένων επιστρατευμένων μονάδων στο μέτωπο, όπως συνέβαινε με τις νηοπομπές του Αιγαίου αλλά ο ρόλος του ήταν εξίσου κρίσιμος για τη διατήρηση της μαχητικής ικανότητας του Στρατού στη δυτικότερη πλευρά του Μετώπου.
Τις μεταφορές των εφοδίων είχαν αναλάβει εκατοντάδες μικρά ιστιοφόρα και μηχανοκίνητα πλοιάρια μεγέθους έως 300 τόνων και σπανίως μεγαλύτερα. Ήδη από τις πρώτες μέρες του πολέμου, σε καθημερινή βάση, τα σκάφη φόρτωναν πυρομαχικά και καύσιμα από τον Πειραιά και την Πάτρα και κατευθύνονταν σε διάσπαρτες θέσεις εκφόρτωσης στον Αμβρακικό (Βαθύ, Αμφιλοχία, Μενίδι). Οι σπανιότερες μεταφορές προσωπικού γίνονταν με επιβατηγά ακτοπλοΐας προς την Πρέβεζα και συνδυάζονταν με μεταφορά τροφίμων και στρατωνισμού. Λόγω της εγγύτητας των ιταλικών αεροναυτικών βάσεων, για τον περιορισμό του «προβαλλόμενου» στόχου, τα πλοία έπλεαν μεμονωμένα και ασυνόδευτα, πολύ κοντά στις ακτές, ώστε η απόκρυψή τους να είναι αποτελεσματικότερη και η απώλειά τους να μη συνεπάγεται την απώλεια μεγάλων ποσοτήτων εφοδίων. Οι «Οδηγίες Πλου» που είχαν συνταχθεί ήδη από το 1939 από το ΓΕΝ καθόριζαν με σαφήνεια τα καθήκοντα των σκαφών, καθώς και τα ακριβή δρομολόγιά τους ώστε να αποφεύγονται τα ναρκοπέδια. Με την έναρξη του πολέμου, οι Οδηγίες διαβιβάστηκαν άμεσα στους ναυτικούς από τα κατά τόπους Λιμεναρχεία και δεν δημιουργήθηκε καμία σύγχυση.
Ο συντονισμός των εκφορτώσεων αποτελούσε ευθύνη της Ναυτικής Διοίκησης Πρεβέζης (ΝΔΠ, Έφεδρος Αντιπλοίαρχος Μπουζάνης) η οποία υπαγόταν στη Ναυτική Αμυντική Περιοχή/1 (ΝΑΠ/1, Πλοίαρχος Φλώκας). Η ΝΑΠ/1 με τη σειρά της υπαγόταν στο κοινό Αρχηγείο των ΝΑΠ (Α/ΝΑΠ, Αντιναύαρχος Οικονόμου) στις οποίες είχε επιμεριστεί όλος ο Ελληνικός Θαλάσσιος Χώρος.

Τα μέσα της ΝΔΠ για την προστασία του Αμβρακικού ήταν τα απολύτως απαραίτητα. Την αεράμυνα εξασφάλιζαν δύο πυροβολαρχίες 88mm Flak 36 Krupp. Για την προστασία από θαλάσσιες επιδρομές, στην είσοδο του Αμβρακικού, εγκαταστάθηκαν τέσσερα από τα οκτώ γερμανικά πυροβόλα 127mm Rheinmetall που προορίζονταν για τα υπό ναυπήγηση αντιτορπιλικά Βασιλεύς Κωνσταντίνος και Βασίλισσα Σοφία στα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά. Παράλληλα, στις προσβάσεις του κόλπου, αναπτύχθηκε ναρκοπέδιο 35 ναρκών Carbonit. Από πλευράς πλοίων, σημαντικό βοηθητικό ρόλο είχαν τα επιταγμένα ρυμουλκά Μαριγώ Mάτσα και Νικόλαος Α. ενώ διατέθηκε και ένας αριθμός πλοιαρίων, εκ των 30 συνολικά επιταγμένων, με εξοπλισμό ναρκαλιείας.

Στις 13 Δεκεμβρίου 1940, μετά την απελευθέρωση του μικρού λιμανιού των Αγίων Σαράντα, που ο Μουσσολίνι είχε ονομάσει τότε Porto Edda για χάρη της κόρης του, συγκροτήθηκε και η Ναυτική Διοίκηση Βορείας Ηπείρου (ΝΔΒΗ, Έφεδροι Αντιπλοίαρχοι Κωνσταντινίδης/Σολιώτης με έδρα τους Αγ. Σαράντα). Στο λιμάνι των Αγ. Σαράντα και του παρακείμενου Λημνιώνα, αφού εκκαθαρίστηκαν ναυάγια ιταλικών καϊκιών και οι εγκαταστάσεις αποκαταστάθηκαν με κατασκευή νέων αποβάθρων από επιταγμένους λιμενεργάτες του Πειραιά, άρχισε η υποδοχή πλοιαρίων που φόρτωναν εφόδια από την Πρέβεζα. Σταδιακά επετεύχθη η δυνατότητα εκφόρτωσης έως 500 τόνων ημερησίως κατορθώνοντας έτσι να εξυπηρετηθούν οι ανάγκες τεσσάρων Μεραρχιών! Η περιοχή περιελάμβανε τη στρατηγικής σημασίας παραλιακή οδό της Β. Ηπείρου, γι’ αυτό ήταν ισχυρά προστατευμένη από έναν ουλαμό αντιαεροπορικών 88mm Flak 36 Krupp, δύο ουλαμούς 40mm QF 40 Bofors και έναν ουλαμό 37mm Flak 37 Rheinmetall.

Στις 18 Δεκεμβρίου 1940, υπό την κάλυψη του Βρετανικού Στόλου, τα «ναρκοβόλα / ναρκαγρευτικά» Στρυμών, Νέστος, Αλιάκμων και Πάραλος ανέπτυξαν επιπλέον ένα ναρκοπέδιο 174 ναρκών Vickers, Carbonit και Harle μεταξύ Κέρκυρας (θέση Αγ. Αικατερίνη) και Αγ. Σαράντα (Άκρα Κεφάλι) το οποίο προστατευόταν από τις δύο αντικρινές ακτές με δύο ουλαμούς τριών ορειβατικών πυροβόλων 76mm έκαστη με επάνδρωση του Ναυτικού. Τον Ιανουάριο του 1941, μεταφέρθηκε μόνιμα στους Αγ. Σαράντα και μία πυροβολαρχία βαρέως πεδινού πυροβολικού του Στρατού για ενίσχυση της παράκτιας άμυνας, μετά από επιδρομές βομβαρδισμού ιταλικών αντιτορπιλικών στις 6 και 9 Ιανουαρίου 1941. Ο «στόλος» της ΝΔΒΗ αποτελείτο από το «ναρκοβόλον/ναρκαγρευτικόν» Στρυμών, την ανεμότρατα Αγ. Παρασκευή και το πετρελαιοκίνητο πλοιάριο Ταξιάρχης. Αργότερα προστέθηκαν το μικρό βενζινοκίνητο Αγγελική, δύο βενζινάκατοι, δύο λέμβοι και πέντε φορτηγίδες.

Στις πρώτες ημέρες λειτουργίας της ιδιότυπης βάσης των Αγ. Σαράντα, στις 19 Δεκεμβρίου 1940, αεροσκάφη JU 87B2 Picchiatello (Stuka) της 237ης Μοίρας (Squadriglia) του 96ου Gruppo της Ιταλικής Αεροπορίας (Regia Aeronautica) επιτέθηκαν στους Αγ. Σαράντα βυθίζοντας το μικρό πετρελαιοκίνητο Βότρυς (239τν), της ομώνυμης οινοποιητικής εταιρίας, ευτυχώς χωρίς θύματα. Έκτοτε, όλοι οι κατάπλοι-εκφορτώσεις-απόπλοι σκαφών στους Αγ. Σαράντα εκτελούντο αποκλειστικά τις νυχτερινές ώρες. Την ημέρα, τα σκάφη που εκτελούσαν το δρομολόγιο μεταξύ Αγ. Σαράντα-Πρέβεζα, παρέμεναν σε απόκρυψη στον δασόφυτο όρμο της Δαφνίλας, βόρεια του λιμανιού της Κέρκυρας, υπό την ευθύνη της Ναυτικής Διοίκησης Κερκύρας (ΝΔΚ, Έφεδρος Πλοίαρχος Κασιμάτης). Η αντιαεροπορική προστασία του όρμου αυτού ήταν ελαφριά και στηριζόταν σε ένα πυροβόλο 37mm Rheinmetall και δύο πολυβόλα. Όταν αργότερα τα Στρυμών και Αλιάκμων μεταστάθμευσαν μόνιμα στην περιοχή, φρόντιζαν να αγκυροβολούν στην καταλληλότερη θέση για την αντιαεροπορική χρήση των πυροβόλων τους. Το Στενό της Κέρκυρας προστατευόταν από τα υπόλοιπα τέσσερα διαθέσιμα πυροβόλα Rheinmetall 127mm, όμοια με αυτά της Πρέβεζας.

Από τον Φεβρουάριο του 1941, ένας ακόμα παράγοντας προστέθηκε στην αναγκαιότητα εξεύρεσης προωθημένων βάσεων στις ακτές της Β. Ηπείρου. Η διαθεσιμότητα των ελληνικών υποβρυχίων που δρούσαν στην Αδριατική είχε περιοριστεί δραματικά. Η απώλεια του Πρωτεύς τον Δεκέμβριο του 1940 και η παραμονή του Γλαύκος σε μακρά επισκευή είχαν οδηγήσει σε σοβαρή καταπόνηση του πεπαλαιωμένου και αναξιόπιστου υλικού των υπολοίπων τεσσάρων υποβρυχίων. Η κατάστασή τους επιβαρυνόταν διαρκώς από τις αλλεπάλληλες αποστολές εν μέσω της απίστευτης κακοκαιρίας στην Αδριατική τον χειμώνα 1940-1941. Συνέπεια αυτών, τα υποβρύχια παρουσίαζαν συχνές βλάβες και αναγκάζονταν να ποδίζουν στην Ιθάκη ή στους Παξούς εγκαταλείποντας τους τομείς περιπολίας τους.
Για τη δημιουργία ενός πλησιέστερου έκτακτου καταφυγίου των υποβρυχίων, που θα μπορούσε να αξιοποιηθεί και ως προωθημένη βάση για τον Στρατό, επιλέχθηκε η Πάνορμος (Portο Palermo), νότια της Χειμάρρας, η οποία παρείχε τα αναγκαία γεωγραφικά χαρακτηριστικά. Στα τέλη Φεβρουαρίου το σχέδιο άρχισε να υλοποιείται με εκκαθάριση των ιταλικών ναρκών, ενώ δρομολογήθηκε και η μετεγκατάσταση τριών πυροβόλων 127mm από την πυροβολαρχία της Πρέβεζας.
Το Ιταλικό Υπόβαθρο μέχρι 1 Μαρτίου 1941
Η κύρια αποστολή του Ιταλικού Ναυτικού (Regia Marina) στη ευρύτερη περιοχή (Οτράντο-Νότια Αδριατική) ήταν η προστασία των νηοπομπών μεταφοράς των ιταλικών μεραρχιών στην Αλβανία (από Πρίντεζι και Μπάρι προς Δυρράχιο και Αυλώνα) και τον ανεφοδιασμό των ήδη μαχόμενων τμημάτων. Για την προστασία των νηοπομπών συγκροτήθηκε η Ανωτέρα Ναυτική Διοίκηση Αλβανικών Μεταφορών (MARITRAFALBA, Πλοίαρχος Polacchini) στην οποία διατέθηκαν δύο παλαιά αντιτορπιλικά τύπου Mirabelo, δεκαεπτά τορπιλοβόλα (μικρά αντιτορπιλικά) τύπου La Masa, Generali, Curtatone, Palestro και Spica και οκτώ τορπιλάκατοι MAS (Motoscafo Armato Silurante) που ήταν πρόσθετα εξοπλισμένες με φορητά υδρόφωνα (tubo C) και βόμβες βάθους. Τη μακρά προστασία των νηοπομπών είχε αναλάβει η 7η Μοίρα Καταδρομικών με έξι ελαφρά καταδρομικά τύπου Condottieri (έκαστο με οκτώ πυροβόλα 152mm) και οκτώ αντιτορπιλικά τύπου Dardo και Freccia. Ο συντονισμός της εκφόρτωσης των πλοίων και η προστασία των λιμανιών της Αλβανίας, ήταν ευθύνη της Ανωτέρας Ναυτικής Διοίκησης Αλβανίας (MARIALBANIA, Αντιναύαρχος Tur).
Η δυσμενής εξέλιξη των επιχειρήσεων για την Ιταλία επέβαλε ένα επιπλέον έργο στο Ιταλικό Ναυτικό. Συγκεκριμένα, η Ανώτατη Στρατιωτική Διοίκηση Αλβανίας (SUPERALBA, Στρατηγoί Visconti Prasca, Soddu, Cavallero), αναλόγως των εξελίξεων, αιτούσε από το ιταλικό ΓΕΝ (SUPERMARINA, Ναύαρχοι Cavagnari/A. Riccardi) την εκτέλεση ναυτικών βομβαρδισμών σε σημεία του παραλιακού μετώπου. Ο πρώτος βομβαρδισμός έλαβε χώρα στις 28 Νοεμβρίου 1940. Ιδιαιτέρως γνωστή είναι η επιδρομή της 18ης Δεκεμβρίου 1940 από τα καταδρομικά Raimondo Montecuccoli, Eugenio di Savoia (μεταπολεμικό Έλλη) και τα αντιτορπιλικά Pigafetta, Da Recco, Pessagano και Riboty. Η δύναμη προσέβαλε χωρίς αποτέλεσμα τον σταθμό ασυρμάτου της Ερεικούσσας και την παραλιακή οδό της Β. Ηπείρου στην περιοχή του Λούκοβο δεχόμενη ανταποδοτικά πυρά από την επάκτια πυροβολαρχία των 127mm της Κέρκυρας με αποτέλεσμα θραύσματα βλημάτων να προσγειωθούν στο κατάστρωμα του Raimondo Montecuccoli. Συνολικά εκτελέστηκαν δεκατρείς ναυτικοί βομβαρδισμοί με τελευταίο στις 4 Μαρτίου 1941.

Η Ιταλική Αεροπορία, διέθεσε για τις προσβολές των πλοίων και των λιμανιών τα βομβαρδιστικά της 4ης Αεροπορικής Ζώνης (4a ZAT) από τα αεροδρόμια του Πρίντεζι, Λέτσε και Γκροτάλιε. Σύνολο 21 Μοίρες με 117 αεροσκάφη Cant Z.1007, Fiat BR20, Savoia S.81 και Ju 87B2. Τα αεροσκάφη αυτά εκτέλεσαν δεκάδες επιδρομές εναντίον της Κέρκυρας, των Αγ. Σαράντα και της Πρέβεζας προκαλώντας καταστροφές σε υποδομές. Η απόδοσή της Ιταλικής Αεροπορίας, όπως και σε όλα τα μέτωπα του Β’ΠΠ, χαρακτηρίζεται ως μέτρια γι’ αυτό και δεν κατόρθωσε να διακόψει την ελληνική δραστηριότητα. Χαρακτηριστικό είναι ότι οι σοβαρότερες επιδρομές σημειώθηκαν μόλις στα τέλη του Μαρτίου 1941.
Όσον αφορά στα ιταλικά υποβρύχια (MARICOSOM, Ναύαρχος Falangola), εκτέλεσαν συνολικά 33 περιπολίες στο Ιόνιο και ήταν ανεπτυγμένα ανά ένα ή δύο ταυτόχρονα σε κυκλικούς τομείς περιπολίας ακτίνας 10 ναυτικών μιλίων. Κύρια αποστολή τους ήταν η αναχαίτηση του Βρετανικού Στόλου και γι’ αυτό οι θέσεις τους απείχαν περί τα 50-60 ναυτικά μίλια από τις ελληνικές ακτές. Δεν επέδρασαν στις ελληνικές επιχειρήσεις.
Πάντως ο Ιταλικός Στόλος (Squadra Navale, Αντιναύαρχοι Campioni/Iachino) δεν τόλμησε να επιβάλει ναυτικό αποκλεισμό των ελληνικών δυτικών παραλίων και των Επτανήσων γεγονός που θα προκαλούσε σοβαρά προβλήματα στην ελληνική προσπάθεια. Η εξήγηση αναζητείται στην απόλυτη αποτροπή που ασκούσε ο Βρετανικός Στόλος της Μεσογείου (Ναύαρχος Cunningham) μετά από τρεις απανωτές ήττες στις οποίες είχε οδηγήσει τον Ιταλικό Στόλο (Punta Stilo, Α. Σπάθα, Spartivento) και την επιτυχημένη αεροπορική επιδρομή στη βάση στον Τάραντα στις 12 Νοεμβρίου 1940 (Operation Judgment). Μοναδική δραστηριότητα του Ιταλικού Στόλου σε Ιόνιο-Οτράντο ήταν οι σποραδικές επιδρομές της 7ης Μοίρας Καταδρομικών μέχρι τις βόρειες ακτές της Κέρκυρας και ποτέ νοτιότερα. Σε μια τέτοια περίπτωση, στις 27 Ιανουαρίου 1941, το υποβρύχιο Παπανικολής εντόπισε τα καταδρομικά Duca Degli Abruzzi, Giuseppe Garibaldi και Armando Diaz συνοδευόμενα από τα αντιτορπιλικά Folgore, Lampo, Fulmine, Nicoloso, Da Recco και Pessagno πλησίον της Χειμάρρας αλλά η μεγάλη απόσταση δεν επέτρεψε στο υποβρύχιο να λάβει θέση επίθεσης.
Η ‘’Ναυμαχία’’ της 1ης Μαρτίου 1941
Το βράδυ της 1ης Μαρτίου 1941 οι ελληνοϊταλικές επιχειρήσεις συνέκλιναν. Τα μεσάνυχτα της 1ης Μαρτίου, η SUPERALBA ζήτησε τον ελαφρύ βομβαρδισμό της Πανόρμου και της παραλιακής οδού νοτιότερα στη θέση Πικέρνη. Η επιχείρηση εγκρίθηκε, οπότε το αντιτορπιλικό Riboty (τ. Mirabelo) και το τορπιλοβόλο Andromeda (τ. Spica) απέπλευσαν από το Πρίντεζι στις 04:50’ και κατέπλευσαν αρχικά στον Αυλώνα στις 08:00’. Το βράδυ, στις 20:00’, τα δύο πλοία απέπλευσαν για τον βομβαρδισμό συνοδευόμενα από τις τορπιλακάτους MAS 512/514. Το Andromeda και η μία MAS κατέφθασαν στις 22:10’ στη θέση βομβαρδισμού νότια της Πανόρμου με το Riboty και τη δεύτερη MAS να συνεχίζουν νοτιότερα.


Την ίδια ώρα, τα μικρά πλοιάρια της ΝΔΒΗ Ταξιάρχης και Αγγελική βρίσκονταν νότια της Πανόρμου εκτελώντας εκκαθάριση ναρκών, συνδεδεμένα μεταξύ τους με το συρματόσχοινο ναρκαλιείας. Επικεφαλής αξιωματικός ήταν ο ενθουσιώδης και ορμητικός Έφεδρος Σημαιοφόρος Πύρρος Σπυρομήλιος επί του Ταξιάρχη όπου επίσης επέβαιναν ο πλοίαρχος του σκάφους Κ. Βακολέτος, το πλήρωμα Γ. Ωρολογάς, Λ. Τσότης, Ι. Χατζηγεωργίου, ο Έφεδρος Υποκελευστής Σ. Βελλιώτης και οι στρατεύσιμοι Γ. Τσόλακας, Φ. Καρναβάς, Κ. Γιδάς. Στο Αγγελική επέβαινε ως επικεφαλής ο Αρχικελευστής Γ. Καλαμποκίδης μαζί τον πλοίαρχο του σκάφους Ν. Χαραλαμπόπουλο και τον μηχανικό Γ. Βορρήα, τον Έφεδρο Υποκελευστή Ι. Γέγο και τους στρατεύσιμους Δ. Γκιώνη, Στ. Ανδρονίκη και Ν. Ταγμαξάνη. Μοναδικός οπλισμός των σκαφών ήταν ένα πολυβόλο επί του Ταξιάρχη και δύο τυφέκια ανά σκάφος.
Οι δύο στολίσκοι αλληλοεντοπίστηκαν περί τις 22:25’. Τα πλοία του Σπυρομήλιου αιφνιδιάστηκαν από την ξαφνική παρουσία των ιταλικών πλοίων αναγνωρίζοντας τη MAS ως «αναδυόμενο υποβρύχιο» και το δεύτερο πλοίο ως «αντιτορπιλικό τύπου Dardo». Η απόσταση εντοπισμού της MAS φαίνεται να ήταν πολύ μικρή, περί τις 200-300 γιάρδες, με το Andromeda να βρίσκεται σε μεγαλύτερη απόσταση. Ο Σπυρομήλιος διέταξε άμεσα την άφεση του συρματόσχοινου, ώστε να απελευθερωθούν οι κινήσεις των πλοίων και άρχισε να βάλει με το πολυβόλο εναντίον της MAS παρεμβαλλόμενος, με το Ταξιάρχης, μεταξύ της ΜAS και του ελαφρύτερα οπλισμένου Αγγελική. Η MAS ανταπέδωσε τα πυρά με το πολυβόλο της και έβαλλε φωτοβολίδες, ενώ το Andromeda ξεκίνησε βολή με τα τρία πυροβόλα των 102mm. Στο μεταξύ ο Σπυρομήλιος κατεύθυνε τα ελληνικά σκάφη προς την ασφάλεια της ακτής αυξάνοντας σταδιακά την απόσταση. Το Andromeda συνέχισε τον βομβαρδισμό επί 10 λεπτά μέχρι που τα ιταλικά πλοία αποχώρησαν στις 22:40’. Εν μέσω των πυρών και της έξαψης, οι αντίπαλοι έχασαν την οπτική επαφή μεταξύ τους και η συμπλοκή τερματίστηκε με τον Σπυρομήλιο να αποδίδει την απώλεια της οπτικής επαφής σε «κατάδυση» του υποβρυχίου. Το Riboty και η δεύτερη MAS εκτέλεσαν τον βομβαρδισμό χωρίς να συμβεί κάτι αξιόλογο. Τα ιταλικά πλοία συνεννοήθηκαν μετά τα μεσάνυκτα οπότε οι MAS έπλευσαν προς τον Αυλώνα και τα Andromeda, Riboty προς το Πρίντεζι καταπλέοντας στις 11:25’. Όσο για τα αποτελέσματα του βομβαρδισμού, τα ιταλικά πλοία ανέφεραν «πυρκαγιές και εκρήξεις στην ξηρά».
Ο Σπυρομήλιος με τη σειρά του παρέμεινε στην Πάνορμο μέχρι τις 03:15’. Κατόπιν απέπλευσε για τους Αγ. Σαράντα όπου ο ίδιος και τα πληρώματα έγιναν δεκτοί με μεγάλο ενθουσιασμό για την ψύχραιμη και θαρραλέα στάση τους. Με Βασιλικό Διάταγμα στις 29 Μαρτίου 1941, ο Σπυρομήλιος τιμήθηκε με τον Πολεμικό Σταυρό Α΄ Τάξεως και οι υπόλοιποι παρόντες με ανάλογες διακρίσεις.

Μετά τη Ναυμαχία
Το περιστατικό της 1ης Μαρτίου ήταν μεμονωμένο και για αρκετές μέρες η δραστηριότητα επανήλθε στη συνήθη. Εξαίρεση αποτέλεσε ο ανεπιτυχής βομβαρδισμός του πλωτού νοσοκομείου Σωκράτης στις 14 Μαρτίου, πολύ νοτιότερα, στο ύψος της Λευκάδας. Μέχρι τα τέλη Μαρτίου, παρόλο που οι καταστροφές από τις αεροπορικές επιδρομές σε Αγ. Σαράντα, Κέρκυρα και Πρέβεζα ήταν σημαντικές, εντούτοις, μοναδική απώλεια από τον Δεκέμβριο του 1940 παρέμενε το Βότρυς. Τελικά, στις 22 Μαρτίου 1941, έλαβε χώρα η πλέον καταστροφική επιδρομή στο λιμάνι της Κέρκυρας από έξι αεροσκάφη JU 87Β2 της 239ης Μοίρας του 97ου Gruppo υπό τον Σμηναγό Larker. Η επιδρομή προκάλεσε τη βύθιση τριών πλοιαρίων, ενώ τα Στρυμών, Αλιάκμων, Ταξιάρχης, υπέστησαν σοβαρές βλάβες και αρκετά θύματα. Στη συνέχεια, το απόγευμα της 4ης Απριλίου, η Ιταλική Αεροπορία ανακάλυψε τελικά τη χρήση του όρμου της Δαφνίλας. Η επιδρομή που ακολούθησε από έξι JU 87Β2 της 209ης και 239ης Μοίρας, υπό τον Σμηναγό Cenni, προκάλεσαν την καταστροφή του μικρού εμπορικού Σουζάνα (936τν) με έναν μόνο τραυματία. Από τότε ο όρμος της Δαφνίλας έπαψε να χρησιμοποιείται και τα διάφορα πλοιάρια δρομολογήθηκαν στις παρακείμενες ακτές. Την ίδια ημέρα, άλλα έξι JU 87Β2 της 239ης Μοίρας, υπό τον Larker ξανά, προκάλεσαν την προσάραξη και οριστική απώλεια του τορπιλοβόλου Προύσα εντός του λιμανιού της Κέρκυρας, χωρίς θύματα. Το Προύσα είχε βρεθεί στην Κέρκυρα μετά από μια άστοχη απόφαση του Α/ΝΑΠ Αντιναύαρχου Οικονόμου να μεταβεί στο λιμάνι με το πλοίο αυτό ώστε να επιθεωρήσει τα πληγέντα Στρυμών και Αλιάκμων, παραβιάζοντας τον άγραφο κανόνα της αποφυγής παραμονής πολεμικών πλοίων στο Ιόνιο.

Το δεύτερο και τελευταίο επεισόδιο με ιταλικά πλοία συνέβη τα μεσάνυχτα της 4ης προς 5η Απριλίου. Το Ιταλικό Ναυτικό, ως πρωτοπόρο στην ανάπτυξη σκαφών για ειδικές επιχειρήσεις, στα τέλη του 1940 είχε αναπτύξει έναν νέο τύπο τορπιλοφόρων σκαφών εφόδου MTS (Motoscafo da Turismo Silurante). Τα σκάφη ήταν ξύλινα υπερ-ελαφράς κατασκευής και απελευθερώνονταν από τα καταστρώματα μεγαλύτερων πλοίων ώστε να διεισδύουν σε προασπισμένους όρμους και να εκτελούν προσβολές με τις δύο ελαφρές τορπίλες 450mm που έφεραν. Στις 20:00’ της 4ης Απριλίου, οι τορπιλάκατοι MAS 535 και MAS 539 απέπλευσαν από τον Αυλώνα ρυμουλκώντας τα MTS 2 και MTS 4 για μια δοκιμαστική επιχείρηση αναγνώρισης στους Αγ. Σαράντα. Επικεφαλής ήταν ο Υποπλοίαρχος Vittorio Moccagata στο MAS 535. Στα MTS επέβαιναν οι Girogio Giobbe, Aldo Massarini, Renato Iovine, Enrico Cerutti. Περί τις 01:00’ της 5η Απριλίου τα MTS απελευθερώθηκαν από τις MAS και κατευθύνθηκαν προς το λιμάνι. Οι ελληνικές περίπολοι, ευρισκόμενες σε εγρήγορση, αντιλήφθηκαν τα ιταλικά σκάφη και τα υποδέχθηκαν με καταιγισμό πολυβολισμών με αποτέλεσμα τα MTS να αναστρέψουν και να απομακρυνθούν. Σύμφωνα με τις ελληνικές αναφορές, ένα σκάφος κρατήθηκε για 4 ώρες σε απόσταση 3-4 ναυτικών μιλίων από την ακτή με αποτέλεσμα να θεωρηθεί ότι ενδεχομένως να επλήγη ή να σημειώθηκαν τραυματισμοί. Το πυροβολείο της Άκρας Κεφάλι, όμως, συνελήφθη ανέτοιμο να αντιδράσει με αποτέλεσμα τα ιταλικά σκάφη να μη βληθούν και να χαθεί η ευκαιρία (ο Διοικητής Έφεδρος Ανθυποπλοίαρχος Βοτίλας ήταν σοβαρά ασθενής. Οι δύο Σημαιοφόροι Παπατζίμας και Γκορίτσας δεν κατόρθωσαν να τάξουν τα πυροβόλα προς βολή). Τα ιταλικά σκάφη κατέπλευσαν στον Αυλώνα στις 08:30’ της 5ης Απριλίου, χωρίς βλάβες και τραυματίες, οπότε η κράτηση ενδεχομένως να σχετίζεται με πρόβλημα στη ρυμούλκηση των MTS.
Αυτή ήταν και η τελευταία πράξη του δράματος στο πλαίσιο του ελληνοϊταλικού ναυτικού πολέμου. Την επόμενη μέρα, στις 6 Απριλίου 1941, η Γερμανία εισέβαλε στην Ελλάδα και τα γεγονότα πήραν τον δρόμο τους.
Κλείνοντας
Η μεθοδική εκτέλεση της επιχείρησης του ανεφοδιασμού του Στρατού από όλα τα κλιμάκια, η επιδεξιότητα των Διοικητών, το υψηλό αίσθημα ευθύνης και η ναυτοσύνη των πληρωμάτων των πλοιαρίων επέτρεψαν την απρόσκοπτη εκτέλεση των αναγκαίων μεταφορών για έξι συνεχόμενους μήνες. Οι Έλληνες ναυτικοί βρέθηκαν στις επάλξεις του αγώνα ανεφοδιάζοντας εν κρυπτώ και με ταχύτητα τον Στρατό. Τα αντιτορπιλικά του Ελληνικού Στόλου δεν απαιτήθηκε ποτέ να συνδράμουν στις επιχειρήσεις του Ιονίου με αποτέλεσμα να εστιάσουν στο Αιγαίο και στη διαδρομή Σουέζ-Πειραιάς προστατεύοντας τις κρίσιμες μεταφορές της επιστράτευσης και του ανεφοδιασμού της χώρας. Βεβαίως, ο Ελληνικός Στόλος εκτέλεσε έναν ναυτικό βομβαρδισμό στο Ιόνιο και τρεις άκαρπες αλλά τολμηρές επιδρομές στο Οτράντο αλλά οι συγκεκριμένες δράσεις ανήκουν σε διαφορετικό επιχειρησιακό πλαίσιο. Φόρος τιμής επίσης οφείλει να αποδοθεί στον Βρετανικό Στόλο που κράτησε τον Ιταλικό στις βάσεις του για όλο το χρονικό διάστημα.
Όσο για το περιστατικό της 1ης Μαρτίου, η περιγραφή αποτελεί ανασύνθεση από την έκθεση του Διοικητή της ΝΔΒΗ Κωνσταντινίδη και των αναγραφόμενων στο Ιταλικό Ημερολόγιο Πολέμου. Παραδόξως, ο Σπυρομήλιος στη συνοπτική μεταπολεμική έκθεσή του (1946) αναφέρεται μόνο στην ύπαρξη «υποβρυχίου» (τορπιλάκατος MAS), παρόλο που οι σύγχρονες του περιστατικού αναφορές (1941) του Κωνσταντινίδη και του ΓΕΝ, αναφέρουν σαφώς την ύπαρξη και ενός αντιτορπιλικού (τορπιλοβόλο Andromeda). Στην ελληνική βιβλιογραφία (Πετρόπουλος), μαθαίνουμε ακόμα ότι υπήρχε εξαρχής η εκτίμηση ότι τα Ταξιάρχης και Αγγελική αντιμετώπισαν κάποια τορπιλάκατο και όχι υποβρύχιο. Την ημέρα αυτή πάντως, το πλησιέστερο ιταλικό υποβρύχιο σε περιπολία ήταν το Ciro Menotti σε απόσταση 50 ναυτικά μίλια νοτιότερα του περιστατικού. Σε κάθε περίπτωση ο Σπυρομήλιος και τα γενναία πληρώματα των Ταξιάρχης και Αγγελική αντιμετώπισαν θαρραλέα και παλληκαρήσια τον εχθρό, με όποιο μέσο είχαν στη διάθεσή τους, κάνοντας ό,τι καλύτερο μπορούσαν, επιστρέφοντας όλοι σώοι στη βάση τους, με τα πλοία τους ακέραια και έτοιμα να αναλάβουν την επόμενη αποστολή. Το αν εν τέλει πρόκειται για υποβρύχιο ή τορπιλάκατο, η αξία της πράξης του Σπυρομήλιου παραμένει αναλλοίωτη.
Από την ιταλική πλευρά, δεν είναι σαφές γιατί το Andromeda δεν έβαλε φωτιστικά βλήματα ώστε να εντοπίσει και να βυθίσει τα ελληνικά σκάφη. Πάντως το ιταλικό ημερολόγιο αναγράφει ότι, με την έναρξη των πυρών του Andromeda, οι πολυβολισμοί των ελληνικών σκαφών κρατήθηκαν. Δυστυχώς δεν υφίστανται περαιτέρω στοιχεία από το Andromeda καθώς στις 17 Μαρτίου 1941 το πλοίο βυθίστηκε στον Αυλώνα από τορπίλη αεροσκάφους Swordifish κατά την επιδρομή των Μοιρών 812/815 από το πρόχειρο αεροδρόμιο της Παραμυθιάς. Τα αεροσκάφη ανήκαν στην αεροπορική πτέρυγα του αεροπλανοφόρου Illlustrious και είχαν μετασταθμεύσει στην Ελλάδα από τον Φεβρουάριο του 1941 αφού το Illlustrious είχε τεθεί εκτός μάχης μετά από πολλαπλά πλήγματα βομβών που δέχθηκε από τη Luftwaffe στη Μάλτα. Τα καύσιμα των αεροσκαφών της Παραμυθιάς συγκεκριμένα προωθούντο μέσω του λιμανιού της Ηγουμενίτσας.
Όσον αφορά στην Πάνορμο, ενδεικτικό του φυσικού καταφυγίου που προσφέρει και της παράξενης συνήθειας να βαφτίζονται ως «υποβρύχια» οι τορπιλάκατοι που βρίσκονται γύρω της, είναι η κατασκευή επί Ψυχρού Πολέμου μιας ιδιαίτερα προστατευμένης βάσης απόκρυψης τορπιλακάτων που ο μύθος και μόνο επιμένει ακόμη και σήμερα ότι προοριζόταν για «υποβρύχια». Η βάση, η οποία παραμένει μερικώς σε χρήση, είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστική και αποτελεί σήμερα ένα πολύ γνωστό αξιοθέατο.
Το Βιογραφικό του Πρωταγωνιστή
Σπυρομήλιος, Πύρρος
του Νικολάου (ΑΜ 587)
Κέρκυρα, 26.11.1913 – Αθήνα 31.3.1961

Αποφοίτησε από τη ΣΝΔ στις 30.09.1933 ως μάχιμος Σημαιοφόρος. Λογίστηκε σε αποστρατεία από τις 11.06.1935 λόγω της συμμετοχής του στο Βενιζελικό κίνημα του 1935 κατά το οποίο διέφυγε στη Ιταλία. Την 01.11.1940, ανακλήθηκε στην ενέργεια και υπηρέτησε αρχικά στη ΝΔΒΗ. Τον Απρίλιο του 1941 ακολούθησε τον Στόλο στη Μέση Ανατολή με το τορπιλοβόλο Σφενδόνη, και στις 03.06.1943 επαναφέρθηκε τυπικά στη μόνιμη υπηρεσία ως μηδέποτε αποστρατευθείς. Αποστρατεύθηκε με αίτησή του στις 19.03.1959 ως Πλοίαρχος ε.α
Στη Μ. Ανατολή τοποθετήθηκε στο αντιτορπιλικό Αετός, στη συνέχεια διατέλεσε Κυβερνήτης του ναρκαλιευτικού Καρτερία και υπηρέτησε στο αντιτορπιλικό Θεμιστοκλής, μετέχοντας στις συμμαχικές επιχειρήσεις στη Μεσόγειο, περιλαμβανομένων αυτών της Δωδεκανήσου καθώς και της απόβασης στο Άντζιο της Ιταλίας. Μετά την Απελευθέρωση, διατέλεσε Κυβερνήτης του πρώτου αντιτορπιλικού Αδρίας, του νεότερου αντιτορπιλικού Αδρίας, του αντιτορπιλικού Κρήτη και του ναρκαλιευτικού ανοικτής θάλασσας Πολεμιστής. Στη συνέχεια διατέλεσε Ανώτερος Διοικητής Παρακτίων Δυνάμεων, Υποδιοικητής της Σ.Ν.Δ., Κυβερνήτης του αντιτορπιλικού Δόξα και Διευθυντής του ΓΕΝ/Α1. Μετά την αποστρατεία του, χρημάτισε Γενικός Διευθυντής του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας (1959-1961). Παράσημα:
Πολεμικός Σταυρός Α΄ Τάξης
Πολεμικός Σταυρός Γ΄ Τάξης (δύο απονομές)
Μετάλλιο Εξαιρέτων Πράξεων (τρεις απονομές)
Έγινε ιδιαιτέρως γνωστός από την είσοδό του ως πρώτος στη Χειμάρρα κατά την απελευθέρωσή της τον Δεκέμβριο του 1940, από την ανταλλαγή πυρών με ιταλικό «υποβρύχιο» στις 1 Μαρτίου 1941, από τη διάσωση προσθαλασσομένου αεροπόρου τον Μάιο του 1945, από την βύθιση καϊκιού που μετέφερε πυρομαχικά για τον ΕΛΑΣ Πελοποννήσου τον Αύγουστο του 1948 και από την εν γένει πολεμική του δράση και την αφοσίωσή του στην Υπηρεσία καθ’ όλη τη σταδιοδρομία του.