Γράφει ο Χρήστος Αμπατζής
Ο βίος ενός πολεμικού πλοίου, συνήθως, είναι αρκετά περιπετειώδης. Πολεμικές επιχειρήσεις, ατυχήματα, ηρωικά κατορθώματα, εμβληματικές προσωπικότητες, είναι μόνο μερικά από τα όσα θα εξιστορούσε ο χάλυβάς του, αν μπορούσε να μιλήσει. Ουκ ολίγες φορές, το ίδιο σκάφος ενδέχεται να έχει υπηρετήσει και περισσότερες από μία σημαίες, είτε ως λάφυρο πολέμου είτε λόγω μεταπώλησης. Ανάμεσα στα χιλιάδες σχετικά παραδείγματα, ξεχωρίζει η ιστορία του Dreadnaught «HMS Agincourt», ενός πλοίου που στην ζωή του έλαβε τρία διαφορετικά ονόματα, από ισάριθμα ναυτικά και προκάλεσε και αρκετές δύσκολες νύχτες στην Ελλάδα του 1914.
Από «Rio de Janeiro»…
Διαβάζοντας κάποιος το όνομα του πλοίου, «HMS Agincourt», υποθέτει πως, λογικά, πρόκειται περί βρετανικού πολεμικού. Ωστόσο, αυτή ήταν η τελευταία ταυτότητά του. Αυτό το Dreadnaught, άρχισε το ιστορικό του ταξίδι, λιγάκι διαφορετικά. Συγκεκριμένα, ξεκίνησε να ναυπηγείται στην Αγγλία τον Σεπτέμβριο του 1911, με το όνομα «Rio de Janeiro» κατόπιν παραγγελίας του Βραζιλιάνικου Ναυτικού.
Την εν λόγω περίοδο, η Βραζιλία βρισκόταν στο κορύφωμα ενός ανταγωνισμού ναυτικών εξοπλισμών με τους δύο επίφοβους γείτονές της, την Αργεντινή και την Χιλή. Τα τρία κράτη ήθελαν να αποκτήσουν το τακτικό προβάδισμα στη θάλασσα έναντι των ανταγωνιστών τους και, ως εκ τούτου, επεδίωκαν την αγορά θωρηκτών Dreadnaught. Δεδομένης, ωστόσο, της βιομηχανικής τους ανεπάρκειας για εγχώρια ναυπήγηση αυτών των κολοσσών, απευθύνθηκαν σε ειδικούς. Η Βραζιλία με την Χιλή επέλεξαν τα βρετανικά, ενώ η Αργεντινή τα αμερικανικά ναυπηγεία.
Το 1911, ο ανωτέρω αγώνας είχε φτάσει σε επίπεδο, θα λέγαμε, ισοπαλίας, με κάθε χώρα να διαθέτει – ή να αναμένει την περάτωση – δύο Dreadnaught. Η Χιλή τα «Alm. Latorre» και «Alm. Cochrane», η Αργεντινή τα «Rivadavia» και «Moreno» και, τέλος, η Βραζιλία τα «Minas Geraes» και «Sao Paulo». Θέλοντας να σπάσει την ισορροπία και να αποκτήσει το προβάδισμα, η κυβέρνηση της Βραζιλίας αποφάσισε την απόκτηση ενός τρίτου θωρηκτού. Το νέο σκάφος θα έπρεπε όχι μόνο να είναι πιο σύγχρονο από τους, εν δυνάμει, αντιπάλους του, αλλά ταυτόχρονα να είναι ογκωδέστερο, με ισχυρότερη θωράκιση και, φυσικά, με μεγαλύτερη ισχύ πυρός. Η αναζήτηση την οδήγησε στην παραγγελία του «Rio de Janeiro».
Με συνολικό εκτόπισμα 31,360 τόννων, μήκος 204,7, πλάτος 27,1 και βύθισμα 9,1 μέτρα, το υπό κατασκευή θωρηκτό δεν ήταν απλά το μεγαλύτερο – μέχρι στιγμής – θωρηκτό αλλά συγκέντρωνε πάνω του και τα περισσότερα κύρια πυροβόλα από κάθε άλλο σκάφος. Συγκεκριμένα, εξοπλίστηκε με 14 πυροβόλα των 12 ιντσών (305 χιλ.), κατανεμημένα σε 7 δίδυμους πύργους. Επιπλέον, διέθετε 20 μονά πυροβόλα των 6 ιντσών (152 χιλ.), 10 μονά πυροβόλα των 3 ιντσών (76 χιλ.) και 3 τορπιλοσωλήνες των 21 ιντσών (533 χιλ.). Μπορούσε να αναπτύξει ταχύτητα 22 κόμβων και είχε αυτονομία 7.000 ν.μ. με ταχύτητα 10 κόμβων. Τέλος, η θωράκισή του κυμαινόταν από 25 έως και 305 χιλιοστά. Η ναυπήγησή του ξεκίνησε στις 14.9.1911 στα ναυπηγεία του Newcastle και το κόστος του ανήλθε σε 14,5 εκατ. δολάρια. Κατά ειρωνεία της τύχης, σε κοντινή δεξαμενή των ίδιων ναυπηγείων, κατασκευαζόταν το θωρηκτό «Alm. Latorre» για λογαριασμό της Χιλής!
Η πορεία των εργασιών συνεχίστηκε απρόσκοπτα, με το πλοίο να καθελκύεται στις 22.1.1913. Όλα έδειχναν ότι, μέχρι το τέλος του έτους, η Βραζιλία θα αποκτούσε το πολυπόθητο Dreadnaught της, και μαζί του την επιδιωκόμενη ναυτική υπεροχή. Ωστόσο, όσο παρέρχονταν οι μήνες, τόσο επιδεινωνόταν και η δημοσιονομική κατάσταση της χώρας. Με τα οικονομικά της να φτάνουν στο ναδίρ, η κυβέρνηση της Βραζιλίας, την ανάγκη φιλοτιμία ποιούμενη, αποφάσισε πως η ναυτική ισοδυναμία ήταν, επί του παρόντος, επαρκής και ως εκ τούτου, δεν θα χρειαζόταν το νεότευκτο θωρηκτό της. Συνεπώς, στις 13.10.1913, το πλοίο διατέθηκε προς πώληση. Η κυβέρνηση της Βραζιλίας δεν χρειάστηκε να περιμένει ιδιαίτερα για να βρεθεί αγοραστής. Στις 28.12.1913, το πλοίο πωλήθηκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία έναντι 2.750.000 λιρών στερλίνων. Με την αλλαγή ιδιοκτήτη, επήλθε και η αλλαγή ονόματος. Έτσι, το «Rio de Janeiro» βαφτίστηκε «Sultan Osman-I Evvel».
…σε «Sultan Osman-I Evvel»…
Έχοντας υποστεί δύο συντριπτικές ήττες από το Ελληνικό Βασιλικό Ναυτικό – ναυμαχίες Έλλης και Λήμνου – κατά την διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων (1912 – 1913), η Υψηλή Πύλη αποφάσισε να προχωρήσει σε γενναίες μεταρρυθμίσεις προς αναδιάταξη και ενίσχυση του στόλου της.
Οι μνήμες της ήττας ήταν ακόμη νωπές και οι Τούρκοι επιτελείς είχαν πλήρη επίγνωση ότι ο λόγος που οι ήττες τους περιορίστηκαν σε αυτό το επίπεδο και δεν έφτασαν την ολοκληρωτική καταστροφή ήταν η ταχύτατη φυγή του στόλου τους και η, αντίστοιχη, αδυναμία του ελληνικού να τους προλάβει. Ενδεικτικά του ψυχολογικού αντίκτυπου που είχαν η Έλλη και η Λήμνος στην τουρκική συνείδηση είναι δύο περιστατικά. Πρώτον, κατά την επίσκεψη του Βασιλέως Παύλου στην Κωνσταντινούπολη (7.6.1952), Τούρκοι κάτοικοι, αντικρύζοντας το καταδρομικό «Έλλη» (πρώην «Ευγένιος της Σαβοΐας») άρχισαν να φωνάζουν έντρομοι «Αβέρωφ, Αβέρωφ». Δεύτερον, για δεκαετίες, Τουρκάλες μανάδες, συνήθιζαν να φοβερίζουν τα παιδιά τους πως αν δεν είναι φρόνημα θα έρθει να τα πάρει «…ο τρελός (βλ. Ναύαρχος Κουντουριώτης) με το Σεϊτάν Βαπόρ (βλ. Αβέρωφ)…».
Στο πλαίσιο της ευρύτερης αναδιοργάνωσης του Οθωμανικού Ναυτικού, προβλεπόταν και η αγορά νέων μονάδων επιφανείας, κυρίως θωρηκτών Dreadnaught, οι οποίες να μπορέσουν να συντρίψουν τον Ελληνικό Στόλο και να γείρουν την πλάστιγγα της ναυτικής ισχύος υπέρ των Τούρκων. Ως εκ τούτου, δεν ήταν δυνατό να αφήσουν την ευκαιρία απόκτησης ενός νεότευκτου και ετοιμοπαράδοτου θωρηκτού να χαθεί. Η επιθυμία – οποία άγγιζε τα όρια της απελπισίας – τους για αγορά του πλοίου μαρτυράται και από τον τρόπο άμεσης εξεύρεσης των απαιτούμενων χρημάτων. Επιβλήθηκαν νέοι φόροι, διεξήχθησαν έρανοι, ενώ παρακρατήθηκαν και όλοι οι μισθοί των δημοσίων υπαλλήλων για ένα μήνα! Παράλληλα, η Υψηλή Πύλη, είχε παραγγείλει την κατασκευή και ενός δεύτερου Dreadnaught, ονόματι «Resadiye» σε βρετανικά ναυπηγεία.
Εξυπακούεται ότι οι τουρκικές ενέργειες δεν πέρασαν απαρατήρητες από την Ελλάδα. Οι δύο χώρες, ήδη από την επαύριο της λήξης των Βαλκανικών Πολέμων, είχαν επιδοθεί σε μια κούρσα ναυτικών εξοπλισμών. Μόνο το 1914, αμφότερα κράτη είχαν δαπανήσει, από κοινού, 15 εκατομμύρια λίρες στερλίνες για τους στόλους τους, ποσό που αναλογούσε στο 55% του αθροιστικού τους ΑΕΠ!
Τα νέα της αγοράς του θωρηκτού προκάλεσαν αναστάτωση στην Αθήνα. Το Γενικό Επιτελείο αναζητούσε τρόπους να αντικρούσει την τουρκική κίνηση. Πραγματοποιήθηκαν πολλές συναντήσεις μεταξύ της στρατιωτικής και πολιτικής ηγεσίας και προτάθηκαν διάφορες ιδέες. Έπειτα από διαβουλεύσεις, οι Έλληνες επιτελείς αποφάσισαν την παραγγελία ενός θωρηκτού Dreadnaught, ονόματι «Σαλαμίς» στα γερμανικά ναυπηγεία και την αγορά δύο μεταχειρισμένων, παλαιών, αμερικανικών θωρηκτών (τα μετέπειτα «Κιλκίς» και «Λήμνος»). Ωστόσο, οι ανωτέρω ενέργειες δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ημίμετρα. Η μεν ναυπήγηση, θα καθυστερούσε πολύ να περατωθεί – πέραν του δυσβάσταχτου κόστους της – τα δε αμερικανικά πολεμικά ήταν λίαν αμφίβολο αν θα μπορούσαν να αναμετρηθούν εφ’ ίσοις όροις με το, κατά πολύ πιο σύγχρονο, τουρκικό θωρηκτό. Ως εκ τούτου, η ελληνική πλευρά ξεκίνησε να εξετάζει και άλλες, λιγότερο ορθόδοξες, εναλλακτικές για αντιμετώπιση, ή ακόμα και πρόληψη, της μεταβολής ισορροπίας στο Αιγαίο.
Κουντουριώτης πληροφορήθηκε τα γεγονότα, πρότεινε στον Πρωθυπουργό Βενιζέλο ένα ριψοκίνδυνο – στα όρια της τρέλας – σχέδιο. Θα μετέβαινε στον Ναύσταθμο Σαλαμίνας και με μια ομάδα εθελοντών θα «έκλεβε» το υποβρύχιο «Δελφίν». Στην συνέχεια θα έπλεε στο ακρωτήριο Μαλέα όπου θα ανέμενε την άφιξη του τουρκικού θωρηκτού. Μόλς το εντόπιζε, θα το τορπίλιζε αιφνιδιαστικά και θα το βύθιζε. Μάλιστα, για να μην παρασυρθεί η Ελλάδα σε νέα πολεμική αναμέτρηση με την Τουρκία, ο Κουντουριώτης είπε στον πρωθυπουργό ότι, αμέσως μετά τον τορπιλισμό, η κυβέρνηση θα έπρεπε να τον αποκηρύξει ως κοινό πειρατή και εγκληματία, με όσα αυτό συνεπάγεται. Χρειάστηκαν οι εντονότατες πιέσεις, όχι μόνο του Βενιζέλου, αλλά ολόκληρου του Επιτελείου, ακόμα και του Βασιλέως Κωνσταντίνου για να πειστεί ο Ναύαρχος να εγκαταλείψει αυτή την ιδέα! Εξυπακούεται πως, ο Κουντουριώτης, ουδέποτε την απαρνήθηκε πλήρως μέσα του.
Η άλλη λύση που προτάθηκε, ήταν κάπως πιο συμβατική. Συγκεκριμένα, ο, τότε, Συνταγματάρχης Ιωάννης Μεταξάς, εξεπόνησε σχέδιο προληπτικού χτυπήματος κατά της Τουρκίας. Ο πνευματικός του καρπός προέβλεπε την, υπό άκρα μυστικότητα, συγκέντρωση στρατού και στόλου σε λιμάνια της χώρας. Από εκεί, θα διενεργείτο αιφνιδιαστική απόβαση μονάδων του στρατού, υπό την κάλυψη του στόλου, στην περιοχή της Καλλίπολης με στόχο την κατάληψη του Ελλησπόντου. Παράλληλα, δεν αποκλειόταν και βίαιος διάπλους των Στενών με στόχο τόσο την βύθιση του Τουρκικού Στόλου μέσα στο αγκυροβόλιό του, όσο και την κατάληψη της ίδιας της Κωνσταντινούπολης έπειτα από αποβατικό εγχείρημα. Το σχέδιο, αν και σφόδρα ριψοκίνδυνο, είχε σοβαρές πιθανότητες επιτυχίας. Ωστόσο, θα έπρεπε να διεξαχθεί πριν την ενίσχυση του Τουρκικού Στόλου και άκρως αιφνιδιαστικά, ενώ ήταν πολύ πιθανόν να συνεπαγόταν την βύθιση κάποιου από τα παλαιά ελληνικά θωρηκτά. Το τελευταίο σημείο, μάλιστα, τόνισε ο Υποναύαρχος Δούσμανης στην πρώτη παρουσίαση του σχεδίου. Συγκεκριμένα, παίρνοντας τον λόγο, ρώτησε: «Και τί θα γίνει αν κατά τον διάπλου βυθιστεί κάποιο από τα θωρηκτά μας;». Σε απάντηση έλαβε τα οργισμένα λόγια του Κουντουριώτη: «Τα σίδερα είναι για να τα χαλάμε μπρε! Αν φοβάσαι τόσο, να σου τα βάλουμε σε μια γυάλα, να τα στείλουμε στο μουσείο, κι εσένα μαζί να τα ξεσκονίζεις!».

Τέλος, αξίζει να δώσουμε τον λόγο στον ίδιο τον Μεταξά, όστις, μέσα από τις σελίδες του ημερολογίου του, μνημονεύει την τελευταία συνάντηση με θέμα την αντιμετώπιση της τουρκικής αγοράς. Η μαρτυρία του είναι ενδεικτική της ατμόσφαιρας/κλίματος που επικρατούσε στην Αθήνα της εποχής, της σοβαρότητας με την οποία αντιμετωπίστηκε η είδηση και έγιναν οι αναγκαίοι επιτελικοί σχεδιασμοί, και τέλος της ψυχολογίας όλων των συμμετεχόντων.
«…μετά πρόσκλησιν του κ. Δεμερτζή, συνήλθομεν μετ’ αυτού, εις το γραφείον του εν τω υπουργείω των ναυτικών οι, Π. Κουντουριώτης, ναύαρχος, οι υποναύαρχοι Σ. Δούσμανης, Ηπίτης, Παπαχρήστου, ο υποστράτηγος κ. Β. Δούσμανης και εγώ. Ο κ. Βενιζέλος προσήλθε περί το τέλος της διασκέψεως.
Ο κ. Δεμερτζής έθεσε το ζήτημα ενδεχομένου πολέμου, και ποίαν προπαρασκευήν έδει να έχη ο στόλος κατ’ αυτόν. Ιδία αν επήρκει όπως ήτο, ή αν έδει να προστεθώσι και τα δύο αμερικανικά θωρηκτά.
Ο κ. Β. Δούσμανης και εγώ εξεθέσαμεν την ανάγκην τελείας προστασίας των θαλασσίων μεταφορών στρατού από Πειραιώς εις Θεσσαλονίκην. Όλοι έμειναν σύμφωνοι ότι ο στόλος δεν ήτο εις θέσιν να τας προστατεύση αν η Τουρκία απέκτα τα δύο μεγάλα θωρηκτά. Εάν δε και ημείς απεκτώμεν τα δύο αμερικανικά, η προστασία δεν θα ήτο επαρκής. Θα έπρεπε, υπό τους καλλίτερους όρους, να σχηματισθώσι παραπομπαί. Τούτο δε προφανώς θα επιβράδυνε τα μέγιστα την συγκέντρωσιν του στρατού.
Έπειτα, εξέθεσα τα της επιθέσεως προς κατάληψιν των Δαρδανελλίων. Οι ναυτικοί εθεώρησαν ότι ο στόλος μας θα ήτο εις θέσιν να την υποστηρίξη – πάντως προ της επικειμένης ενισχύσεως του τουρκικού – αλλά μόνον αν αυτή εγίνετο τελείως αιφνιδιαστική και ταχεία. Διότι άλλως δεν απεκλείετο ενδεχόμενη έξοδος μονάδων του τουρκικού στόλου εκ των Δαρδανελλίων και τότε η απόβασις θα εδυσχεραίνετο πολύ. Αλλά τοιαύτη αιφνιδιαστική ενέργεια ήτο απαραίτητος και υπό στρατιωτικήν έποψιν. Δυστυχώς, όπως ήτο η πολιτική κατάστασις, δεν ήτο δυνατή.
Κατόπιν, εξητάσθη το δυνατόν της παραβιάσεως των Δαρδανελλίων υπό του στόλου μόνου. Οι ναυτικοί την απέρριψαν άνευ ουδεμίας αντιρρήσεως.
Ούτε ο κ. Π. Κουντουριώτης έφερεν καμμίαν. Αλλά, κύπτων προς εμέ μοι έλεγεν εις το ους: – Μην τους ακούς αυτούς. Είναι καλαμαράδες. Εγώ μπορώ με μόνον τον Αβέρωφ να διασπάσω τα Δαρδανέλλια. …».
Οι ανωτέρω ελληνικοί σχεδιασμοί δεν χρειάστηκε – ή ορθότερα δεν πρόλαβαν – να υλοποιηθούν διότι τους πρόλαβαν οι γεωπολιτικές εξελίξεις.
…και τέλος σε «HMS Agincourt».
Ήδη ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος βρισκόταν, το καλοκαίρι του 1914, προ των πυλών. Διαβλέποντας την επικείμενη σύγκρουση, το Βρετανικό Ναυαρχείο δεν αισθανόταν ιδιαίτερα άνετα με την ιδέα παράδοσης ενός σύγχρονου θωρηκτού σε ένα κράτος με στενές σχέσεις με την Γερμανία. Άλλωστε, τίποτα δεν απέκλειε μελλοντικά το πλοίο να χρησιμοποιούνταν κατά βρετανικών δυνάμεων. Ως εκ τούτου, τον Ιούλιο του 1914, λίγες μέρες πριν την είσοδο της Μεγάλης Βρετανίας στην παγκόσμια αναμέτρηση, η αγγλική κυβέρνηση προχώρησε στην κατάσχεση τόσο του «Sultan Osman» όσο και του υπό κατασκευή έτερου τουρκικού θωρηκτού. Τα δύο πλοία υπέστησαν τις αναγκαίες τροποποιήσεις και εντάχθηκαν, με συνοπτικές διαδικασίες, σε βρετανική υπηρεσία ως «HMS Agincourt» και «HMS Erin» αντίστοιχα.
Τυπικά, η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν ακόμα ουδέτερη και, συνεπώς, η βρετανική ενέργεια αποτελούσε μια κατάφορη παραβίαση κάθε κανόνα δικαίου. Ωστόσο, οι Λόρδοι της Θαλάσσης ήταν αμείλικτοι σε τέτοια θέματα, κάνοντας πράξη την αρχαία ελληνική ρήση «Δίκαιον, το εθνικόν» δηλαδή δίκαιο (νόμιμο) είναι οτιδήποτε προάγει το εθνικό συμφέρον. Πέραν όμως, από την προληπτική, η λογική των Άγγλων είχε και μια πιο πρακτική διάσταση. Ο Μέγας Βρετανικός Στόλος υπερείχε του επίφοβου αντιπάλου του, του γερμανικού Στόλου Ανοιχτής Θαλάσσης, με 24 θωρηκτά Dreadnaught έναντι 17. Με την επίταξη των δύο τουρκικών πλοίων, η ψαλίδα άνοιγε περισσότερο καθιστάμενη 26 – 17.
Η επίταξη του νέου «HMS Agincourt» ήταν το εύκολο σκέλος. Τώρα, οι Βρετανοί βρίσκονταν αντιμέτωποι με το δύσκολο, την εξεύρεση του αναγκαίου πληρώματος για την επάνδρωση του πλοίου και την ενσωμάτωσή του ως λειτουργικού στοιχείου στο ναυτικό τους.
Εξαιτίας του οπλισμού του (14 πυροβόλα των 305 χιλ), το «HMS Agincourt» όχι απλά ξεχώριζε αλλά οριακά λογιζόταν και ως «παρίας» σε σύγκριση με τα υπόλοιπα βρετανικά θωρηκτά που είχαν ναυπηγηθεί την ίδια περίοδο. Χαρακτηριστικά αναφέρεται πως τρία σύγχρονά του Dreadnaught, τα «Iron Duke» καθέλκυσης 1912, «Warspite» καθέλκυσης 1913 και «Revenge» καθέλκυσης 1915, διέθεταν δέκα (των 343 χιλ.) και αντίστοιχα από 8 (των 380 χιλ.) κύρια πυροβόλα κατανεμημένα σε δίδυμους πύργους. Εν ολίγοις, τα λοιπά σκάφη συγκέντρωναν λιγότερα πυροβόλα με μεγαλύτερη, όμως, δύναμη πυρός. Και το πρόβλημα δεν εντοπιζόταν μόνο εκεί. Με το βάρος να έχει δοθεί στον αριθμό των πυροβόλων του, το «HMS Agincourt» υστερούσε κατά 1/3 σε θωράκιση έναντι των λοιπών ομολόγων του παρά το γεγονός ότι διέθετε δυόμιση χιλιάδες τόννους μεγαλύτερο εκτόπισμα!
Μία άλλη παράμετρος ήταν αυτή της εσωτερικής διαρρύθμισης. Δεδομένου ότι το πλοίο προοριζόταν για το Οθωμανικό Ναυτικό, οι χώροι ενδιαιτήσεως του πληρώματος – και ιδιαίτερα των αξιωματικών – ήταν μακράν πιο πολυτελείς, σε σύγκριση πάντοτε με τα πρότυπα της εποχής, ώστε να ανταποκρίνονται στις οθωμανικές προτιμήσεις, γεγονός που του προσέδωσε το παρωνύμιο «The Gin Palace». Βέβαια, η ανωτέρω πολυτέλεια είχε ως συνέπεια τον περιορισμό των υδατοστεγών διαμερισμάτων, όπερ μεθ’ ερμηνευόμενον, οι πιθανότητες διάσωσης του σκάφους σε περίπτωση τορπιλισμού να είναι εξαιρετικά χαμηλές. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, υπήρχε και η φήμη πως αν το πλοίο εκτελούσε μια πλήρη ομοβροντία, υπήρχε ο κίνδυνος να κοπεί στα δύο εξαιτίας της έντασης των εκπυρσοκροτήσεων!
Όπως αντιλαμβάνεται κανείς, υπό αυτές της συνθήκες, η εξεύρεση 1.100 ανθρώπων για την στελέχωση του θωρηκτού, δεν ήταν και ό,τι το ευκολότερο. Ποιος θα ήθελε, άλλωστε, να υπηρετήσει σε ένα αυτοκινούμενο ελάττωμα; Η εκπλήρωση αυτής της αποστολής αποτέλεσε μια πραγματική δοκιμασία ακόμα και για έναν θεσμό με την έκταση, και την αυστηρότητα, του Βρετανικού Ναυτικού. Για την επάνδρωση του «HMS Agincourt» μετατέθηκαν ναύτες από την Βασιλική Θαλαμηγό «Victoria & Albert» ακόμα και τις ναυτικές φυλακές! Ειδικά για την τελευταία κατηγορία, το Ναυαρχείο αναγκάστηκε να μηδενίσει τις ποινές εκείνων που κρατούνταν για ήσσονος σημασίας παραπτώματα, προκειμένου να μπορέσει να τους στείλει ξανά στην ενεργό υπηρεσία. Στις 26.8.1914, το «HMS Agincourt» κατέπλευσε στον Ναύσταθμο του Scapa Flow και εντάχθηκε, επισήμως, στο δυναμικό του Μέγα Βρετανικού Στόλου.
Πολεμική Δράση
Εν αντιθέσει με τον έντονο και δραστήριο πρότερο βίο του, η πολεμική υπηρεσία του πλοίου υπήρξε αρκετά πιο πεζή. Το θωρηκτό παρέμεινε αγκυροβολημένο στο Scapa Flow για, περίπου δύο χρόνιο σε μερική απραξία. Η στιγμή να αποδείξει την αξία του ήρθε τον Μάιο του 1916 κατά την ναυμαχία της Γιουτλάνδης.
Το «HMS Agincourt» είχε ενταχθεί στην 6η Πολεμική Μοίρα μαζί με τα θωρηκτά «HMS Marlborough», «HMS Revenge» και «HMS Hercules». Θα μπορούσε να λεχθεί πως ακόμα και σε αυτό το σημείο, η Τύχη ενέπαιζε το πολεμικό. Σε αντίθεση με τις υπόλοιπες μοίρες, οι οποίες απαρτίζονταν από σκάφη της ίδιας κλάσης, με όμοιο διαμέτρημα πυροβόλων, η 6η Μοίρα αποτελείτο από τέσσερεις διαφορετικές κλάσεις πλοίων οπλισμένων με πυροβόλα τριών διαφορετικών διαμετρημάτων (13.5, 15 και 12 ιντσών αντίστοιχα). Τέλος, κατά τη διάρκεια της ναυμαχίας, το «HMS Agincourt» βρέθηκε να εκτελεί χρέη ουραγού στην γραμμή παραγωγής των βρετανικών θωρηκτών.
Όταν ήρθε αντιμέτωπο με τα γερμανικά πολεμικά, το θωρηκτό έστρεψε και τους επτά πύργους του – οι οποίοι έφεραν τα ονόματα των ημερών της εβδομάδας – και άρχισε να εκτελεί ταχείες ομοβροντίες. Ευτυχώς, η φήμη ότι θα έσπαγε στα δύο απεδείχθη ψευδής, και το πλοίο συνέχισε να βρυχάται καθ’ όλη τη διάρκεια της αναμέτρησης. Βέβαια, η συνεισφορά του είχε κάπως αρνητικό αντίκτυπο στα φίλια τμήματα. Σύμφωνα με μαρτυρίες, κάθε φορά που το «HMS Agincourt» εκτελούσε μια ομοβροντία, ο θόρυβος και οι λάμψεις των εκπυρσοκροτήσεων ήταν τόσο έντονα που έδιναν την εντύπωση ότι το πλοίο είχε βληθεί και ανατιναζόταν! Μάλιστα, ένας από τους αξιωματικούς του καταδρομικού «HMS Galatea», το οποίο έτυχε να βρεθεί πολύ κοντά στην πρύμνη του θωρηκτού ανέφερε πως: «…Μία από τις ομοβροντίες του, μας σήκωσε (σ.σ. το καταδρομικό) πάνω από τη θάλασσα. Δεν ξέρω πόσα από τα 14 πυροβόλα του έβαλαν, αλλά ένιωσα ότι το κεφάλι μου αποκολλήθηκε από την ένταση!…».
Εντούτοις, παρά την φασαρία, τους καπνούς και την ένταση, το «HMS Agincourt» δεν ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματικό. Το διαμέτρημα των πυροβόλων του ήταν, σχετικά, μικρό, συγκριτικά με το αντίστοιχο άλλων βρετανικών πολεμικών. Το θωρηκτό έμοιαζε με ένα γέρικο λιοντάρι. Μπορούσε σίγουρα να βρυχηθεί επιβλητικά αλλά όχι να δαγκώσει δυνατά. Συγκεκριμένα, σε κάθε ομοβροντία του, εξαπέλυε 14 βλήματα, συνολικού βάρους 11.900 λιβρών. Στον αντίποδα, το «HMS Warspite», κλάσης «Queen Elizabeth», αν και διέθετε μόνο 8 πυροβόλα των 15 ιντσών, έβαλε, ανά ομοβροντία, 8 βλήματα συνολικού βάρους 15.600 λιβρών. Ως εκ τούτου, τα αποτελέσματα των πυρών του «HMS Agincourt» ήταν, επιεικώς, πενιχρά.
Το πλοίο είχε μία ακόμα ευκαιρία να αντιστρέψει την αρνητική εντύπωση που είχε αφήσει και να προκαλέσει κάποιο καίριο πλήγμα, μετά το πέρας της ναυμαχίας. Συγκεκριμένα, κατά τις 01:00, και ενώ ο Βρετανικός Στόλος έπλεε νότια, η 6η Μοίρα εντόπισε, μέσα στο σκοτάδι, το βαριά πληγωμένο γερμανικό θωρηκτό «Seydlitz» το οποίο επιχειρούσε να φτάσει στην ασφάλεια κάποιου γερμανικού λιμένα εκμεταλλευόμενο το επελθόν σκότος. Αν και το «HMS Agincourt» εντόπισε τον γερμανικό γίγαντα, εντούτοις επέλεξε να μην ανοίξει πυρ για να μην προδώσει την θέση του. Αντίστοιχη ήταν και η στάση του «HMS Marlborough» στην κορυφή της Μοίρας. Ο αξιωματικός πυροβολικού του, έχοντας εντοπίσει το «Seydlitz», ζήτησε την άδεια για εκτέλεση πυρών. Ωστόσο, ο κυβερνήτης αρνήθηκε καθώς φοβήθηκε μήπως επρόκειτο για φίλιο σκάφος. Όταν, πολύ αργότερα, διαπιστώθηκε η χαμένη ευκαιρία, ο αξιωματικός πυροβολικού δήλωσε, με το χαρακτηριστικό βρετανικό φλέγμα: «Αυτό που έπρεπε να είχα κάνει, ήταν να ανοίξω πυρ, να το τινάξω στον αέρα και μετά να ζητήσω συγγνώμη.».
Αυτή ήταν όλη η πολεμική δράση του «HMS Agincourt» για το υπόλοιπο του βίου του. Το θωρηκτό ήταν παρόν κατά την παράδοση του Γερμανικού Στόλου το 1918, σε μια κίνηση που έμελλε να αποτελέσει και την τελευταία του πολεμική επιχείρηση. Με τη λήξη της σύγκρουσης, το Βασιλικό Ναυτικό ξεκίνησε ένα πρόγραμμα εκκαθάρισης. Από τα πρώτα πλοία που μπήκαν στον κατάλογο προς παροπλισμό ήταν και το «HMS Agincourt». Αρχικά, βολιδοσκοπήθηκε η Βραζιλία για το αν θα ήθελε να το αγοράσει εκ νέου, έστω και μεταχειρισμένο. Όταν το Λονδίνο έλαβε αρνητική απάντηση, αποφάσισε να το πουλήσει για παλιοσίδερα στις 22.1.1922. Αυτό ήταν και το τέλος του.
Βιβλιογραφία
-
Fromkin, D. (1989). A Peace to End All Peace: The Fall of the Ottoman Empire and the Creation of the Modern Middle East. New York: H. Holt.
-
Grant, J., (2007). Rulers, Guns, and Money: The Global Arms Trade in the Age of Imperialism. Cambridge, Massachusetts: Harvard University Press.
-
Hough, R. (1967). The Great Dreadnaught: The Strange Story of H.M.S. Agincourt: The Mightiest Battleship of World War I. New York: Harper & Row.
-
Martin, P. A. (1967). Latin America and the War. Gloucester, Massachusetts: Peter Smith.
-
Parkes, O. (1990). British Battleships, Warrior1860 to Vanguard 1950: A History of Design, Construction, and Armament (New & rev. ed.). Annapolis, Maryland: Naval Institute Press.
-
Scheina, R. (1987). Latin America: A Naval History, 1810–1987. Annapolis, Maryland: Naval Institute Press.
-
Μεταξάς, Ι. Το Προσωπικό του Ημερολόγιο. Τόμος Β΄. Εκδόσεις Γκοβόστη, Αθήνα