Γράφει ο Λεωνίδας Τσιαντούλας
Το Βουλγαρικό Ναυτικό ιδρύθηκε στις 13 Ιανουαρίου 1899, ως το πρώτο σύγχρονο ναυτικό της “Ηγεμονίας της Βουλγαρίας”, με την υποστήριξη Γερμανών, Γάλλων και Ρώσων ναυτικών εμπειρογνωμόνων. Στην αρχή του Α’ Βαλκανικού Πολέμου (1912-1913), η Βουλγαρία, ως μέλος της Βαλκανικής Συμμαχίας με την Ελλάδα, τη Σερβία και το Μαυροβούνιο, είχε ένα πολύ μικρό Πολεμικό Στόλο.
Εκτός από μερικά οπλισμένα πλοία μεταφοράς, μικρά τορπιλοβόλα και ποταμόπλοια, ο κύριος Στόλος της Βουλγαρίας αποτελείτο από το γαλλικής κατασκευής “καταδρομικό” Nadezhda (715 τόνοι, 2 πυροβόλα 4″, 17 κόμβοι) – το πρώτο βουλγαρικό πλοίο με ασύρματο τηλέγραφο, που λειτουργούσε και ως βασιλική θαλαμηγός – και έξι τορπιλοβόλα κλάσης Ντράσκι τα οποία κατασκευάστηκαν από την Schneider & Creusot στη Γαλλία και συναρμολογήθηκαν στη Βάρνα το 1907-08.


Τα ονόματα των 6 τορπιλοβόλων ήταν Ντράσκι (Дръзки, “Ατρόμητος”), Σμέλι (Смели, «Γενναίος»), Χράμπρι (Храбри, «Θαρραλέος»), Σούμνι (Шумни, «Θορυβώδης»), Λετιάστι (Летящи, «Ιπτάμενος») και Στρόγκι (Строги, «Αυστηρός»).

Είχαν εκτόπισμα 97 τόνων, μήκος 37,80 μέτρων, πλάτος 4,27 μέτρων και βύθισμα 1,37 μέτρων. Ήταν εφοδιασμένα με δύο λέβητες Temple/Norman, μία τρικύλινδρη μηχανή διπλής διαστολής ισχύος 1.900 ίππων, που τους προσέδιδε μέγιστη ταχύτητα 26 κόμβων. Ήταν οπλισμένα κατά περιόδους είτε με δύο πυροβόλα των 47 χιλιοστών είτε με δύο αντιαεροπορικά των 37 χιλιοστών και τρεις τορπιλοσωλήνες των 460 χιλιοστών. Με 11 τόνους κάρβουνου, μπορούσαν να διανύσουν 500 μίλια με 16 κόμβους, ενώ με 27 τόνους, η αυτονομία τους ξεπερνούσε τα 1.000 μίλια.


Βαλκανικοί Πόλεμοι – Η Ναυμαχία της Καλιάκρας.
Τα τορπιλοβόλα του Βουλγαρικού Ναυτικού συμμετείχαν στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο (1912-1913), επιχειρώντας στη Μαύρη Θάλασσα. Στις 20 Νοεμβρίου 1912, τα Λετιάστι, Σμέλι, Στρόγκι και Ντράσκι απέπλευσαν από τη Βάρνα για να αναχαιτίσουν τουρκικά μεταγωγικά πλοία. Ο διοικητής της Μοίρας, αντιπλοίαρχος Ντιμίταρ Ντόμπρεφ, επέβαινε στο Λετιάστι, ενώ στο Ντράσκι κυβερνήτης ήταν ο υποπλοίαρχος Γκεόργκι Κούποβ.
Λίγο μετά τα μεσάνυχτα της 21ης Νοεμβρίου, εντόπισαν το Χαμιδιέ, συνοδευόμενο από δύο αντιτορπιλικά, περίπου 32 μίλια από τη Βάρνα.

Ο Ντόμπρεφ διέταξε επίθεση, και στις 00:43 τα βουλγαρικά πλοία άρχισαν διαδοχικά να εξαπολύουν τις τορπίλες τους. Το Λετιάστι έβαλε τορπίλη από τα 450 μέτρα, αλλά αστόχησε. Το Σμέλι, από τα 300 μέτρα, αστόχησε και δέχθηκε βολή πυροβόλου που τραυμάτισε τον ύπαρχό του. Το Στρόγκι, από 100 μέτρα, επίσης αστόχησε. Τέλος, το Ντράσκι έβαλε τορπίλη από μόλις 50-60 μέτρα και πέτυχε το Hamidiye στην πλώρη. Η έκρηξη άνοιξε μια οπή 3 μέτρων, πλημμυρίζοντας το πλοίο.

Το Χαμιδιέ όμως δεν βυθίστηκε, χάρη στο καλά εκπαιδευμένο πλήρωμά του, τα ισχυρά εσωτερικά του διαφράγματα, τη λειτουργικότητα όλων των αντλιών του και την εξαιρετικά ήρεμη θάλασσα. Ωστόσο, είχε 8 νεκρούς και 30 τραυματίες, ενώ οι ζημιές του επισκευάστηκαν μέσα σε λίγους μήνες.
Μετά από αυτή τη σύγκρουση, που αποτέλεσε τη μεγαλύτερη επιτυχία του Βουλγαρικού Ναυτικού μέχρι τότε, ο οθωμανικός αποκλεισμός των βουλγαρικών ακτών χαλάρωσε σημαντικά.
Ο κυβερνήτης Georgi Kupov, μετά από λαμπρή καριέρα, έγινε αρχηγός του Βουλγαρικού Ναυτικού το 1917 και καθηγητής Αστρονομίας έως το 1944. Απεβίωσε το 1959.


Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος
Κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τα 6 τορπιλοβόλα εκτέλεσαν αποστολές ναρκοθέτησης και καταδρομικές επιχειρήσεις στη Ρουμανία (1916). Τη νύχτα της 11ης-12ης Σεπτεμβρίου 1916 το Σούμνι βυθίστηκε από νάρκη.
Με τη Συνθήκη του Νεϊγύ (1919), το Βουλγαρικό Ναυτικό διαλύθηκε. Τα υπόλοιπα 5 τορπιλοβόλα αφοπλίστηκαν και μετατράπηκαν σε περιπολικά ποταμών υπό τον έλεγχο της πολιτοφυλακής.
Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος
Στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τα Ντράσκι, Σμέλι και Χράμπρι εντάχθηκαν ξανά στο Πολεμικό Ναυτικό και χρησιμοποίηθηκαν ως περιπολικά, ενώ τα παλαιά πυροβόλα τους αντικαταστάθηκαν με δύο αντιαεροπορικά πυροβόλα SK C/30.
Το Ντράσκι βυθίστηκε από έκρηξη στο λιμάνι της Βάρνας στις 15 Οκτωβρίου 1942, αλλά ανελκύστηκε και επισκευάστηκε.
Στις 9 Σεπτεμβρίου 1944, ο Κόκκινος Στρατός κατέλαβε τα 3 εναπομείναντα τορπιλοβόλα στη Βάρνα. Τα Ντράσκι και Χράμπρι εντάχθηκαν προσωρινά στο Σοβιετικό Ναυτικό ως Ingul και Vychegda, αλλά επιστράφηκαν στη Βουλγαρία το 1945.
Το 1954, τα τελευταία τορπιλοβόλα της κλάσης Ντράσκι αποσύρθηκαν, μετά από 47 χρόνια υπηρεσίας.

Επίλογος
Το 1957 αποφασίστηκε να τιμηθεί το Ντράσκι, καθώς ήταν το διασημότερο πλοίο του Βουλγαρικού Ναυτικού. Ωστόσο μέχρι τότε είχε σχεδόν διαλυθεί για παλιοσίδερα. Ο οπλισμός, το φουγάρο και ορισμένα τμήματα του καταστρώματος μεταφέρθηκαν στο αδελφό πλοίο Στρόγκι το οποίο, από τις 21 Νοεμβρίου 1957, μετονομάστηκε σε πλοίο-μουσείο Nτράσκι. Το άλλο αδελφό – πλοίο Χράμπρι, αφού συνεισέφερε κι αυτό στο να συμπληρωθεί το νέο πλοίο – μουσείο με διάφορα τμήματα των υπερκατασκευών του, διαλύθηκε το 1962.

Σήμερα αυτό που αποκαλείται ως Nτράσκι ευρίσκεται ως στατικό έκθεμα στο Ναυτικό Μουσείο της Βάρνας. Ακόμα και σήμερα, το διάτρητο από θραύσμα φουγάρο του αποτελεί σύμβολο της πρώτης μεγάλης ναυτικής επιτυχίας της Βουλγαρίας.

Το 1958, μια φρεγάτα κλάσης Riga έλαβε το όνομα Ντράσκι και παρέμεινε σε υπηρεσία μέχρι το 1992.
Τέλος, το 2006, μια φρεγάτα κλάσης Wielingen, αγορασμένη από το Βέλγιο για το Βουλγαρικό Ναυτικό, ονομάστηκε κι αυτή Ντράσκι με τον πλευρικό αριθμό F41.
