Γράφει ο Γιώργος Καρέλας
H Γερμανική εισβολή στην Ελλάδα στις 6 Απριλίου 1941 σχεδιάστηκε με βάση τον κεραυνοβόλο πόλεμο Μπλίτσκριγκ /Blitzkrieg. Η μορφή αυτή του πολέμου έμεινε στην ιστορία για την σφοδρότητά της και ήταν απολύτως αποτελεσματική για τους Γερμανούς τα έτη 1940-1941, όταν διέθεταν μεγάλη δύναμη πυρός και οι δυνάμεις τους δεν είχαν φθαρεί. Βαριές μηχανοκίνητες μεραρχίες αρμάτων με την υποστήριξη της πανίσχυρης Luftwaffe κατάφεραν, παρά την αρχική αντίσταση, να καταλάβουν σύντομα τη χώρα. Για να αποτραπεί η διαφυγή των στρατευμάτων της Βρετανικής Κοινοπολιτείας και του Ελληνικού Στρατού και Ναυτικού προς την Κρήτη και την Αίγυπτο, η Luftwaffe πραγματοποίησε το διάστημα από 6 έως 26 Απριλίου 1941 σφοδρές αεροπορικές επιθέσεις κατά θαλασσίων στόχων στην ηπειρωτική Ελλάδα και τα ν ησιά του Αιγαίου. Οι επιδρομές έγιναν κυρίως από βομβαρδιστικά Ju87, τα γνωστά «Στούκας» (Stuka) και τα πιο βαριά βομβαρδιστικά Ju88. Η σειρήνα που είχε τοποθετηθεί στα «Στούκας» και ηχούσε όταν αυτά πραγματοποιούσαν κάθετες εφορμήσεις, επέτεινε τον πανικό στους Έλληνες και σύμμαχους ναυτικούς. Η Γερμανική υπεροπλία στον αέρα και οι καθημερινές σφοδρές επιθέσεις στα πλοία που αγωνίζονταν από τις πρώτες μέρες της εισβολής να φτάσουν στην Κρήτη ή την Αίγυπτο, όπου εκεί ήλπιζαν οι Σύμμαχοι να ανασυνταχτούν, είχε κάμψει το ηθικό των υποχωρούντων.
Την τόσο ταραγμένη αυτή περίοδο του Απριλίου του 1941 είναι δύσκολο να βρούμε πλήρεις αναφορές και αφηγήσεις για τα τεκταινόμενα στις Ελληνικές θάλασσες. Σχετικά με τη βύθιση όμως του τορπιλοβόλου Κυδωνίαι, υπάρχουν αναφορές από τριών ειδών πηγές, ήτοι από την πλευρά του Πολεμικού Ναυτικού, από το Ημερολόγιο Πολέμου και από την ολοκληρωμένη αναφορά του Κυβερνήτη του πλοίου, πλωτάρχη Ανδρέα Γερμανού (πατέρα του δημοσιογράφου Φρέντυ Γερμανού). Από την πλευρά των στρατευσίμων πατριωτών έχουν διασωθεί η αναφορά του αυτόπτη μάρτυρα Ντίνου Κατσαϊτη, (έχει αναρτηθεί στο blog της οικογένειας από το γιο του), ενώ από την πλευρά του στρατού της Κοινοπολιτείας υπάρχουν οι διηγήσεις του Nick Hammond, Βρετανού στρατιώτη και μετέπειτα συγγραφέα, που πολέμησε στην Ελλάδα και κατάφερε να διαφύγει στην Αίγυπτο.
Όπως έχει καταγραφεί στο Πολεμικό Ημερολόγιο του Πολεμικού Ναυτικού, σύμφωνα με την αναφορά του κυβερνήτη του τορπιλοβόλου Κυδωνίαι, το πλοίο στις 22 Απριλίου 1941 διετάχθη να αποπλεύσει από τον κόλπο Μεγάρων με αποστολή να συνοδεύσει το επίτακτο «Ζάκυνθος» στη Σούδα. Αν και το Κυδωνίαι είχε ανάγκη ύδρευσης, ο φόβος να βρεθεί αγκυροβολημένο στα Μέγαρα και να βυθιστεί από τις αλλεπάλληλες αεροπορικές επιθέσεις έκανε το Αρχηγείο Στόλου να διατάξει στις 13:00 τον άμεσο απόπλου του πλοίου. Στις 17:00 τα δύο πλοία αγκυροβόλησαν στον κόλπο Μαραθώνα Αίγινας για να λάβει το Κυδωνίαι την απαραίτητη ποσότητα νερού για τις ανάγκες των μηχανών του α πό τ ο « Ζάκυνθος». Εκεί δέχθηκαν τα δύο πλοία αεροπορική επίθεση από 15 βομβαρδιστικά. Τα 12 από αυτά στράφηκαν κατά του αντιτορπιλικού Ύδρα που βρισκόταν στο σύμπλεγμα των νησίδων Λαγούσες, ενώ τα υπόλοιπα 3 κατά του Κυδωνίαι, το οποίο όμως αφού απομακρύνθηκε από το « Ζάκυνθος», με ελίγδην πλου απέφυγε τις βόμβες. Στη συνέχεια ειδοποιήθηκε από το Ναυτικό Οχυρό Πέρδικας να γίνει προσπάθεια εντοπισμού ναυαγών του αντιτορπιλικού Ύδρα, όμως μη γνωρίζοντας το ακριβές σημείο όπου βυθίστηκε το πλοίο, το Κυδωνίαι αναγκάστηκε να συνεχίσει τον πλου του συνοδεύοντας το «Ζάκυνθος». Στις 21:10 επανέπλευσε στον όρμο Μαραθώνα Αίγινας, όπου διαπιστώθηκε ότι 15 ναύτες του «Ζάκυνθος» είχαν εγκαταλείψει το πλοίο πέφτοντας στη θάλασσα, αρκετοί δε είχαν υποστεί νευρικό κλονισμό.
Στο «Ζάκυνθος» είχαν επιβιβαστεί πληρώματα των πολεμικών πλοίων που είχαν βυθιστεί τις προηγούμενες μέρες και τεχνίτες του Ναυστάθμου, ενώ είχαν φορτωθεί 50 μεγάλες κούτες με ακυκλοφόρητα χαρτονομίσματα της Τράπεζας της Ελλάδος αξίας 50 εκατομμυρίων δραχμών. Ωστόσο, από το 36μελες πλήρωμά του, οι μισοί δεν είχαν επιβιβαστεί στο π οίο είτε λόγω του εσπευσμένου απόπλου είτε γιατί δεν θέλησαν να ακολουθήσουν. Η διαταγή των πλοίων ήταν να πλέουν τη νύχτα και την ημέρα να αγκυροβολούν κοντά στην ακτή προκειμένου να είναι εύκολη η αποβίβαση των επιβαινόντων σε περίπτωση αεροπορικής επίθεσης. Τελικά, το πρωί της 24ης Απριλίου τα δύο πλοία έφτασαν στη Μονεμβασιά όπου αγκυροβόλησαν. Το «Ζάκυνθος» αγκυροβόλησε αρόδο ενώ το Κυδωνίαι έδεσε λίγο πιο πέρα, δίπλα στην ακτή και μπροστά στον παραλιακό δρόμο που συνδέει την παλιά με τη νέα πόλη της Μονεμβασιάς. Τα πληρώματα των πλοίων αποβιβάστηκαν στην ξηρά για να προφυλαχθούν από τυχόν αεροπορικές επιθέσεις και αμέσως φάνηκε ότι αρκετοί από το πλήρωμα του Ζάκυνθος δεν είχαν σκοπό να επιστρέψουν. Πραγματικά, τα πλοία σύντομα έγιναν στόχος αεροπορικών επιθέσεων και το «Ζάκυνθος» υπέστη ζημιές. Ο Πλοίαρχος του «Ζάκυνθος», Ιωάννης Γκίκας, ενημέρωσε ότι το πλήρωμα του πλοίου αρνιόταν να επιστρέψει ξανά στο πλοίο
Η νέα αεροπορική επίθεση που αναμενόταν έγινε τελικά από 12 γερμανικά βομβαρδιστικά (μάλλον Junkers 88 της III LG1 ). Να πως την περιγράφει ο Α. Γερμανός στην κατάθεσή του που έχει καταγραφεί στο Ημερολόγιο Πολέμου του Πολέμικού Ναυτικού (σημ. το Ημερολόγιο Πολέμου του Πολεμικού Ναυτικού, βρίσκεται στην Υπηρεσία Ιστορίας Ναυτικού στον Βοτανικό).
[...] ώραν 13:00 υπέστημεν επίθεση 12 βομβαρδιστικών τα οποία έρριψαν περί τας 40 βόμβας. Το π λήρωμα ευρίσκετο κεκαλλυμένον παρά τους βράχους της ακτής. Τέσσαρες του πληρώματος ΚΥΔΩΝΙΩΝ ευρισκόμενοι εισέτι εις το πλοίον επρόλαβαν και ερρίφθησαν εις την θάλασσαν εξελθόντες εις την ξηράν και μόνο δύο ναύτες ετραυματίστηκαν ελαφρά από θραύσματα. Αι Κυδωνίοι βυθίστηκαν αμέσως και μόνον παρέμεινεν εκτός του ύδατος μικρό μέρος της πρύμνης. Επί της Ζακύνθου ήρξατο πυρκαιά. Το πλοίο δεχθέν δύο βόμβας επί της πρύμνης εβυθίζετο βραδέως. Αμέσως μετά τον βομβαρδισμό συγκέντρωσα το πλήρωμα και προσπάθησα να περισώσω ότι ήταν δυνατόν. Αι λέμβοι τωνδύο πλοίων είχαν καταστραφεί εκτός δύο αίτινες ήταν ημικατεστραμμένες και ήτο δυνατόν ταχέως να χρησιμο- ποιώσιν. Ανεσύραμεν ούτω τον φορητό οπλισμό της Ζακύνθου και Κυδωνιών τον οποίο όμως παρεδώσαμεν εις το φρουραρχείο Σπάρτης [...]
Με την επίθεση 15 κιβώτια με χαρτονομίσματα που βρίσκονταν εντός λέμβου δίπλα στο Κυδωνίαι, βρέθηκαν στη θάλασσα, καθώς η λέμβος κατεστράφη. Με τη βύθιση του «Ζάκυνθος» που ακολούθησε κι άλλα χαρτονομίσματα βρέθηκαν στη θάλασσα να επιπλέουν άλλα μέσα και άλλα έξω από τα ξύλινα κιβώτια με τα οποία τα μετέφεραν. Ο Ντίνος Κατσαΐτης, αυτόπτης μάρτυρας του γεγονότος της βύθισης του Κυδωνίαι περιγράφει και αυτός παραστατικά τα γεγονότα. Από το blog της οικογένειας στο διαδίκτυο, επιλέχθηκε η αναδημο-σίευση του τμήματος της αφήγησης που περιλαμβάνει το γεγονός της βύθισης των πλοίων «Ζάκυνθος» και Κυδωνίαι. Στο ίδιο απόσπασμα ταυτόχρονα αντικατοπτρίζεται και το όλο κλίμα των ημερών και οι συνθήκες που επικρατούσαν:
[...] Προχωρούμε και μεις προς το επιβλητικό βουνό της Τεφύρας (καθώς μου λένε) που φαίνεται πιο μεγάλο μέσα στην πρωινή ομίχλη. Φουντά-ρουμε εκεί επισήμως και βγαίνουμε έξω, αγκαλιά τα βαρελάκια μας να πάρουμε νερό. Περνούμε πάλι τα βουνά αφήνοντας το καΐκι έρημο καταμεσής του κόλπου. Σταματήσαμε μετά από ένα τέταρτο περίπατο να παρακολουθήσουμε μια απεγνωσμένη πάλη. 2 αντιτορπιλικά συνοδεύουν ένα μεγάλο μεταγωγικό καταμεσο Άγγλους. Τα εχθρικά αεροπλάνα έκαναν αλλεπάλληλη βύθιση βομβαρδίζοντάς τα. Σε 20 λεπτά μέτρησα πάνω κάτω 18 βόμβες που σήκωσαν ισάριθμες στήλες νερού. Τα αντιτορπιλικά κράταγαν καλά κι έριχναν αδιάκοπα μα και αυτά χωρίς αποτέλεσμα. Τους χάσαμε εξακολουθώντας το πανήγυρι τους και ιδέα δεν έχω τι απόγινε. Από τα αντικρινά βουνά ακούγεται κανόνι. Φοβόμαστε μήπως μας προφτάσουνε, μα να σταματήσουμε είναι αδύνατο. Τα αεροπλάνα δεν σταματάνε μια στιγμή και το πολυβόλο τους ρίχνει παντού. Μέχρι το μεσημέρι έριξαν 2 φορές και στο καΐκι μας, πόντος από το νερό που άφριζε καθώς γαζώνοντας κάνοντας μια κάτασπρη γραμμή, είδαμε πως δεν το πετύχαιναν. Κατά της 11 μάλιστα ένας από αυτούς αφού έκανε τρεις βόλτες από πάνω του αναποφάσιστος φαίνεται και αφού αποφάσισε να του ρίξει, πήγε να πάρει φόρα. Τον φουκαρά τον καπετάνιο μας, τον λυπόμουν. Σταυροκοπιότανε και έλεγε λόγια ασυνάρτητα, παρακολουθώντας μαζί μας τη σκηνή. Και μείς τα χρειαστήκαμε. Παρακολουθούσαμε με γουρλωμένα τα μάτια, μην μας ξεφύγει τίποτε. Παρόλο που ενδιαφερόμουνα και εγώ πολύ αφού ότι κρατούσα το΄ χα μέσα εκεί παρακολουθούσα τον Βασίλη. Το καρύδι του λαιμού του ανεβοκατέβαινε γοργά και ψιθύριζε κάτι μες΄ τα χείλη του. Όσο για το Γερμανό έφθασε περίπου από πάνω του και άφησε μια μονάχη βόμβα που άστραψε στον ήλιο για μια στιγμή.
Νομίζω ότι δεν την έχασα από το μάτι μου, παρ΄ όταν την αγκάλιασαν πανύψηλοι αφροί. Όλοι μας αναπνεύσαμε. Ο Νίκος χωρίς να πάρω είδηση, λιανίστηκε από το κυματάκι που έκανε η βόμβα δίπλα του, αλλά ηρέμησε σαν πρώτα. Έριξαν και στη Μονεμβασιά 4 - 5 βόμβες το πρωί χωρίς μεγάλα πράγματα. Μου έκανε εντύπωση η ψυχραιμία του κόσμου. Οι πιο πολλοί βρίσκονταν εδώ πάνω μαζί μας σαν έπεφταν οι βόμβες, και παρολίγο κάποιου το σπίτι να χτυπήσουν, σαν να΄τανε σε ιππόδρομο. Εφάγαμε το καθιερωμένο, ψωμί - μυζήθρα και πέσαμε κάτω από τις ελιές, σκεπασμένοι με κλαριά. Ωστόσο ύπνος δεν μου κόλλαγε κι αφού βρήκα παρέα τον Μήτσο Καραγιάννη κατηφορίσαμε για τη πόλη. Περνώντας ένα σπιτάκι εξοχικό μου μύρισαν ψαριά τηγανητά. Η ντροπή στην άκρη, και μέσα. Μας έδωσαν πράγματι 4 γοπίτσες στον καθένα, 2 λεμόνια και λίγο ψωμί. Καλές γυναίκες. Δεν θέλησαν και χρήματα. Φθάνουμε στη πόλη. Μετά τη γέφυρα, πάνω από τα αγκυλωτά βράχια της ακτής, το ΚΥΔΩΝΙΑ έξω. Μαθαίνω πως το γενναίο του πλήρωμα το εγκατέλειψε εδώ παίρνοντας τα βουνά και μη θέλοντας να πάει στην Κρήτη, όπου είχε προορισμό συνοδεύοντας το ΖΑΚΥΝΘΟΣ. Αποτέλεσμα, το ΖΑΚΥΝΘΟΣ βυθίστηκε και το ΚΥΔΩΝΙΑ εξώκοιλε. Πάμε κοντά. Η πρύμη της είναι έξω με τέτοια κλίση προς τα πάνω, ώστε το πρόβολο της σκοπεύει τον ήλιο. 2 νάρκες βυθού είναι ακόμα δεμένες και μερικοί Εγγλέζοι μαστορεύουνε την ανατίναξη της προφανώς Στα βράχια ένα γύρω σε μια μεγάλη έκταση είναι σκορπισμένα λεφτά. Κατοστάρικα, από αυτά που πήρανε ένα μηδενικό ακόμη και γίνανε χιλιάρικα, γεμίζουν όλο τον κόσμο. Παίρνω 2 δεσμίδες των 500.000 για ενθύμιο. Αυτή η πράξη του Ναυτικού μας κοντά σε μια παρόμοια της Αεροπορίας μας όπως μαθαίνω, (εγκατέλειψαν δυο ολοκαίνουργια αεροπλάνα και γύρισαν στην Αθήνα) αυτά τα δυο γεγονότα με αποκαρδίωσαν πολύ. Λίγο μετά βρήκα τον Βαρκαδή που υπηρετούσε μέσα στο ΚΥΔΩΝΙΑ και που τον είχα γνωρίσει στον Αβέρωφ. Αυτός μου διηγήθηκε το ρεζιλίκι τους με ζωηρά χρώματα. Αξιωματικοί που παρακάλαγαν σχεδόν κλαίγοντας τους ναύτες να κατέβουν από τα βουνά και να πάνε το καράβι στην Κρήτη, και άλλοι που βούταγαν ότι έβρισκαν από τα καράβι και τα εγκατέλειπαν όλα φεύγοντας. Φεύγοντας από εκεί πήγαμε και δώσαμε ένα χέρι στους Εγγλέζους που φορτώνανε καΐκια για να φύγουνε. Μετά πήγα και πήρα τη βάρκα που ρυμουλκήσαμε από την Αίγινα (οι ναύτες που την είχαν κλέψει ξεμπαρκάρανε εδώ και του ΄δωσαν με τα πόδια για τα χωράφια). Νόμισα πως θα είμαι ο ευτυχής κληρονόμος της, γι αυτό την πήρα την καθάρισα μάζεψα τα σκοινιά της και ετοίμαζα λόγια να πείσω τον καπετάνιο να την τραβήξει μέχρι τη Κρήτη. Σαλπάραμε χωρίς αυτή, κι η μπουκαδούρα ήταν γερή, και η μηχανή μας χαλασμένη πράγμα που δεν επέτρεπε να συζητήσει για τη βάρκα. Έτσι με λύπη άφησα εκείνο το υπέροχο πλεούμενο στη διάθεση του πρώτου τυχόντος. Και ήτανε βάρκα ναυαγοσωστική που έκανε παράδες. Σαλπάραμε βραδάκι και ελπίζαμε να ξημερωθούμε το πρωί στα Κύθηρα, με την άδεια του κάβο-Μαλλιά [...].
Ο Nick Hammond1Ο Nick Hammond δεν είναι απλά συγγραφέας αλλά και σπουδαίος μελετητής της Αρχαίας Ελλάδας. Τα βιβλία του για την αρχαία Μακεδονία αποτελούν σημαντικά πονήματα για την τεκμηρίωση της ελληνικότητας των αρχαίων Μακεδόνωνπεριγράφει και αυτός τα γεγονότα όπως τα έζησε:
[...] Πήγαμε προς τη Μονεμβασιά στη Λακωνία, όπου έπρεπε να παραλάβουμε τον στρατηγό Heywood. Στις 28 αγκυροβολήσαμε σε έναν κόλπο βόρεια της Μονεμβασιάς. Το επόμενο πρωί μπήκα στην πόλη της Μονεμβασιάς όπου βρήκα ένα Ελληνικό αντιτορπιλικό και ένα εμπορικό πλοίο αγκυροβολημένα κοντά στην ξηρά. Μπαίνοντας σε ένα καφενείο παράλληλα, έμαθα από κάποιο πλήρωμα του αντιτορπιλικού ότι σκόπευαν να διαφύγουν στην Αίγυπτο αλλά είχαν παραμείνει εκεί ενώ είχαν ήδη βομβαρδιστεί. Μερικά από τα πλοία από το κονβόι που ανήκαν τα δύο αυτά πλοία είχαν ήδη προχωρήσει, αλλά σε αυτά τα δύο συνέβη μια μικρή ανταρσία, και είχαν παραμείνει αγκυροβολημένα στη Μονεμβασιά.
Υπήρχε πολύ κακή σχέση μεταξύ αξιωματικών και ανδρών, και οι διαφωνίες συνεχίζονταν. Ένας θόρυβος από κινητήρες αεροπλάνων μας έφερε έξω, και είδα δώδεκα Messerschmidts (sic) να βουτάνε προς εμας. Μπήκαμε πίσω στο καφενείο καθώς οι βόμβες έπεσαν, ρίχνοντας το μεγαλύτερο μέρος του σοβά. Δεν έχω ξαναδεί Έλληνα να αλλάζει χρώμα και να μετατρέπεται σε κιτρινοπράσινο μοιάζοντας σαν ελιά, το χρώμα με το οποίο ο φόβος εκφράστηκε στην αρχαιότητα. Καθώς ο βομβαρδισμός σταμάτησε, ένας ναυτικός μπήκε μέσα και κατευθύνθηκε σε μια γωνία. Ήταν στο αντιτορπιλικό και αν και ήταν πυροβολητής αεράμυνας είχε πέσει στη θάλασσα και είχε κολυμπήσει τη μικρή απόσταση μέχρι τα βράχια πριν πέσουν οι βόμβες. Το αντιτορπιλικό χτυπήθηκε και ήταν σε δύο μέρη, η πρύμνη του ήταν έξω από το νερό πάνω από τα βράχια , και το εμπορικό καιγόταν. Οι Έλληνες σύντομα ξεκίνησαν με τα πόδια να γυρίσουν στα σπίτια τους δυο –δυο ή σε τριάδες με τις τσάντες στους ώμους τους, αξιωματικοί καθώς και ναυτικοί και οπλίτες. Ο πόλεμος είχε τελειώσει σίγουρα για αυτούς [...].
Η συνάντηση με τα απομεινάρια του τορπιλοβόλου
Τη δεκαετία του 2000 βρέθηκα για διακοπές στη Μάνη. Έχοντας πληροφορηθεί για συντρίμμια ναυαγίου από τον Β’ Π.Π μπροστά στο δρόμο που οδηγεί στο κάστρο της Μονεμβασιάς (οι πληροφορίες μιλούσαν για μια φορτηγίδα) αποφάσισα την πραγματοποίηση μιας ερευνητικής κατάδυσης. Έχοντας υπ΄ όψιν ότι αρκετά πλοία από την εποχή του Β’ Π.Π είχαν βυθιστεί στη Μονεμβασιά και ειδικότερα κοντά στην ακτή, υπήρχαν κάποια πιο σημαντικά, όπως το Κυδωνίαι και το «Ζάκυνθος», ήλπιζα να βρω τα υπολείμματα ενός πιο ενδιαφέροντος ναυαγίου από μια φορτηγίδα. Και πραγματικά στάθηκα τυχερός. Τα συντρίμμια που εντόπισα ακολουθώντας τις οδηγίες δεν έμοιαζαν με φορτηγίδα. Ένα τετραγωνικό μεταλλικό κομμάτι πλοίου έμοιαζε με μικρή γέφυρα α λά όχι εμπορικού, μάλλον πολεμικού πλοίου μιας και είναι σιδερένια και το πάχος του μετάλλου αρκετά μεγάλο. Έως σήμερα θεωρώ ότι ανήκουν στο τορπιλοβόλο Κυδωνίαι (την υπόθεσή μου την είχα κάνει γνωστή σε δημοσίευσή μου στο παρελθόν στο περιοδικό Θάλασσα). Μια φωτογραφία του ναυαγίου του Κυδωνίαι που έχω στην κατοχή μου από δημοπρασία στο διαδίκτυο ενίσχυσε την υπόθεσή μου μιας και το ναυάγιο φαίνεται να βρίσκεται ακριβώς στο σημείο που καταδύθηκα. Σήμερα η γέφυρα το πλοίου βρίσκεται σε βάθος 20 μέτρων περίπου ενώ το υπόλοιπο πλοίο έχει ανελκυστεί. Υπάρχουν όμως πολλά μεταλλικά κομμάτια εξοπλισμού που θα μπορούσαν να αναγνωριστούν εύκολα ιδίως αν ανελκυστούν.
Τα μέρη του πλοίου που βρίσκονται στο βυθό αποτελούν κειμήλια και μέρος της ιστορίας του τόπου μας. Τις υποτιμητικές νύξεις ότι το πλήρωμα του Κυδωνίαι και του «Ζάκυνθος» κιότεψε ή απέφυγε να πολεμήσει ή δεν στάθηκε αντάξιο των προγόνων του, δεν τις υιοθετώ πλήρως. Όλοι οι Έλληνες ναυτικοί βρίσκονταν ήδη σχεδόν ένα χρόνο στον πόλεμο πολεμώντας πολύ ισχυρότερους αντιπάλους, είχαν βιώσει δύσκολες καταστάσεις και απώλειες συγγενών και φίλων και βρίσκονταν σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση. Η σφοδρότητα της Γερμανικής επίθεσης και οι αλλεπάλληλοι βομβαρδισμοί έκαμψαν το ηθικό πολλών Ελλήνων ναυτικών που δεν μπορούσαν πλέον να διαχειριστούν τις καταστάσεις που βίωσαν τις είκοσι ημέρες της Γερμανικής επίθεσης στην Ελλάδα.
Σε διακήρυξη της 1 5ης Ιουλίου 1952 ο Οργανισμός Ανελκύσεως Ναυαγίων ανακοινώνει πλειοδοτικό διαγωνισμό για την εκποίηση και ανέλκυση του ναυαγίου του Κυδωνίαι που βρίσκεται στη θέση Κουρκούλα στον λιμένα Μονεμβασίας. Το μεγαλύτερο μέρος του πλοίου θα κοπεί και θα ανελκυστεί για να πουληθεί σαν scrap. Θα συμβεί και ένα ατύχημα (έκρηξη – ατύχημα από ανάφλεξη εκρηκτικών υλών που χρησιμοποιούνταν για την ανέλκυση) σε αποθήκη στην στεριά όπως μου διηγήθηκαν οι παλιοί ευτυχώς χωρίς θύματα. Ελάχιστα σιδερένια τμήματα του πλοίου και εξοπλισμός έχουν παραμείνει στο σημείο της βύθισης μέχρι τις μέρες μας.
Η πόλη
Το πλοίο Κυδωνίαι πήρε το όνομά του από την πόλη που αποκαλείται επίσης και Αϊβαλί (τουρκ. Ayvalık). Πρόκειται για μια πόλη της Μικράς Ασίας στο Νοτιοδυτικό άκρο του Αδραμυττηνού κόλπου απέναντι από τη Λέσβο. Το όνομά της πιθανόν να οφείλεται στην ύπαρξη φυτειών με κυδωνιές στην περιοχή. Η πόλη απολάμβανε αυτονομίας και ιδιαιτέρων προνομίων από τα τέλη του 18ου αιώνα μέχρι και την Επανάσταση του 1821. Αυτό είχε ως συνέπεια να εγκατασταθούν στην πόλη πολλοί Έλληνες Ορθόδοξοι από τις γύρω περιοχές και τα νησιά του Αιγαίου. Κατά τον 19ο αιώνα και μέχρι το 1922 η πόλη κατοικούνταν από περίπου 30.000 Έλληνες και χωρίζονταν σε τρεις συνοικίες την άνω, τη μέση και την νότια (κάτω). Στις 29 Μαΐου 1919 ο ελληνικός στρατός που είχε αποβιβαστεί στη Σμύρνη από την αρχή του μήνα, κατέλαβε τις Κυδωνίες, σύμφωνα με το σχέδιο του ελληνικού στρατηγείου, οπότε και άρχισε η επανεγκατάσταση του ελληνικού στοιχείου που είχε προηγουμένως εκδιωχθεί. Το 1922 με τη Μικρασιατική καταστροφή, το σύνολο των Ελλήνων εκδιώχθηκε και στη θέση τους ήρθαν μουσουλμάνοι.
Το πλοίο
Το τορπιλοβόλο Κυδωνίαι παραχωρήθηκε στην Ελλάδα από τους συμμάχους της Entente σαν πολεμική αποζημίωση στην Ελλάδα μετά το τέλος του Α’ ΠΠ. Επρόκειτο για τορπιλοβόλο που κατaσκευάσθηκε το 1914 στα ναυπηγεία Monfalcone και ήταν το πρώην Αυστριακό SMS Tb 100-Μ. Ανήκε στην κλάση Fiume. Tα χαρακτηριστικά του ήταν : χωρητικότητα 270 κοχ, διαστάσεις 60.5χ 5.6χ 1.5 μέτρα, μηχανές:2 Melms & Pfenniger τουρμπίνες. Οπλισμός: 2 × 66 mm πυροβόλα :2 αντιεροπορικά 8mm και 4 τορπιλοσωλήνες 450 mm ταχύτητα : 31 μιλια/ώρα.
Πηγές
- Αρχεία
Ημερολόγιο Πολέμου ΠΝ , Υπηρεσία Ιστορίας Ναυτικού, Βοτανικός
- Διαδικτυογραφία