Του Γρηγόρη Μπλαβέρη
Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, στα ελληνικά στρατιωτικά τμήματα που έχουν καταφύγει σε Λέσβο και Χίο, ξεσπά στρατιωτικό κίνημα βενιζελικής προέλευσης με ηγέτες τους Συνταγματάρχες Νικ. Πλαστήρα, Στ. Γονατά και τον Αντιπλοίαρχο Δ. Φωκά. Τα επαναστατημένα στρατεύματα με πλοία μεταφέρονται στο Λαύριο και αξιώνουν την παραίτηση του Βασιλιά υπέρ του Διαδόχου. Το τελεσίγραφο γίνεται αποδεκτό, ο Κωνσταντίνος παραιτείται και αναχωρεί για το Παλέρμο, παραιτείται επίσης η Κυβέρνηση Τριανταφυλλάκου και στις 17.9.1922 σχηματίζεται νέα υπό τον Σωτήριο Κροκιδά, συνεπικουρούμενη από Επαναστατική Επιτροπή με Αρχηγό τον Νικόλαο Πλαστήρα και κύριο σκοπό να συγκρατήσει τη χώρα από την επαπειλούμενη ολοκληρωτική κατάρρευση.
Ένα από τα πρώτα μέτρα που λαμβάνει είναι η προσαγωγή σε δίκη με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας που είχε προκύψει στην Ελλάδα από τις εκλογές του 1920 .
Κατηγορούμενοι οι ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΟΥΝΑΡΗΣ Πρωθυπουργός από 26.3.1921 έως 3.5.1922, ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ Πρωθυπουργός από 3.5.1922 έως 9.5.1922 και Υπουργός Εσωτερικών στην κυβέρνηση Πρωτοπαπαδάκη, ΠΕΤΡΟΣ ΠΡΩΤΟΠΑΠΑΔΑΚΗΣ Πρωθυπουργός από 9.5.1922 έως την κατάρρευση του Μετώπου, ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ Υπουργός Ναυτικών και Στρατιωτικών από 20.2.1921 έως 28.8.1922, ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΠΑΛΤΑΤΖΗΣ Υπουργός Εξωτερικών από 26.3.1921 έως 28.8.1922, ΞΕΝΟΦΩΝ ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ Υποστράτηγος ε.α, Υπουργός Συγκοινωνιών στην Κυβέρνηση Γούναρη, ΜΙΧΑΗΛ ΓΟΥΔΑΣ, Υποναύαρχος ε.α Υπουργός Εσωτερικών στην Κυβέρνηση Γούναρη και Εθνικής Οικονομίας στην κυβέρνηση Πρωτοπαπαδάκη και Αντιστράτηγος ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΑΤΖΑΝΕΣΤΗΣ Αρχιστράτηγος Στρατιών Μικρασίας και Θράκης από 5.6.1922 έως 23.8.1922.
Για τον Πρίγκηπα Ανδρέα της Ελλάδος, ο οποίος αρχικά ήταν ο 9ος κατηγορούμενος, η δίκη θα χωριστεί, θα δικαστεί μόνος του για απείθεια σε διαταγές του Αρχιστρατήγου κατά την υποχώρηση από το Σαγγάριο και θα καταδικαστεί σε ισόβια υπερορία και καθαίρεση.
Παρά τα σημαντικά τους λάθη κυρίως α) τη συνέχιση της εκστρατείας ανατολικά με στόχο την Άγκυρα σε περιοχές εδαφικά δύσκολες και πληθυσμιακά εχθρικές, με ανεπαρκή εφοδιασμό και κουρασμένο στράτευμα και β) την αλλαγή της εμπειροπόλεμης στρατιωτικής ηγεσίας με φίλα προσκείμενους αλλά άπειρους αξιωματικούς, οι κατηγορούμενοι σε καμία περίπτωση δεν είχαν διαπράξει την εσχάτη προδοσία που τους αποδίδεται («ενσυνειδήτως και εσκεμμένως επεδίωξαν και επετέλεσαν την καταστροφή της Ελλάδος»), με ένα κατηγορητήριο που έπασχε (συντάκτης του λέγεται ότι ήταν ο πολιτικός σύμβουλος της Επανάστασης Γεώργιος Παπανδρέου).
Ήταν μία δίκη σκοπιμότητας αφού δεν επιδίωκε την απονομή δικαιοσύνης αλλά την ικανοποίηση της κοινής γνώμης που θεωρώντας ότι «στη Μικρά Ασία η Ελλάδα δεν ηττήθηκε αλλά προδόθηκε» είχε κατέβει στους δρόμους και ζητούσε εξιλαστήρια θύματα. Οι κύριες κατηγορίες ήταν νομικά ή ουσιαστικά αβάσιμες. Μεταξύ άλλων κατηγορούντο ότι «έκαναν Δημοψήφισμα με το οποίο επανήλθε ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος, πράξη εχθρική στις δυνάμεις της Αντάντ», ότι «αμελήθηκε η προσάρτηση της Βορείου Ηπείρου» (η Β. Ήπειρος δεν είχε αποδοθεί στην Ελλάδα από καμία Συνθήκη), ότι «παραγνωρίστηκε η σχετική διακοίνωση της Αντάντ και η Ελλάδα υπέστη οικονομικό αποκλεισμό», ότι «δεν υποδείχθηκε στον Βασιλιά Κωνσταντίνο να παραιτηθεί παρά τις δυσμενείς δηλώσεις των πρωθυπουργών της Αγγλίας και της Γαλλίας», ότι «δεν έγιναν δεκτές οι προτάσεις της συνδιάσκεψης του Λονδίνου με τις οποίες θα εσώζετο η Ανατολική Θράκη». Ο Πρωθυπουργός Γούναρης τις είχε κατ’ αρχήν αποδεχθεί ενώ η Ανατολική Θράκη εκκενώθηκε τον Οκτώβριο 1922 από την Επαναστατική Κυβέρνηση με την ανακωχή των Μουδανιών χωρίς να υπάρχει άμεσος κίνδυνος. Κυρίως δε ότι «συναποφασίσαντες περί πράξεως εσχάτης προδοσίας εκουσίως και εκ προθέσεως υποστηρίξατε την εισβολή ξένων στρατευμάτων, ήτοι του τουρκικού Εθνικιστικού Στρατού, εις την επικράτεια του Βασιλείου τουτέστιν εις την υπό της Ελλάδος κατεχόμενη και δια της Συνθήκης των Σεβρών κατακεκυρωμένην χώρας της Μικράς Ασίας παραδώσαντες άμα εις τον εχθρόν πόλεις, φρούρια …». Όμως η Μικρά Ασία/περιοχή της Σμύρνης σύμφωνα με την Συνθήκη των Σεβρών (η οποία σε κάθε περίπτωση δεν είχε επικυρωθεί από κανένα Κράτος της Ελλάδας περιλαμβανομένης) δεν είχε δοθεί στην Ελλάδα κατά κυριαρχία αλλά με εντολή διοίκησης/Κατοχή και με δικαίωμα μετά από 5 χρόνια το τοπικό Κοινοβούλιο να ζητήσει από την Κοινωνία των Εθνών την ενσωμάτωσή της με την Ελλάδα. Επομένως το 1922 δεν αποτελούσε ελληνικό έδαφος που παραδόθηκε στον εχθρό.
Ο Συνταγματάρχης Πλαστήρας και οι μετριοπαθείς Στρατηγός Δαγκλής και Συνταγματάρχης Γονατάς επιθυμούσε τη συμφιλίωση και την αποκατάσταση της ομαλότητας, όχι δίκες και πολύ περισσότερο εκτελέσεις. Οι αδιάλλακτοι όμως με επικεφαλής τον Υποστράτηγο Οθωναίο, τους Συνταγματάρχες Πάγκαλο και Κονδύλη, τον Πλοίαρχο Χατζηκυριάκο και τον πολιτικό Παπαναστασίου, ζητούσαν άμεσες εκτελέσεις. Οι δύο πλευρές θα συμβιβαστούν με δίκη από Επαναστατικό Δικαστήριο, όπου ο Οθωναίος δεσμεύθηκε να είναι Πρόεδρος και ο Πάγκαλος πρόεδρος της ανακριτικής επιτροπής, ο δε Πλαστήρας δεσμεύθηκε να αποδεχθεί το όποιο αποτέλεσμα.
Η δίκη ξεκινά στις 31.10.1922 στο κτίριο της τότε Βουλής (νυν Παλαιά Βουλή) και εξελίσσεται με συνοπτικές διαδικασίες. Ολοκληρώνεται σε δύο μόλις βδομάδες (14 συνεδριάσεις) και απέχει πολύ από το να χαρακτηριστεί «δίκαιη». Πρόεδρος του δικαστηρίου ο Αλέξανδρος Οθωναίος και μέλη οκτώ αξιωματικοί του Στρατού, τρεις του Ναυτικού (ο Πλοίαρχος Γ. Γιαννικώστας και οι Αντιπλοίαρχοι Κ. Φραγκόπουλος και Γ. Σκανδάλης) και ένας δικαστικός σύμβουλος. Επαναστατικοί Επίτροποι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Κων. Γεωργιάδης και οι Συνταγματάρχες Ν. Γρηγοριάδης και Ι. Ζουρίδης ενώ Γραμματέας ο Λοχαγός της Στρατιωτικής Δικαιοσύνης Ι. Πεπονής. Μεταξύ των συνηγόρων υπεράσπισης οι διαπρεπείς δικηγόροι Τσουκαλάς, Παπαληγούρας, Ρωμανός, Σωτηριάδης, Νοταράς, Οικονομίδης και Δουκάκης. Θα εξετασθούν 24 μάρτυρες, 12 κατηγορίας με προεξάρχοντα το Στρατηγό Παπούλα και 12 υπεράσπισης. Χαρακτηριστικό ότι η πλειοψηφία των μαρτύρων κατηγορίας είναι παλαιοί Κωνσταντινικοί και μερικοί από τους μάρτυρες υπεράσπισης (Δεμερτζής, Ζαβιτσιάνος) Βενιζελικοί !
Οι κατηγορούμενοι δεν δικάζονται με βάση τον ισχύοντα νόμο περί ευθύνης υπουργών, δεν έχουν πρόσβαση στα δημόσια έγγραφα, απορρίπτονται όλες οι ενστάσεις που θα προβάλλουν ενώ έχουν να αντιμετωπίσουν την μεροληπτική στάση του Προέδρου του Δικαστηρίου, ο οποίος για να επιταχυνθεί η διαδικασία, θα φθάσει στο σημείο να ζητήσει από τους συνήγορους υπεράσπισης να παραιτηθούν από το δικαίωμα δευτερολογίας. Δεν χορηγείται αναβολή όταν ο Δημήτριος Γούναρης κατά τη διάρκεια της δίκης προσβάλλεται από τύφο (δικάζεται ωσεί παρών), δεν τους παρέχεται το δικαίωμα ασκήσεως ενδίκων μέσων και η ποινή για τους καταδικασθέντες σε θάνατο θα εκτελεστεί εντός δύο ωρών από τη γνωστοποίηση στους κατηγορουμένους της απόφασης, με το Γούναρη να μεταφέρεται στον τόπο εκτέλεσης σε φορείο με 39,6 πυρετό !
Στις 2.11.1922 αγγλική διακοίνωση χαρακτηρίζει «δικαστική δολοφονία» τη δίκη και ζητά εγγυήσεις ότι δεν θα επιβληθούν θανατικές ποινές. Στις 12.11.1922 γίνεται γνωστό ότι ο πλοίαρχος Τάλμποτ έρχεται δια θαλάσσης στην Ελλάδα ως απεσταλμένος του Άγγλου Υπουργού εξωτερικών Κώρζον για να αποτρέψει τις εκτελέσεις, με την απειλή διπλωματικής απομόνωσης της Ελλάδας στη Συνθήκη Ειρήνης και τη μη χορήγηση δανείου.
Στις 14.11.1922, υπό το βάρος των διεθνών πιέσεων, παραιτείται η Κυβέρνηση Κροκιδά και ορκίζεται νέα με πρωθυπουργό το Συνταγματάρχη Στ. Γονατά ενώ το ίδιο βράδυ στο κτίριο του Συλλόγου Παρνασσός συγκεντρώνονται οι αδιάλλακτοι με επικεφαλής τους Θ. Πάγκαλο, Κονδύλη, Χατζηκυριάκο, οι οποίοι- εν όψει της επικείμενης έλευσης του Πλοίαρχου Τάλμποτ- αποφασίσουν να σκοτώσουν τους κατηγορούμενους μέσα στην αίθουσα του Δικαστηρίου, στο οποίο και εισβάλλουν. Τους σταματάει ο Ταγματάρχης Σπαής, υπεύθυνος για τη φύλαξη του Δικαστηρίου, ο οποίος κατορθώνει να πάρει έγγραφη διαταγή από τον Πλαστήρα και οι αδιάλλακτοι υποχωρούν.
Μετά τα μεσάνυκτα τα μέλη του Δικαστηρίου αποσύρονται για την έκδοση της απόφασης. Υπάρχουν διαφωνίες για τον αριθμό των θανατικών ποινών, αν θα είναι 4, 6 ή 8. Ο Πάγκαλος δύο τουλάχιστον φορές παρεμβαίνει ζητώντας την ομόφωνη καταδίκη όλων των κατηγορουμένων.
Στις 06:30 της 15.11.1922, «εν ονόματι του Βασιλέως των Ελλήνων Γεωργίου του Β’ (ο Πλαστήρας όταν την επικυρώσει θα το διορθώσει σε «εν ονόματι της Επαναστάσεως») το Έκτακτον Επαναστατικόν Στρατοδικείον συσκεφθέν κατά Νόμον … κηρύσσει παμψηφεί ενόχους τους κατηγορουμένους για όσα εγκλήματα αναφέρονται στο εγκλητήριο. Καταδικάζει παμψηφεί τους μεν Γ. Χατζανέστην, Δ. Γούναρην, Ν. Στράτον, Π. Πρωτοπαπαδάκην, Γ. Μπαλτατζήν και Ν. Θεοτόκην εις την ποινήν του θανάτου, τους δε Μιχαήλ Γούδαν και Ξενοφώντα Στρατηγόν εις την ποινήν των ισοβίων δεσμών…». Οι Χατζανέστης, Γούδας και Στρατηγός θα τιμωρηθούν και με στρατιωτική καθαίρεση.
Η απόφαση πρέπει να εκτελεστεί πριν φτάσει στην Αθήνα ο Τάλμποτ και για το λόγο αυτό οι καταδικασθέντες θα εκτελεστούν μέσα σε δύο ώρες από τη γνωστοποίηση σε αυτούς της απόφασης στο δάσος Γουδή.
Nα σημειωθεί ότι ο μεν Ελευθέριος Βενιζέλος απουσιάζων στο εξωτερικό θα αποφύγει να πάρει έγκαιρα αρνητική θέση για τις εκτελέσεις, ο δε Βασιλεύς Γεώργιος Β’ ευρισκόμενος στην Ελλάδα δεν θα προβεί σε καμία ενέργεια για να αποτρέψει την εκτέλεση των συνεργατών του πατέρα του.
Πολιτικά η ετυμηγορία εκτονώνει πρόσκαιρα τις λαϊκές αντιδράσεις, κυρίως των προσφύγων, και δείχνει την αποφασιστικότητα της Επανάστασης, πειθαναγκάζοντας σε υπακοή φίλους και αντιπάλους. Βοηθά στο να απορροφηθούν οι κραδασμοί της Μικρασιατικής Καταστροφής και η Ελλάδα να αποφύγει την κατάρρευση της οικονομίας και να επιτύχει σε ικανοποιητικό βαθμό την αποκατάσταση των προσφύγων. Μακροπρόθεσμα όμως ανοίγει μία νέα περίοδο διχασμού που θα ταλαιπωρήσει τη Χώρα για δυο τουλάχιστον δεκαετίες και θα συμβάλλει στην ανώμαλη πολιτική της ζωή.
Νομικά ήταν μία δίκη χωρίς εχέγγυα αμεροληψίας που καταλήγει σε μία αναμενόμενη άδικη απόφαση.
Λίγα χρόνια μετά ο Θ. Πάγκαλος θα δηλώσει για τους εκτελεσθέντες ότι «Υπήρξαν μοιραία και αναγκαία θύματα εις το βωμόν της Πατρίδος» ενώ ο Ελευθέριος Βενιζέλος το 1929 στη Βουλή θα πει στον Παν. Τσαλδάρη αρχηγό του Λαϊκού Κόμματος, πολιτικό επίγονο των 6, ότι «Δύναμαι να βεβαιώσω υμάς με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο ότι ουδείς των πολιτικών αρχηγών της δημοκρατικής παρατάξεως θεωρεί ότι οι ηγέται της πολιτικής ήτις ακολουθήθη μετά το 1920, διέπραξαν προδοσία κατά της Πατρίδος ή ότι εν γνώσει ωδήγησαν τον τόπον εις την Μικρασιατικήν Καταστροφήν. Δύναμαι μάλιστα να σας βεβαιώσω ότι το επ’ εμοί πιστεύω ακραδάντως ότι θα ήσαν ευτυχείς αν η πολιτική των ωδήγει την Ελλάδαν εις εθνικόν θρίαμβον».
Το τέλος της δίκης των έξι θα γραφτεί 88 χρόνια μετά, το 2010, όταν ο Άρειος Πάγος κάνοντας δεκτή αίτηση συγγενών του Π. Πρωτοπαπαδάκη θα ακυρώσει την απόφαση του Έκτακτου Στρατοδικείου και θα παύσει οριστικά την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής.
Υστερόγραφο
Πολλοί λένε ότι τα θύματα της δίκης δεν ήταν 6 αλλά 8 αφού δύο από τους εξετασθέντες μάρτυρες κατηγορίας, ο Στρατηγός Παπούλας και ο Αντισυνταγματάρχης Κοιμήσης, πρώην Βασιλικοί, θα εκτελεστούν το 1935 ως ηγέτες του αποτυχημένου βενιζελικού στρατιωτικού κινήματος. Ειδικά για το γηραιό Στρατηγό ο ρόλος του στο κίνημα δεν ήταν σημαντικός, όπως οι πρώην ομοϊδεάτες του δεν είχαν ξεχάσει τα όσα είχε καταθέσει στη δίκη των 6.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Γρηγορίου Δαφνή «Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων 1923-1940»
Γιάννη Καψή «Η δίκη των έξι. 60 ημέρες που άλλαξαν μία χώρα, ένα Λαό».
Αλέξανδρου Κοτζιά «Η δίκη των έξι. Επίλογος στο Γουδί»
Σπυρίδωνος Μαρκεζίνη «Η πολιτική Ιστορία της νεωτέρας Ελλάδος 1828-1964»