Το άρθρο πρωτοδημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα του Ελληνικού Ινστιτούτου Ναυτικής Ιστορίας τον Ιανουάριο του 2021. Το παρόν κείμενο αποτελεί επικαιροποίηση/εμπλουτισμό του αρχικού άρθρου.
Της Άννας Μπατζέλη
Το ατμόπλοιο Τάναϊς είναι περισσότερο γνωστό για το τελευταίο ταξίδι του, καθώς με την βύθισή του έχασαν την ζωή τους εκατοντάδες άνθρωποι, ανάμεσα σε αυτούς 300 περίπου Κρήτες Εβραίοι.[2] Στο παρόν άρθρο επιχειρείται μια σύντομη παρουσίαση της ιστορίας του πλοίου από την ναυπήγησή του ως «Holywood» το 1907, έως και τον τορπιλισμό του από βρετανικό υποβρύχιο το 1944.
1907 – 1935: Το πλοίο ως «Holywood»
Το ατμόπλοιο Τάναϊς ναυπηγήθηκε στην Μεγάλη Βρετάνια και συγκεκριμένα στο Σάντερλαντ (Sunderland) της βορειοανατολικής Αγγλίας ως «Holywood» από την εταιρεία John Blumer & Co. H John Blumer & Co δραστηριοποιούταν από το 1859 και διέθετε σημαντική εμπειρία στην κατασκευή διαφορετικών τύπων πλοίων. Μεταξύ άλλων, το 1900 η εταιρία είχε ναυπηγήσει το Drumcruil, ένα φορτηγό πλοίο με χωρητικότητα βάρους 6,500 τόνων.[3] Το «Holywood» ήταν αρκετά μικρότερο με ολική χωρητικότητα 1,546 κόρων (1,546 grt / 965 nrt). Σύμφωνα με την ανοικτή βάση δεδομένων της Shipping and Shipbuilding Research Trust για πλοία που ναυπηγήθηκαν στην περιοχή του Σάντερλαντ, οι εργασίες κατασκευής του «Holywood» ξεκίνησαν στα τέλη του 1906 και ολοκληρώθηκαν στις αρχές του 1907. Το πλοίο είχε μήκος 74,4 μέτρα, πλάτος 11,5 μέτρα και βάθος 4,8 μέτρα. Η μηχανή του είχε κατασκευαστεί από την εταιρεία North Eastern Marine Engineering[4] και μπορούσε να αναπτύξει ταχύτητα 10 κόμβων/19 χιλιομέτρων την ώρα.[5]
To «Holywood» με αριθμό νηολογίου 123769 ανήκε στην βρετανική εταιρεία Wm France, Fenwick & Co, η οποία ιδρύθηκε το 1901, έπειτα από την συγχώνευση των εταιριών Fenwick, Stobart & Co, H. C. Pelly & Co και William France & Co. Η εταιρεία δραστηριοποιούνταν αρχικά στην μεταφορά άνθρακα από το Wear και Goole στο Λονδίνο, αλλά σύντομα επεκτάθηκε στο εμπόριο ξυλείας από τα λιμάνια της Βαλτικής. Ίσως γι’ αυτό σχεδόν όλα τα φορτηγά πλοία του στόλου της, ο οποίος ήταν ο μεγαλύτερος στην Μεγάλη Βρετανία της εποχής, είχαν την κατάληξη -wood στα ονόματα που τους είχαν δοθεί, υποδηλώνοντας τόσο το αντικείμενο της εταιρείας, όσο και την πλοιοκτησία. Εκτός, λοιπόν, από το «Holywood», η εταιρεία Wm France, Fenwick & Co κατείχε τα πλοία Northwood, Lockwood, Rookwood, Gwynwood, Hawkwood, Monkwood, Holmwood, κ. ά. Στην διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, αρκετά από τα πλοία της Wm France, Fenwick & Co είχαν επιταχθεί από το Ναυαρχείο (Admiralty).[6] Από την έρευνα σε ψηφιακές βάσεις δεδομένων και αρχεία, το «Holywood» φαίνεται να ήταν ένα από τα πλοία που επιτάχθηκαν από το Ναυαρχείο για την μεταφορά άνθρακα το 1915.[7] Αν και δεν κατέστη δυνατή η συγκέντρωση περαιτέρω στοιχείων, θεωρείται πιθανό το «Holywood» να είχε επιταχθεί και τα έτη 1917-1918, καθώς από τα ψηφιοποιημένα αρχεία του Βρετανικού Μουσείου Ναυτιλίας (National Maritime Museum) και του Αρχείου Ναυτικής Ιστορίας (Maritime History Archive), φαίνεται να μην είχε πραγματοποιήσει ταξίδια κατά την περίοδο αυτή.[8] Μια άλλη εκδοχή είναι η μη πραγματοποίηση ταξιδιών για λόγους ασφαλείας, λόγω των παράλληλων πολεμικών εξελίξεων. Σε κάθε περίπτωση στην ανάλυση αυτή θα πρέπει να ληφθούν υπόψιν και οι περιορισμοί της έρευνας.
Όσον αφορά τα ψηφιοποιημένα αρχεία του Βρετανικού Μουσείου Ναυτιλίας, έχει ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι στις λίστες πληρώματος υπάρχουν και Έλληνες ναυτικοί:
Στον παραπάνω πίνακα παρατηρούμε ότι για ορισμένους ναυτικούς δεν ήταν η πρώτη φορά που είχαν ναυτολογηθεί στο «Holywood». Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι η εταιρεία Wm France, Fenwick & Co παρείχε συμβάσεις εξάμηνης διάρκειας για πραγματοποίηση πολλαπλών ταξιδιών στο πλήρωμα του «Holywood». Μάλιστα, στα 28 χρόνια που το πλοίο παρέμεινε υπό βρετανική σημαία, ελάχιστες φορές παρείχε στο προσωπικό συμβάσεις ναυτολόγησης για πραγματοποίηση ενός μόνο ταξιδιού. Η πρακτική αυτή παρατηρείται κυρίως στα έτη που ακολούθησαν την λήξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου,[11] γεγονός που θα μπορούσε να συνδεθεί και με την προσπάθεια ανάκαμψης των εργασιών της εταιρείας μετά το πέρας του Πολέμου, στην διάρκεια του οποίου έχασε έξι πλοία. Τα πλοία αυτά είχαν επιταχθεί για μεταφορά άνθρακα από το Ναυαρχείο και βυθίστηκαν από εχθρικά πυρά.[12]
Τέλος, για ό,τι αφορά το «Holywood» θα πρέπει ακόμα να σημειωθεί ότι το σύνολο των ταξιδιών που πραγματοποίησε είναι καταγεγραμμένο στα σχετικά νηολόγια, αρκετά από τα οποία είναι ελεύθερα προσβάσιμα σε ψηφιακές συλλογές, όπως αυτή του Ιστορικού και Ναυτικού Ψηφιακού Αρχείου του Σαουθάμπτον (Southampton).[13] Στο Ψηφιακό Αρχείο του Σαουθάμπτον μπορεί κάποιος να αναζητήσει και νηολόγια του πλοίου ως Τάναϊς.[14] Στα νηολόγια, εκτός από το όνομα της πλοιοκτήτριας εταιρείας, αναγράφονται βασικά στοιχεία της ταυτότητας του πλοίου, όπως η χωρητικότητα, το έτος ναυπήγησης, το Διεθνές Διακριτικό Σήμα κλήσης πλοίου.
1935 – 1940: Το πλοίο ως Τάναϊς
Το 1935, η εταιρεία «Synodinos Bros. Mgrs.» του Στέφανου Συνοδού αγόρασε το «Holywood» από την Wm France, Fenwick & Co, έναντι του ποσού των 3,800 λιρών Αγγλίας.[15] Το πλοίο μετονομάστηκε σε Τάναϊς από την αρχαία ονομασία του ποταμού Ντον στην περιοχή της νοτιοδυτικής Ρωσίας. Η εταιρεία διέθετε και άλλα πλοία που έφεραν αρχαιοελληνικά ονόματα ρωσικών ποταμών, όπως τα «Danapris (Δάναπρις)»[16] και «Ύπανις»[17] που φέρουν αρχαιοελληνικές ονομασίες ποταμών της νοτιοδυτικής Ρωσίας.
Το Τάναϊς, λοιπόν, το οποίο συχνά αναφέρεται εσφαλμένα ως «Δαναΐς» ή «Δανάη», εγγράφτηκε με αριθμό νηολογίου Πειραιώς 831 και Διεθνές Διακριτικό Σήμα «SVAK».[18] Το πλοίο αξιοποιήθηκε από την εταιρεία «Synodinos Bros. Mgrs.» ουσιαστικά μόνο για πέντε έτη, όχι μόνο για την μεταφορά ξυλείας, αλλά και για την διακίνηση άλλων εμπορευμάτων, όπως σίτου, ως επί το πλείστων από λιμάνια της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Κάποια από τα ταξίδια του πλοίου έχουν καταγραφεί στο Ημερήσιο Δελτίον Χρηματιστηρίου Εμπορευμάτων Πειραιώς (ΗΔΧΕΠ). Ακολουθεί μια ενδεικτική λίστα:
Στις 11 Ιουνίου 1940 και ενώ ο πόλεμος μαινόταν στην Ευρώπη το Τάναϊς επιτάχθηκε.[30] Έπειτα από την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου, τα επιταγμένα πλοία διασφάλισαν την συνέχιση της τροφοδοσίας του γενικού πληθυσμού με την διακίνηση αγαθών και προϊόντων, αλλά και την μεταφορά έμψυχου και πολεμικού υλικού στο μέτωπο, συμβάλλοντας σημαντικά στις πολεμικές επιχειρήσεις. Σύντομα, οι αρχές προχώρησαν στην χορήγηση πολεμικών επιδομάτων στους ναυτικούς, αναγνωρίζοντας τοιουτοτρόπως την συνεισφορά τους.[31] Η εφημερίδα Ακρόπολις σχολιάζει σχετικά:
«Ήτο δίκαιο, ήτο λογικόν, ήτο επιβεβλημένον να θεσπισθούν τα ειδικά πολεμικά επιδόματα δια τους ναυτικούς μας, οι οποίοι συνεχίζουν ακλόνητοι το κινδυνωδέστατον έργον των, προσφέροντας υπηρεσίας αληθώς εθνικάς κατά τας δυσχερεστάτας αυτάς ώρας, χωρίς την παραμικράν ιδιαιτέραν αμοιβήν. Το γεγονός περιποιεί τιμήν αληθώς εις την Κυβέρνησιν, η οποία αυτοβούλως έσπευσε να καθιερώση τα εν λόγω γενναία επιδόματα. Δεν αποτελούν και δεν δύνανται σημειωτέον ν’ αποτελέσουν ταύτα, αντιστάθμισμα των κινδύνων τους οποίους οι θαλασσόλυκοί μας αντιμετωπίζουν. Όπως δεν δύνανται, ουδέ κατά μέρος να ισοφαρίσουν τας υπηρεσίας τας υπ’ αυτών παρεχομένας σήμερον.
Κολοσσιαία είνε η συμβολή των εις την ομαλωτάτην λειτουργίαν των θαλασσίων μεταφορών, δια της οποίας κανονικώτατα εγένετο και γίνεται ο εφοδιασμός του Στρατού μας και εξυπηρετούνται αι ανάγκαι της διατροφής του λαού – γεγονός το οποίον, γενικώτερον, αποτελεί αληθή άθλον, άξιον να προσπορίση την ευγνωμοσύνην του Έθνους εις τους συντελεστάς του».[32]
1941: Η πρώτη βύθιση του Τάναϊς
Έπειτα από την επίθεση της Γερμανίας και την έναρξη της Κατοχής, η αποτύπωση της πορείας του Τάναϊς δεν είναι εύκολη. Σύμφωνα με τον Χρήστο Ντούνη, στις 17 Μαΐου 1941, το πλοίο κατέπλευσε στο λιμάνι της Σούδας με εμπορικό φορτίο και Πλοίαρχο τον Μιλτιάδη Παπαγγελή. Λίγες μέρες μετά, στις 26 Μαΐου 1941, το πλοίο βυθίστηκε από γερμανικά αεροπορικά πυρά.[33] Η Κρατική Βιβλιοθήκη της Βυρτερμέργης (Württemberg), από την άλλη, αναφέρει ως ημερομηνία βομβαρδισμού του πλοίου την 7η Μαΐου 1941.[34]
Η απόφαση ανέλκυσης και επισκευής του Τάναϊς από τους Γερμανούς, πάντως, μπορεί να συνδέεται και με την αδυναμία εντοπισμού των εν κινήσει πλοίων. Όπως συνέβη στην ηπειρωτική χώρα, όπου οι εφοπλιστές προκειμένου να δυσχεράνουν την προσπάθεια των κατοχικών αρχών να εντοπίσουν τα πλοία εν κινήσει κατέστρεψαν τα σχετικά αρχεία35] (έπειτα από εντολή της κυβέρνησης Τσολάκογλου να παραδώσουν τα πλοία τους),[36] έτσι και στην Κρήτη έγιναν προσπάθειες απόκρυψης στοιχείων προς την Κατοχική Διοίκηση. Όπως προκύπτει από σχετικά έγγραφα του Ιστορικού Αρχείου Κρήτης, η Γερμανική Κατοχή είχε επιχειρήσει να καταγράψει τα πλοία που είχαν νηολογηθεί ή παρέμεναν αγκυροβολημένα στο νησί, προκειμένου να τα επιτάξει, ωστόσο Έλληνες αντιστασιακοί, όπως ο Πλοίαρχος Κατερίνης Αλέξανδρος,[37] δυσχέραιναν το έργο τους. Σε σχετική αναφορά του προς την Νομαρχία Χανίων, κάνει λόγο για ασήμαντη παρουσία πλοίων στο νησί προπολεμικά και δίνει έμφαση στα πλοία που είχαν βυθιστεί κατά την διάρκεια της Μάχης της Κρήτης στον λιμένα της Σούδας (μεταξύ αυτών και το Τάναϊς), αναφέροντας ταυτόχρονα εάν είναι δυνατή η ανέλκυση και επισκευή τους. Είναι χαρακτηριστικό το ακόλουθο απόσπασμα:
«Έχομεν την τιμήν να αναφέρωμεν ότι: 1. Ο προ του πολέμου αριθμός των εις τους λιμένας της Κρήτης πλοίων ελλιμενισμένων ήταν ασήμαντος συνιστάμενος μόνον εις πετρελαιοκίνητα ευρισκόμενα πάντοτε εν κινήσειν και μη ελλιμενισμένα. 2ον) Ηγκυροβολήμενα πλοία προ του πολέμου δεν υπήρχον εις τους λιμένας της Κρήτης. 3ον) Κατά την διάρκειαν του πολέμου παρουσίασεν κίνησιν εξαιρετικήν μόνον ο λιμήν της Σούδας, παρέμειναν δε τα κάτωθι βεβλαμμένα εκ βομβών αεροπλάνων πλοία ως εξής: [..] στ/ Φορτηγόν “Τάναϊς” τον. 2300 προσηραγμένον λόγω διαρροών (ανέλυσις του είναι δυνατή κατόπιν αντλήσεως των υδάτων. [38]».
1942-1944: Το Τάναϊς υπό την σημαία του Ράιχ (Reichsdienstflagge)
Το Τάναϊς ανελκύστηκε και επισκευάστηκε για λογαριασμό της Mittelmeer-Reederei, ημικρατικής γερμανικής εταιρείας, η οποία ιδρύθηκε τον Νοέμβριο του 1942 έπειτα από την σύμπραξη έντεκα ναυτιλιακών εταιρειών στο Αμβούργο. Σκοπός της εταιρείας ήταν να υποστηρίξει την προσπάθεια του Επιτρόπου Ναυτιλίας του Ράιχ (Reichskommissar für die Seeschifffahrt) να διαχειριστεί και να αξιοποιήσει για τις ανάγκες του πολέμου τα επιταγμένα πλοία από τις κατεχόμενες περιοχές της Μεσογείου. Τα πλοία αυτά, πλέοντας πλέον υπό την σημαία του Ράιχ (Reichsdienstflagge), ανέλαβαν κατά κύριο λόγο την μεταφορά στρατευμάτων, αιχμαλώτων, πολεμικού υλικού και εφοδίων.[39] Το ίδιο συνέβη και με το Τάναϊς, το οποίο έπειτα από την ανέλκυσή του, επισκευάστηκε πιθανότατα στο καρνάγιο των Χανίων (το οποίο είχε επιταχθεί με την έναρξη της Κατοχής στο νησί)[40] και χρησιμοποιήθηκε για την διακίνηση φορτίων μεταξύ των νησιών του Αιγαίου και της ηπειρωτικής χώρας. Το πλοίο διέθετε πολιτικά πληρώματα με στρατιωτική δικαιοδοσία.[41]
Ακόμη, το Τάναϊς ως «εχθρικό» πια πλοίο[42] έγινε στόχος των Συμμαχικών Δυνάμεων δύο φορές. Στις 30 Ιουνίου 1943, το Βρετανικό υποβρύχιο HMS PARTHIAN επιχείρησε ανεπιτυχώς να το βυθίσει. Το Τάναϊς πραγματοποιούσε δρομολόγιο από την Μήλο στην Σούδα, υπό την συνοδεία Γερμανικών περιπολικών θαλάσσιων και εναέριων μέσων, και εντοπίστηκε από το Βρετανικό υποβρύχιο τις πρώτες πρωινές ώρες. Από τις περιγραφές της σχετικής αναφοράς ήταν εμφανές ότι το Τάναϊς μετέφερε βαρύ φορτίο. Σε λιγότερο από δύο ώρες από τον εντοπισμό του εχθρικού στόχου, το HMS PARTHIAN πυροδότησε τρεις τορπίλες, ενώ επιχείρησε ανεπιτυχώς να πυροδοτήσει και τέταρτη. Οι τορπίλες δεν βρήκαν τον στόχο τους, και το HMS PARTHIAN δεν επιχείρησε νέα επίθεση, λόγω της παρουσίας των συνοδευτικών περιπολικών μέσων.[43] Έξι μήνες περίπου μετά και συγκεκριμένα στις 6 Ιανουαρίου 1944, το Τάναϊς δέχεται νέα επίθεση στην ίδια περιοχή από τρία συμμαχικά αεροσκάφη τύπου “Marauder”. Και αυτήν την φορά, τα συμμαχικά πυρά δεν βρήκαν τον στόχο τους.[44]
9 Ιουνίου 1944: Το Τελευταίο Ταξίδι
Το τελευταίο ταξίδι του Τάναϊς πραγματοποιήθηκε τον Ιούνιο του 1944, 37 χρόνια μετά την ναυπήγησή του. Στο ταξίδι αυτό το πλοίο μετέφερε εκατοντάδες ανθρώπους και όχι κάποιο εμπόρευμα. Η βύθιση του πλοίου έχει ταυτιστεί με την τελευταία πράξη του δράματος των Εβραίων της Κρήτης, οι οποίοι υπέστησαν σκληρούς περιορισμούς και απάνθρωπη μεταχείριση με την επιβολή της Κατοχής στο νησί[45] και αποτελούσαν την πλειοψηφία των επιβαινόντων. Είναι χαρακτηριστική η ακόλουθη μαρτυρία που παραδίδεται στο βιβλίο του Μουρέλλου Ιωάννη, Η Μάχη της Κρήτης:
«Κατά τις αρχές του Ιουνίου 1944 οι Ηρακλειώτες παρακολούθησαν ένα φριχτό δράμα εις βάρος των δυστυχισμένων Εβραίων της Κρήτης που τους είχαν συγκεντρώσει οι Γερμανοί πάνω στα τείχη της πολιτείας. Εκεί είχαν συγκεντρώσει και διακόσια πενήντα παλικάρια της Κρήτης που περίμεναν να τα διώξουν με το βαπόρι που θα’ παιρνε τους Εβραίους.
Μόλις μαθεύτηκε ο ερχομός των έτρεξαν πολλοί που ’χαν ανάμεσά τους γνωστούς για να τους περιθάλψουν. Ολόκληρη η κοινωνία συγκλονίστηκε από το δράμα των Εβραίων, που σπαραχτικά ξετυλισσότανε μπρος στα μάτια μας. Η Ελεονώρα Στυλιανού Κατεχάκη τότε κόρη Δημάκη, που ήταν επί κεφαλής των κοριτσιών, που εστείλαμε δήθεν από το Διεθνή Ερυθρό Σταυρό με ψεύτικα χαρτιά, περιγράφει σ’ έκθεση που της ζητήσαμε τη φριχτή τους θέση: «Και το μπουλούκι αυτό που προκαλούσε τη φρίκη και τον πόνο, κάθε στιγμή μεγάλωνε και πλήθαινε. Ερχόνταν κι άλλοι κι άλλοι. Όλοι οι Εβραίοι της Κρήτης! Νέοι, γέροι, γυναίκες, παιδιά, μωρά άρρωστα από τα νοσοκομεία, παράλυτοι επάνω στα φορεία! Διέσχισαν την Κρήτη σχεδόν με τα πόδια. Τραβούσαν μαζί των ότι από όλη των την περιουσία μπορούσε να μεταφερθεί σε ένα σακούλι στην πλάτη των. Φορτωμένοι σαν ζώα, νηστικοί και διψασμένοι, περπάτησαν ώρες. Στο δρόμο άφηναν τα παπούτσια των, στις πέτρες των δρόμων μάτωσαν τα πόδια των και σαν έφταναν εδώ και μας αντίκρισαν, σαν είδαν πως μπορεί να υπάρξει γι’ αυτούς ακόμα μια ματιά στοργική σ’ αυτή τη γη, άφηναν τις ψυχές των στα χέρια μας και κυλίστηκαν, άδεια σακιά τα σώματά των, κάτω στην σκληρή γη. Και ενώ εμείς με δακρυσμένα μάτια αντικρίζαμε την κατάντια των, αυτοί βρήκαν τη γη μας αναπαυτική, την σκληρή πέτρα μαλακό μαξιλάρι, το λίγο γάλα που έφτασε με τις παραγγελίες μας κάτω από την εστία των βρεφών, νέκταρ και το νερό σαν το πολυτιμότερο αγαθό.
Σαν συνήλθαν λίγο ξελυποθύμησαν, σαν είδαν τα ματάκια των παιδιών των ν’ ανοίγουν παρηγορημένα από την πείνα, και σαν δέσαμε τις πληγές των και περιποιηθήκαμε την κάθε λογής αρρώστια των, τότε άρχισε πάλι να λειτουργεί η σκέψις των και η έννοια του τι θα απογίνουν τους απασχολούσε και πάλι. Βρήκαν τότε την προσωρινή των διαμονή κοντά μας παράδεισο και ευχόντανε να μην έφευγαν ποτέ απ’ εδώ. Μας ρωτούσαν με αγωνία τι ξέρουμε, τι μάθαμε, μας γέμισαν φιλιά και χάδια και ευχές. Η ελάχιστη περιποίησή μας τους γέμιζε ευγνωμοσύνη. Άρχισαν να ελπίζουν τονωμένοι από τις περιποιήσεις μας και τη στοργή μας. Και μεις είχαμε στην ψυχή μας την κρυάδα του θανάτου, γιατί ξέραμε καλά πως ένα βαπόρι στο λιμάνι τους περίμενε και πως το βαπόρι αυτό δεν επρόκειτο ποτέ να φτάσει σ’ άλλο λιμάνι».».[46]
Το Τάναϊς απέπλευσε μετά την δύση του ηλίου, στις 8 Ιουνίου 1944, με πλήρωμα 12 ατόμων από το λιμάνι του Ηρακλείου και προορισμό το λιμάνι του Πειραιά. Στα αμπάρια του πλοίου εκτός από τους Εβραίους, είχαν στοιβαχθεί εκατοντάδες αιχμάλωτοι ελληνικής και ιταλικής καταγωγής. Ο ακριβής αριθμός των αιχμαλώτων δεν είναι γνωστός, με τις σχετικές αναφορές να κυμαίνονται μεταξύ 500 και 1.000 ατόμων. Σε γερμανικό έγγραφο, πάντως, που παραδίδεται στο Das Historische Marinearchiv αναφέρονται 492 ψυχές.[47]
Το Τάναϊς, λοιπόν, ενώ έπλεε στην θαλάσσια περιοχή με στίγμα 35ο – 35΄ Βόρειο και 25ο – 11΄Ανατολικό τις πρώτες πρωινές ώρες της 9ης Ιουνίου 1944, δέχτηκε επίθεση. Με την βύθισή του πήρε στον βυθό την συντριπτική πλειοψηφία των επιβαινόντων. Αν και αρχικά είχε θεωρηθεί ότι το πλοίο βυθίστηκε από τους ίδιους τους Γερμανούς,[48] έχει αποδειχτεί πλέον ότι την ευθύνη της επίθεσης έφερε Βρετανικό υποβρύχιο. Σύμφωνα με το Uboat.net, το HMS Vivid εντόπισε το Τάναϊς στις 02:31 π. μ. να πλέει συνοδεία Γερμανικών περιπολικών σκαφών (μεταξύ αυτών ήταν το ιστιοφόρο «Ήρα»). Στις 03:12 π. μ. πυροδότησε τέσσερις τορπίλες εναντίον του πλοίου, με δύο να βρίσκουν τον στόχο τους. Το Τάναϊς βυθίστηκε σε λιγότερο από 12 δευτερόλεπτα. Δεν υπήρξε αντεπίθεση από τα παραπλέοντα πλοία. Η ίδια πηγή αναφέρει ότι το HMS Vivid περισυνέλλεξε 51 επιζώντες: 37 Γερμανούς και 14 άλλης εθνικότητας (ο αριθμός των διασωθέντων διαφέρει σε άλλες πηγές). Το HMS Vivid επέστρεψε λίγες ώρες μετά στο σημείο της επίθεσης, αλλά δεν υπήρχαν ίχνη άλλων επιζώντων ή του πλοίου.[49]
Μετά το ναυάγιο (1945-1946)
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει ο Μαυριδερός Δημήτρης στη μελέτη του «Το τελευταίο ταξίδι»,[50] στο αρχείο του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας, υπάρχει φάκελος για το ατμόπλοιο Τάναϊς, ο οποίος περιέχει πλήθος εγγράφων σχετικών με τον τορπιλισμό του πλοίου. Σύμφωνα με την ίδια πηγή, μόλις ένας από τους διασωθέντες, ο Μενέλαος Αν. Αναστασίου, προσήλθε στο Υπουργείο και κατέθεσε γραπτώς για τις συνθήκες του ναυαγίου:
«Στην κατάθεσή του αυτή αναφέρει μεταξύ άλλων, ότι το πλοίο τορπιλίστηκε από συμμαχικό υποβρύχιο και ότι διασώθηκαν 20 Έλληνες και 30 Γερμανοί. Από άλλα έγγραφα του ιδίου φακέλου έγινε γνωστό, ότι η Ισραηλιτική Κοινότητα Ζακύνθου – με πρόεδρο το Μωυσή Ησαΐα Γανή – ζήτησε εγγράφως από το υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας στοιχεία για το ναυάγιο, στις 17 Ιουλίου 1945. [51] Ακόμα, στο υπ’ αριθμ. 44489/2831/564/7 Οκτωβρίου 1946 έγγραφο του υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας αναφέρεται ότι «πάντες οι διασωθέντες ανήκουν εις το πλήρωμα του Τάναϊς. Οι πλείστοι εξ αυτών ήσαν Γερμανοί. Ουδεμία γυνή ήτο μεταξύ των διασωθέντων»[52]