- ThePlus Audio
Γράφει ο Γεράσιμος Λειβαδάς
Αριστερά από την σκάλα που οδηγεί στην κεντρική είσοδο του Πολεμικού Μουσείου επί της οδού Ριζάρη βλέπει κανείς ένα περίεργο γαλαζοπράσινο έκθεμα. Σε κάποιους αυτό θυμίζει το μικρό υποβρύχιο του Τιν-Τιν με το οποίο καταδύθηκε στα νερά της Καραϊβικής για να ανακαλύψει τον θησαυρό του Κόκκινου Ράκαμ που βυθίστηκε τον 17ο αιώνα από τον πρόγονο του καπετάνιου Χάντοκ, Σερ Φράνσις Χάντοκ, κυβερνήτη του Μονόκερου. Ο Herge εξέδωσε αυτό το βιβλίο το 1943, στο γερμανοκρατούμενο Βέλγιο, δύο χρόνια μετά την βύθιση Βρετανικών πολεμικών πλοίων στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας με την χρήση των maiali, των αποκαλούμενων ανθρώπινων υποβρύχιων τορπιλών.
Οι Βρετανοί ήταν οι πρώτοι που σχεδίασαν το 1909 ένα πρωτόγονο τέτοιο υποβρύχιο, αλλά τελικά δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ. Ακολούθησαν οι Ιταλοί, όταν ο μηχανικός και πλοίαρχος Raffaele Rossetti, Διοικητής του ναυστάθμου στην La Spezia, δημιούργησε μία τορπίλη-νάρκη η οποία καθοδηγούμενη από δύτες, προσαρτώταν με μαγνήτες στα ύφαλα ενός πλοίου και με ωρολογιακό μηχανισμό εκρήγνυτο. Η τορπίλη ονομάστηκε mignatta (βδέλλα). Η πρώτη φορά που χρησιμοποιήθηκε τέτοια τορπίλη ανατίναξε την 1η Νοεμβρίου του 1918, στο λιμάνι της Πούλα στην σημερινή Κροατία, το Αυστριακό θωρηκτό 22.800 τόνων SMS “Viribus Unitis”. Ο πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος έληξε 10 μέρες αργότερα οπότε δεν χρησιμοποιήθηκε άλλη ανθρωποκινούμενη τορπίλη.
Πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Ιταλική εταιρεία Società Italiana Caproni, Milano, γνωστή για τον σχεδιασμό αεροσκαφών που είχε ιδρυθεί το 1909 από Giovanni Battista Caproni, αργότερα Κόμη του Taliedo, σχεδίασε τα αποκαλούμενα maiale (γουρούνια) για το Πολεμικό Ναυτικό της Ιταλίας. Κατασκευάστηκαν 42 τέτοιες τορπίλες μήκους 7,3 μέτρων και διέθετε ηλεκτρική μηχανή 1,6 ίππων. Αυτά, παρήχθησαν στο ναυπηγείο του San Bartolomeo στην La Spezia και χρησιμοποιήθηκαν από την ομάδα υποβρυχίων καταστροφών της Ιταλίας, την γνωστή “Decima Flottiglia Motoscafi Armati Siluranti”. Τον Δεκέμβριο του 1941 μέσα στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας της Αιγύπτου κατέστρεψαν δύο Βρετανικά θωρηκτά, το HMS Queen Elizabeth, 31.000 τόνων και το HMS Valiant, 29.000 τόνων. Χρησιμοποιήθηκαν επίσης, προσπαθώντας να ανατινάξουν πολεμικά ή μεταγωγικά πλοία, με μικρότερη επιτυχία ή και απέτυχαν, στο Γιβραλτάρ, την Μάλτα και την Σούδα, όπου επλήγη το HMS York χωρίς όμως να βυθιστεί. Βομβαρδίστηκε δύο μήνες αργότερα από την Γερμανική αεροπορία και αχρηστεύθηκε.
Οι Βρετανοί είχαν κατασκευάσει τέτοιες τορπίλες, τις αποκαλούμενες Chariot Mk. l και II, και ήταν έτοιμες για χρήση από το 1942. Οι δύτες είχαν εκπαιδευτεί σκληρά στις λίμνες της Σκωτίας, ενώ 39 από αυτούς έχασαν την ζωή τους μέχρι το τέλος του πολέμου. Τα περίπου 60 chariots που κατασκευάστηκαν, χρησιμοποιήθηκαν με μικρή επιτυχία στο Pukhet της Ταϊλάνδης, την Ιταλία και την Τρίπολη της Λιβύης. Το μήκος τους ήταν 9,1 μέτρα και μετέφεραν κεφαλές με εκρηκτικά Torpex βάρους 500kg. Τον Ιανουάριο του 1943 βύθισαν το νεότευκτο Ιταλικό καταδρομικό “Ulpio Traiano” και το επιταγμένο πολυτελές υπερωκεάνειο “Viminale” 8.657 τόνων. Τον Ιανουάριο του 1944, κατέστρεψαν το θωρηκτό “Bolzano” στην La Spezia και τον Απρίλιο του 1945, προκάλεσαν σημαντικές ζημίες στο αεροπλανοφόρο Aquila στην Τζένοβα. Ton Οκτώβριο του 1944 στο λιμάνι του υπό Ιαπωνική κατοχή Pukhet, βύθισαν τa μεταγωγικά “Sumatra Maru”, 4.857 τόνων και “Volpi”, 5.272 τόνων. Τα Chariot είχαν μεταφέρει από την Κεϋλάνη με το υποβρύχιο HMS Trenchant. Οι Βρετανοί συνέχισαν και κατά την δεκαετία του 60 να σχεδιάζουν τέτοια οχήματα αλλά χωρίς να χρησιμοποιηθούν ποτε.
Οι Γερμανοί είχαν στην διάθεσή τους 200 παρόμοιες τορπίλες (Neger και Marder), που είχε σχεδιάσει ο Richard Mohr, 24 από τις οποίες χρησιμοποίησαν επιτυχώς κατά την διάρκεια της απόβασης στην Νορμανδία βυθίζοντας δύο Αμερικανικά ναρκαλιευτικά, «Μagic” και “Cato”, ενώ μέρες αργότερα βύθισαν το Βρετανικό καταδρομική HMS Isis όπου χάθηκαν 155 μέλη του πληρώματος, το HMS Quorn με απώλειες 139 ανδρών, καθώς και το Πολωνικό ORP Dragon. Τον Νοέμβριο του 1944, μία Neger βύθισε το μικρό πολεμικό ναρκαλιευτικό HMS Colsay κοντά στην Οστάνδη του Βελγίου.
Οι Ιάπωνες, αντίστοιχα, είχαν ναυπηγήσει τα Kaiten το 1943 σαν τορπίλη-καμικάζι μήκους 9 μέτρων. Χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά σε επίθεση κατά του δεξαμενόπλοιου USS Mississinewa τον Νοέμβριο του 1944 στις Καρολίνες νήσους του Ειρηνικού Ωκεανού. Η σημαντικότερη επιτυχία των Kaiten ήταν η βύθιση του USS Underhill στις Φιλιππίνες, τον Ιούλιο του 1945.
Το ενδιαφέρον για ανθρωποκινούμενες τορπίλες συνεχίστηκε και μετά την λήξη του Β’ ΠΠ.
Κατά την διάρκεια του Αραβο-Ισραηλινού πολέμου του 1969, η Ισραηλινή ομάδα καταστροφών Flotilla-13 κατέστρεψε δύο Αιγυπτιακές τορπιλακάτους με Ιταλικά Maiale, ενώ το 1973 η ίδια Ισραηλινή ομάδα βύθισε πάλι με Maiale, άλλη μία τορπιλάκατο, ένα σκάφος εκτόξευσης πυραύλων, ένα μικρό αποβατικό και ένα περιπολικό.
Παρόμοια θαλάσσια οχήματα χρησιμοποιήθηκαν και από το Απελευθερωτικό Μέτωπο των Ταμίλ κατά των Κυβερνητικών δυνάμεων, στον εμφύλιο πόλεμο της Σρι-Λάνκα που διήρκησε από το 1983 έως το 2009. Η ομάδα Sea-Tigers, προσκείμενη στο Απελευθερωτικό Μέτωπο χρησιμοποίησε πρωτόγονες ιδιοκατασκευές, καθώς και μία παραλλαγή των ναρκο-υποβρυχίων που χρησιμοποιούν για την παράνομη εισαγωγή ναρκωτικών στις ΗΠΑ από την νότιο Αμερική. Τα περισσότερα από αυτά ήταν ταχύπλοα σκάφη αυτοκτονίας.
Οι Αμερικανικές δυνάμεις υποβρυχίων καταδρομών, διατηρούν ακόμη και σήμερα στόλο από SDV (Seal Delivery Vehicle), δηλαδή σκάφη μεταφοράς προσωπικού για επιχειρήσεις που περιλαμβάνουν και την τοποθέτηση μαγνητικών ναρκών σε εχθρικά πλοία. Τα υποβρύχια αυτά έχουν κωδικό Mk VIII Mod 1 και υπάγονται στο USSOCOM, την Διοίκηση Ειδικών Επιχειρήσεων των Ηνωμένων Πολιτειών. Το νεότερο σκάφος με το οποίο πειραματίζονται οι Αμερικανοί είναι το DCS (Dry Combat Submersible), ένα υποβρύχιο για 8 δύτες μήκους 12 μέτρων και ύψους 2,4 μέτρων με ταχύτητα 5 κόμβους, κατασκευασμένο από την Lockheed-Martin.
Στην Μεγάλη Βρετανία η εταιρεία Marlin Submarines Ltd σχεδίασε και παράγει το S351 “Nemesis”, καθώς και μία σειρά άλλων βυθιζόμενων επανδρωμένων σκαφών με μεγάλη γκάμα επιχειρησιακών δυνατοτήτων, συμπεριλαμβανομένης και της δυνατότητος εκτόξευσης πυραύλων.
Στην Ιταλία, η Cos.Mo.S., επίσημα Costruzione Motoscafi Sottomarini s.a.s. ήταν εταιρεία κατασκευής υποβρυχίων και καταδυτικών συσκευών στο Salviano του Livorno. Η εταιρεία ξεκίνησε το 1954 από τον Sergio Pucciarini, πρώην δύτη των Ιταλικών Ο.Υ.Κ. και είχε συνεργαστεί στην παραγωγή των maiale πριν τον πόλεμο. Η ανάπτυξη των αρχικών προτύπων τους, το γνωστό ως Ippocampo, προηγήθηκε της ίδρυσης της εταιρείας και δοκιμάστηκε αρχικά το 1950/51. Οι Αμερικανικές Ομάδες Υποβρύχιων Καταστροφών αγόρασαν τα πρώτα τους Ippocampo στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και το Πολεμικό Ναυτικό των ΗΠΑ έκανε επίσημη παραγγελία στα μέσα της δεκαετίας του 1960. Στην υπηρεσία των ΗΠΑ το Ippocampo Ι και το Ippocampo ΙΙ χρησιμοποιήθηκαν μόνο για εκπαιδευτικούς σκοπούς. Στην συνέχεια η σειρά οχημάτων μεταφοράς δυτών Cosmos CE2F γνώρισε σημαντική εξαγωγική επιτυχία. Η σειρά CE4F εξήχθη για πρώτη φορά στην Τουρκία.
Στις δεκαετίες του 1950 και του 1960 υπήρξε μια στροφή σε αποστολές ειδικών επιχειρήσεων μεγαλύτερης εμβέλειας που ενεργοποιήθηκαν με τη λειτουργία οχημάτων μεταφοράς δυτών στην επιφάνεια για το μεγαλύτερο μέρος του ταξιδιού. Μυστικά η Cos.Mo.S. άρχισε να αναπτύσσει ένα υποβρύχιο σκάφος που ονομάζεται Nessie (από το τέρας του Λοχ Νες), πιθανώς με βάση τις απαιτήσεις που εξέδωσε το Ιταλικό Ναυτικό. Το Nessie είχε μήκος σαράντα πόδια και είχε πλήρωμα οκτώ άτομα. Το κύτος σχεδιάστηκε από τον Renato ‘Sonny’ Levi. Το σχέδιό του τυποποιήθηκε ως Dart-38 στις αρχές της δεκαετίας του 1970 και αυτό το πρωτότυπο πέτυχε 8 κόμβους σε δοκιμές. Το σχέδιο δεν αποκτήθηκε ποτέ από το Ιταλικό Ναυτικό που επέλεξε ένα ανταγωνιστικό σχέδιο.
Από το 1966-72, η Cos.Mo.S. ήταν ένας σημαντικός προμηθευτής για την κυβέρνηση του Πακιστάν και κατασκεύασε το υποβρύχιο midget κλάσης SX-404. Από το 1983-85, η εταιρεία έλαβε και πάλι ομοσπονδιακή σύμβαση από την Πακιστανική διοίκηση και σχεδίασε το υποβρύχιο κλάσης Cosmos, που αργότερα κατασκευάστηκε από το ναυπηγείο KS&EW στο Καράτσι.
Το 1989 ο Pucciarini πούλησε την εταιρεία στον Χιλιανό έμπορο όπλων Carlos Remigio Cardoen Cornejo, της “Industrias Cardoen”. Αυτός είχε σπουδάσει μεταλλουργία στο Πανεπιστήμιο της Utah των ΗΠΑ. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990 ο Cardoen άρχισε να διαπραγματεύεται την πώληση υποβρυχίων, ναρκών και άλλων πολεμοφοδίων στο καθεστώς του Σαντάμ Χουσεΐν στο Ιράκ, ενώ ήταν προμηθευτής του Ισημερινού, της Ισπανίας, της Ελλάδος και της Τουρκίας. Διατηρούσε γραφείο στην Αθήνα όπου συνεργαζόταν με την ΕΛΒΙΑΜΕΚ. Η συμφωνία τελικά εξελίχθηκε σε πλήρη πώληση της εταιρείας στους Ιρακινούς και η ιταλική κυβέρνηση έβαλε τέλος στη συμφωνία όταν αποκαλύφθηκε στον Τύπο. Η ακύρωση της ιρακινής συμφωνίας σε συνδυασμό με την αποτυχία μιας σειράς άλλων συμφωνιών οδήγησε την εταιρεία σε πτώχευση. Εκδόθηκε διεθνές ένταλμα σύλληψης για τον Carlos Cardoen για τον ρόλο του στο ιρακινό σκάνδαλο, αλλά δεν προσήχθη ποτέ στη δικαιοσύνη. Μετά την κατάρρευσή της εταιρείας, ο Cardoen άλλαξε την επωνυμία της σε Metalurgical del Norte L.tda, εν συντομία Metalnor (Chile) και έγινε η μεγαλύτερη εταιρεία παραγωγής και εμπορίας οπλικών συστημάτων και πολεμοφοδίων στην Χιλή.
Η Cos.Mo.S. πούλησε πριν το 2000 τεχνογνωσία στην Κορεατική WooJungSa, αργότερα ονομάστηκε Vogo Engineering η οποία κατασκεύασε το SDV-300, ένα παρόμοιο με τα Ιταλικά υποβρύχιο.
CE2F/X60-T
Το συγκεκριμένο έκθεμα που βρίσκεται στο Πολεμικό Μουσείο είναι ένα από τα σκάφη που παρήγαγε η Cos.Mo.S. και ένα από τα τέσσερα CE2F/X60-T που είχε προμηθευθεί η Ελλάδα. Αναφέρονται ως ΥΠ/ΟΧ (Υποβρύχια Οχήματα) με κωδικό αριθμό ΥΠ/ΟΧ από 91-94. Το εν λόγω μοντέλο ζυγίζει 2.100 κιλά έξω από το νερό και έχει μήκος 6,97 μέτρα μήκος, διάμετρο 80 εκατοστά και ύψος στο κεντρικό τμήμα της καμπίνας των χειριστών, 1,5 μέτρα. Έχει επιχειρησιακό βάθος τα 60 μέτρα και ανώτατη ταχύτητα τους 4,5 κόμβους, ενώ η ταχύτητα πλεύσης είναι 3,3 κόμβοι διαθέτοντας δύο ταχύτητες για όπισθεν και τέσσερεις για πρόσω με ανώτατο αριθμό στροφών ανά λεπτό τις 800 στροφές. Μοιάζει με τορπίλη αλλά έχει δύο πιλοτήρια για το πλήρωμα. Διαθέτει οροφή με συρόμενες πόρτες, όμως επιχειρησιακά, αυτές είχαν αφαιρεθεί για να μπορεί ο κυβερνήτης να έχει ελεύθερη όραση μπροστά του. Σε κάποια ίσως μεταγενέστερα μοντέλα, το όχημα διέθετε κύκλωμα τηλεόρασης με τηλεοπτική κάμερα τοποθετημένη στο ημισφαιρικό μπροστινό τμήμα του οχήματος. Σε ορισμένα μοντέλα η καμπίνα ήταν μακρύτερη και μπορούσε να φιλοξενήσει δύο δύτες ως πλήρωμα πέραν του κυβερνήτη. Οι ηλεκτροκινητήρες μπαταρίας του έδιναν μια υπό βύθιση εμβέλεια 50 ναυτικών μιλίων (95 χιλιομέτρων) σε ταχύτητα τρεισήμισι κόμβων, με τη μέγιστη ταχύτητα να είναι πέντε κόμβοι. Σε μεγάλες αποστάσεις έφτανε στην περιοχή δράσης, είτε συνδεμένο, είτε ρυμουλκούμενο από άλλο σκάφος. Ένας χώρος κάτω από το κύτος της μπορούσε να μεταφέρει ειδικό εξοπλισμό, ή 230 κιλά βαρέων εκρηκτικών φορτίων, ή 150 κιλά νάρκες πεταλίδας, ή μικρές «μικρο-τορπίλες» που προορίζονταν για χρήση εναντίον δυτών ή μικρών υποβρύχιων οχημάτων. Κατασκευάστηκαν σε διάφορες παραλλαγές και παραδόθηκαν σε διάφορες χώρες. Τα μοντέλα καθορίστηκαν σύμφωνα με το μέγιστο βάθος λειτουργίας σε μέτρα – /X30 = 30m κ.λπ. Παρήχθησαν οι εκδόσεις X30, X60 και X100. Η έκδοση /X100T ήταν ο πιο εξελιγμένος τύπος που κυκλοφόρησε στην αγορά δείχνοντας την τελική εξέλιξη του σχεδιασμού. Διέθετε ψηφιακή μονάδα ελέγχου, που εμφάνιζε λεπτομέρειες πλοήγησης και πλατφόρμας και πλήρως ενσωματωμένο αυτόματο πιλότο.
Οι στεγασμένες εκδόσεις αυτών των οχημάτων δεν διέθεταν παράθυρα άμεσης όρασης προς τα εμπρός (αλλά μόνο πλευρικά παράθυρα στις συρόμενες πόρτες). Αυτό προφανώς θα εμπόδιζε τη μεταφορά μιας κεφαλής ή άλλου φορτίου προσαρτώντας την στο μπροστινό μέρος της πλώρης, όπως έγινε στις ανθρώπινες τορπίλες του Β ‘Παγκοσμίου Πολέμου.
Το 1953, με την ένταξη της Ελλάδος στο ΝΑΤΟ, άρχισε να εκπαιδεύεται στις ΗΠΑ ένας πυρήνας ατόμων που αποτέλεσαν την αρχή για αυτό που σήμερα είναι η Διοίκηση Υποβρυχίων Καταστροφών (ΔΥΚ). Αρχική αποστολή τους ήταν η υποστήριξη των πλοίων απόβασης του Πολεμικού Ναυτικού. Η Σχολή Υποβρυχίων Καταστροφών ξεκίνησε τη λειτουργία της το 1957 στο κέντρο Εκπαίδευσης Κανελλόπουλος, υπό τη διοίκηση του πλοίαρχου Κ. Εγκολφόπουλου. Το 1968 δημιουργήθηκε η Διοίκηση Ομάδων Υποβρυχίων Καταστροφών (Δ/ΟΥΚ), με έδρα το Σκαραμαγκά και το 1969 μετονομάστηκε σε Μονάδα Υποβρύχιων Καταστροφών (ΜΥΚ) με παράλληλη αύξηση του αριθμού των επιχειρησιακών ομάδων.
Από τον Οκτώβριο του 1977 έως τον Απρίλιο του 1978 η Μονάδα Υποβρυχίων Καταστροφών προμηθεύτηκε από την Cos.Mo.S. τέσσερα ηλεκτρικά υποβρύχια που χειρίζονται δύο βατραχάνθρωποι. Χρησιμοποιήθηκαν σε εκπαίδευση βατραχανθρώπων σε συνεργασία με το υποβρύχιο «Παπανικολής» (S-114) πρώην USS Hardhead (SS-365) και το μεγαλύτερο «Κατσώνης» (S-115), πρώην USS Remora (SS-487) που παροπλίστηκαν το 1993. Τα νεότερα υποβρύχια τύπου 214 που προμηθεύτηκε το Ελληνικό ναυτικό σε αντικατάστασή αυτών των παλαιών Αμερικανικών, δεν έχουν δυνατότητα συνεργασίας με τα Cos.Mo.S., λόγω του μικρού καταστρώματος, οπότε τα ΥΠ/ΟΧ αποθηκεύτηκαν το 2002 μέχρι το 2008 οπότε και παροπλίστηκαν.
Ένα από αυτά τοποθετήθηκε στην είσοδο του Πολεμικού Μουσείου της Αθήνας στις 10 Φεβρουαρίου του 2020.
Βιβλιογραφία
Herge: Les Aventures De Tintin: Le Tresor de Rackham Le Rouge, Casterman
P. Crociani & P.P. Battistelli, Italian Navy & Air Force Elite Unit & Special Forces 1940-45, 2013, Osprey Publishing
J. Prenatt & M. Stille, Axis Midget Submarines 1939-45, 2014, Osprey Publishing
https://www.wikiwand.com/en/Cos.Mo.S
http://www.hisutton.com/DRASS.html
http://www.hisutton.com/List%20of%20Warships%20sunk%20by%20sneak%20attack.html
https://www.drass.tech/2021/09/22/sergio-pucciarini-from-decima-mas-to-cosmos/
https://www.iwm.org.uk/collections/item/object/30004030
https://en.wikipedia.org/wiki/Decima_Flottiglia_MAS
https://en.wikipedia.org/wiki/Chariot_manned_torpedo
https://en.wikipedia.org/wiki/Kaiten
https://en.wikipedia.org/wiki/USS_Underhill_(DE-682)
https://en.wikipedia.org/wiki/Carlos_Cardoen
http://www.hisutton.com/The%20famous%20CosMoS%20CE2F%20chariot.html