Του Χρήστου Αμπατζή
Η βύθιση του βρετανικού υπερωκεάνιου RMS «Lusitania» στις 7 Μαΐου 1915 από το γερμανικό υποβρύχιο U-20 αποτελεί μία από τις πολλές «βάρβαρες ενέργειες» που καταλογίστηκαν στην Καϊζερική Γερμανία κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Το συμβάν, αναμφίβολα, αποτέλεσε μία κίνηση που ζημίωσε τον γερμανικό σκοπό καθώς προκάλεσε έντονο κλίμα οργής και αγανάκτησης στις ΗΠΑ, ξεσηκώνοντας δριμύ αντι-γερμανικό συναίσθημα. Την εποχή εκείνη διατυπώθηκαν διάφορες απόψεις επί του θέματος. Από την μία πλευρά, τόσο οι Αμερικανοί όσο και οι Βρετανοί ισχυρίστηκαν πως ήταν ένα άοπλο επιβατηγό πλοίο, και η απροειδοποίητη βύθισή του αποτελούσε μία θηριωδία. Στον αντίποδα, οι Γερμανοί υποστήριξαν πως το πλοίο μετέφερε λαθραία όπλα και πυρομαχικά σε ένα εμπόλεμο μέρος, στην Αγγλία, οπότε αποτελούσε νόμιμο στόχο. Το ερώτημα στο οποίο θα επιχειρηθεί να δοθεί μια απάντηση είναι απλό: Ποιος είχε δίκιο;
Η ναυτική κατάσταση πριν τον πόλεμο.
Προτού υπεισέλθουμε στο ζήτημα του πολέμου υποβρυχίων αλλά και της εξέτασης της βύθισης του πλοίου, κρίνεται αναγκαία η επισκόπηση της κατάστασης των δύο αντιμαχόμενων πλευρών (Βρετανίας – Γερμανίας) λίγο πριν την έκρηξη του Α’ Π.Π. γεγονός που θα ρίξει φως στο γιατί η κάθε μία προέβη στις αντίστοιχες ενέργειες.
- Βρετανία: Από το 1805, οπότε και το Βασιλικό Ναυτικό – υπό την ηγεσία του ναυάρχου Λόρδου Nelson – καταναυμάχησε τον ενωμένο γαλλο-ισπανικό στόλο στη ναυμαχία του Trafalgar, η Μεγάλη Βρετανία κυριαρχούσε στις θάλασσες. Αποτελώντας την μεγαλύτερη αποικιακή αυτοκρατορία της εποχής και ελέγχοντας το 1/3 της υφηλίου η χώρα βασιζόταν στην ύπαρξη ενός ισχυρότατου στόλου προκειμένου να διασφαλίσει τις αποικίες της, αλλά και το επικερδέστατο εμπόριο που διεξήγαγε μέσω αυτών. Εκτός αυτού, η Αγγλία αποτελεί το μόνο κράτος προικισμένο με μία φυσική οχύρωση απέναντι στην Ευρώπη, το κανάλι της Μάγχης. Κάθε επίδοξος επιδρομέας θα έπρεπε πρώτα να διασχίσει αυτή την τάφρο η οποία βρισκόταν υπό την άγρυπνη επιτήρηση του Βασιλικού Ναυτικού. Έχοντας πλήρη επίγνωση των εν λόγω παραμέτρων, δεν είναι να απορεί κανείς που το μεγαλύτερο μέρος των κρατικών κονδυλίων για εξοπλισμούς απορροφούνταν άμεσα από το ναυτικό, την αιχμή του δόρατος της αυτοκρατορίας. Μάλιστα, στις 31/5/1889, το Κοινοβούλιο υιοθέτησε τη Ναυτική Αμυντική Πράξη του 1889 (Naval Defence Act), πιο γνωστή ως «Two Powers Standard» η οποία προέβλεπε ότι: «Η ισχύς του ημετέρου στόλου δέον είναι τοιαύτη, κατά 10% ανωτέρα της συνδυασμένης δυνάμεως των δύο μεγαλυτέρων ηπειρωτικών ευρωπαϊκών στόλων» – ήτοι του γαλλικού και του γερμανικού. Στο πλαίσιο αυτό, η Βρετανία ξεκίνησε το 1906 τη ναυπήγηση των πρώτων θωρηκτών κλάσης Dreadnought. Τα νέα πλοία συνδύαζαν ταχύτητα, ισχυρή θωράκιση και τρομακτική δύναμη πυρός. Ωστόσο, η Γηραιά Αλβιώνα εξακολουθούσε να αντιμετωπίζει μερικά προβλήματα. Αρκετά πλοία της ήταν ήδη πεπαλαιωμένα και ακατάλληλα για μάχη, ενώ πολλά στερούνταν θωράκισης. Την ίδια στιγμή, ουκ ολίγα σκάφη έχρηζαν επισκευών και αλλαγής – ανανέωσης – εκσυγχρονισμού του πυροβολικού τους. Επίσης, η υπεραιώνια θαλασσοκρατεία είχε δημιουργήσει ένα κλίμα εφησυχασμού στο Ναυαρχείο, το οποίο παρέμενε διστακτικό – αν όχι εχθρικό – προς κάθε μέτρο επιφύλαξης και νεωτερισμού.
- Γερμανία: Έχοντας σχετικά πρόσφατα επιτύχει την ενοποίησή της (1871) η Γερμανία είχε αναδειχθεί σε ισχυρή δύναμη στην Ευρώπη. Εντούτοις, ο προσανατολισμός της ήταν επικεντρωμένος στις χερσαίες δυνάμεις. Η κατάσταση θα αλλάξει με την ανάληψη της εξουσίας του Αυτοκρατορικού Στόλου από τον Alfred von Tirpitz. Ο Γερμανός Ναύαρχος ξεκίνησε ένα ταχύτατο πρόγραμμα εξοπλισμού και ενίσχυσης του στόλου, προκειμένου να καταστήσει τη χώρα μία αποικιακή δύναμη. Γνωρίζοντας πως ο κυριότερος αντίπαλος θα είναι η Αγγλία, ο Tirpitz έδωσε έμφαση στις μονάδες επιφανείας (θωρηκτά και καταδρομικά), χωρίς να αποκλείσει τα νέα όπλα της εποχής (υποβρύχια, τορπίλες, κ.ά.). Στηριζόμενος στη βιομηχανική υπεροχή της χώρας του, προώθησε την κατασκευή μονάδων επιφανείας, δίνοντας έμφαση στη θωράκιση και την προστασία τους. Παράλληλα, τα νέα πλοία εξοπλίστηκαν με ισχυρό πυροβολικό και σύγχρονους μηχανισμούς τροφοδοσίας και σκόπευσης. Σε σύντομο χρονικό διάστημα ο Στόλος Ανοιχτής Θαλάσσης ήταν γεγονός, και αποτελούσε μόνιμo φόβητρο για το Βρετανικό Ναυτικό. Ωστόσο, η έλλειψη ναυτικής παράδοσης αποτελούσε ανασταλτικό παράγοντα για την ισχυροποίηση και τη βελτίωση του στόλου.
Η αντιμετώπιση των υποβρυχίων.
Αναγνωρίζοντας τις αδυναμίες των ίδιων ναυτικών δυνάμεων, οι Γερμανοί υπήρξαν αρκετά πιο «διαλλακτικοί» στην αξιοποίηση νέων μεθόδων, όπλων και τακτικών. Ως εκ τούτου, ανέπτυξαν τον μεγαλύτερο στόλο υποβρυχίων στον πλανήτη.
Τα γερμανικά υποβρύχια αποτελούσαν αληθινά στρατιωτικά αριστουργήματα. Με μήκος 64 μέτρα, πλήρωμα 44 ανδρών, δύο κινητήρες ντίζελ ισχύος 1.700 ίππων και δύο ηλεκτρικούς κινητήρες των 1.200 ίππων, είχαν την ικανότητα να αναπτύσσουν ταχύτητα 9 κόμβων εν καταδύσει, διαθέτοντας μεγάλη ακτίνα δράσης και αυτονομία έως και 4 εβδομάδες στην ανοιχτή θάλασσα. Ο οπλισμός τους αποτελούνταν από 4 τορπιλοσωλήνες των 19.7 ιντσών και ένα πυροβόλο καταστρώματος των 3,5 ιντσών. Ο ρόλος τους ήταν απλός. Δρώντας ατομικά και ανεξάρτητα στον Ατλαντικό, θα έπλητταν τα εμπορικά πλοία που κατευθύνονταν στην Αγγλία. Η τελευταία είχε άμεση ανάγκη από πρώτες ύλες και τρόφιμα, τα οποία σε μεγάλο βαθμό εισήγαγε. Ένα ισχυρό πλήγμα στο σύστημα εφοδιασμού της θα οδηγούσε την Αγγλία σε λιμοκτονία και – σταδιακά, ενδεχομένως – σε έξοδο από τον πόλεμο.
Στον αντίποδα των Γερμανών βρίσκονταν οι Βρετανοί. Το Ναυαρχείο παρέμενε προσκολλημένο στην «Παλαιά Φρουρά» – ήτοι στις μονάδες επιφανείας με έμφαση στα θωρηκτά, το καμάρι του Στόλου. Οι Λόρδοι της Θαλάσσης αντιμετώπιζαν τα υποβρύχια με υποτιμητικό τρόπο, ως μια δειλή και ανήθικη προσέγγιση ενώ δεν είχαν διστάσει να δηλώσουν πως: «Όλοι οι κυβερνήτες και τα πληρώματα υποβρυχίων που θα συλλαμβάνονται πρέπει να οδηγούνται στην κρεμάλα ως κοινοί πειρατές!». Αυτή η στενόμυαλη προσέγγιση οδήγησε σε ελλιπή μέτρα αντιμετώπισης των γερμανικών υποβρυχίων. Επί παραδείγματι, δεν παραχωρείτο συνοδεία πολεμικών στα εμπορικά σκάφη τα οποία διέσχιζαν τον Ατλαντικό ενώ, κατά τη διάρκεια της νύχτας, τα πλοία έπλεαν μερικώς φωτισμένα, προσφέροντας ευκρινέστατους στόχους. Ενδεικτικά αναφέρεται πως η καύτρα ενός τσιγάρου σε συνθήκες απόλυτου σκότους, όπως αυτές που επικρατούν στην ανοιχτή θάλασσα και δη στον Ατλαντικό, υπό ήπιες καιρικές συνθήκες μπορεί να εντοπιστεί από απόσταση ενός ναυτικού μιλίου! Μία άλλη απεικόνιση της οπισθοδρομικότητας των Βρετανών καθίσταται εμφανής και στα ανθυποβρυχιακά μέτρα που είχαν ληφθεί για το Scapa Flow, το μεγαλύτερο αγκυροβόλιο του Μέγα Βρετανικού Στόλου. Σύμφωνα με τις διαταγές, ομάδες ναυτών έπρεπε να περιπλέουν τη βάση με μικρές κωπήλατες βάρκες, με μοναδικό οπλισμό ένα σφυρί! Σε περίπτωση που εντόπιζαν κάποιο περισκόπιο, έπρεπε να κωπηλατήσουν πάσει δυνάμει και, αφού προσεγγίσουν το περισκόπιο να το χτυπήσουν δυνατά με το σφυρί, αχρηστεύοντάς το.
Ο πόλεμος υποβρυχίων.
Όπως προαναφέρθηκε, αποστολή των U-Boots ήταν ο οικονομικός – ενεργειακός στραγγαλισμός των Βρετανικών Νήσων. Ως εκ τούτου, κύριος στόχος τους ήταν τα εμπορικά σκάφη που κατευθύνονταν σε αυτές. Στα πρώτα στάδια του πολέμου, οι Γερμανοί κυβερνήτες υποβρυχίων – γαλουχημένοι στην πρωσική λογική του έντιμου πολέμου και πιστοί στο ius in bello – δρούσαν ως εξής: Όταν εντόπιζαν τον στόχο τους αναδύονταν και προειδοποιούσαν το πλοίο να σταματήσει. Στην συνέχεια, άγημα ναυτών επιβιβαζόταν σε αυτό και πραγματοποιούσε νηοψία προς ανεύρεση τυχόν πολεμικού υλικού. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο τότε δινόταν χρόνος στο πλήρωμα να μεταβεί στις σωσίβιες λέμβους. Όταν η παραπάνω διαδικασία είχε ολοκληρωθεί, το πλοίο βυθιζόταν με πυρά πυροβόλου. Αν όχι, το πλοίο αφηνόταν να συνεχίσει απρόσκοπτα την πορεία του. Ο συγκεκριμένος τρόπος δράσης ονομαζόταν «καταδρομικοί κανόνες» (cruiser rules). Κατ’ αυτό τον τρόπο περιορίζονταν οι απώλειες σε αμάχους. Ωστόσο, η όλη διαδικασία ήταν εξαιρετικά χρονοβόρα, εκθέτοντας το υποβρύχιο στον κίνδυνο εντοπισμού του. Παρά ταύτα οι επιτυχίες των υποβρυχίων ήταν εξαιρετικές, με περισσότερους από 500 εκατομμύρια τόνους να καταλήγουν στον πάτο της θάλασσας ετησίως.
Αντιλαμβανόμενοι τον κίνδυνο που αντιπροσώπευαν τα υποβρύχια, οι Βρετανοί επιτελείς αναζητούσαν εναγωνίως τρόπους αντιμετώπισής τους. Σε αυτό το σημείο όμως φάνηκε η έλλειψη προετοιμασίας, απότοκος της υποτίμησης του νέου όπλου. Πιεζόμενοι ασφυκτικά από την πολιτική ηγεσία για εξάλειψη της νέας αυτής απειλής, οι Βρετανοί κατέφυγαν στο ακόλουθο αντίμετρο, τα πλοία Q. Επί της ουσίας, επρόκειτο περί βαριά οπλισμένων σκαφών «μεταμφιεσμένων» σε εμπορικά με αποστολή την παγίδευση υποβρυχίων. Το τέχνασμα ήταν απλό. Ένα πλοίο Q έπλεε ασυνόδευτο σε γνωστά εμπορικά δρομολόγια. Όταν εντοπιζόταν από ένα U-Boot, υπάκουε στα κελεύσματά του να σταματήσει αφήνοντάς το να πλησιάσει όλο και περισσότερο. Μόλις το υποβρύχιο έφτανε σε απόσταση βολής, το πλήρωμα του πλοίου έσπευδε στα παραλλαγμένα πυροβόλα ανοίγοντας πυρ κατά του ανυποψίαστου θύματός του. Μια εναλλακτική λύση ήταν να εμβολίσει το υποβρύχιο. Με αυτό τον τρόπο άρχισαν να αυξάνονται οι απώλειες υποβρυχίων. Ως απάντηση στην παραπάνω βρετανική ενέργεια, στις 4/2/1915, η Γερμανία κήρυξε τον θαλάσσιο χώρο πέριξ των Βρετανικών Νήσων ζώνη πολέμου (war zone), εκδίδοντας μια προειδοποιητική περίοδο 14 ημερών, με την πάροδο της οποίας κάθε πλοίο της Αντάντ εντός αυτής θα βυθιζόταν χωρίς προειδοποίηση. Παρά ταύτα, οι κυβερνήτες υποβρυχίων διατάχθηκαν να συνεχίσουν να τηρούν τους καταδρομικούς κανόνες όταν εντόπιζαν πλοία ουδετέρων κρατών ή σκάφη την ταυτότητα των οποίων δεν μπορούσαν να εξακριβώσουν εξαρχής, προκειμένου να αποφευχθεί η βύθισή τους. Αν και πρόθυμοι να ακολουθήσουν τις σχετικές διαταγές, οι Γερμανοί κυβερνήτες είχαν αρκετά «παρ’ ολίγον» περιστατικά τόσο με πλοία Q όσο και με εμπορικά πρόθυμα για ένα πρόσθετο κέρδος. Όντας υπεύθυνοι για τα σκάφη τους και τις ζωές των ανδρών τους, οι κυβερνήτες υποβρυχίων συνέταξαν έναν δικό τους κανόνα: «Αν αμφιβάλεις, βύθισε άμα τη εμφανίσει».
Η βύθιση του Lusitania.
Με μήκος 258 μέτρα, εκτόπισμα 32.500 τόννους και ανώτατη ταχύτητα 26 κόμβους, το RMS «Lusitania» ήταν το καμάρι της εταιρείας Cunard. Σήμα κατατεθέν του αποτελούσαν τα 4 φουγάρα ύψους 25 μέτρων που υψώνονταν πάνω από το κατάστρωμά του. Το μέγεθος και η ταχύτητά του είχαν δημιουργήσει την εντύπωση πως ήταν αβύθιστο. Αν σε αυτά συνυπολιζόταν και το γεγονός ότι διέθετε μεγάλη χωρητικότητα για την μεταφορά επιβατών τότε δεν αποτελεί έκπληξη η δημιουργία ενός αισθήματος ότι δεν διέτρεχε κίνδυνο τορπιλισμού. Στηριγμένη σε αυτά ακριβώς τα στοιχεία, η εταιρεία Cunard βρήκε την ευκαιρία να πολλαπλασιάσει κατακόρυφα τα κέρδη της μεσούντος του πολέμου. Ύστερα από πρόταση των Βρετανών, αποφασίστηκε το πλοίο να μεταφέρει λαθραία πολεμικό υλικό σε κάθε του ταξίδι από τις ΗΠΑ προς την Αγγλία. Οι πολυάριθμοι επιβάτες, οι οποίοι θα αξιοποιούνταν εν αγνοία τους ως ανθρώπινες ασπίδες, αποτελώντας ένα είδος εγγύησης κατά μιας τορπιλικής επίθεσης.
Αρχικά, το όλο εγχείρημα στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία καθώς εκατοντάδες τόνοι πυρομαχικών μεταφέρθηκαν με ασφάλεια στην Αγγλία. Σταδιακά όμως, οι ενέργειες αυτές άρχισαν να κινούν την περιέργεια και τις υποψίες των γερμανικών υπηρεσιών πληροφοριών. Οι Γερμανοί υποψιάζονταν πως το πλοίο πραγματοποιούσε λαθρεμπόριο αλλά δεν ήταν σίγουροι για το είδος του φορτίου ούτε διέθεταν και κάποιο σχετικό αποδεικτικό στοιχείο. Θέλοντας να αποφύγουν τυχόν προστριβές με τις ουδέτερες ΗΠΑ, η Γερμανική Πρεσβεία, εξέδωσε ανοιχτά μέσω του τύπου ανακοίνωση/προειδοποίηση προς το κοινό να μην χρησιμοποιεί το Lusitania για τις μεταφορές τους. Η είδηση αυτή βέβαια δεν πτόησε τους Βρετανούς και τους συνεργάτες τους οίτινες συνέχισαν απτόητοι τις μεταφορές. Την ίδια στιγμή, η όλη κατάσταση αντιμετωπιζόταν ως ανέκδοτο από την αμερικανική κοινωνία, η οποία δεν έπαιρνε στα σοβαρά την γερμανική προειδοποίηση. Πολλοί έβλεπαν τις γερμανικές δηλώσεις ως απλά ψεύδη, ενώ άλλοι, συμπεριλαμβανομένου και του κυβερνήτη του Lusitania, William Turner, δήλωναν απερίφραστα: «Το καλύτερο αστείο που έχω ακούσει εδώ και καιρό είναι ετούτη η κουβέντα για τον τορπιλισμό του Lusitania.».
Υπό αυτές τις συνθήκες, την 1η Μαΐου 1915 το Lusitania απέπλευσε για το ταξίδι Νέα Υόρκη – Λίβερπουλ με 1.266 επιβάτες και 696 μέλη του πληρώματος. Αξίζει να σημειωθεί πως, αρκετές ημέρες νωρίτερα, η Γερμανική Πρεσβεία προειδοποίησε εκ νέου, μέσω του τύπου, το επιβατικό κοινό. Δυστυχώς, ουδείς ενδιαφέρθηκε να ακούσει. Το πρωί της 7ης Μαΐου το Lusitania έπλεε 120 ναυτικά μίλια νότια της Ιρλανδίας με ταχύτητα 18 κόμβων οπότε και εντοπίστηκε από το U-20.
Ο κυβερνήτης του U-20, Υποπλοίαρχος Walther Schwieger, βρισκόταν στη θάλασσα από τα τέλη Απριλίου, και μόλις την προηγούμενη μέρα είχε βυθίσει 2 πλοία. Μόλις εντόπισε το Lusitania, εξακρίβωσε ότι επρόκειτο περί επιβατηγού πλοίου της γραμμής αλλά δεν μπορούσε να διακρίνει τη σημαία ή το όνομά του καθώς το Lusitania έπλεε χωρίς να έχει υψωμένη τη σημαία του και με το όνομά του βαμμένο με σκούρα βαφή. Αμφότερα ήταν κοινά γνωρίσματα των πλοίων Q. Φοβούμενος ότι επρόκειτο περί πλοίου Q ή ότι ο καπετάνιος του θα επιχειρούσε ελιγμό εμβολισμού κατά του σκάφους του, ο Schwieger αποφάσισε να το πλήξει χωρίς προειδοποίηση. Έτσι, εκτόξευσε την μία από τις τρεις εναπομείνασες τορπίλες του από απόσταση 700 μέτρων. Το πλήγμα υπήρξε καίριο. Σύμφωνα με τον ίδιο τον Schwieger: «Η τορπίλη πλήττει την δεξιά πλευρά ακριβώς κάτω από την γέφυρα. Όπως συνήθως, σημειώνεται ισχυρή έκρηξη και προκαλείται μεγάλο σύννεφο ως απότοκό της. Η έκρηξη της τορπίλης πρέπει να ακολουθήθηκε και από άλλη πιθανώς κάποιου καυστήρα…». Μάλιστα, η ένταση της έκρηξης έκανε ιδιαίτερη εντύπωση στον αξιωματικό τορπιλών Raimund Weisbach ως ιδιαίτερα ισχυρή. Βλέποντας ότι ο στόχος είχε πληγεί και σιγά σιγά βυθιζόταν, το U-20 εγκατέλειψε την περιοχή χωρίς να περισυλλέξει ναυαγούς.
Εν τω μεταξύ, το Lusitania είχε μετατραπεί, σε μια κόλαση φωτιάς. Ο κυβερνήτης του, William Turner, διέταξε στροφή πάση δυνάμει προς τις ακτές της Ιρλανδίας αλλά το πλοίο δεν ανταποκρινόταν. Η κατάσταση στο εσωτερικό ήταν χαώδης. Το ρεύμα κόπηκε με αποτέλεσμα αναρίθμητοι επιβάτες και μέλη του πληρώματος να παγιδευτούν σε ανελκυστήρες. Μπουκαπόρτες που είχαν κλείσει προληπτικά πριν την επίθεση δεν ήταν δυνατόν να ανοίξουν παγιδεύοντας ανθρώπους στα διάφορα διαμερίσματα. Το πλοίο είχε αρχίσει να έχει μεγάλη εισροή ύδατος και πήρε κλίση 15 μοιρών προς τα δεξιά. Βλέποντας πως η κατάσταση ήταν μη αναστρέψιμη, ο Turner διέταξε στις 14:15 την εγκατάλειψη του πλοίου. Το Lusitania βυθίστηκε μέσα σε 18 λεπτά, με απώλειες 1.195 ατόμων, στην πλειοψηφία τους Βρετανών. Ανάμεσα στους νεκρούς συγκαταλέγονταν και 128 Αμερικανοί. Όπως ήταν αναμενόμενο, η κοινή γνώμη των ΗΠΑ στράφηκε με μένος κατά της «εν ψυχρώ δολοφονίας» που είχαν διαπράξει οι Γερμανοί.
Νόμιμος Στόχος ή Έγκλημα Πολέμου;
Ήταν η βύθιση του πλοίου ένα ειδεχθές έγκλημα πολέμου, όπως υποστήριξαν οι Βρετανοί, ή μήπως το Lusitania αποτελούσε έναν νόμιμο στόχο; Την επομένη της βύθισης, αμφότεροι επιδόθηκαν σε έναν φρενήρη αγώνα προκειμένου να αποδείξουν/τεκμηριώσουν την «αλήθεια» των θέσεών τους.
- Αμερικανοί: Αυτό που συντάραξε περισσότερο τις ΗΠΑ δεν ήταν τόσο ο τορπιλισμός του πλοίου αυτός καθ’ αυτός αλλά ο θάνατος Αμερικανών υπηκόων. Η κοινή γνώμη έβραζε από θυμό και αγανάκτηση για αυτή την «δολοφονική» – όπως την χαρακτήρισε ο τύπος της εποχής – επίθεσης των Ούννων. Το 1918 οι αμερικανικές αρχές διεξήγαγαν έρευνα προκειμένου να διαπιστωθεί το κατά πόσο το πλοίο μετέφερε λαθραίο πολεμικό υλικό. Το πόρισμα της επιτροπής ήταν αρνητικό.
- Βρετανοί: Το 1915 οι βρετανικές αρχές διεξήγαγαν έρευνα σχετικά με το αν το Lusitania πραγματοποιούσε λαθρεμπόριο. Το πόρισμα της επιτροπής ήταν ότι: «Το πλοίο δεν μετέφερε ύποπτο φορτίο!». Εκτός αυτού όμως, οι βρετανικές υπηρεσίες πληροφοριών κατέφυγαν και σε μια άλλη κίνηση, τη δημοσιοποίηση του λεγόμενου «μεταλλίου του Lusitania». Εκμεταλλευόμενοι ένα τυπογραφικό λάθος του σχεδιαστή οι Βρετανοί έφτιαξαν αρκετά αντίγραφα του μεταλλίου τα οποία διοχέτευσαν στην αγορά υποστηρίζοντας ότι η βύθιση του πλοίου ήταν προαποφασισμένη και ότι το μετάλλιο αποτελούσε τρόπο παρασημοφόρησης των πληρωμάτων των γερμανικών υποβρυχίων.
- Γερμανοί: Αρχικά, οι γερμανικές αρχές αρνήθηκαν κάθε σχέση με τα παραπάνω. Ωστόσο, υπήρξαν αρκετές εφημερίδες οι οποίες επικρότησαν την βύθιση ως ένα ξεκάθαρο μήνυμα κατά της διεξαγωγής λαθρεμπορίου. Ο κυβερνήτης του U-20 πέρασε από ανακριτική επιτροπή, στην οποία δήλωσε πως αγνοούσε την ταυτότητα του πλοίου που τορπίλισε. Σύμφωνα με τον ίδιο: «Εντόπισα το πλοίο αλλά δεν το αναγνώρισα. Επειδή αμφέβαλλα για το αν είναι οπλισμένο ή όχι, προτίμησα να το πλήξω χωρίς προειδοποίηση.». Κοινώς, ο Schwieger είχε βυθίσει το πλοίο επί τη εμφανίσει. Αξίζει να σημειωθεί πως η γερμανική κυβέρνηση ζήτησε συγγνώμη από τις ΗΠΑ για τον θάνατο των Αμερικανών πολιτών, και πρότεινε να καταβάλει αποζημίωση 1.000 δολαρίων για κάθε νεκρό Αμερικάνο – πρόταση που απορρίφθηκε από την αμερικανική ηγεσία στις 22/11/1915.
Το ερώτημα όμως παρέμενε. Ποιος ευθυνόταν; Σύμφωνα με το ισχύον διεθνές δίκαιο, προτού πληγεί πλοίο ουδέτερου κράτους, είναι υποχρεωτική η προειδοποίηση και η διεξαγωγή νηοψίας. Στην περίπτωση του Lusitania κάτι τέτοιο δεν είχε συμβεί. Ως εκ τούτου, οι Γερμανοί ευθύνονταν για επίθεση κατά αμάχων από καθαρά νομική σκοπιά. Παρά ταύτα, όπως έχει προαναφερθεί, ο Schwieger φοβόταν τυχόν εμβολισμό – όπως παρότρυνε το Βρετανικό Ναυαρχείο τα εμπορικά να πράττουν σε περίπτωση που συναντούσαν υποβρύχιο – ενώ δεν μπορούσε να είναι και σίγουρος για το αν είχε απέναντί του ένα απλό εμπορικό/επιβατηγό πλοίο ή ένα πλοίο Q. Ως εκ τούτου, έθεσε σε πρώτη μοίρα την ασφάλεια του σκάφους του και των ανδρών του, όπως ακριβώς θα έπραττε κι οποιοσδήποτε άλλος κυβερνήτης στη θέση του.
Μετά την λήξη του πολέμου βρέθηκαν αντίτυπα της μεταφορικής του Lusitania, τα οποία απεδείκνυαν πως μετέφερε πράγματι πυρομαχικά. Συγκεκριμένα, στα αμπάρια του υπήρχαν πάνω από 4.000.000 φυσίγγια ελαφρών όπλων, 1.250 άδειοι κάλυκες, περίπου 5.000 βολιδοφόρα βλήματα και 3.240 πυροσωλήνες – όλα φορτωμένα με προορισμό την Αγγλία.
Συμπέρασμα
Λαμβάνοντας υπόψιν τα προαναφερθέντα, προκύπτουν τα ακόλουθα:
- Εκ πρώτης όψεως, το Lusitania ήταν ένα άοπλο επιβατηγό σκάφος.
- Κατά την υπό εξέταση περίοδο δεν υπήρχε καμία νομική πρόβλεψη η οποία να απαγόρευε την χρήση αμάχων ως ασπίδα. Παρά ταύτα, η εν λόγω πρακτική θεωρείτο άκρως ανέντιμη και ανήθικη.
- Οι Γερμανοί ναι μεν υποπτεύονταν ότι το πλοίο διεξήγαγε λαθρεμπόριο αλλά ούτε είχαν στοιχεία περί τούτου ούτε όμως ήταν και σε θέση να το αποδείξουν.
- Το U-20 εντόπισε το πλοίο και το βύθισε χωρίς προειδοποίηση, χωρίς να έχει εξακριβώσει την ταυτότητά του ή να έχει διεξάγει νηοψία, όπως προβλεπόταν, ενώ δεν επιχείρησε να περισυλλέξει και ναυαγούς.
Δυνάμει όλων των παραπάνω, η βύθιση του Lusitania αποτελούσε ένα έγκλημα πολέμου για τα ειωθότα της εποχής. Υπό τις σημερινές συνθήκες όμως, το γεγονός ότι το πλοίο μετέφερε πολεμικό υλικό και μάλιστα χρησιμοποιούσε αμάχους ως ασπίδα συνεπάγεται παραβίαση του Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου με συνέπεια να έχει απεκδυθεί τον προστατευτικό του μανδύα και να μπορεί να αποτελέσει έναν νόμιμο στόχο. Συμπερασματικά, ο καθένας δύναται να υιοθετήσει την δική του άποψη επί του θέματος ανάλογα με το αν επιλέγει την αυστηρά νομική ή την πιο ηθική προσέγγιση του ζητήματος.
Βιβλιογραφία – Πηγές
- Bailey, T. A., Ryan, P. B. (1975). The Lusitania Disaster: An Episode in Modern Warfare and Diplomacy. Free Press/Collier Macmillan, New York/London
- Bennet, G. (1968). Naval Battles of the First World War. Batsford, London.
- Burt, R.A. (1968). British Battleships of World War One, Arms & Armour Press. London.
- Hough, R. (1983). The Great War at Sea 1914-8. Oxford University Press, Oxford.
- Layton, J. Kent. Lusitania: an illustrated biography of the Ship of Splendor
- Lewis,M. (1957). The History of the British Navy. Penguin, London and Baltimore.
- Pfeifer, D. C. (2016). Choosing War: Presidential Decisions in the Maine, Lusitania, and Panay Incidents. Oxford University Press.
- Taylor, A.J.P. (1965). English History, 1914 – 1945 Claredon Press, Oxford.
- Thomas A. Bailey/Paul B. Ryan: The Lusitania Disaster: An Episode in Modern Warfare and Diplomacy., Free Press/Collier Macmillan, New York/London.
- uboat. (2018). The U-Boat War in World War One. https://uboat.net/wwi/
- Ίαν Ουέστγουελ (n.d.). Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος Ημέρα με Ημέρα, εκδόσεις Ψυχογιός