Των Άρη Μπιλάλη και Νικόλαου Σιδηρόπουλου
To άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στην εξαιρετική ιστοσελίδα www.wreckhistory.com
Στα τέλη του 19ου αιώνα ο Robert Whitehead εφευρίσκει την τορπίλη, το όπλο το οποίο θα άλλαζε τον τρόπο που τα πολεμικά ναυτικά θα διεξήγαγαν τους πολέμους, ενώ κατά την διάρκεια του Α’ αλλά και του Β’ παγκοσμίου πολέμου σε συνδυασμό με το υποβρύχιο παραλίγο να γύρουν την πλάστιγγα υπέρ των δυνάμεων του Άξονα λόγω των επιθέσεων στον εμπορικό στόλο του Ηνωμένου Βασιλείου. Μέχρι την εφεύρεση της για να βυθιστεί ένα μεγάλο πλοίο με μεγάλα κανόνια και βαριά θωράκιση, χρειαζόταν επίσης ένα μεγάλο πλοίο με ισχυρότερα κανόνια και πιο βαριά θωράκιση. ¨Αρα εκ προιμοίου το πάνω χέρι το είχαν οι μεγάλες ναυτικές δυνάμεις οι οποίες είχαν την δυνατότητα να τα ναυπηγήσουν, με πρώτη δύναμη την Βρετανική αυτοκράτορια.
Πλέον οποιοδήποτε μικρό σκάφος μπορούσε να εξαπολύσει επίθεση σε μία κύρια ναυτική μονάδα χωρίς να γίνει αντιληπτό και να διαφύγει. Οι μέρες που οι ηρωικοί μπουρλοτιέρηδες μέσα σε μία βρόχή απο βλήματα προσέγγιζαν το αντίπαλο πλοίο για να το πυρπολήσουν είχε περάσει ανεπιστρεπτή. Πλέον, αρχικά από μία απόσταση 400 μέτρων οποιοδήποτε μικρό πλοιάριο μπορούσε να εξαπολύσει μια αιφνιδιαστική επίθεση και να διαφύγει ατιμώρητο υπο την κάλυψη του σκότους, ενώ ένα και μόνο υποβρύχιο πλήγμα ήταν αρκετό για να βυθίσει μία μεγάλη κύρια μονάδα του στόλου, κάτι το οποίο ήταν ανέφικτο με τα κανόνια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο τορπιλισμός του θωρηκτού Fethi-Bulend στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης από τον υποπλοίαρχο Βότση.
Αρχικά φτιάχτηκαν οικονομικά, γρήγορα πλοιάρια τα οποία διέθεταν τις απαραίτητες ατμοκίνητες διατάξεις για την εξαπόλυση τορπίλων, σε πρώτη φάση εναντίον αγκυροβολημένων πλοίων, ενώ όσο η εμβέλεια της τορπίλης μεγάλωνε έγιναν δυνατές και επιθέσεις στην ανοιχτή θάλασσα. Το αντίμετρο ήταν οι φυλακίδες (picket boats), μικρά, γρήγορα πλοιάρια που περιπολούσαν μέσα στα λιμάνια, η αύξηση της εμβέλειας της τορπίλης όμως, και η δυνατότητα να εξαπολύουν επιθέσεις όχι μόνο σε αγκυροβολημένες μονάδες αλλά και στην ανοιχτή θάλασσα εναντίον του στόλου, οδήγησε τελικά στην ανάπτυξη γρηγορότερων μεγαλύτερων σκαφών, τα οποία διέθεταν και την ταχύτητα και τον οπλισμό για να ανταπεξέλθουν στην αποστολή συνοδείας του στόλου. Το καινούργιο είδος πλοίου που ήταν ουσιαστικά ένας κυνηγός τορπιλοβόλων, ονομάστηκε cacciatorpediniera (κυνηγός τορπιλοβόλων) στα ιταλικά, Τorpedo Boat Destroyer στα αγγλικά, το οποίο για συντομία αποκαλούνταν είτε TBD είτε Destroyer και στα ελληνικά το γνωστό ως αντιτορπιλικό.
Τον Μάϊο του 1912 καθελκύεται το πρώτο μεγάλο αντιτορπιλικό της Regia Marina, – του ιταλικού Βασιλικού Ναυτικού. Το 672 τόνων INDOMITO, ήταν το πρώτο ιταλικό πολεμικό εφοδιασμένο με τουρμπίνες ατμού, οι οποίες θα γίνουν το προωστήριο σκεύος για όλα τα αντιτορπιλικά της στο εξής. Το σχέδιο της κλάσης θα αποτελέσει το πρότυπο για τα αντιτορπιλικά της Regia Marina με μικρές αλλαγές απο εδώ και πέρα. Αυτό θα οδηγήσει στην παραγγελία οκτώ πλοίων της κλάσης PALESTRO τον Δεκέμβριο του 1915. Απο αυτά μόνο τα τέσσερα θα αρχίσουν να κατασκευάζονται κατά την διάρκεια του πολέμου, ενώ λόγω έλλειψης πρώτων υλών, κυρίως του απαραίτητου χάλυβα, τελικά θα ολοκληρωθούν μεταξύ του 1921-1923.
¨Ενα απο αυτά είναι το SOLFERINO του οποίο η κατασκευή ξεκίνησε στα ναυπηγεία των αδελφών Orlando στο Λιβόρνο τον Απρίλιο του 1917, καθελκύσθηκε στις 28 Απριλίου 1920 και ολοκληρώθηκε τον Οκτώβριο του 1921. Το 1.033 τόνων πλοίο είχε μήκος 80 μέτρων, πλάτος 7,5 και βύθισμα 2,8 μέτρα. Διέθετε τέσσερεις λέβητες Thornycroft και δυο τουρμπίνες Zoelly που απέδιδαν 22,000 ίππους δίνοντας κίνηση σε δυο έλικες επιτρέποντας στο σκάφος να αναπτύξει μέγιστη ταχύτητα 32 κόμβων.
Καθόλη την διάρκεια της δεκαετίας του 1920 και 1930 θα πραγματοποιήσει πλόες στην Μεσόγειο ενώ προς τα τέλη της δεκαετίας του 1930 θα περάσει στην κλάση των τορπιλοβόλων, απόρροια του ελαφρού οπλισμού του σε σχέση με σύγχρονα αντιτορπιλικά της εποχής, οπότε και θα αρχίσει η σταδιακή μείωση της επιχειρησιακής δραστηριότητας του. Με το ξέσπασμα του Β’ παγκοσμίου πολέμου και μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1943 αναλαμβάνει αποστολές συνοδείας πλοίων και προστασίας νηοπομπών.
Στις 8 Σεπτεμβρίου του 1943 υπογράφεται η συνθηκολόγηση της Ιταλίας με τους συμμάχους, ενώ το SOLFERINO βρίσκεται στο λιμάνι της Σούδας μαζί με τα τορπιλοβόλα CASTELFIDARDO και MS 43. Αν και ο Ιταλός επικεφαλής της ευρισκόμενης δύναμης δίνει εντολή για την όσο το δυνατόν γρηγορότερη αναχώρηση ή σε απευκταία περίπτωση την δολιοφθορά των τριών πλοίων, η Γερμανική διοίκηση για να προλάβει ένα τέτοιο σενάριο αιφνιδιαστικά καταλαμβάνει τα πλοία. Το SOLFERINO μεταβαίνει στον Πειραιά όπου λαμβάνει αρχικά την ονομασία AGAMEMNON και στις 20 Σεπτεμβρίου εντάσσετε στον νεοσύστατο 9ο στολίσκο τορπιλοβόλων, στον οποίο υπάχθηκαν και τα υπόλοιπα τορπιλοβόλα των Ιταλών που κυριεύθηκαν στην Ελλάδα. Τον Οκτώβριο αρχικά μετονομάστηκε σε ΤΑ-17 και μετά από ένα μήνα σε ΤΑ-18 (ΤΑ- Torpedoboot Ausland-Τορπιλοβόλα εξωτερικού), αλλά κανιβαλίσθηκε λόγω της κακής του μηχανολογικής κατάστασης και παρέμεινε σε ακινησία. Με τις απώλειες από τις συμμαχικές επιθέσεις να έχουν απομειώσει τον στόλο, το SOLFERINO επανέρχεται σε υπηρεσία στις 25 Ιουλίου υπό την διοίκηση του υποπλοιάρχου Günther-Werner Schmidt. Το σκάφος πλέον είναι εξοπλισμένο με τρία πυροβόλα των 102 χιλ. σε μονούς πυργίσκους, ένα αντιαεροπορικό 37 χιλ., ένα τετράκανο πολυβόλο των 20 χιλ. και 8 μονά των 20 χιλ. Επίσης έφερε ένα τριπλό τορπιλοσωλήνα των 450 χιλ. και βόμβες βυθού. Μετά από τις απαραίτητες επισκευές το ΤΑ-18 ανέλαβε την πρώτη του αποστολή, μια συνοδεία, στις 31 Αυγούστου 1944.
Μετά και την απώλεια του ΤΑ-19 (πρώην ιταλικού CALATAFIMI) τον Αύγουστο του 1944, οι Γερμανοί αναγκάζονται να μεταφέρουν εσπευσμένα από την Αδριατική τρία πρώην ιταλικά τορπιλοβόλα, τα ΤΑ-37 (πρώην GLADIO), ΤΑ-38 (πρώην SPADA) και ΤΑ-39 (πρώην DAGA), για να ενισχύσουν τον 9ο στολίσκο που είχε απομείνει με μόνο αξιόπλοο σκάφος το ΤΑ-18. Στις 30 Σεπτέμβρη το ΤΑ-18 απέπλευσε από τον Πειραιά για να συνοδεύσει τα ατμόπλοια ZAR FERDINAND και BERTΗA στη Θεσσαλονίκη. Στις 21.09’ της 2ας Οκτωβρίου η νηοπομπή βρισκόταν 10 ν.μ. βορείως της Σκιάθου όταν το ZAR FERDINAND επλήγη από δυο τορπίλες που εκτόξευσε το γαλλικό υποβρύχιο CURIE. Το ατμόπλοιο βυθίστηκε σε δέκα λεπτά, ενώ το ΤΑ-18 πραγματοποίησε ρίψεις βομβών βυθού χωρίς όμως να πλήξει το υποβρύχιο. Ακολούθως επέστρεψε και διέσωσε 270 άνδρες από τους ναυαγούς του ZAR FERDINAND συνεχίζοντας τον πλου προς βορά. Στις 01.18’ ήταν η σειρά του βρετανικού υποβρυχίου UNSWERVING να βυθίσει το BERTΗA και το ΤΑ-18 περιορίστηκε στο να περισυλλέξει ναυαγούς και να τους μεταφέρει στη Θεσσαλονίκη. Το βράδυ της 3ης Οκτωβρίου το ΤΑ-18 συνόδευσε το ποταμόπλοιο ENGERAU από τη Θεσσαλονίκη στο Τρίκερι και κατά την επιστροφή του διέφυγε τορπιλικής επίθεσης.
Η τελευταία ναυμαχία στο Αιγαίο
Στις 6 Οκτωβρίου ο κυβερνήτης του βρετανικού αντιτορπιλικού HMS TERMAGANT είχε διαταχθεί να θέσει υπό τις διαταγές του και το HMS TUSCAN προκειμένου να πραγματοποιήσουν μια αποστολή εναντίον της εχθρικής ναυσιπλοΐας βόρεια των Σποράδων. Κυβερνήτης του TERMAGANT ήταν από τον Αύγουστο του 1943 ένας διακεκριμένος αξιωματικός του βρετανικού Βασιλικού Ναυτικού, ο πλωτάρχης Scatchard1Ο John Percival Scatchard (1910-2001) κατατάχθηκε ως δόκιμος σε ηλικία 13 ετών, τιμήθηκε τρείς φορές με το Σταυρό Διακεκριμένων Πράξεων (DSC) για τη δράση του και αποστρατεύτηκε το 1964 με τον βαθμό του αντιναυάρχου. Κέρδισε το παρατσούκλι «Black Jack» εξαιτίας του αυστηρού ελέγχου που διατηρούσε στα σκάφη που κυβερνούσε, γνωστός στα πληρώματα του ως «Black Jack». Ο Scatchard ήταν βετεράνος της εκστρατείας της Νορβηγίας και της Μάχης της Κρήτης κατά τη διάρκεια της οποίας είδε το πλοίο όπου υπηρετούσε, το αντιτορπιλικό KASHMIR, να βυθίζεται από γερμανικά «στούκας» νοτίως της Κρήτης στις 23 Μαΐου 1941.
Τα δυο αντιτορπιλικά2Τα TERMAGANT και TUSCAN ήταν αντιτορπιλικά τύπου «Τ» ναυπηγημένα το 1943 στη Βρετανία. Ήταν εξοπλισμένα με 4 πυροβόλα των 4,7 ιντσών, 2 Bofors των 40 χιλιοστών, 8 αντιαεροπορικά των 20 χιλιοστών και 2 τετραπλούς τορπιλοσωλήνες των 21 ιντσών. Μπορούσαν να αναπτύξουν ταχύτητα μέχρι 36.75 κόμβους. κατέπλευσαν στην περιοχή λίγο μετά τα μεσάνυχτα της 7ης και άρχισαν να ερευνούν την θαλάσσια περιοχή μεταξύ δίαυλου Τρίκερι και νότια του Ακρωτηρίου Κασσάνδρα. Αμέσως εντόπισαν δυο εχθρικούς στόχους3Επρόκειτο για ένα εξοπλισμένο από τους Γερμανούς καΐκι και για την ακτοφυλακίδα G.Κ.62 (αναφέρεται ως πρώην ελληνικό αλιευτικό) και με εύστοχα πυρά πυροβολικού τα βύθισαν πριν προλάβουν καν να ανταποδώσουν πυρά. Στις 01.30 εντοπίστηκε νέος στόχος που αποδείχτηκε ότι ήταν το τορπιλοβόλο ΤΑ-37. Τα αντιτορπιλικά εξαπέλυσαν τα πυρά τους εναντίον του σκάφους που προσπάθησε να διαφύγει αναπτύσσοντας ταχύτητα και ρίχνοντας ορισμένες ανεπιτυχείς βολές. Ωστόσο οι διώκτες του συνέχισαν την καταδίωξη και με εύστοχο πυρ το βύθισαν φλεγόμενο σε θέση περί τα 8 μίλια Ν.Δ. του Ακρ. Ποσείδι περί τις 2 το βράδυ. Εντός λίγων λεπτών εντοπίστηκε ένας νέος στόχος που έμοιαζε με αντιτορπιλικό4Σε μέρος της διεθνούς βιβλιογραφίας αναφέρεται ότι επρόκειτο για το ανθυποβρυχιακό UJ.2102 το οποίο βυθίστηκε εκείνο το βράδυ από τα δυο Α/Τ πλησίον της Κασσάνδρας. Στην πραγματικότητα το UJ.2102 βυθίστηκε από συμμαχικά βομβαρδιστικά στο Βόλο στις 13.10.44.
Τα δυο βρετανικά σκάφη ξεκίνησαν πυρ αλλά το εχθρικό σκάφος ανέπτυξε φράγμα καπνού και κινούμενο πλησίον της ξηράς προσπάθησε να διαφύγει. Το πυρ συνεχίστηκε καθοδηγούμενο αποκλειστικά από το ραντάρ μέχρι που το σκάφος θεωρήθηκε ότι είχε προσαράξει οπότε το αντιτορπιλικά απομακρύνθηκαν εξαιτίας του κινδύνου να πληγούν από τυχόν παράκτιες πυροβολαρχίες ή να εισέλθουν εντός εχθρικού ναρκοπεδίου. Τα ξημερώματα τα δυο βρετανικά πλοία απομακρύνθηκαν προς τα Ψαρά όπου ενώθηκαν με τη βρετανική δύναμη «Α». H γερμανική ναυτική διοίκηση Αιγαίου θορυβήθηκε από την παρουσία εχθρικών πολεμικών στο βόρειο Αιγαίο και αντιλήφθηκε ότι οι νηοπομπές που έπλεαν από την Λέρο και τη Λήμνο προς τη Θεσσαλονίκη πλέον εκτίθονταν σε σοβαρό κίνδυνο. Ταυτόχρονα διέταξε τα πλοία που βρίσκονταν στον Βόλο να παραμείνουν εκεί μέχρι να ξεκαθαρίσει η κατάσταση ενώ τα ανθυποβρυχιακά σκάφη θα έπρεπε το βράδυ να παραμένουν υπό την κάλυψη της ξηράς.
Το απόγευμα της 9ης Οκτωβρίου το ΤΑ-18 απέπλευσε από τη Θεσσαλονίκη με προορισμό της Χαλκίδα. Ωστόσο σύντομα αντιμετώπισε μηχανολογικά προβλήματα με αποτέλεσμα τον έντονο εκκαπνισμό και όταν έπλεε με 14 κόμβους την παραγωγή σπιθών. Δυο ώρες αργότερα παρατηρήθηκαν λάμψεις πυροβόλων και φωτοβολίδες καθώς μια βρετανική δύναμη βομβάρδιζε την περιοχή της Κασσάνδρας. Μην μπορώντας να περάσει απαρατήρητο λόγων των σπιθών, το ΤΑ-18 ανέστρεψε πορεία και στις δυο τα ξημερώματα επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη. Έχοντας επισκευάσει τις βλάβες του, το ΤΑ-18 απέπλευσε εκ νέου στις 12 Οκτωβρίου για να συνοδέψει την ναρκοθέτιδα ZEUS σε αποστολή ναρκοθέτησης στα ανοιχτά της Κασσάνδρας. Κατά τον πλου το ΤΑ-18 παρουσίασε βλάβη στο πηδάλιο και το πλήρωμα αναγκάστηκε να κάνει χρήση του χειροκίνητου πηδαλίου κρατώντας το πλοίο με δυσκολία σε σωστή πορεία. Τελικά κατάφερε να επιστρέψει στις 04.00’ της επομένης στη Θεσσαλονίκη όπου ακολούθησαν νέες επισκευές.
Μετά τη βύθιση του ΤΑ-37 στα ανοιχτά του Θερμαϊκού ο γερμανικός 9ος στολίσκος βρισκόταν σε κατάσταση αποσύνθεσης. Τρείς μέρες αργότερα το ΤΑ-38 υπέστη ζημιές από προσάραξη και μετά κόπων ρυμουλκήθηκε από το ΤΑ-39 στον Βόλο όπου παρέμεινε ανήμπορο μέχρι που αυτοβυθίστηκε στις 13 Οκτωβρίου. Μια μέρα νωρίτερα είχε βυθιστεί στον Πειραιά το ΤΑ-17, επίσης ανήμπορο λόγω των ζημιών που είχε υποστεί. Το ΤΑ-39 κατόρθωσε να φθάσει στη Θεσσαλονίκη αλλά κατά τη διάρκεια μιας αποστολής μεταφοράς τραυματιών βυθίστηκε συνέπεια πρόσκρουσης σε – πιθανότατα φίλια – νάρκη στις 16 Οκτωβρίου πλησίον του Ακρ. Δερματά. Έτσι, μετά από αυτές τις απώλειες ο 9ος στολίσκος είχε απομείνει με ένα μόνο σκάφος, το ΤΑ-18.
Στις 16.00’ της 19ης Οκτωβρίου το τορπιλοβόλο ΤΑ-18 απέπλευσε από τη Θεσσαλονίκη με προορισμό την Αργυρόνησο του βόρειου Ευβοϊκού. Εκεί την προηγούμενη ημέρα είχαν βυθιστεί από βρετανικά αεροσκάφη οι γερμανικές ακτοφυλακίδες GA 73 και GA 76. Οι περίπου 80 ναυαγοί είχαν οχυρωθεί στο νησί αναμένοντας βοήθεια. . Ήταν η 15η αποστολή που αναλάμβανε το τορπιλοβόλο υπό γερμανικό έλεγχο. Το απόγευμα της 19ης ο πλωτάρχης Jack Scatchard έλαβε και αυτός μια διαταγή, να οδηγήσει τα TERMAGANT και TUSCAN σε επιθετική περιπολία βορείως της Σκιάθου.
Ο υποπλοίαρχος Schmidt στην γέφυρα του ΤΑ-18 έδωσε πορεία κατά μήκος των ακτών. Θα κινείτο υπό την κάλυψη του σκότους με στόχο να φθάσει στην Αργυρόνησο περί τα μεσάνυχτα, να περισυλλέξει τους ναυαγούς το συντομότερο δυνατόν και το ξημέρωμα να τον βρει εντός της ασφάλειας που παρείχαν τα αμυντικά ναρκοπέδια του Θερμαϊκού. Μετά την επιστροφή τους στη Θεσσαλονίκη το πλήρωμα του ΤΑ-18 που αποτελείτο από τρείς αξιωματικούς και 129 υπαξιωματικούς και ναύτες θα αποβιβαζόταν για να ακολουθήσει τα υπόλοιπα γερμανικά στρατεύματα στην πορεία τους δια ξηράς προς την κεντρική Ευρώπη. Όσο για το τορπιλοβόλο θα ακολουθούσε και αυτό την τύχη των υπόλοιπων γερμανικών σκαφών, θα αυτοβυθιζόταν. Το ΤΑ-18 συνέχιζε την πορεία του πλησίον των Θεσσαλικών ακτών με ταχύτητα 15 κόμβων καθώς η κατάσταση του σκάφους που υπέφερε από επαναλαμβανόμενες βλάβες δεν επέτρεπε στους μηχανικούς να αναπτύξουν μεγαλύτερη ταχύτητα. Η νύχτα ήταν σκοτεινή εξαιτίας της μικρής σελήνης των δυο ήμερών και τη συννεφιάς, αλλά η θάλασσα ήταν ήρεμη.
Το ΤΑ-18 βρισκόταν περίπου 10 ναυτικά μίλια βόρεια του στενού της Σκιάθου όταν φωτίστηκε και αμέσως τα πυροβόλα των 4,7 ιντσών των TERMAGANT και TUSCAN ξεκίνησαν καταιγιστικά πυρά εναντίον του. Το σκάφος δεχόταν συνεχώς εύστοχα πλήγματα απόρροια της καθοδήγησης των βρετανικών πυρών από τα ραντάρ τους. Ένα από τα βλήματα έπληξε τον ασύρματο καθιστώντας αδύνατη την αποστολή σημάτων. Η μικρή απόσταση και η αδυναμία ανάπτυξης μεγαλύτερης ταχύτητας καθιστούσαν το τορπιλοβόλο έναν εύκολο στόχο για τα έμπειρα βρετανικά πληρώματα. Ο υποπλοίαρχος Schmidt διέταξε στροφή 180 μοιρών αλλά καθώς τα πυρά συνεχίζονταν ένα βλήμα έπληξε το λεβητοστάσιο Νο.3 σκοτώνοντας το πλήρωμα του. Ο πλωτάρχης Scatchard διέκρινε την σιλουέτα του εχθρικού πολεμικού «με δυο φουγάρα, το πρυμναίο κοντύτερο του πλωριού» να έχει δεχθεί ισχυρά πλήγματα τόσο πλώρα όσο και πρύμα. Αξιωματικός τομέα στα πρυμναία πυροβόλα του TERMAGANT ήταν ο Έλληνας σημαιοφόρος Σπυρίδων Καψάλης. Ο ίδιος εξιστόρησε5Στον Αναστάσιο Δημητρακόπουλο για το βιβλίο «Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος – Οι πολεμιστές του Ναυτικού θυμούνται…» το γεγονός: «Σε νυκτερινή περιπολία εντοπίσαμε βορείως της Σκιάθου ένα γερμανικό αντιτορπιλικό και το διαλύσαμε. Ρίξαμε τόσα βλήματα εναντίον του ώστε δυο φορές σταματήσαμε τη βολή για να αδειάσουμε τα δάπεδα των πυροβόλων που είχαν γεμίσει κενούς κάλυκες». Για τον Schmidt ήταν φανερό ότι το σκάφος του δεν μπορούσε να διαφύγει από τις υπέρτερες εχθρικές δυνάμεις που το ακολουθούσαν κατά πόδας. Το πλήρωμα του ανταπέδωσε με μερικές άστοχες βολές αλλά βρισκόταν σε μειονεκτική θέση. Το ΤΑ-18 εκτόξευσε και μια τορπίλη η οποία όμως κινήθηκε σε κύκλους εξαιτίας ελαττώματος της και δεν έγινε αντιληπτή από τους Βρετανούς. Πλέοντας ελιγδίν ο Schmidt προσπαθούσε να αποφύγει κάποια πλήγματα αλλά στις 20.50 έστρεψε προς την ξηρά έχοντας προφανώς πάρει την απόφαση να προσαράξει το σκάφος του. Έτσι θα μπορούσε να δώσει τη δυνατότητα στο πλήρωμα να διαφύγει στην στεριά και αν τα βρετανικά πλοία δεν παρέμεναν ίσως θα μπορούσε αργότερα να διασώσουν και το σκάφος. Μέσα στο σκοτάδι και υπό την πίεση των εχθρικών πυρών, λαμβάνοντας συνεχώς αναφορές για ζημιές, δεν είχε την πολυτέλεια να εντοπίσει έναν κατάλληλο όρμο όπως η παραλία της Φακίστρας ή βορειότερα της Νταμούχαρης. Είτε λόγω λάθους χειρισμού εξαιτίας της πίεσης, είτε λόγω βλάβης ο Schmidt ξαφνικά αντίκρυσε μπροστά στην πλώρη του ΤΑ-18 να ορθώνονται τα απότομα βράχια του Παλιόκαστρου. Δεν υπήρχε χρόνος για αλλαγή πορείας και στις 20.54’ το ΤΑ-18 προσάραξε στα βράχια των αβαθών, κάθετα προς την απόκρημνη ξηρά, με την πλώρη του να έχει εισέλθει εντός μια σπηλιάς. Στα βρετανικά ραντάρ το σήμα του τορπιλοβόλου είχε πλέον ενωθεί με αυτό της ξηράς.
Το πλήρωμα του ΤΑ-18 αμέσως διεκπεραιώθηκε στην ξηρά για να καλυφθεί καθώς τα πυρά από τα βρετανικά αντιτορπιλικά συνεχίζονταν. Τα βρετανικά πλοία φώτισαν την ακτή και διέκριναν το τορπιλοβόλο προσαραγμένο κάθετα προς αυτή και συνέχισαν το πυρ επί μισή ώρα με σκοπό να το καταστρέψουν ολοσχερώς. Κατόπιν αναχώρησαν για να συνεχίσουν την περιπολία τους. Ωστόσο οι Γερμανοί δεν είχαν διαφύγει τον κίνδυνο καθώς είχαν αποβιβαστεί σε μικρή απόσταση από την βάση της 4ης Μοίρας6Η 4η Μοίρα του ΕΛΑΝ Θεσσαλίας είχε ενταχθεί στην 1η Μεραρχία του ΕΛΑΣ. Η υπηρεσία του ΕΛΑΝ Θεσσαλίας (4η μοίρα) με στρατιωτικό υπεύθυνο τον Σ. Καταφυγιώτη συγκροτήθηκε το Νοέμβριο του 1943 του Ελληνικού Απελευθερωτικού Ναυτικού (ΕΛΑΝ) στον Άγιο Ιωάννη όπου διοικητής ήταν ο αρχικελευστής Π.Ν. Σόλων Καταφυγιώτης7Ο Σόλων Καταφυγιώτης αποφοίτησε από ΣΝΔ το 1940 και εντάχθηκε στον ΕΛΑΣ το 1942. Η 4η Μοίρα του ΕΛΑΝ είχε πετύχει σημαντικές επιτυχίες, με μεταφορές από και προς τα Μικρασιατικά παράλια, μεταφορές ανταρτών στις Σπροάδες και τις γύρω περιοχές αλλά και εμπλοκές με εχθρικά σκάφη. Η ναυμαχία είχε γίνει εξαρχής αντιληπτή από τους αντάρτες που βλέποντας το τορπιλοβόλο να κατευθύνεται προς την ακτή του Πηλίου αμέσως κινητοποίησαν τις δυνάμεις τους στην περιοχή. Μετά την προσάραξη του, το τορπιλοβόλο συνέχισε να φλέγεται κατά τη διάρκεια της νύχτας ενώ κατά διαστήματα γίνονταν εκρήξεις. Ο Σόλων Καταφυγιώτης αναφέρει8Σε άρθρο του το οποίο συμπεριλήφθηκε στο βιβλίο της Νίτσα Κολιού «Άγνωστες πτυχές Κατοχής και Αντίστασης 1941-1944» που εκδόθηκε το 1985. ότι το σκάφος είχε προσαράξει «κάτω από την Τσαγκαράδα9Σε συνεντεύξεις που παραχώρησε το 2008 στον Α. Δημητρακόπουλο, ο 88-χρόνος πια Καταφυγιώτης παρουσιάζει διαφορετικά τα γεγονότα αναφέροντας ότι «το γερμανικό πλοίο βαριά κτυπημένο στην περιοχή του μηχανοστασίου […] προσαιγιαλώθηκε περίπου 1.500 μέτρα νοτιότερα από τον Άη Γιάννη, στην Νταμούχαρη, εκεί που βγαίνει το ποταμάκι Παπά Νερό. Η Νταμούχαρη δεν επικοινωνούσε με τον Άη Γιάννη. Έπρεπε να ανέβεις και μετά, να ξανακατέβεις προς την παραλία.» Εκτιμάται ότι ο Καταφυγιώτης συνέχυσε την Νταμούχαρη με την Φακίστρα που όντως ανάμεσα σε αυτή και τον Άη Γιάννη μεσολαβεί ορεινός όγκος. Το δε Παπά Νερό βρίσκεται στον Άη Γιάννη.» και ότι πολύ γρήγορα το προσέγγισαν δυο εξοπλισμένα καΐκια και μια ομάδα από την στεριά. Περιγράφει δε ο ίδιος: «Κάλεσαν με τον τηλεβόα τους Γερμανούς να παραδοθούν. Οι Γερμανοί αρχικά δεν παραδίδονταν10Στις συνεντεύξεις του 2008 ο Καταφυγιώτης αναφέρει ότι επέβαινε και ο ίδιος σε ένα από τα δυο καΐκια και ότι μετά το κάλεσμα των ανταρτών παραδόθηκαν μόνο ο κυβερνήτης και ο Γ’ μηχανικός, ενώ οι υπόλοιποι ξανανέβηκαν στο αντιτορπιλικό. Εκτιμάται ότι η πλειονότητα του πληρώματος παραδόθηκε μαζί με τον διοικητή τους. και από τις πρώτες μεταμεσονύκτιες ώρες άρχισε σκληρή μάχη. Ύστερα από τις πρώτες ώρες της μάχης άρχισαν να παραδίδονται λίγοι-λίγοι κατά διαστήματα και όσο προχωρούσε η ώρα η αντίσταση τους εξασθένιζε. Τελικά κατά το σούρουπο παραδόθηκε και η τελευταία ομάδα των Γερμανών.»
Σύμφωνα με τον αντάρτη του ΕΛΑΝ Στάθη Αλεξίου ήταν πρωί όταν ο Καταφυγιώτης διέταξε να συγκροτηθούν δυο ομάδες με επικεφαλής τον Αλεξίου και να κινηθούν από ξηράς προς τη Φακίστρα. Την εκδοχή του Αλεξίου επιβεβαιώνουν και οι γερμανικές πηγές που αναφέρουν ότι οι αντάρτες εμφανίστηκαν όταν ξημέρωσε και πυροβόλησαν τους ναυαγούς. Τυχόν προσπάθεια διαφυγής με τις σωσίβιες λέμβους τους δεν ήταν εφικτή καθώς θα εκτίθονταν ακάλυπτοι στα πυρά των ανταρτών. Ο αντάρτης του ΕΛΑΝ Νίκος Μάρκου εξιστόρησε11Στην Νίτσα Κολιού.μια διαφορετική εκδοχή των γεγονότων για «την καταστροφή του εχθρικού πολεμικού στην Καραβοστασιά […] που σφηνώθηκε με την πλώρη στα βράχια της ακτής. […] Οι Γερμανοί μετά την αχρήστευση του σκάφους τους, πήραν τις λαστιχένιες βάρκες τους και ανοίχτηκαν στο πέλαγος για να σωθούν από τα δικά τους σκάφη. Τους περικύκλωσαν όμως τρία δικά μας καΐκια, τους εξουδετέρωσαν και τους πήραν αιχμάλωτους.» Ο Αλεξίου αναφέρει ότι ο Γερμανός κυβερνήτης ήθελε να προσαράξει το σκάφος στην αμμουδιά της Φακίστρας αλλά «δεν τα κατάφερε και το έριξε σε μικρή απόσταση πιο πέρα, στους θεόρατους βράχους του Παλιόκαστρου όπου σφηνώθηκε και καταστράφηκε κατά το μεγαλύτερο μέρος». Περιγράφει δε ο ίδιος: «Πήγαμε στη Φακίστρα και είδαμε τους Γερμανούς πάνω στο ύψωμα, είχαν ανάψει φωτιές και κάθονταν. Αρχίσαμε να τους βάλουμε και σκοτώσαμε τρείς-τέσσερεις. Μας έβαλαν και αυτοί. Ύστερα πήγαμε κυκλωτικά να τους ζητήσουμε να παραδοθούν. Φορούσαμε αγγλικές στολές κι εγώ μιλούσα εγγλέζικα. […] Εγώ τους είπα ψέματα ότι είμαστε ολόκληρος λόχος και δεν έχουν άλλη λύση από το να παραδοθούν. Ο Γερμανός διοικητής πίστεψε ότι ήμαστε ολόκληρος λόχος και παραδόθηκε μαζί με όλους τους άνδρες και τον οπλισμό τους. Στο μεταξύ δυο Γερμανοί που είχαν μείνει στο πλοίο δεν εννοούσαν να παραδοθούν […] έβαλαν συνέχεια σ’ όλη την περιοχή. […] έγιναν επανειλημμένες προσπάθειες και στο τέλος χρειάστηκε να ξανακατέβει ο διοικητής τους για να τους πείσει ότι ήταν μάταια πλέον η άμυνα τους.» Το πρωί τα βρετανικά πολεμικά επέστρεψαν στο σημείο αλλά είδαν μόνο φλόγες και καπνό από το ναυάγιο, ενώ παρατήρησαν καπνούς στη στεριά αντιλαμβανόμενοι ότι οι αντάρτες είχαν αναλάβει δράση. Κατόπιν ο πλωτάρχης Scatchard12Για την βύθιση των δυο γερμανικών τορπιλοβόλων ο πλωτάρχης Scatchard παρασημοφορήθηκε για τρίτη φορά με τον Σταυρό Διακεκριμένων Πράξεων καθώς επέδειξε υποδειγματική γενναιότητα κατά του εχθρού σε θαλάσσια επιχείρηση. διέταξε τα δυο σκάφη να αποχωρήσουν από την περιοχή. Ο Καταφυγιώτης συμπληρώνει ότι οι Γερμανοί που παρέμεναν στο μισοβυθισμένο ΤΑ-18 ξεκίνησαν να πολυβολούν με ένα μεγάλου διαμετρήματος αντιαεροπορικό ταχυβόλο όταν κατέπλευσαν δυο καΐκια με δυο Βρετανούς αξιωματικούς. Επίσης αναφέρει πως ο ίδιος έστειλε τον υποπλοίαρχο Schmidt με βάρκα στον υπαξιωματικό που ήταν επικεφαλής της ομοχειρίας για να σταματήσει τα πυρά και να παραδοθεί. Αναφέρει δε: «Αυτός τον απείλησε πως θα του έριχνε και ο κυβερνήτης αποχώρησε. Περνούσε η ώρα και οι άνδρες του αντιτορπιλικού άρχισαν να το εγκαταλείπουν. Καθώς έβγαιναν στην ξηρά τους συλλαμβάναμε. Τελικά, ο υπαξιωματικός παραδόθηκε. Είχε έλθει πια το απόγευμα»
Περίπου 110 Γερμανοί παραδόθηκαν, δέκα εκ των οποίων που ήταν τραυματίες μεταφέρθηκαν με ζώα στην Τσαγκαράδα για να λάβουν περίθαλψη. Ο Καταφυγιώτης κάνει εκτενή αναφορά για τις καλές συνθήκες διαβίωσης τους κατά την περίοδο των λίγων ημερών που παρέμειναν στον Άη Γιάννη. Ύστερα προωθήθηκαν στο 54ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ κοντά στο Φλαμούρι και τελικά οι αιχμάλωτοι μεταφέρθηκαν σε στρατόπεδο στην Λάρισα όπου παρέμειναν υπό άσχημες συνθήκες με μέρος αυτών να εκτελούνται. Σύμφωνα με γερμανικές αναφορές ο υποπλοίαρχος Schmidt και ο αξιωματικός μηχανικός του πλοίου έχασαν τη ζωή τους όταν υποχρεώθηκαν να εξουδετερώσουν νάρκες. Ορισμένοι δραπέτευσαν και τελικά όλοι οι επιζήσαντες παραδόθηκαν στους Βρετανούς όταν αυτοί έφθασαν στην Λάρισα και ακολούθως μεταφέρθηκαν στην Αίγυπτο. Το πόσοι τελικά από το πλήρωμα του ΤΑ-18 επέζησαν από την ναυμαχία, τις αψιμαχίες στην ξηρά και από τις κακουχίες της αιχμαλωσίας δεν είναι γνωστό.
Μετά την εγκατάλειψη του ημιβυθισμένου ΤΑ-18, ξεκίνησε η διαδικασία απογύμνωσης του από ότι οτιδήποτε θα μπορούσε να φανεί χρήσιμο. Επικεφαλής του συνεργείου που είχε δημιουργήσει ο ΕΛΑΝ στον Άη Γιάννη ήταν ο Αχιλλέας Κάβουρας που ανέφερε13Στην Νίτσα Κολιού. ότι πήραν όλον τον οπλισμό του σφηνωμένου σκάφους. Ο Δημήτρης Καραστεργίου που επίσης εργαζόταν στο συνεργείο του ΕΛΑΝ πήρε μέρος «στη λαφυραγώγηση του αντιτορπιλικού που σφηνώθηκε στη Φακίστρα […] «Εμείς […] μαζέψαμε τους Γερμανούς και ξηλώσαμε και πήραμε τον βαρύ οπλισμό του σκάφους.» Εκτιμά δε ο Καραστεργίου ότι οι Γερμανοί που παραμέναν στο ημιβυθισμένο ΤΑ-18 περίμεναν κάποιο υδροπλάνο για να τους σώσει. Ο Νίκος Μάρκου αναφέρει και αυτός «Δυο-τρείς Γερμανοί είχαν μείνει πάνω στο πλοίο και δεν παραδίνονταν αλλά έβαλαν και εναντίον των δικών μας που είχαν συγκεντρωθεί στην ακτή. Την επομένη μέρα αναγκάστηκαν να παραδοθούν οπότε και τα υλικά του σκάφους περιήλθαν στον ΕΛΑΝ. Το ταχυβόλο τους λύθηκε και στήθηκε στον Άη-Γιάννη.»
H γερμανική διοίκηση στη Θεσσαλονίκη ανέμενε το ΤΑ-18 να επιστρέψει στις 20 Οκτώβρη αλλά αυτό δεν συνέβη, ούτε έλαβε κάποιο σήμα για την τύχη του σκάφους. Οι συνεχιζόμενες εκκλήσεις των ναυαγών από την Αργυρόνησο καταδείκνυαν ότι το τορπιλοβόλο πρέπει να είχε απολεστεί κατά τον πλου του προς αυτούς14Σε απάντηση των εκκλήσεων η γερμανική διοίκηση αποφάσισε να στείλει στις 22 Οκτωβρίου μικρά αποβατικά σκάφη για την διάσωση τους αλλά η επιχείρηση ακυρώθηκε όταν αυτά αντιμετώπισαν μηχανικά προβλήματα. Ακολούθησε η σκέψη να τους περισυλλέξει το νοσοκομειακό πλοίο TUΕBINGΕΝ που απέπλευσε από τη Θεσσαλονίκη στις 24 Οκτωβρίου αλλά τελικά την επομένη ο Ναύαρχος Αιγαίου απέστειλε ανοιχτό σήμα προς τους Βρετανούς ζητώντας τους να παρέμβουν για τη διάσωση των ναυαγών, αίτημα το οποίο οι Βρετανοί αποδέχθηκαν. Ωστόσο οι ναυαγοί παραδόθηκαν στις δυνάμεις του ΕΛΑΝ όταν αυτές πραγματοποίησαν απόβαση στην Αργυρόνησο και τους περικύκλωσαν.… Μια αεροπορική αναγνώριση στις 22 δεν εντόπισε κάποιο ίχνος του σκάφους και o Γερμανός Διοικητής Αιγαίου κατέγραψε ότι είχε μάλλον βυθιστεί λόγω πρόσκρουσης σε νάρκη.
Το ναυάγιο του ΤΑ-18 καταγράφηκε στην τοπική κοινωνία ως «το γερμανικό πολεμικό» και μέχρι σήμερα οι περίοικοι εξιστορούν το πως οι πρόγονοι τους ανέσυραν δεκάδες οβίδες από το ναυάγιο προκειμένου να χρησιμοποιήσουν την εκρηκτική τους ύλη. Ορισμένες από κενές πια οβίδες του τορπιλοβόλου διακοσμούν κατοικίες της περιοχής. Ωστόσο το ναυάγιο δεν καταγράφηκε στο αρχείο των ναυαγίων που συνέταξε τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια ο Οργανισμός Ανελκύσεως Ναυαγίων. Ομοίως δεν καταγράφηκαν και άλλα από τα ναυάγια του Πηλίου, όπως τα ΤΕΤΗ, ΒΥΡΩΝ και P.L.M. 24, πιθανώς λόγω του ότι οι πληροφορίες για την θέση και την κατάσταση τους δεν έφθασαν σε γνώση του Ο.Α.Ν.. Όμως τα ναυάγια αυτά δεν διέφυγαν της προσοχής των ιδιωτών ανελκυστών που δραστηριοποιήθηκαν την δεκαετία του ’50 και ’60 κατά μήκος των ελληνικών ακτών. Αποτέλεσμα της δράσης τους αλλά και της εκτεθειμένης στα καιρικά στοιχεία θέσης που βρισκόταν το ναυάγιο του ΤΑ-18 ήταν η ολοκληρωτική καταστροφή του.
Η έρευνα πεδίου που πραγματοποιήθηκε κατέδειξε ότι καθώς η πλώρη του τορπιλοβόλου είχε σφηνώσει εντός της σπηλιάς, το πρυμναίο τμήμα του αν και ημιβυθισμένο παράμενε εκκρεμές με περισσότερα απο σαράντα μέτρα της πρύμνης να κρέμονται πάνω απο τον βυθό, καθώς ο βράχος συνεχίζεται και κάτω απο την επιφάνεια της θάλασσας σε βάθος περίπου 7 μέτρων. Εκεί δημιουργείται ένα σκαλοπάτι το οποίο οδηγεί στον αμμώδη βυθό ο οποίος βρίσκεται σε βάθος 14 μέτρων περίπου, όπως φαίνεται και απο την αεροφωτογραφία. Καθώς το σκάφος ελάφρυνε από τον κανιβαλισμό των ανταρτών και με την βοήθεια του κυματισμού, εκτιμούμε ότι αποκολλήθηκε και βυθίστηκε με την πρύμνη. Τα υπολείμματα που εντοπίστηκαν στον αμμώδη βυθό σε μία νοητή γραμμή απο Νότο προς Βορρά σε μία απόσταση περίπου 150 μέτρων, με πλήρη απουσία συντριμιών στο εσωτερικό της σπηλιάς, καταδεικνύουν ότι το βυθιζόμενο ναυάγιο παρασυρόμενο από τον κυματισμό και τα ρεύματα τελικά επικάθησε σε θέση παράλληλη με την ακτή.
Ενδεικτική βιβλιογραφία:
- Δημητρακόπουλος Αναστάσιος, Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος – Οι πολεμιστές του Ναυτικού θυμούνται…, Ναυτικό Μουσείο Ελλάδος, Πειραιάς, 2011.
- Κολιού Νίτσα, Άγνωστες πτυχές Κατοχής και Αντίστασης 1941-1944, Τόμος Β’, Βόλος, 1985.
- Τεζαψίδης Βύρωνας, Die Kriegsmarine in der Agais im II.WK 1941-1944: Schiffe, Einheiten, Fp.Nr., Offiziere, Gefechte, ιδ.έκδοση, Θεσσαλονίκη, 2008.
- Παπαδόπουλος Δημήτρης, ΕΛΑΝ 1943-1945, Πολεμικές Σελίδες, Αύγουστος-Σεπτέμβριος 2007.
- Conway’s All the World’s Fighting Ships, 1906-1921
- Mussolini’s Navy. A reference guide to the regia marina 1930-1945.
- Birnbaum Friedrich & Vorsteher Carlheinz, Auf verlorenem Posten: Die 9. Torpedoboot-Flottillen, Taschenbuch – 1. Januar 1987.
- Freivogel Zvonimir, Beute-Zerstörer und Torpedoboote, Marine Arsenal Band 46, Podzun-Pallas-Verlag, 2000.
- Ημερολόγιο HMS Termagant ADM 199/845, έρευνα Πλάτωνα Αλεξιάδη.