Κείμενο -‘Ερευνα Ηρακλής Καλογεράκης
Στο δεύτερο εξάμηνο του 1943 η πλάστιγγα του Β’ ΠΠ πολέμου έγερνε προς τις δυνάμεις του άξονα παρά του ότι, οι μεν Αμερικανοί και Βρετανοί ήταν στην Ιταλία και όδευαν βόρεια, οι δε Σοβιετικοί προέλαυναν στο Ανατολικό μέτωπο.
Μόνος τρόπος για την ανατροπή της κατάστασης αυτής και την εξουδετέρωση του γιγαντιαίου στρατιωτικού μηχανισμού της Ναζιστικής Γερμανίας, ήταν μια προσβολή της ίδιας της Γερμανίας, δια μέσω της κατεχομένης Γαλλίας.
Το εγχείρημα όμως αυτό, ήταν μεν δύσκολο, αλλά απαραίτητο και χρειαζόταν γενναία Αμερικανική βοήθεια, τόσο σε προσωπικό όσο και σε πολεμικό υλικό και εφόδια. Όλα δε αυτά έπρεπε να έλθουν στην Ευρώπη δια θαλάσσης. Βέβαια, για την υποστήριξη των επιχειρήσεων του πολέμου και την μεταφορά πολεμοφοδίων και ενισχύσεων από την Αμερική στα μέτωπα, είχε ήδη ξεκινήσει από το 1941 η κατασκευή πλοίων, των γνωστών «Λίμπερτι», σε 18 εργοστάσια των ΗΠΑ. Μέχρι δε το τέλος του 1943, είχαν κατασκευαστεί 2.711 φορτηγά πλοία μεταφορικής ικανότητας 10.000 τόνων το καθένα και η κατασκευή τους συνεχιζόταν.
Τον Αύγουστο του 1943, εγκρίθηκε στη Διάσκεψη του Κεμπέκ από τα κράτη της συμμαχίας, μια απόβαση στη Δυτική Ευρώπη και αμέσως τα Αμερικανικά εργοστάσια άρχισαν με γοργό ρυθμό την κατασκευή πλοίων, αεροπλάνων και αρμάτων, για να μεταφερθούν στην Ευρώπη.
Μέσα σε ένα 6μηνο τα εργοστάσια των ΗΠΑ κατασκεύασαν 3.000 άρματα μάχης και 86.000 αεροπλάνα που όλα μεταφερόταν στην Αγγλία, πρωτίστως με τα νεότευκτα φορτηγά πλοία «Λίμπερτι» και με φορτηγά πλοία του εμπορικού ναυτικού, μεταξύ των οποίων και πολλά Ελληνικά.
Παράλληλα με τις μεταφορές πολεμικού υλικού και εφοδίων, στέλνονταν κάθε μήνα στην Αγγλία με επιβατηγά πλοία περίπου 150.000 άνδρες. Έτσι μέχρι τα τέλη Μαΐου 1944, είχαν συγκεντρωθεί σε διάφορα μέρη της Αγγλίας 1,7 εκατομμύριο Αμερικανοί στρατιώτες. Το πολεμικό υλικό που μεταφερόταν συνεχώς, τοποθετείτο σε καμουφλαρισμένες θέσεις σε διάφορα σημεία κοντά σε λιμάνια, για να μην γίνουν αντιληπτά από τα γερμανικά αναγνωριστικά αεροπλάνα.
Τέλος, στη Διάσκεψη της Τεχεράνης (28 Νοεμβρίου – 1 Δεκεμβρίου 1943) αποφασίστηκε η προσβολή των Γερμανών από τις ακτές της υποδουλωμένης Γαλλίας και αμέσως μετά, ο Ανώτατος Συμμαχικός Διοικητής της Συμμαχικής Εκστρατευτικής Δύναμης (SHAEF), Ντουάιτ Αϊζενχάουερ, διέταξε την σχεδίαση της εισβολής, από τις ακτές της Νορμανδίας.
Η προσβολή της Γερμανίας μέσω μιας εισβολής στη Γαλλία
Η εισβολή αυτή που αποφασίστηκε, έλαβε τη κωδική ονομασία «Επιχείρηση Ηγεμών» (Operation Overlord) και η προετοιμασία της ξεκίνησε με γοργούς ρυθμούς και με πλήρη μυστικότητα. Όλες οι υπηρεσίες των Συμμαχικών κρατών, δούλεψαν ασταμάτητα και προετοίμασαν την τεράστια αυτή επιχείρηση, που για να επιτύχει, έπρεπε να βασιστεί στον αιφνιδιασμό. Πράγμα αρκετά δύσκολο λόγω του μεγέθους της, αφού για την μεταφορά των στρατευμάτων, χρειαζόταν ένας μεγάλος αριθμός σκαφών αμφιβίων επιχειρήσεων, φορτηγών πλοίων και άλλων βοηθητικών (πετρελαιοφόρα, υδροφόρα, ρυμουλκά κοκ),καθώς και μια μεγάλη αεροναυτική δύναμη για την συνοδεία και την υποστήριξη των πλοίων αυτών.
Αρχικά σχεδιάστηκε η είσοδος από τις Νορμανδικές ακτές τριών μεραρχιών μεταξύ των ποταμών Vire και Orne και ταυτόχρονα για την μεταφορά των εφοδίων, υλικών και πυρομαχικών τους, η κατασκευή δύο τεχνητών λιμανιών, των «Μάλμπερις» (Mulberries).
Όμως, όταν ο Ντουάιτ Αϊζενχάουερ με τον Μπέρναρντ Μοντγκόμερι που θα ήταν ο διοικητής των αποβατικών στρατευμάτων, μετέβησαν στην περιοχή, αποφάσισαν οι Μεραρχίες να αυξηθούν από τρείς σε πέντε, εκ των οποίων η μία θα πήγαινε στην χερσόνησο του Κοτεντέν, για να επιταχυνθεί η κατάληψη του Χερβούργου που χρειαζόταν για τις μεταφορές των ενισχύσεων.
Επειδή τώρα θα χρειαζόταν επιπλέον σκάφη, έπρεπε να δοθεί και ο ανάλογος χρόνος και για να συγκεντρωθούν όλοι και συνεπώς η D-Day θα έπρεπε να μετακινηθεί από τα τέλη Μαΐου που αρχικά αποφάσισαν, στις αρχές του Ιουνίου 1944.
Η καθαρά αμφίβια επιχείρηση που περιλάμβανε το διάπλου της Μάγχης και τη φάση εφόδου των αποβατικών δυνάμεων (κύρια απόβαση), έλαβε την κωδική ονομασία Επιχείρηση Ποσειδών (Operation Neptune), η οποία συχνά αναφέρεται και ως D-Day.
Η προετοιμασία και η σχεδίαση της εισβολής
Επιτελεία, μυστικές υπηρεσίες, μυστικοί πράκτορες, ΜΜΕ και δυνάμεις παραπλάνησης, εργάστηκαν πυρετωδώς, ενώ μετεωρολόγοι, υδρογράφοι, μαθηματικοί, φυσικοί και επιτελείς, προσδιόρισαν τον τόπο και τον χρόνο εκτέλεσης της επιχείρησης.
Καλύτερη μέρα για την επιχείρηση θεωρήθηκε η 5η Ιουνίου 1944, λόγω των καιρικών συνθηκών επειδή το φεγγάρι θα ανέτειλε σε προχωρημένη ώρα, και επειδή η άμπωτη τότε θα αποκάλυπτε τις χιλιάδες των εμποδίων που οι Γερμανοί είχαν τοποθετήσει στις ακτές και οι αποβατικές δυνάμεις θα μπορούσαν να προχωρήσουν χωρίς προβλήματα.
Η Γερμανική απειλή στη περιοχή επιχειρήσεων
Τα θωρηκτά και καταδρομικά πλοία που η Γερμανία διέθετε είχαν εξουδετερωθεί από τις συμμαχικές δυνάμεις, ενώ η κατασκευή του αεροπλανοφόρου και των δύο θωρηκτών τσέπης, δεν είχε ακόμη ολοκληρωθεί. Το μοναδικό μεγάλο και αξιόλογο σκάφος του Γερμανικού ναυτικού, το θωρηκτό Τίρπιτς, παρέμενε αποκλεισμένο στα φιόρδ της Νορβηγίας.
Η μόνη λοιπόν σοβαρή θαλάσσια απειλή στην περιοχή ενδιαφέροντος, προερχόταν από τα υποβρύχια και τα ναρκοπέδια των οποίων οι θέσεις δεν ήταν γνωστές και από τα λίγα αντιτορπιλικά, τορπιλακάτους-τορπιλοβόλα και κανονιοφόρους που είχαν απομείνει και ήταν σε διάφορα λιμάνια από τη Γαλλία μέχρι τη Δανία.
Η Γερμανική παράκτια άμυνα και ο στρατός
Για την αντιμετώπιση μιας εισβολής από την θάλασσα, οι Γερμανοί είχαν αναπτύξει μια ισχυρότατη παράκτια άμυνα, με την δημιουργία πρωτοφανών οχυρωματικών έργων και με τοποθέτηση εμποδίων, κατά μήκος όλων των πιθανών ακτών αποβάσεως από τη Γαλλία μέχρι τη Δανία.
Ο Χίτλερ είχε οχυρώσει 5.000 χιλιόμετρα των Γαλλικών ακτών και είχε δημιουργήσει το ονομαζόμενο «Τείχος του Ατλαντικού» (Atlantic Wall) που θεωρούσε απόρθητο.
Το έργο αυτό περιλάμβανε θαλάσσια ναρκοπέδια κοντά στην ακτογραμμή, ναρκοπέδια ξηράς στην ακτή, ισχυρά συρματοπλέγματα, ισχυρούς μεταλλικούς πασσάλους πακτωμένους στη γή και χιλιάδες ανθεκτικών, από σιδηρομπετόν, αντιαρματικών εμποδίων. Ακόμη και οι τοίχοι των σπιτιών που ήταν από τούβλα και βρισκόταν κοντά σε πιθανή ακτή αποβάσεως, είχαν ενισχυθεί με μπετόν ώστε να αποτελέσουν καλά αντιαρματικά εμπόδια.
Ιδιαίτερη μέριμνα είχε δοθεί στα λιμάνια και στις εκβολές ποταμών, των οποίων, η παράκτια άμυνα δεν επέτρεπε ούτε την προσέγγιση ούτε την ανάπτυξη δυνάμεων, ενώ παρατηρητήρια με ισχυρούς προβολείς και ραντάρ, παρείχαν κάλυψη και προστασία σε όλη την ευρωπαϊκή ακτογραμμή.
Επίσης σε όλα τα υψώματα που ήταν σε στρατηγικά σημεία, είχαν τοποθετηθεί μαζί με τα παρατηρητήρια, πυροβολεία με όπλα όλων των διαμετρημάτων, που ήταν και καλά κατασκευασμένα και καλά καμουφλαρισμένα.
Σε ορισμένες περιοχές τα πυροβόλα ήταν τόσο ισχυρά, που μπορούσαν να πλήξουν στόχους που ήταν 20 μίλια μακριά στη θάλασσα.
Αποθήκες πυρομαχικών κατασκευάστηκαν ανά τακτά διαστήματα, βράχοι σκάφτηκαν και πολλές χαμηλές ή ελώδεις εκτάσεις, πίσω από τις αμυντικές γραμμές, πλημύρισαν με νερό. Τάφροι βάθους μέχρι και 4μ ανοίχτηκαν και άλλοι γέμισαν με νερό ή άλλοι με μεγαλύτερο πλάτος αποτέλεσαν παγίδα για άρματα και οχήματα.
Αυτό το πλέγμα της παράκτιας άμυνας ήταν υπό την διοίκηση του στρατηγού Έρβιν Ρόμελ και διέθετε τέσσερις Στρατιές με κάθε Στρατιά να έχει τρία Σώματα Στρατού και κάθε Σώμα Στρατού να έχει τρεις μεραρχίες.
Τα μέτωπα που κατείχαν οι σχηματισμοί αυτοί, ήταν περίπου 25 μίλια στο Βέλγιο και στη περιοχή Pas de Calais, 50 μίλια στη Νορμανδία και πάνω από 70 μίλια κατά μήκος των ακτών του Βισκαϊκού κόλπου. Επιπλέον αυτών, στα μέσα Μαΐου 1944, οι Γερμανοί είχαν μεταφέρει στη Γαλλία και στις Κάτω Χώρες από άλλα μέτωπα ως εφεδρείες, 9 Μεραρχίες Panzer και 10 Μεραρχίες Πεζικού. Έτσι τον Ιούνιο του 1944, το “Τείχος του Ατλαντικού” διέθετε πάνω από 800.000 άνδρες και πάνω από 500 αεροπλάνα» για την υπεράσπιση του. Αυτές ήταν οι δυνάμεις που θα αντιμετώπιζαν την σύμφωνα με τις πληροφορίες, συμμαχική απόβαση.
Η παραπλάνηση των Γερμανών
Παράλληλα με την κύρια επιχείρηση της εισβολής στη Γαλλία, έπρεπε να χρησιμοποιηθούν από διασπορά ψευδών ειδήσεων μέχρι πραγματικές μετακινήσεις στρατού, πλοίων και αεροσκαφών, ώστε η Γερμανία να πιστέψει ότι η επίθεση των συμμάχων θα γινόταν οπουδήποτε αλλού στην ΒΔ Ευρώπη εκτός από τις ακτές της Νορμανδίας.
Έτσι, μια άλλη επιχείρηση, η Επιχείρηση «Σωματοφύλακας» (Operation Bodygard) που προετοιμαζόταν και πραγματοποιήθηκε, ήταν αυτή πού έπεισε τον Χίτλερ ότι κύριος στόχος ήταν η περιοχή του Καλέ, αρκετά βορειότερα της Νορμανδίας.
Για την επιχείρηση αυτή, οι σύμμαχοι κατασκεύασαν στο Κεντ της Αγγλίας μια ψεύτικη εικόνα με πλασματικές βάσεις, άρματα μάχης, οχήματα και συστοιχίες πυροβολικού πού όλα είχαν φτιαχτεί από κόντρα πλακέ, πεπιεσμένο χαρτί και ελαστικά. Επίσης με ελάχιστα αυτοκίνητα να πηγαινοέρχονται, έδιναν στα γερμανικά αναγνωριστικά αεροπλάνα μια ψεύτικη εικόνα. Με αυτές τις ενέργειες, οι Γερμανικές Υπηρεσίες Πληροφοριών και τα επιτελεία, πείστηκαν ότι η απόβαση θα γινόταν στο Καλέ και γι΄αυτό, 19 πανίσχυρες γερμανικές μεραρχίες, ανάμεσά τους και τέσσερις τεθωρακισμένες, είχαν καθηλωθεί αφού περίμεναν να γίνει η απόβαση σε αυτή την περιοχή.
Το σχέδιο της απόβασης των Συμμαχικών Δυνάμεων
Η μεγάλη απόβαση, αποφασίστηκε να πραγματοποιηθεί σε μια ακτή εύρους 50 μιλίων που βρίσκονταν στον κόλπο του Σηκουάνα, μεταξύ Χάβρης και Χερβούργου, η οποία χωρίστηκε σε 5 τομείς (παραλίες) που έφεραν τις κωδικές ονομασίες:
α. Utah (Γιούτα) και ήταν κοντά στο χωριό Saint Martin de Varreville,
β. Omaha (Όμαχα) και ήταν κοντά στο χωριό Colleville-sur-Mer,
γ. Gold (Γκόλντ- Χρυσή) και ήταν κοντά στο χωριό Arromanches-les-Bains,
δ. Juno (Τζούνο-Ήρα) και ήταν κοντά στην κωμόπολη Courseulles-sur-Mer και
ε. Sword (Σουόρντ-Σπαθί) και ήταν δίπλα στην κωμόπολη Ouistreham.
Στις δύο δυτικότερες (Παραλίες Γιούτα και Όμαχα) θα αποβιβάζονταν Αμερικανοί, στην τρίτη (Παραλία Γκολντ) οι Βρετανοί, στην τέταρτη (Παραλία Τζούνο) οι Καναδοί με Βρετανούς και στην πέμπτη, την ανατολικότερη (Παραλία Σουόρντ) Βρετανοί με μια μονάδα των «Ελεύθερων Γάλλων».
Πολύ πριν την απόβαση αλλά και ταυτόχρονα με αυτήν, θα ρίπτονταν με αλεξίπτωτα η 82η και 101η Αμερικανικές Αερομεταφερόμενες Μεραρχίες, η 6η Βρετανική Αερομεταφερόμενη Μεραρχία και το 1ο Καναδικό Σύνταγμα Αλεξιπτωτιστών, ενώ θα γινόταν επίσης και μεταφορά στρατευμάτων με ανεμόπτερα, προκειμένου να καταληφθούν αθόρυβα στρατηγικές θέσεις και να υπάρχει ο απαραίτητος βαρύς οπλισμός που δεν μπορούσαν ννα φέρουν μαζί τους οι αλεξιπτωτιστές.
Επειδή οι Γαλλικές ακτές παρουσιάζουν την ιδιομορφία των μεγάλων διαφορών στη στάθμη θαλάσσης, λόγω της έντονης παλίρροιας και προκειμένου να είναι ορατά τα εμπόδια του «Ατλαντικού τοίχους» που είχαν κατασκευάσει οι Γερμανοί, ορίστηκε σαν Η-ώρα η 06:30 για τις Αμερικανικές δυνάμεις, ενώ για τις Βρετανικές και Γαλλικές δυνάμεις, μεταξύ των ωρών 07:00 και 08:00.
Τέλος, για την απρόσκοπτη αποβίβαση των στρατευμάτων και την συνεχή εκφόρτωση των εφοδίων, είχε προβλεφθεί η κατασκευή 2 τεχνητών λιμένων «Μάλμπερυ» και 5 κυματοθραυστών «Γκούσμπερυ» (Gooseberry).
Η διοίκηση της αμφίβιας επιχείρησης «Ποσειδών» (Operation Neptune), ανατέθηκε στον Άγγλο ναύαρχο Μπέρτραμ Ράμσεϊ (Admiral Sir Bertram Ramsay) που του διατέθηκαν για την πραγματοποίηση της 6.939 σκάφη από οκτώ ναυτικά, εκ των οποίων τα 1.213 ήταν μάχιμα πολεμικά, 4.126 αποβατικά, 736 βοηθητικά και 864 εμπορικά πλοία.
Διοικητής των αποβατικών στρατευμάτων που σχημάτιζαν 39 μεραρχίες, 20 αμερικανικές, 14 βρετανικές, 3 καναδικές, 1 πολωνική και 1 γαλλική την οποία επάνδρωναν οι «Ελεύθεροι Γάλλοι» του στρατηγού Σαρλ ντε Γκολ, ορίστηκε ο Άγγλος στρατηγός Μπέρναρντ Μοντγκόμερι (General Bernard Montgomery).
Για τις ανάγκες της επιχείρησης αυτής σχεδιάστηκαν 57 νηοπομπές, που εκτός των όπλων και εφοδίων, μετέφεραν χιλιάδες άρματα και δύο εκατομμύρια στρατιώτες από 12 χώρες.
Ο προγραμματισμός και η συχνότητα των νηοπομπών αυτών, εξαρτάτο από το σχέδιο μάχης του στρατού και όλες οι νηοπομπές είχαν σχεδιαστεί έτσι, ώστε να μεταφέρουν το προσωπικό και τα εφόδια του στην ακτή, στις ώρες και με τη σειρά που απαιτείτο για τη μάχη της ξηράς.
Η μέρα έναρξης της επιχείρησης (D–day)
Στις 4 Ιουνίου 1944, ενώ όλα ήταν έτοιμα για τη συμμαχική επίθεση που θα ξεκινούσε την επομένη, η ομάδα των μετεωρολόγων του Βρετανού Σμηνάρχου Σταγκ (Stagg) εξέδωσε το ακόλουθο δελτίο καιρού: «Πολύ άσχημες καιρικές συνθήκες για τις επόμενες 2 ημέρες, με πυκνή και χαμηλή νέφωση, με συνεχή βροχή και με θύελλες στις θαλάσσιες περιοχές». Για την 6η Ιουνίου οι μετεωρολόγοι έβλεπαν σημεία βελτίωσης και αυτό ήταν που τελικά επηρέασε την απόφαση του Αϊζενχάουερ.
Οι σύμμαχοι ως ήταν φυσικό, επείγονταν στην έναρξη της επιχείρησης. Ανησυχούσαν επειδή η συγκέντρωση 7.000 πλοίων στα λιμάνια και στους όρμους της Αγγλίας για να μεταφέρουν τις δυνάμεις εισβολής που ήταν κοντά στα λιμάνια αυτά και ανερχόταν σε περίπου 3 εκατομμύρια στρατιώτες, με 20.000 άρματα και οχήματα, διέτρεχε τον άμεσο κίνδυνο να γίνει αντιληπτή από τη γερμανική αεροπορία.
Έτσι, η D–Day για την απόβαση που ήταν η 5η Ιουνίου 1944, αποφασίστηκε από τον Αϊζενχάουερ, λόγω της διαφαινόμενης μικρής βελτίωσης την επομένη, η αναβολή της για μία μέρα, δηλαδή η D–day διατάχτηκε να ήταν η 6η Ιουνίου 1944.
Η Γερμανική εκτίμηση
Όλο τον Μάιο του 1944 που ο καιρός στις γαλλικές ακτές του Ατλαντικού ήταν σχετικά καλός, οι ναζιστικές δυνάμεις βρίσκονταν σε διαρκή ετοιμότητα, αλλά χαλάρωσαν όταν το μετεωρολογικό δελτίο προέβλεψε κακοκαιρία για τις πρώτες μέρες του Ιουνίου.
Αρκετές περιπολίες στη θάλασσα και στις ακτές, που είχαν προγραμματιστεί για τη νύχτα της 5-6ης Ιουνίου, είχαν ακυρωθεί λόγω της κακοκαιρίας. Επίσης, καμία αεροπορική αναγνωριστική πτήση δεν θα πραγματοποιούνταν κατά τις πρώτες μέρες του Ιουνίου λόγω καιρού. Ήταν μια πρόβλεψη που μπορούμε τώρα να πούμε, πως έδρασε σε όλα τα κλιμάκια διοικήσεως σαν υπνωτικό.
Οι Γερμανοί μετεωρολόγοι, επειδή δεν είχαν αρκετούς μετεωρολογικούς σταθμούς στις Γαλλικές ακτές, δεν μπόρεσαν να προβλέψουν το “άνοιγμα” στον καιρό, το οποίο οι σύμμαχοι ορθώς είχαν εκτιμήσει και είχαν επισημάνει στον Aϊζενχάουερ
Ο συνταγματάρχης Βάλτερ Στάϊμπε, επικεφαλής της μετεωρολογικής υπηρεσίας στο αρχηγείο των αεροπορικών δυνάμεων στη Γαλλία, στην ενημέρωση που έγινε την Παρασκευή 2 Ιουνίου, ανέφερε πως λόγω κακών καιρικών συνθηκών οι επόμενες μέρες προσφερόταν για ξεκούραση. Την ίδια πρόβλεψη είχαν και στο στρατηγείο O.B West, ο δε στρατάρχης φον Ρούντστεντ, σχεδίασε να επιθεωρήσει την επομένη, μαζί με το γιό του, ένα νεαρό υπολοχαγό, τα αμυντικά έργα στις ακτές της Νορμανδίας.
Ο Διοικητής των Γερμανικών δυνάμεων, Στρατηγός Γιoχάνες Έρβιν Ρόμελ, αφού η εκτίμηση της κατάστασης ήταν ότι δεν υπάρχει ενδεχόμενο επικείμενης εισβολής, βρήκε την ευκαιρία το Σαββατοκύριακο να πάει μέχρι τη Γερμανία προκειμένου να παρευρεθεί στα γενέθλια της συζύγου του που ήταν στις 6 του μήνα και για να δει τον Χίτλερ. Ήθελε να του ζητήσει μια ακόμη μεραρχία τεθωρακισμένων γιατί θεωρούσε πως οι 3 μεραρχίες που του είχαν διατεθεί δεν ήταν αρκετές για την άμυνα του «τείχους του Ατλαντικού». Μαζί του ήταν ο υπασπιστής του Λαγκ και ο συνταγματάρχης φον Τέμπελχολφ.
Όλοι δε οι Ανώτεροι Διοικητές σχηματισμών της περιοχής της Νορμανδίας, είχαν μεταβεί για μια άσκηση επί χάρτου που θα γινόταν την 6 Ιουνίου στη πόλη Ρεν, περίπου 150 χιλιόμετρα από τις Νορμανδικές ακτές και την προηγούμενη το βράδυ ήταν όλοι καλεσμένοι του επιτελάρχη, Υποστράτηγου Σπάϊντελ, σε δείπνο.
Εν κατακλείδι, η 5η και η 6η Ιουνίου, φαινόταν για τους Γερμανούς ημέρες ήσυχες και δεν περίμεναν λόγω καιρού, να εκδηλωθεί κάποια πολεμική ενέργεια. Όλοι τους βέβαια είχαν βασίσει τις εκτιμήσεις τους, στις αναλύσεις των Συμμαχικών αποβάσεων στη Βόρειο Αφρική, Σικελία και Ιταλία, όπου οι Σύμμαχοι εκτελούσαν την απόβαση μόνο όταν οι μετεωρολογικές προβλέψεις ήταν ευνοϊκές. Θεωρούσαν πως μια συμμαχική απόβαση θα ήταν δυνατή μόνο με ανέμους μέχρι 24 κ και ορατότητα τουλάχιστον 3 νμ. Έτσι, οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες στη θάλασσα και αέρα, συνέβαλαν στη μείωση της επαγρύπνησής τους. Όμως εκτός των καιρικών συνθηκών, τα Γερμανικά επιτελεία είχαν παραπλανηθεί από τις φανερές και από τις ψεύτικες προετοιμασίες που γινόταν στην Αγγλία και πίστεψαν πως η απόβαση των συμμάχων θα γινόταν αλλού. Στη περιοχή του Καλέ όπου τον Ιούνιο του 1940, οι σύμμαχοι είχαν ξαναβρεθεί για την Μάχη της Δουνκέρκης.
Η προετοιμασία και η έναρξη της εισβολής
Οι συμμαχικές ναυτικές μονάδες για την υποστήριξη της Επιχείρησης Ποσειδών (Operation Neptune) χωρίστηκαν σε δύο ομάδες επιχειρήσεων (Task Force-TF).
Στη Δυτική υπό τον Αμερικανό ναύαρχο Άλαν Κίρκ (Alan G. Kirk) που υποστήριζε τους τομείς των ΗΠΑ και στην Ανατολική υπό τον ναύαρχο Σερ Φίλιπ Βιάν (Sir Philip Vian) που υποστήριζε τους βρετανικούς και καναδικούς τομείς.
Στις 3 Ιουνίου, δύο υποβρύχια απέπλευσαν από το Πόρτσμουθ και πήγαν για ένα τελικό έλεγχο των ακτών αποβάσεως στη Νορμανδία, ενώ όσα Γερμανικά συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης, ραντάρ και παρατηρητήρια, δεν είχαν εξουδετερωθεί από τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς, άρχισαν να παρεμβάλλονται με παράσιτα και με ψεύτικους στόχους.
Στις 5 Ιουνίου δόθηκε από τον Ανώτατο Συμμαχικό Διοικητή, τον Αμερικανό στρατηγό Αϊζενχάουερ, η διαταγή εκτέλεσης της επιχείρησης που εκτός των άλλων, προειδοποιούσε τους στρατιώτες στο ότι έχουν μια δύσκολη αποστολή και πως ο εχθρός είναι καλά εκπαιδευμένος, καλά εξοπλισμένος και ανθεκτικός στις μάχες. Αντίγραφο της διαταγής του, μοιράστηκε για ενθύμιο σέ όλους που έλαβαν μέρος.
Με το χάραμα λοιπόν της 5ης Ιουνίου, όλα τα πλοία της επιχείρησης από τα λιμάνια που ήταν, κατευθύνθηκαν προς την ευρύτερη περιοχή του νησιού Γουίτ (Wight) στη Μάγχη.
Πιο συγκεκριμένα, οι Αμερικανικές δυνάμεις που είχαν συγκεντρωθεί σε μεγάλο αριθμό σε μικρά λιμάνια, απέπλευσαν από εκεί σε πολλές μικρές νηοπομπές και συγκεντρώθηκαν στη περιοχή του Πλύμουθ και μετά έπλευσαν σε 2 νηοπομπές προς την περιοχή του νησιού Γουάιτ (Isle of Wight), για να διαπλεύσουν το στενό της Μάγχης μέσα από τους αλιευμένους από τα ναρκαλιευτικά διαύλους, για να κατευθυνθούν προς την ακτή αποβάσεως τους.
Οι Βρετανικές Δυνάμεις με τις Καναδικές και τις Γαλλικές, συγκεντρώθηκαν στην περιοχή του νησιού Γουάιτ (Isle of Wight) κοντά στο Πόρτσμουθ όπου συγκρότησαν 18 νηοπομπές, 6 για κάθε μία από τις 3 ακτές αποβάσεως, που κάθε μία αντιστοιχούσε στο σχηματισμό της εφόδου.
Από τα σημεία συγκέντρωσης, μόλις βράδιασε, οι νηοπομπές με σειρά και τάξη και με τα εκατοντάδες αρματαγωγά και μεταγωγικά πλοία (LSD, LST, LCA, LCC, LCI, LCM, LCS, LCT, LCVP, LCU), ξεκίνησαν να πλέουν με κατεύθυνση προς τις βόρειες ακτές της Γαλλίας με κάθε νηοπομπή να κατευθύνεται στις καθορισμένες ακτές αποβάσεως.
Ο προγραμματισμός των νηοπομπών αυτών ήταν πολύ πολύπλοκος, επειδή τα διατιθέμενα πλοία έπλεαν με διαφορετικές ταχύτητες. Σχεδιάστηκαν λοιπόν αργές νηοπομπές (5 κόμβοι) και γρήγορες (12 κόμβοι) και επειδή κάθε δύναμη εφόδου απαιτούσε σκάφη και από τις δύο οι νηοπομπές, αυτές έπλεαν σε ζεύγη που έπρεπε να φτάσουν στην συγκεκριμένη ακτή και μαζί και την κατάλληλη στιγμή.
Κάθε ομάδα εφόδου λοιπόν είχε δύο νηοπομπές (μια αργή και μια γρήγορη) που κατευθύνθηκαν από την περιοχή συγκέντρωσης (συγκρότησης) προς τις προβλεπόμενες ακτές αποβάσεως.
Τα πλοία λοιπόν των αποβατικών δυνάμεων θα έπρεπε να διασχίσουν με ασφάλεια το στενό της Μάγχης, να προσεγγίσουν τις Γαλλικές ακτές και να αποβιβάσουν τη δύναμη εισβολής.
Κατά τον πλου τους αυτό, είχαν να αντιμετωπίσουν πρωτίστως την θαλάσσια και την απειλή επιφανείας, ενώ δευτερευόντως και την αεροπορική απειλή.
Για την εξουδετέρωση ή έστω μείωση της αεροπορικής απειλής, τα πλοία είχαν δεμένα χιλιάδες μπαλόνια με ήλιο που υπερίπταντο αυτών σε ύψη έως και 5.000 πόδια (1.500 m). Τα μπαλόνια αυτά, που έμοιαζαν με αερόστατα, αποτελούσαν μια σημαντική αεροπορική άμυνα κυρίως έναντι των βομβαρδιστικών καθέτου εφόρμησης (στούκας) γιατί τα ανάγκαζαν να αφήνουν τις βόμβες ψηλότερα. Αυτό το αντιαεροπορικό φράγμα που δυσκόλευε τα εχθρικά αεροπλάνα, διευκόλυνε ταυτόχρονα τα συμμαχικά πλοία αντιαεροπορικής προστασίας, αφού τα πυροβόλα τους δεν μπορούσαν να στρέψουν τόσο γρήγορα για να επιτεθούν σε αεροσκάφη που πετούσαν σε χαμηλό ύψος και με μεγάλη ταχύτητα.
Των αποβατικών δυνάμεων προπορευόταν τα συμμαχικά ναρκαλιευτικά τα οποία είχαν δημιουργήσει ασφαλείς διαύλους μέσα από τα γερμανικά ναρκοπέδια, ενώ οι μάχιμες μονάδες, τα συνόδευαν και τα προστάτευαν όλα.
Πρώτα ξεκίνησαν οι επιχειρήσεις ναρκαλιείας, που από τις 6:30 το πρωί της 5ης Ιουνίου τα ναρκαλιευτικά δημιουργούσαν τους τους αλιευμένους διαύλους για την ασφαλή ναυσιπλοΐα των αποβατικών και των πλοίων συνοδείας, εξουδετερώνοντας συνολικά πάνω από 800 νάρκες. Στις επιχειρήσεις αυτές, το ναρκαλιευτικό USS Osprey (AM-56) της 7ης Μοίρας Ναρκαλιευτικών (MinRon 7), που εκκαθάριζε τον δίαυλο από το Tor Bay της Αγγλίας προς την ακτή Γιούτα (Utah), γύρω στις 17:00 της 5 Ιουνίου προσέκρουσε σε μια νάρκη. Με την έκρηξη σκοτώθηκαν 6 μέλη του πληρώματος, κατακλύστηκε το πρωραίο μηχανοστάσιο, ξέσπασαν πυρκαγιές και μια ώρα αργότερα διατάχθηκε η εγκατάλειψη του. Το πλήρωμα του πλοίου διασώθηκε από το USS Chickadee (AM-59) ενώ το πλοίο μετά από λίγο βυθίστηκε. Η απώλεια αυτή και οι νεκροί του πλοίου ήταν τα πρώτα θύματα της εισβολής στη Νορμανδία.
Οι συμμαχικές δυνάμεις και νηοπομπές κατά τον πλου τους προς τις ακτές της Νορμανδίας, δεν συνάντησαν κανένα Γερμανικό υποβρύχιο ενώ τα Γερμανικά περιπολικά, λόγω των άσχημων καιρικών συνθηκών και κυματισμού είχαν καταφύγει από την προηγουμένη μέρα στις βάσεις τους στο Χερβούργο και στη Χάβρη.
Η εκτέλεση της καθαρά αποβατικής επιχείρησης
Η απόβαση στη Νορμανδία πραγματοποιήθηκε σε πέντε φάσεις:
Φάση 1: Η εισβολή ξεκίνησε στις 00:01 της 6 Ιουνίου με την πτώση αλεξιπτωτιστών και ανδρών των Ειδικών Δυνάμεων με βρετανικά ανεμοπλάνα (gliders), που προσγειώθηκαν στις ακτές της Νορμανδίας για αναγνώριση, για να καταλάβουν στρατηγικές θέσεις, σημαντικές γέφυρες, για εξουδετέρωση πυροβολείων και για να εξασφαλίσουν τις διαβάσεις-εξόδους των παραλιών από τις παραλίες. Οι Αμερικανοί αλεξιπτωτιστές έπεσαν στην ενδοχώρα της ζώνης Γιούτα για να καταλάβουν τη χερσόνησο Κοταντέν (Cotentin) και οι Βρετανοί κοντά στη διώρυγα του Καν και στις εκβολές του ποταμού Ορν. Οι αλεξιπτωτιστές αυτοί προσγειώνονταν σε διαστήματα 30 λεπτών μεταξύ τους, με πρώτη να πέφτει η 5η Ταξιαρχία Αλεξιπτωτιστών και μετά η 7η Ελαφρού Πεζικού. Αργότερα στις 01:30 ακολούθησε η 101η και μετά στις 02:30 η 82η Αμερικανική αερομεταφερόμενη Μεραρχία. Συνολικά έπεσαν 23.400 Αμερικανοί, Βρετανοί και Καναδοί αλεξιπτωτιστές.
Τα αεροπλάνα που μετέφεραν τους αλεξιπτωτιστές, για να αποφύγουν τα αντιαεροπορικά πυρά, πέταγαν πολύ ψηλά και με μεγαλύτερή από την προβλεπόμενη από τα σχέδια ταχύτητα, με αποτέλεσμα αρκετοί αλεξιπτωτιστές να πέσουν σε διαφορετικά από τα καθορισμένα σημεία πτώσης. Μερικοί έπεσαν ακόμη και 30 χιλιόμετρα μακριά από τα καθορισμένα σημεία πτώσης, μέσα σε περιοχές Γερμανικών στρατευμάτων σε βαλτώδεις εκτάσεις και στη θάλασσα.
Φάση 2: Στις 01:00 οι Συμμαχικές δυνάμεις προσποιήθηκαν ότι εισβάλουν στο Pas de Calais, περίπου 250 km (150 μίλια) βορειοανατολικά των ακτών αποβάσεως της Νορμανδίας, με ρίψη ομοιωμάτων αλεξιπτωτιστών. Ήταν η επιχείρηση «Σωματοφύλακας» (Bodygard) που στέφτηκε με απόλυτη επιτυχία. Οι Γερμανοί που τους περίμεναν, τους αποδεκάτισαν και χάρηκαν προσωρινά, αφού νόμισαν πως όλοι τους είχαν σκοτωθεί στον αέρα και έπεφταν σαν πέτρες στο έδαφος. Πέρασαν πολλές ώρες μέχρι να ανακαλύψουν πως δεν ήταν αλεξιπτωτιστές, παρά κούκλες.
Φάση 3: Στις 03:00 περίπου 2.000 συμμαχικά βομβαρδιστικά αεροσκάφη άρχισαν αεροπορικούς βομβαρδισμούς των γερμανικών αμυντικών θέσεων στην περιοχή των ακτών αποβάσεως στη Νορμανδία. Μέχρι το ξημέρωμα είχαν ρίψει περίπου 6.000 τόνους βομβών και είχαν καταστρέψει τις περισσότερες γέφυρες ανατολικά του Σηκουάνα και νότια του Λίγηρα, εμποδίζοντας έτσι τους Γερμανούς να ενισχύσουν έγκαιρα τις μονάδες τους στις Νορμανδικές ακτές.
Φάση 4: Στις 05:45 ξεκίνησε ο ναυτικός βομβαρδισμός των γερμανικών αμυντικών θέσεων στις περιοχές αποβάσεως προκειμένου να εξουδετερωθούν τα οχυρά του «τοίχους του Ατλαντικού». Αυτό ήταν ένα πολύ δύσκολο έργο γιατί οι Γερμανοί ήταν ιδιοφυία στο καμουφλάζ και στην απόκρυψη. Οι Γερμανοί είχαν φτιάξει καλοφτιαγμένες θέσεις από οπλισμένο σκυρόδεμα για όλα τα παράκτια όπλα τους. Επίσης στα πυρομαχικά τους χρησιμοποιούσαν άκαπνη πυρίτιδα που δυσκόλευε ακόμη πιο πολύ την κατάσταση για εύκολο άμεσο βομβαρδισμό από πλοία.
Φάση 5: Στις 06:00 διατάχθηκε η αποβίβαση των συμμαχικών στρατευμάτων στις πέντε ακτές αποβάσεως με τα πρώτα κύματα να προσγειώνονται στις ακτές Γιούτα και Όμαχα στις 06:30 και από τις 07:00 μέχρι 07:30 στις υπόλοιπες.
Η έφοδος
Τελικά, παρά την καταιγίδα με χαλάζι και τους ισχυρούς ανέμους που ξέσπασαν ξαφνικά, παρά την πρωινή ομίχλη και παρά τον κυματισμό που προέκυψε, τα αποβατικά στρατεύματα πάτησαν το πόδι τους στις ακτές
H κακοκαιρία που έδωσε στους Συμμάχους τον αρχικό αιφνιδιασμό δυσκόλεψε την αποβατική επιχείρηση ιδίως στον τομέα Όμαχα, όπου τα μισά από τα μικρά αποβατικά σκάφη αναποδογύρισαν από τα τεράστια κύματα και βυθίστηκαν. Άλλα πάλι ακινητοποιήθηκαν από τα χιλιάδες μεταλλικά δοκάρια που ήταν καρφωμένα στην άμμο και τα άλλα εμπόδια που υπήρχαν στην ακτογραμμή.
Την ώρα που οι στρατιώτες πατούσαν την ακτογραμμή τα πολυβόλα των αποβατικών ακάτων πολυβολούσαν την ακτή για να ανατινάξουν όποια νάρκη υπήρχε εκεί. Αρκετά αποβατικά κόλλησαν 100μ από την ακτή και οι στρατιώτες τους μπήκαν μέχρι το στήθος στο νερό για να καλύψουν τα τελευταία μέτρα. Σκέτη κόλαση σε κάθε ακτή.
Τελικά, οι συμμαχικές δυνάμεις κατέλαβαν σχετικά εύκολα και γρήγορα, τις τέσσερις ακτές, ενώ στην πέμπτη, την «Όμαχα», αντιμετωπίστηκε η μεγαλύτερη γερμανική αντίσταση και δόθηκαν σκληρές και αιματηρές μάχες. Περίπου 2.000 στρατιώτες δεν κατάφεραν να την διασχίσουν και έπεσαν εκεί, δίνοντας στην συγκεκριμένη ακτή τον χαρακτηρισμό «ματωμένη ακτή».
Οι Βρετανοί δεν κατάφεραν να πάρουν αμέσως την στρατηγικής σημασίας πόλη Καέν, που σύμφωνα με το αρχικό σχέδιο έπρεπε να καταληφθεί την πρώτη ημέρα της απόβασης και που ήταν σε θέση κλειδί για την προέλαση. Μια μεραρχία Πάντσερ, που εμφανίστηκε ξαφνικά καθήλωσε εκεί τις δυνάμεις. Όμως, όσο προχωρούσε η μέρα, οι Βρετανοί με την βοήθεια του ναυτικού πυροβολικού, κατάφεραν να προωθηθούν και να καταλάβουν την πόλη Αρρομάνς.
Η τακτική κατάσταση βελτιώθηκε αργά το απόγευμα και σε αυτό βοήθησαν οι αλεξιπτωτιστές των δυο αερομεταφερομένων μεραρχιών που είχαν πέσει την νύχτα και μάχονταν στα ενδότερα, προκαλώντας μεγάλη σύγχυση στους Γερμανούς και αποτρέποντας οποιαδήποτε σημαντική αντεπίθεσή τους. Από αυτούς μόνο 2.500 άνδρες κατάφεραν να συγκεντρωθούν στους προβλεπόμενους χώρους, αφού τα εμπόδια, οι φράκτες και οι ελώδεις ή οι σκόπιμα πλημμυρισμένες εκτάσεις, ήταν ένα δύσκολο και πολλές φορές αξεπέραστο εμπόδιο μέσα στη νύχτα.
Λίγο πριν νυχτώσει τα αποβατικά στρατεύματα κατάφεραν να καταλάβουν άλλες κατάλληλες θέσεις και γέφυρες και να δημιουργήσουν προγεφυρώματα που τους επέτρεψαν την προέλαση προς τη ενδοχώρα.
Συνολικά, τη πρώτη μέρα (D+1) αποβιβάστηκαν με τα αρματαγωγά και τα οχηματαγωγά και στις 5 ακτές αποβάσεως, περίπου 132.000 στρατιώτες. Πρώτα αποβιβάστηκαν οι δυνάμεις Πεζικού, μετά ακολουθούσαν τα τανκς, τα οχήματα, τα όπλα και ο ειδικός εξοπλισμός που απαιτείτο για τα προγεφυρώματα. Στη συνέχεια ακολούθησαν οι υπόλοιπες δυνάμεις που ήταν φορτωμένες σε πολλών διαφόρων τύπων αποβατικά πλοία. Σαν σφήκες πηγαινοερχόταν τα μικρά αποβατικά πλοιάρια και άκατοι συνεχώς.
Η έκβαση της επιχείρησης
Η πόλη κλειδί Καέν τελικά κατελήφθη μετά από 3 μέρες, στις 9 Ιουλίου.
Από την D-Day μέχρι την D+5 (11η Ιουνίου), περισσότεροι από 326.000 στρατιώτες, 50.000 οχήματα και 100.000 τόνοι εξοπλισμού και εφοδίων είχαν αποβιβαστεί στις Νορμανδικές ακτές ενώ την D+18 (24 Ιουνίου), οι συμμαχικές ναυτικές δυνάμεις είχαν αποβιβάσει στις 5 ακτές αποβάσεως και στους 2 τεχνητούς λιμένες 715.000 άνδρες, 111.000 οχήματα και 291.000 τόνους προμηθειών.
Οι Συμμαχικές χερσαίες δυνάμεις πολέμησαν σε όλη την ύπαιθρο στη Νορμανδία τις εβδομάδες που ακολούθησαν. Ειδικότερα οι Αμερικανικές δυνάμεις, παρά την σοβαρή αντίσταση στη χερσόνησο Κοταντέν που συνάντησαν, κατάφεραν να καταλάβουν το ζωτικής σημασίας λιμάνι του Χερβούργου στις 26 Ιουνίου (D+20) και έκτοτε το χρησιμοποιούσαν για την συνεχή μεταφορά εφοδίων, πυρομαχικών και ενισχύσεων. Συνολικά αποβιβάστηκαν εκεί περίπου 850.000 άνδρες και 150.000 οχήματα προκειμένου να συνεχίσουν την πορεία τους σε όλη τη Γαλλία και στη Γερμανία.
Η Επιχείρηση «Ποσειδών» ολοκληρώθηκε στις 30 Ιουνίου (D+24), όταν οι Ναυτικές Δυνάμεις Επιχειρήσεων διαλύθηκαν και ο έλεγχος των Στρατευμάτων πέρασε από τον ναύαρχο Μπέρτραμ Ράμσεϊ στο Διοικητή των αποβατικών Στρατευμάτων, στρατηγό Μπέρναρντ Μοντγκόμερι.
Συνολικά μέχρι τις αρχές του Ιουλίου, 905 αποβατικά σκάφη (LST), 1.814 μικρότερα (LCT), 180 μεταγωγικά, 570 πλοία Liberty και 788 φορτηγά είχαν μεταφέρει στις περιοχές αποβάσεως 861.838 στρατιώτες, 157.633 τανκς και οχήματα και 501,834 τόνους εφοδίων.
Στις 25 Ιουλίου ((D+49), ο στρατηγός Ομάρ Μπράντλεϊ διέσπασε το δυτικό μέτωπο και μέσα σε λίγες μέρες εξαλείφτηκε κάθε αντίσταση στην πορεία των δυνάμεων του προς τον Σηκουάνα. Στις 7 Αυγούστου ((D+62), αποκρούστηκε η Αντεπίθεση των γερμανικών τεθωρακισμένων στο Μορτέν,στις 16 Αυγούστου ο Χίτλερ διέταξε την οπισθοχώρηση ενώ στις 29 Αυγούστου στη περιοχή Φαλέζ, 150.000 Γερμανοί στρατιώτες περικυκλώθηκαν από τα συμμαχικά στρατεύματα, από τους οποίους περίπου 50.000 σκοτώθηκαν ενώ οι υπόλοιποι συνελήφθησαν αιχμάλωτοι.
Στις 20 Αυγούστου, οι Συμμαχικές Δυνάμεις που αποβιβάστηκαν στις Νορμανδικές ακτές διέσχισαν τον Σηκουάνα ενώ άλλες δυνάμεις αποβιβαζόταν στη Νότια Γαλλία. Στις 25 Αυγούστου (D+80), το Παρίσι ήταν ελεύθερο, ο Γάλλος στρατηγός Σαρλ ντε Γκώλ εισερχόταν θριαμβευτής και όλοι οι Γερμανοί είχαν απομακρυνθεί από τη Βορειοδυτική Γαλλία.
Οι νηοπομπές συνεχίστηκαν μέχρι και την D+90 ημέρα, τότε που στην ουσία τελείωσε η «Μάχη της Νορμανδίας». Μέχρι τότε είχαν μεταφερθεί στα 2 τεχνητά λιμάνια που στήθηκαν και στις 5 ακτές αποβάσεως, πάνω από 2 εκατομμύρια στρατιώτες, 400.000 οχήματα και 3 εκατομμύρια τόνοι εφοδίων και υλικών.
Τον Σεπτέμβριο οι συμμαχικές δυνάμεις μέσω της Γαλλίας, βρίσκονταν μπροστά στα νοτιοδυτικά γερμανικά σύνορα ενώ οι Ρωσικές στα ανατολικά.
Η συντριβή τής Γερμανίας είχε αρχίσει
Ο πόλεμος στη θάλασσα
Σε γενικές γραμμές, παρά τον τεράστιο αριθμό πολεμικών πλοίων που είχαν συγκεντρωθεί εκεί, οι απώλειες των συμμαχικών πλοίων ήταν ελάχιστες οι δε προσπάθειες των γερμανικών δυνάμεων να προσβάλουν τις συμμαχικές αποβατικές δυνάμεις, είχαν μικρό αποτέλεσμα.
Τα συμμαχικά πλοία, παρά τον τεράστιο αριθμό τους, δεν εντοπίστηκαν από κανένα γερμανικό ραντάρ. Ο πρώτος εντοπισμός έγινε στις 060309 Ιουνίου και η Γερμανική αντίδραση ήταν σχετικά γρήγορη, επειδή την νύχτα με του που εντοπίστηκαν οι αλεξιπτωτιστές που έπεφταν, ο ναύαρχος Κράνκε (Krancke} είχε σημάνει συναγερμό.
Έτσι η ομάδα τορπιλακάτων/ τορπιλοβόλων (E-boats) που ήταν στο Χερβούργο, απέπλευσε στις 060325 Ιουνίου. Όμως, μόλις είδαν μπροστά τους τον τεράστιο συμμαχικό στόλο, τα τορπιλοβόλα εκτόξευσαν τις τορπίλες τους από τη μέγιστη εμβέλεια και επέστρεψαν πίσω στη βάση τους.
Καλύτερη τύχη είχε μια άλλη ομάδα 4 γερμανικών τορπιλακάτων και μερικών περιπολικών που απέπλευσαν στις 060510 Ιουνίου από την Χάβρη για να επιτεθούν στην ανατολική Δύναμη (Task Force). Οι τορπιλάκατοι Jaguar και Möwe, ανοιχτά της παραλίας Sword μόλις βρέθηκαν σε απόσταση βολής, στις 05:37, εξαπέλυσαν τορπιλική επίθεση. Δύο τορπίλες πέρασαν ανάμεσα στα βρετανικά θωρηκτά HMS Warspite και HMS Ramillies και πέρασαν λίγα μέτρα από το HMS Largs, στο οποίο επέβαινε ο ναύαρχος Ramsey.
Μια άλλη δέσμη τορπιλών, χτύπησε το νορβηγικό αντιτορπιλικό HNoMS Svenner που στη κυριολεξία το έκοψε στη μέση. Χάθηκαν 32 Νορβηγοί και ένας Βρετανός, ενώ διασώθηκαν τα υπόλοιπα 185 μέλη του πληρώματος. Ήταν το μόνο συμμαχικό πλοίο που βυθίστηκε από γερμανικά πλοία επιφανείας στις 6 Ιουνίου 1944.
Τα Γερμανικά πλοία μετά την επίθεση κατάφεραν να διαφύγουν και επέστρεψαν στην Χάβρη απ’ όπου συνέχισαν να παρενοχλούν τη συμμαχική δύναμη αποβίβασης τις επόμενες ημέρες, εκτοξεύοντας πάνω από 50 τορπίλες με ασήμαντα όμως αποτελέσματα. Τελικά αργότερα, που η Βρετανική Αεροπορία τη νύχτα 14/15 Ιουνίου βομβάρδισε το λιμάνι της Χάβρης, βύθισε σχεδόν όλα τα Γερμανικά πλοία που ήταν εκεί.
Στις 06 Ιουνίου το πρωί, στις 05:35, γερμανικά πυροβολεία στην παραλία της Γιούτα άνοιξαν πυρ κατά των πλοίων. Το ανθυποβρυχιακό περιπολικό USS PC-1261 που οδηγούσε το πρώτο κύμα, προσβλήθηκε από πυρά γερμανικού οχυρού και βυθίστηκε. Ήταν η πρώτη απώλεια συμμαχικού πλοίου κοντά στις ακτές της Νορμανδίας.
Επίσης το Θωρηκτό Νεβάδα, αν και ήταν αγκυροβολημένο ανοικτά της ακτής Ομάχα, παρασύρθηκε από τον καιρό 27 φορές, αλλά δεν υπέστη ζημιές ούτε χτυπήθηκε από τα Γερμανικά πυροβόλα των οχυρών. Όμως, λιγότερο τυχερό ήταν το αντιτορπιλικό USS Corry (DD-463). Ως γνωστό, τα αντιτορπιλικά, που βρίσκονταν πιο κοντά στην ξηρά από τα θωρηκτά και τα καταδρομικά, καλύπτονταν από ένα προπέτασμα καπνού που δημιουργούσαν τα αεροσκάφη. Ωστόσο, το αεροσκάφος που είχε ανατεθεί να καλύψει το άτυχο Corry, καταρρίφθηκε από τα γερμανικά πυρά και το πλοίο ήταν «ορατός στόχος κάθε γερμανικού όπλου». Το πλοίο επλήγη από αρκετά βλήματα και παρουσίασε σοβαρές βλάβες. Κατά δε τη διάρκεια των ελιγμών αποφυγής των πυρών, προσέκρουσε και σε νάρκη που χειροτέρεψε την κατάσταση. Το πηδάλιο του κόλλησε και το πλοίο προσάραξε στα αβαθή. Χάθηκαν 24 άτομα, τραυματίστηκαν 60 ενώ οι υπόλοιποι διασώθηκαν από το USS Fitch (DD-462)
Στις 7 Ιουνίου, το αντιτορπιλικό HMS WRESTLER (D35) μετά τη συνοδεία της νηοπομπής J7 που κατευθυνόταν προς την ακτή Τζούνο και ενώ περιπολούσε στις προσβάσεις του Σηκουάνα, προσέκρουσε σε νάρκη (185μ ανατολικότερα από το όριο του αλιευμένου διαύλου) και υπέστη σοβαρές ζημιές. Το πλοίο ρυμουλκήθηκε στο Πόρτσμουθ όπου διαπιστώθηκε ότι οι ζημιές ήταν μεγάλες και δεν άξιζε να επισκευαστεί. Επίσης, το ναρκαλιευτικό USS Tide (AM-125) προσέκρουσε σε νάρκη και βυθίστηκε στα ανοιχτά της ακτής Γιούτα. Το πλήρωμα διασώθηκε από τα παραπλέοντα PT-509 και USS Pheasant (AM-61).
Στις 8 Ιουνίου, το αντιτορπιλικό USS Meredith (DD-726), που υποστήριζε με πυρά την απόβαση στην παραλία της Γιούτα, ενεργοποίησε μια νάρκη και υπέστη σοβαρές ζημιές. Επιτόπου σκοτώθηκαν 7 άνδρες και είχε πάνω από 50 τραυματίες και αγνοούμενους. Το πλοίο ρυμουλκήθηκε σε γειτονικό όρμο για αποκατάσταση των ζημιών αλλά κατά τη διάρκεια αεροπορικής επιδρομής, βομβαρδίστηκε από ένα He-177, κόπηκε στα δύο και βυθίστηκε την επομένη. Επίσης το αντιτορπιλικό USS Glennon (DD-620), που υποστήριζε με πυρά την απόβαση στην παραλία της Γιούτα, ενεργοποίησε μια νάρκη και υπέστη σοβαρές ζημιές στο πρυμναίο τμήμα του. Διατάχθηκε εγκατάλειψη και μετά από λίγο βυθίστηκε. Από την έκρηξη σκοτώθηκαν 25 άτομα και τραυματίστηκαν 38’
Η φρεγάτα HMS Lawford (K514), μετά τη συνοδεία της νηοπομπής προς την ακτή Τζούνο και ενώ περιπολούσε στον κόλπο του Σηκουάνα, εντοπίστηκε από Γερμανικά αεροπλάνα, βομβαρδίστηκε με τορπίλες. Μια τορπίλη εισήλθε στο πλοίο, εξερράγη και το πλοίο βυθίστηκε. Τριάντα επτά άτομα έχασαν τη ζωή τους. Λίγο αργότερα, το Αμερικανικό αρματαγωγό LST-499, που επιχειρούσε στην ακτή αποβάσεως Γιούτα, ενεργοποίησε μια νάρκη και βυθίστηκε χωρίς όμως απώλειες προσωπικού.
Την νύχτα της 8/9 Ιουνίου, μια ομάδα 3 αντιτορπιλικών (Ζ24, Ζ32, ΖΗ1) και ενός τορπιλοβόλου (Τ24) εισέβαλε από τη Βρέστη στην περιοχή των επιχειρήσεων. Οι τορπίλες βύθισαν κοντά στην ακτή αποβάσεως το αρματαγωγό LST-314 και προξένησαν σημαντικές ζημιές στο LST-376, που αργότερα ανατινάχθηκε, Στο LST-314 σκοτώθηκαν 67 άτομα ενώ στο LST-376 σκοτώθηκαν 44 άτομα.
Στη συνέχεια η Ομάδα των Γερμανικών πλοίων αναχαιτίστηκε από τον 10ο Στολίσκο Αντιτορπιλικών στα ανοιχτά του Ουασάν (Ushant) όπου και διεξήχθη η ομώνυμη ναυμαχία. Ο στολίσκος των Συμμαχικών αντιτορπιλικών ήταν χωρισμένος σε 2 ομάδες. Στην TG 19 με τα HMS Eskimo, HMS Javelin και τα Πολωνικά ORP Piorun και ORP Błyskawica που προσέγγισαν για επίθεση από ανατολικά και στην ομάδα TG 20 με τα HMS Tartar, HMS Ashanti και τα Καναδικά HMCS Haida και Huron που προσέγγισε για επίθεση από δυτικά. Στη ναυμαχία αυτή χάθηκαν δύο Γερμανικά αντιτορπιλικά. Το αντιτορπιλικό «ZH-1» (πρώην Ολλανδικό) υπέστη ζημιά αρχικά από το «Τάρταρ» και μετά τορπιλίστηκε και βυθίστηκε από τον «Ασάντι» και το Ζ32 που οδηγήθηκε σε προσάραξη από τα καναδικά πλοία «Χάιντα» και «Χιούρον» και αργότερα αυτό-ανατινάχθηκε.
Από τα συμμαχικά πλοία μόνο το HMS Tartar υπέστη ζημιές που αργότερα αποκατέστησε, ενώ τα Γερμανικά πλοία, το Ζ24 με το τορπιλοβόλο Τ24, διέφυγαν και έπλευσαν στο Χερβούργο.
Την 9 Ιουνίου, το Αντιτορπιλικό HMS Ursa (R22) και τα τύπου Hunt αντιτορπιλικά HMS Glaisdale (L44 ) και το Πολωνικό Krakowiak (L115), ενώ περιπολούσαν στα ανοιχτά της Χάβρης, αναχαίτισαν 3 γερμανικές τορπιλακάτους του 5ου στολίσκου, τις Möwe, Jaguar και T28, που εξορμούσαν από τα Γαλλικά λιμάνια. Κανένα πλοίο δεν επλήγη ενώ τα Γερμανικά πλοία κατάφεραν και διέφυγαν.
Στις 10 Ιουνίου το Αμερικανικό οχηματαγωγό LCI(L)-416 ενώ έπλεε για προσαιγυάλωση στην ακτή αποβάσεως Όμαχα, προσέκρουσε σε νάρκη και βυθίστηκε
Στις 11 Ιουνίου, ομάδα 5 Γερμανικών τορπιλακάτων εκτέλεσε τορπιλική προσβολή σε αποβατικά πλοία στην ακτή Όμαχα. Μία τορπίλη έπληξε το ρυμουλκό ανοικτής θαλάσσης USS Partridge (ATO-138) που το βύθισε παίρνοντας μαζί του 35 άτομα από το πλήρωμα. Τα υπόλοιπα 50 άτομα διασώθηκαν. Επίσης, κατά τη διάρκεια των χειρισμών αποφυγής τορπιλών, το οχηματαγωγό LST-496 ενεργοποίησε μια νάρκη επιδράσεως, που του προξένησε σημαντικές ζημίες. Το πλοίο, μετά από άκαρπες προσπάθειες αντλήσεως των υδάτων επί 2 ώρες, βυθίστηκε.
Στις 13 Ιουνίου, το αντιτορπιλικό HMS Boadicea (H65) που συνόδευε μια νηοπομπή προς στις ακτές της Νορμανδίας, εντοπίστηκε στη Μάγχη, στα ανοιχτά του Πόρτλαντ και βομβαρδίστηκε με τορπίλες από αεροπλάνα Junkers Ju 88. Μια τορπίλη εισήλθε στο πλοίο και εξερράγη σε μια πυριτιδαποθήκη που κυριολεχτικά ανατίναξε όλη την πλώρη του πλοίου. Το λεβητοστάσιο κατακλίστηκε αμέσως και πλοίο μετά από λίγο βυθίστηκε.
16 Ιουνίου, Το γερμανικό υποβρύχιο U-767 πρόσβαλε και βύθισε την φρεγάτα HMS MOURNE της 5ης ομάδας συνοδείας (5th Escort Group), στα ανοικτά του Land’s End του στενού της Αγγλίας. Μια τορπίλη εξερράγη στην πυριτοθήκη και το πλοίο μετά από λίγο βυθίστηκε παίρνοντας μαζί του 111 άτομα. Μόνο 27 άτομα διασώθηκαν από τα HMS Bickerton and HMS Kempthorne.
Στις 19 Ιουνίου, κατά τη διάρκεια μιας ξαφνικής καταιγίδας το αρματαγωγό LST-523 προσέκρουσε σε νάρκη, κόπηκε στα δύο και βυθίστηκε. Σκοτώθηκαν 42 άτομα του πληρώματος και 20 άνδρες του Μηχανικού που επέβαιναν.
Στις 21 Ιουνίου, το αντιτορπιλικό HMS FURY (Η76) παρασύρθηκε από μια ξαφνική καταιγίδα και ενεργοποίησε μια ακουστική νάρκη στα ανοιχτά της παραλίας Τζούνο. Το πλοίο ενώ ρυμουλκείτο από το ολλανδικό ρυμουλκό Τάμεσης, πήρε ξαφνικά κλίση 6 μοιρών. Αργότερα από λάθος συγκρούστηκε με τη πρύμη ενός φορτηγού πλοίου που ήταν αγκυροβολημένο. Έσπασαν τα σχοινιά ρυμούλκησης, η άγκυρα του, που ποντίστηκε λόγω καταιγίδας, δεν το κράταγε και έτσι το πλοίο αφέθηκε στην τύχη του. Το πλοίο παρασυρόμενο, κτύπησε αρκετά εμπορικά και μετά προσάραξε. Έξη ρυμουλκά έλαβαν μέρος στη διάσωση του που τελικά δεν κατέστη δυνατή. Χαρακτηρίστηκε ολική απώλεια και αργότερα διαλύθηκε. Το πλήρωμά του, μόλις η παλίρροια έσβησε, βγήκε στη ξηρά και σώθηκε.
Στις 23 Ιουνίου, το καταδρομικό HMS SCYLLA, ήταν το πλοίο Διοικήσεως, ενεργοποίησε μια ακουστική νάρκη κοντά στις προσβάσεις του Σηκουάνα. Το πλοίο υπέστη σημαντικές ζημιές στην δεξιά του πλευρά κοντά στην καρένα. Οι γεννήτριες κατακλύστηκαν και το πλοίο έχασε την ηλεκτρική του ενέργεια (black-out). Ο Διοικητής μετεπιβιβάστηκε στο αρματαγωγό HILARY ενώ το καταδρομικό ρυμουλκήθηκε στο Spithead όπου διαπιστώθηκε ότι η επισκευή του ήταν ασύμφορη.
Στις 24 Ιουνίου, το αντιτορπιλικό HMS SWIFT (G 46) ενεργοποίησε μια νάρκη, 5 νμ από την ακτή αποβάσεως SWORD, που εξερράγη. Το πλοίο κόπηκε κυριολεκτικά στα δύο και βυθίστηκε παίρνοντας μαζί του 53 από τα 138 άτομα του πληρώματος
Ο υποβρύχιος πόλεμος
Αεροσκάφη της παράκτιας διοίκησης με αεροπλάνα της RAF, RCAF και της Νορβηγίας, μαζί με τα πλοία των Ομάδων Συνοδείας (Escort Groups) του Βρετανικού, Καναδικού και συμμαχικού ναυτικού, που περιπολούσαν στο δυτικό άκρο της Μάγχης και στις προσβάσεις των περιοχών απόβασης, δεν επέτρεπαν σε Γερμανικά υποβρύχια, να πλησιάσουν την περιοχή επιχειρήσεων στη Νορμανδία. Μόνο μερικά υποβρύχια, αυτά που είχαν αναπνευστήρα (snorkel), τόλμησαν να δοκιμάσουν μια διείσδυση και αυτά τα λίγα που το έκαναν, είχαν μικρή επιτυχία.
Τον Ιούνιο μόνο χάθηκαν 12 Γερμανικά υποβρύχια στην ευρύτερη περιοχή επιχειρήσεων. Συμμαχικά αεροσκάφη βύθισαν πέντε στις προσβάσεις της Μάγχης, άλλα δύο βυθίστηκαν από αεροπλάνα στον Βισκαϊκό καθώς επέστρεφαν από την περιπολία τους στον Ατλαντικό και τα υπόλοιπα πέντε βυθίστηκαν από τα πλοία επιφανείας.
Τον Ιούλιο βυθίστηκαν στις προσβάσεις των ακτών αποβάσεως έξη Γερμανικά υποβρύχια και τον Αύγουστο τρία.
Οι συμμαχικές απώλειες
Κατά την διάρκεια των επιχειρήσεων, τα γερμανικά υποβρύχια βύθισαν συνολικά 7 πλοία συνοδείας, 3 μεγάλα αρματαγωγά (LST) και 13 μικρότερα.
Οι γερμανικές νάρκες βυθού «Oyster» βύθισαν τέσσερα συμμαχικά αντιτορπιλικά, δύο ναρκαλιευτικά και κατέστρεψαν περισσότερα από 25 σκάφη, ενώ η απειλή από αυτές υπήρχε στην περιοχή για πολλούς ακόμη μήνες.
Στις επιχειρήσεις αυτές, το Βρετανικό Ναυτικό υπέστη τις μεγαλύτερες απώλειες αφού έχασε συνολικά 10 αντιτορπιλικά (HMS Wrestler (D35), HMS Lawford (K514), HMS Boadicea, HMS Fury, HMS Scylla(98), HMS Swift (G46), HMS Isis, HMS Bickerton, HMS Gothland και HMS Quorn), δύο φρεγάτες (HMS Mourne και HMS Trollope) και αρκετά άλλα μικρότερα σκάφη.
Ακολουθεί το Αμερικανικό Ναυτικό που έχασε ένα περιπολικό (PC 1261), τρία αντιτορπιλικά (USS Corry, Meridith, Glennon), πέντε αρματαγωγά (LST 499, 314, 496, 523, LCI(L)-416), ένα ναρκαλιευτικό (USS Tide) και ένα ρυμουλκό (USS Patridge).
Τα υπόλοιπα συμμαχικά ναυτικά έχασαν συνολικά 24 πολεμικά πλοία, 35 εμπορικά και πάνω από 100 μικρότερα σκάφη που χρησιμοποιήθηκαν στις αμφίβιες επιχειρήσεις.
Τέλος, πάνω από 100 συμμαχικά πλοία υπέστησαν ζημιές, εκατοντάδες ναύτες σκοτώθηκαν και πάνω από 2.000 τραυματίστηκαν.
Στις χερσαίες επιχειρήσεις, τις μεγαλύτερες απώλειες μεταξύ των συμμάχων, υπέστησαν οι Ηνωμένες Πολιτείες στο δε κοιμητήριο της Colleville-sur-Mer «αναπαύονται» πάνω από 9.000 σοροί Αμερικανών στρατιωτών, οι περισσότεροι των οποίων ήταν αλεξιπτωτιστές που κατά λάθος έπεσαν σε βαλτώδεις ή σε θαλάσσιες περιοχές και υπό το βάρος του οπλισμού τους πνίγηκαν.
Μεγάλες απώλειες επίσης είχε και η 6η αερομεταφερόμενη βρετανική μεραρχία, που εξασφάλιζε την πλευρική κάλυψη στα αποβιβαζόμενα στρατεύματα και έχασε τις πρώτες μέρες της επιχείρησης το 10% της δύναμης της.
Η απόβαση στη Νορμανδία έχει αποτελέσει αντικείμενο άπειρων βιβλίων, αμέτρητων ταινιών όπως για παράδειγμα η «D-Day the Sixth of June», η «Δουνκέρκη», «The Longest Day» και η «Διάσωση του Στρατιώτη Ράιαν», πολλών τραγουδιών και πολλών βιντεοπαιχνιδιών.
Η Ελληνική συμμετοχή
Η χώρα μας, παρόλο που βρισκόταν υπό Γερμανική κατοχή από τον Απρίλιο του 1941 και είχε μικρό εμπορικό ναυτικό, κατάφερε με 2 μονάδες του πολεμικού μας ναυτικού, τις κορβέτες ΚΡΙΕΖΗΣ και ΤΟΜΠΑΖΗΣ και με 7 πλοία του εμπορικού μας ναυτικού, να συμπεριληφθεί στο ανακοινωθέν που ακούστηκε σε όλο τον κόσμο στο πρωινό δελτίο ειδήσεων του BBC της 6ης Ιουνίου 1944: «Ναυτικές δυνάμεις των Ηνωμένων Πολιτειών, του Ηνωμένου Βασιλείου, της Γαλλίας, του Καναδά, της Πολωνίας, της Ολλανδίας, της Νορβηγίας και της Ελλάδας ενήργησαν σήμερα απόβαση στην Ευρώπη»
Τον Απρίλιο του 1941 και πριν οι Γερμανοί φτάσουν στην Αθήνα, το Ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό, κατάφερε να αποδημήσει στην Αίγυπτο για συνεχίσει να πολεμά τις Δυνάμεις του Άξονα.
Επειδή όμως τα 16 Ελληνικά πολεμικά πλοία που γλύτωσαν από τους Γερμανικούς βομβαρδισμούς, ήταν παλιά και ταλαιπωρημένα, ζητήθηκε το 1943 ο εκσυγχρονισμός του στόλου μας. Έτσι για να αντισταθμιστούν οι πολεμικές μας απώλειες των 20 πλοίων που είχαμε, μας δόθηκαν από τους Άγγλους με δανεισμό 9 πλοία. Αυτά ήταν δύο αντιτορπιλικά (ΝΑΥΑΡΙΝΟΝ, ΣΑΛΑΜΙΣ), τρία αντιτορπιλικά συνοδείας τύπου Hunt (ΚΡΗΤΗ, ΑΙΓΑΙΟ, ΑΣΤΙΓΞ) και τέσσερις κορβέτες τύπου Flower (ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ, ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ, ΤΟΜΠΑΖΗΣ, ΚΡΙΕΖΗΣ).
Από αυτά η κορβέτα Κριεζής ΙΙ (πρώην HMS Coreopsis, K32) και η Τομπάζης ΙΙ (πρώην HMS Tamarisk, K216) που ήταν στην Αγγλία, παραδόθηκαν στα τέλη του 1943, εκτέλεσαν επισκευές και το προσωπικό τους αφού εκπαιδεύτηκε στα νέα όπλα και συσκευές (σόναρ, ραντάρ κ.α.) έλαβαν μέρος σε ασκήσεις αλλά και επιχειρήσεις των συμμαχικών δυνάμεων στην Αγγλία και Ατλαντικό.
Τα πλοία μας συμμετείχαν σε συνοδείες νηοπομπών και πλόες στην περιοχή της Μάγχης και με τα ταξίδια προς στο Portland, Portsmouth, Falmouth, Cardiff, Chatham κ.α. τα πληρώματα είχαν πλέον εξοικειωθεί στο δύσκολο περιβάλλον της Μάγχης, ενώ έλαβαν μέρος και σε συνοδείες νηοπομπών από ΗΠΑ και Καναδά προς την Αγγλία καθώς και σε προστασία των άδειων πλέον εμπορικών, πίσω στην Αμερική. .
Μετά από την εκπαίδευση, συμμετοχή σε ασκήσεις και επιχειρήσεις, τα πλοία μας, ήταν πλέον έτοιμα να αναλάβουν την επόμενη αποστολή, που ήταν η συμμετοχή τους στην μεγαλύτερη στα παγκόσμια στρατιωτικά χρονικά αμφίβιας επιχείρησης, της επιχείρησης Ποσειδών (Operation Neptune).
Τον Απρίλιο του 1944, η κορβέτα ΚΡΙΕΖΗΣ διατάχθηκε από τον αρχηγό του βρετανικού στόλου Ναύαρχο Sir Bertram Ramsey να προετοιμαστεί για συμμετοχή στην επιχείρηση κατά την οποία θα συμμετείχε στην Δύναμη Γ (Force C) υπό τον Αρχιπλοίαρχο Commodore C.E. Dougkas Pennant της Eastern Naval Force που ήταν υπό την διοίκηση του Αντιναυάρχου VAdm P.L. Vian Force.
Η δύναμη αυτή θα επιτηρούσε την περιοχή του στενού της Μάχης και θα παρείχε συνοδεία στη νηοπομπή της 5ης/6ης Ιουνίου, που θα μετέφερε την 50η Βρετανική Μεραρχία NORTHUMBRIAN, η οποία ήταν ήδη φορτωμένη σε δέκα Αμερικανικά αρματαγωγά.
Συμβάντα και δράσεις της κορβέτας Κριεζής.
Το βράδυ της 23 Μαΐου η κορβέτα Κριεζής που περιπολούσε ανατολικά της νήσου Wight εντόπισε με το ραντάρ ένα άγνωστο στόχο που έπλεε ύποπτα. Η κορβέτα έβαλε φωτιστικά βλήματα αλλά δεν αναγνωρίστηκε ούτε και απάντησε στα ειδικά σήματα αναγνωρίσεως οπότε η κορβέτα άνοιξε πυρ. Το πλοίο τότε άναψε 2 ερυθρούς φανούς και απομακρύνθηκε. Ήταν ένα φίλιο πλοίο που δεν συμμορφώθηκε με τις διατάξεις των φώτων αναγνωρίσεως, Ευτυχώς οι ζημιές που υπέστη δεν ήταν σοβαρές και δεν υπήρξαν ανθρώπινα θύματα.
Την 5 Ιουνίου η κορβέτα Κριεζής συνόδεψε τη νηοπομπή που μετέφερε την 50η Βρετανική Μεραρχία από το West Solent στη Νορμανδία. Στην ομάδα συνοδείας ήταν μαζί της η κορβέτα HM CAMPANULA και ένα πλοίο διασώσεως ναυαγών της Αμερικανικής Ακτοφυλακής. Μετά που η νηοπομπή έφτασε ασφαλώς στη Νορμανδία, η κορβέτα μαζί με το αντιτορπιλικό HMS BLANKLEY απέπλευσαν στις 23:00 το βράδυ και συνόδευσαν τα άδεια πλέον αποβατικά πλοία προς το Spithead της Αγγλίας όπου έφτασαν στις 11:00 της 7ης Ιουνίου. Τα πλοία κατά τον πλου αυτόν υπέστησαν αεροπορική επίθεση από Γερμανικά αεροπλάνα αλλά δεν υπήρξαν θύματα ή ζημιές.
Από τις 13 Ιουνίου μέχρι τα τέλη Αυγούστου, στα πλαίσια της επιχείρησης Ποσειδών (Operation NEPTUNE), η κορβέτα Κριεζής συνόδεψε συνολικά 12 νηοπομπές που πήγαιναν από Αγγλία στη Γαλλία. Δύο από το Falmouth (ECM) και δέκα από το Portland (EPM) καθώς και 6 που επέστρεφαν στην Αγγλία [5 FPM στο Portland και 1 FTC στον Τάμεση). Στις περισσότερες από αυτές το πλοίο μας είχε καθήκοντα διοικητού της ομάδας, στα οποία ανταπεξήλθε επιτυχώς.
Στην νηοπομπή της 13 Ιουνίου, η κορβέτα απέκτησε με την ηχοεντοπιστική συσκευή Asdig, επαφή πιθανώς υποβρυχίου την οποία πρόσβαλε με βολή 3 βομβών βάθους και 3 δεσμίδων από 10 βομβίδες πολυβόμβου. Παρά την πετρελαιοκηλίδα και διάφορα αντικείμενα που εμφανίσθηκαν μετά από λίγο, η κορβέτα δεν ήταν δυνατόν να παραμείνει περισσότερο στη περιοχή και διατάχθηκε να συνεχίσει μαζί με τα άλλα πλοία, τη συνοδεία της νηοπομπής. Δεν κατέστη δυνατόν να πιστοποιηθεί αν ήταν υποβρύχιο. Ήταν, δεν ήταν υποβρύχιο, η νηοπομπή συνέχισε με ασφάλεια τον πλου της. Αν ήταν το υποβρύχιο απέτυχε και δεν πρόσβαλε τα πλοία της.
Αργότερα, αρχές Ιουλίου στο στενό της Μάγχης, η νηοπομπή που η κορβέτα μας συνόδευε προς τη Γαλλία, συναντήθηκε με μια άλλη νηοπομπή που επέστρεφε και επειδή επικρατούσε πυκνή ομίχλη, μερικά εμπορικά συγκρούστηκαν μεταξύ τους στο δίαυλο του Πόρτλαντ όπου επικράτησε μεγάλη σύγχυση. Όταν έφτασαν στις νορμανδικές ακτές και ενώ η κορβέτα ήταν αγκυροβολημένη, ένα βρετανικό οπλιταγωγό χίλιες υάρδες μακριά, ενεργοποίησε μια γερμανική νάρκη επιδράσεως και βυθίστηκε. Την επομένη μέρα που η κορβέτα συνόδευε τα άδεια πλέον πλοία της νηοπομπής πίσω στο Πόρτλαντ, το πλοίο μας αισθάνθηκε 3 διαδοχικές υποβρύχιες εκρήξεις εντός του αλιευμένου διαύλου που προερχόταν από την ενεργοποίηση του νέου τύπου ναρκών (πιεζο-ακουστικές), ευτυχώς δεν υπήρξαν θύματα ή ζημιές.
Στις 26 Αυγούστου, στην προτελευταία συνοδεία νηοπομπής, την ΕΡΜ 045, η ομίχλη ήταν πάλι πυκνή και ένα Αμερικανικό οχηματαγωγό LCT, συγκρούστηκε με την κορβέτα μας και της που υπέστη σημαντικές ζημιές. Η κορβέτα Κριεζής αναγκάστηκε να παραδώσει την διοίκηση της συνοδείας σε άλλο πλοίο και να επιστρέψει στην Αγγλία για επισκευή.
Η κορβέτα ΤΟΜΠΑΖΗΣ συνόδεψε τον Φεβρουάριο 1944 τα πλοία μιας νηοπομπής από Αγγλία στη Νέα Υόρκη, τον Μάρτιο τα πλοία νηοπομπής από τον Καναδά στο Λίβερπουλ και τον Μάιο τα πλοία νηοπομπής από Methil του Λίβερπουλ στο Bergen της Νορβηγίας.
Τον Απρίλιο διατάχθηκε η συμμετοχή της στη δύναμη «Force G 13» της επιχείρησης Ποσειδών σαν πλοίο της Ομάδας Συνοδείας 126 (Escort Group 126) μαζί με τα HMS Trawler VICTRIX και HMS BURDOCK και έλαβε μέρος στις δοκιμαστικές ασκήσεις.
Η Δύναμη G 13 περιελάβανε 2 Α/Γ (LST), 27 οχηματαγωγά, 8 μεγάλα ΑΒΑΚ και 2 λάντζες. Όμως αργότερα το πλοίο αποσπάστηκε και ήταν μέρος της ομάδας προστασίας των πλοίων, που θα πόντιζαν τον αγωγό PLUTO (Pipe Line Under The Ocean) ο οποίος θα μετέφερε καύσιμα από τη νησίδα Wight της Αγγλίας στην Γαλλία, για τις ανάγκες των συμμαχικών επιχειρήσεων. Από 14 μέχρι 18 Ιουνίου 1944, η κορβέτα Τομπάζης συνόδεψε δύο νηοπομπές που πήγαιναν από Γαλλία σε Αγγλία και συγκεκριμένα την FTC που πήγαινε στο Southend (Τάμεση) και την FTM που πήγαινε στις προσβάσεις του Τάμεση. Αργότερα συνόδεψε μια νηοπομπή από την περιοχή του Πόρτλαντ, στη Διέππη της Γαλλίας.
Η συμμετοχή πλοίων του Εμπορικού μας Ναυτικού
α. Στις νηοπομπές της Επιχείρησης Ποσειδών (Operation Neptune) συμμετείχαν τα παρακάτω Ελληνικά εμπορικά πλοία :
(1) AMERIKI (με Πλοίαρχο τον Σ. Θεοφιλάτο) ήταν το πρώην LIBERTY WILLIAM H. TODD, που παραχωρήθηκε στην Ελληνική κυβέρνηση από το WSA (War Shipping Administration) και έκανε μεταφορές από Νέα Υόρκη στο Λίβερπουλ. Στην επιχείρηση Ποσειδών (Operation Neptune) έλαβε μέρος στη νηοπομπή ΕΒΜ4
(2) HELLAS (με Πλοίαρχο τον Γ. Τριλίβα) ήταν το πρώην LIBERTY WILLIAM DE WITT HYDE το οποίο παραχωρήθηκε στην Ελληνική κυβέρνηση από το WSA (War Shipping Administration) και έκανε μεταφορές από Νέα Υόρκη στο Πλύμουθ. Στην επιχείρηση Ποσειδών (Operation Neptune) έλαβε μέρος σε 7 νηοπομπές.
(3) JULIA ήταν το πρώην Burdale (ναυπήγησης 1914) το οποίο αγοράστηκε το 1935 από την Οικ. Χατζηλία. Στην επιχείρηση Ποσειδών (Operation Neptune) έλαβε μέρος στην νηοπομπή EBC.2Y (Bristol Channel/Barry to France/Seine Bay) και αργότερα στις EBC.28, EBC.64 και EBC.86.
β. Για την δημιουργία κυματοθραυστών, των «Γκούσμπερις», στις 5 περιοχές αποβάσεως και στα 2 προκατασκευασμένα λιμάνια «Μάλμπερις» μεταφέρθηκαν και προσάραξαν 54 εμπορικά και 5 πολεμικά πλοία. Από αυτά τα εμπορικά πλοία, 4 ήταν Ελληνικά. Δυο από αυτά απαλλοτριώθηκαν και δύο αγοράστηκαν από το Ministry of War Transport (MΟWT) στο Λονδίνο. Τα πλοία αυτά ήταν:
(1) Το GEORGIOS P (4.052 t με Πλοίαρχο τον Γ. Παρίση), ήταν ένα φορτηγό χωρητικότητας 4.052 τον., που ναυπηγήθηκε το 1903 στα ναυπηγεία CS Swan & Hunter για την Elerman Lines με το όνομα Crosby Hall. Το πλοίο αγοράστηκε το 1926 από Δημ. Κουκουμπάνη και μετονομάστηκε σε Georgios P με νηολόγιο Πειραιά Αριθ. 577. Το 1944 απαλλοτριώθηκε από το MWT για να βυθιστεί στις 7/6/1994 προκειμένου να σχηματίσει τον κυματοθραύστη 3 στην ακτή αποβάσεως “Gold”.
(2) Το AGHIOS SPYRIDON (3.338 t με Πλοίαρχο τον Γ. Σαμοθράκη), ήταν ένα φορτηγό χωρητικότητας 3.338 τον., που ναυπηγήθηκε το 1905 στα ναυπηγεία Craig Taylor & Stockton για την Kyle Transport με το όνομα BALLOCHMYLE. Το πλοίο μετονομάστηκε το 1911 σε KYLESTRONE. Το 1916 αγοράστηκε από την Preston και ονομάστηκε GYP. Το 1924 αγοράστηκε από την εταιρεία Σ. & Π ΛΑΙΜΟΥ και ονομάστηκε DIMITRIS. Το 1938 αγοράστηκε από τον Γ. Χαλκιά, νηολογήθηκε στη Χίο με αριθμό νηολογίου 28 και μετονομάστηκε σε AGIOS SPYRIDON. Το πλοίο απαλλοτριώθηκε από το MWT για να βυθιστεί στις 7/6/1994 προκειμένου να σχηματίσει τον κυματοθραύστη 3 στην ακτή αποβάσεως “Gold”.
(3) Το MARIPOSA, ήταν ένα φορτηγό χωρητικότητας 3.702 τον., που ναυπηγήθηκε το 1914 στα ναυπηγεία J. Priestman του Sunderland για τον Ι. Βάτη από Σύρο με το όνομα IOANNIS VATIS. Το 1923 αγοράστηκε από τον Λιβανό και μετονομάστηκε σε Θεοφανώ, μετά το 1931 αγοράστηκε από τον Jadran Brodarsko και μετονομάστηκε σε Dedinje και το 1935 αγοράστηκε από την ελληνικών συμφερόντων εταιρεία Neill & Pandelis Ltd και μετονομάστηκε σε Greek mariner. Το 1938 μετονομάστηκε σε MARIPOSA και το 1944 αγοράστηκε από το MWT, για να βυθιστεί στις 9/6/1994 προκειμένου να σχηματίσει τον κυματοθραύστη 4 στην ακτή αποβάσεως «Juno».
(4) Το PANOS ήταν ένα φορτηγό χωρητικότητας 4.914 τον. που ναυπηγήθηκε το 1920 και ονομάστηκε Homecliffe. Το 1934 που αγοράστηκε από την United Merchant Shipping-London, μετονομάστηκε σε Avon Valey. Το πλοίο αργότερα, το 1937, η ελληνικών συμφερόντων εταιρία το μετονόμασε σε PANOS. Το 1944 αγοράστηκε από το MWT για να βυθιστεί στις 9/6/1944 προκειμένου να σχηματίσει τον Gooseberry 4 στην ακτή αποβάσεως «Juno».
γ. Για την υποστήριξη των απαραίτητων μεταφορών της επιχείρησης «Ηγεμών» (Operation Overlord) από την έναρξη μέχρι και το πέρας της, σαράντα Ελληνικά εμπορικά φορτηγά πλοία συμμετείχαν στη διακίνηση των απαραιτήτων εφοδίων και υλικών για την συντήρηση και συνέχιση των χερσαίων επιχειρήσεων.
δ. Τέλος εκτός των πλοίων με Ελληνική σημαία υπήρξαν και αρκετά πλοία Ελληνικών συμφερόντων που είχαν τότε ξένη σημαία και έλαβαν μέρος στις επιχειρήσεις όπως π.χ το SAMOS (7.219 τόνων, ναυπήγησης 1943), THISEUS (6.527τ., ναυπήγησης 1908), ERAT0 (1.335 τ., ναυπήγησης 1923) και EVAGORAS (5.197 τ., ναυπήγησης 1929) που με Βρετανική σημαία συμμετείχαν στις μεταφορές για υποστήριξη της εισβολής.
Ο αριθμός των 7 (3+4) εμπορικών πλοίων που έλαβαν μέρος στην επιχείρηση Ποσειδών και των 40 που έλαβαν μέρος στις νηοπομπές για την υποστήριξη της επιχείρησης Ηγεμών, δεν είναι μικρός αν αναλογιστούμε πως, με την έναρξη του Β’ ΠΠ, τον Σεπτέμβριο του 1939, η Ελλάδα είχε τον 9ο μεγαλύτερο εμπορικό στόλο στον κόσμο με περίπου 550 πλοία και πως στις αρχές του Ιανουαρίου 1944, είχαν μείνει μόνο 100 πλοία.
Επίλογος
Τη D-Day, περίπου 136.500 στρατιώτες υπό την προστασία 679 πολεμικών και την υποστήριξη 277 ναρκαλιευτικών από 12 συμμαχικά κράτη, διέσχισαν τη Μάγχη με πλοία, ενώ περίπου 23.500 μεταφέρθηκαν με αεροπλάνα. Μέχρι δε τα τέλη Ιουνίου είχαν αποβιβαστεί 875.000 άτομα
Στην επιχείρηση αυτή, παρά το μέγεθος της, υπήρξε αιφνιδιασμός των γερμανικών δυνάμεων αφενός λόγω της μυστικότητας, της παραπλάνησης και της καταστάσεως θαλάσσης που επικρατούσε στη Μάγχη και που φυσιολογικά απέτρεπε την εκτέλεση αποβατικών επιχειρήσεων. Τα πλοία σε όλη τη διαδρομή τους ταλαιπωρήθηκαν γιατί επικρατούσε σφοδρός κυματισμός, με «ανέμους ριπαίους» και ύψος κύματος 5-6 ποδών.
Η επιτυχία της εισβολής στη Νορμανδία εξαρτήθηκε από την επιτυχή κατασκευή στην Αγγλία, την μεταφορά και την συναρμολόγηση στη Νορμανδία των δύο τεχνητών λιμανιών Μάλμπερις. Χωρίς την ύπαρξη αυτών των προσωρινών λιμανιών, η μεταφορά των στρατευμάτων καθώς και ο ανεφοδιασμός τους, θα ήταν αδύνατος αφού όλα τα μεγάλα λιμάνια στις Γαλλικές ακτές του Ατλαντικού είχαν κατακτηθεί και οχυρωθεί από τους Γερμανούς.
Για πρώτη φορά στη στρατιωτική ιστορία προσάραξαν τόσα πολλά πλοία για να χρησιμοποιηθούν σαν κυματοθραύστες ώστε να μειώσουν την επίδραση του κυματισμού και να επιτρέψουν, παρά τον κακό καιρό που επικρατούσε, την πραγματοποίηση της απόβασης.
Χάρις στους συνεχείς βομβαρδισμούς των γερμανικών θέσεων από τα συμμαχικά πλοία και αεροπλάνα και χάρις στις επί μήνες μεταφερόμενες συνεχώς από θαλάσσης ενισχύσεις, η νίκη των Συμμάχων δεν άργησε να έλθει. Μετά από σκληρές μάχες, απελευθερώθηκε στις 26 Αυγούστου η Γαλλία, μετά η Δυτική Ευρώπη και στο τέλος ο γερμανικός γίγαντας γονάτισε. Στις 9 Μαΐου 1945, έντεκα μήνες μετά την απόβαση, η ναζιστική Γερμανία συνθηκολόγησε άνευ όρων.
Η χώρα μας, παρόλο που βρισκόταν υπό Γερμανική κατοχή και είχε λίγα εμπορικά πλοία, συμμετείχε στην απόβαση των συμμάχων στις Νορμανδικές ακτές (Επιχείρηση Ποσειδών- Operation Neptune) με 2 μονάδες του πολεμικού μας ναυτικού και 7 πλοία του εμπορικού μας ναυτικού. Για την υποστήριξη των απαραίτητων μεταφορών για την επιχείρηση «Ηγεμών» (Operation Overlord) 40 από τα φορτηγά πλοία ήταν Ελληνικά. (Πίνακας Εμπορικών Πλοίων ΕΔΩ)
Έκτακτη και πληρέστατη ιστορική αφήγηση της απόβασης του Ιουνίου 1944 στη Νορμανδία.
Ιδιαίτερα όμως η αναφορά σε άγνωστα στοιχεία της δραστηριότητας του Ναυτικού, Πολεμικού και Εμπορικού της Ελλάδας, που για πρώτη φορά αναφέρονται συγκεντρωμένα και λεπτομερέστατα. Ακόμη και των άγωστων στο κοινό όσων χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή των τεχνητώ λιμένων στις ακτές της Νορμανδίας.