Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα από το εξαιρετικό βιβλίο «Εθελοντές στα κονβόι του θανάτου. Οι Έλληνες ναυτικοί στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.» του Νίκου Πηγαδά.
Ο Ηλίας Αντύπας, κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, υπηρέτησε στο Εμπορικό Ναυτικό, ως ασυρματιστής, του φορτηγού πλοίου «ΕΛΙΣΣΑΒΕΤ». Το συγκεκριμένο πλοίο αποδείχτηκε εξαιρετικά τυχερό, καταφέρνοντας να περάσει δια πυρός και σιδήρου, μέσα από την λαίλαπα του πολέμου, χωρίς ευτυχώς να βυθιστεί! Ο Αντύπας ναυτολογήθηκε στο «ΕΛΙΣΣΑΒΕΤ» στις 19 Μαΐου 1939 και απολύθηκε μετά από 7 ολόκληρα χρόνια, στις 20 Αυγούστου 1946! Στο διάστημα αυτό πήρε μέρος σε 30 περίπου νηοπομπές τόσο στον Ατλαντικό όσο και στον Ειρηνικό ωκεανό. Κινδύνευσε άμεσα και ο ίδιος και είδε δεκάδες πλοία να τορπιλίζονται να βομβαρδίζονται και συναδέλφους του να χάνονται. Η κήρυξη του Β’ ΠΠ στις 3 Σεπτεμβρίου 1939 βρήκε τον Αντύπα στο Αγγλικό λιμάνι Χουλ. Η εκφόρτωση είχε τελειώσει εκείνο το πρωί και το ίδιο βράδυ το «ΕΛΙΣΣΑΒΕΤ» αναχώρησε κενό φορτίου, με προορισμό το Μουρμάνσκ στη Ρωσία. Στην ρότα τους συνάντησαν για πρώτη φορά Γερμανικό υποβρύχιο. Ο Αντύπας αφηγείται:
«Δεν είχαμε πιει ακόμη τον καφέ μας εκείνο το πρωί και νάσου τρεχάτος και λαχανιασμένος ο σκάπουλος. Τρέχα, λέει στον υποπλοίαρχο, στην γέφυρα, υποβρύχιο δεξιά μας! Τρέξαμε όλοι έξω. Από που έρχεστε, που πάτε, τι εθνικότητα είσαστε? Από το Χουλ για το Μουρμάνσκ, να φορτώσουμε ξύλα για την Ιταλία, λέει ο καπετάνιος».
Τελικά οι Γερμανοί τους άφησαν να περάσουν, προφανώς για δύο λόγους. Η Ελλάδα ήταν ακόμη ουδέτερη (Σεπτέμβριος του 1939) και η Γερμανία είχε υπογράψει με την Σοβιετική Ένωση σύμφωνο μη επίθεσης. Στις 22 Ιουνίου του 1941 όμως, η Γερμανία του Χίτλερ αθέτησε την υπογραφή της και εισέβαλε στην Σοβιετική Ένωση. Έτσι λοιπόν η δεύτερη συνάντηση του «ΕΛΙΣΣΑΒΕΤ» με Γερμανικό υποβρύχιο, έλαβε χώρα στις 25 Δεκεμβρίου 1942, ανήμερα δηλαδή των Χριστουγέννων, και εξελίχτηκε σε… ναυμαχία! Το Ελληνικό πλοίο πλέοντας στη Βόρειο Θάλασσα επέστρεφε από το Μουρμάνσκ, συμμετέχοντας σε νηοπομπή με άλλα 7 φορτηγά, τα οποία συνοδεύονταν από δύο αμερικανικά αντιτορπιλικά. Ο Αντύπας αφηγείται:
«Κάπου εκεί 7 με 8 το πρωί ακούστηκε κάτι σαν κανονιά! Ανέβηκε στη γέφυρα ο καπετάνιος και κοίταξε με τα κιάλια. Δεύτερη κανονιά! Σηκώθηκε πίδακας το νερό 50 μέτρα μπροστά μας! Υποβρύχιο! Μας έβαλε υποβρύχιο! Έδωσα αμέσως σήμα, πήρα βεβαίωση από κάποιο πολεμικό και τρέξαμε η ομοχειρία του πυροβόλου της πρύμνης. Τους Άγγλους πυροβολητές, μας τους είχαν πάρει στην Αγγλία. Δεν χρειάζονταν πια, μας είπαν! Είναι τα πολεμικά συνοδείας τώρα. Ο καπετάν Λεωνίδας ο νεαρός μας Ανθυποπλοίαρχος, είχε ξεσκεπάσει κιόλας το πυροβόλο! Γεμάτο! Πρώτη κανονιά δική μας κοντά του! Δεύτερη πιο κοντά του! Είχα ασκηθεί πολύ στα πυροβόλα, με μετεκπαίδευση που είχα κάνει στους εφέδρους. Στην εκτίμηση αποστάσεων βολής ήμουνα άσος! Και εκεί στη Βόρειο Θάλασσα ακούστηκε η τόσο γνωστή και φημισμένη κραυγή! Αέρα και τους φάγαμε… φώναξε ενθουσιασμένος ο Γιώργαρος, ο λοστρόμος μας από τον Κάλαμο, καθώς ανέβαζε τις οβίδες από τα στεγανά τους! Στο μεταξύ ανοίξαμε δρόμο με πορεία να απομακρυνόμαστε από το υποβρύχιο. Μετά από καμιά εικοσαριά κανονιές οι Γερμανοί σταμάτησαν. Εμείς ρίξαμε κάμποσες ακόμη και μία μας φάνηκε πως παραλίγο να το πετύχει! Ο μεγάλος κυματισμός δυσκόλευε την εύστοχη σκόπευση ειδικά του υποβρυχίου, που κλυδωνιζόταν, έτσι μικρό σκάφος που ήταν. Φαίνεται ότι θα είχε σώσει τις τορπίλες του, μας αντιλήφθηκε και τόσο μακριά. Δέκα χιλιόμετρα μας χώριζαν. Την γλιτώσαμε πάλι!»
Στις 22 Νοεμβρίου 1940 τα νέα για την κατάληψης της Κορυτσάς από τον Ελληνικό Στρατό έκαναν τον γύρω του κόσμου. Ο Αντύπας αφηγείται:
Στην Βικτώρια, ο τύπος, το ραδιόφωνο, ο κόσμος, όλο για την Ελλάδα και τις νίκες του στρατού της μιλούσαν! Θεέ μου σαν τα θυμάμαι! Μέσα σ’ αυτή την έκσταση και την αποθέωση πήρα νεαρός τότε την πρωτοβουλία εμείς τα πληρώματα των φορτηγών να καταθέσουμε στεφάνι στον Άγνωστο Στρατιώτη! Πως όμως; Έπρεπε να εντυπωσιάσουμε! Η ιδέα έγινε δεκτή από όλα τα πληρώματα με πολύ ενθουσιασμό! Εκεί κοντά ήταν ένα γήπεδο. Άντε λοιπόν. Μία ώρα άσκηση κάθε πρωί. Ταχύτατη σύνταξη αντρίκιος βηματισμός. Και μόλις έπεσε η Κορυτσά, γέμισαν οι δρόμοι για να δουν τους Έλληνες ναυτικούς να παρελαύνουν! Μας αποθέωναν κυριολεκτικά καθώς περνούσαμε. Βέβαια όχι εμάς. Τις νίκες του στρατού μας. Α, χρόνια μεγάλα δοξασμένα!»
Ευχαριστούμε τον Γιώργο Χαλκιαδόπουλο που μας επισήμανε το παραπάνω αφήγημα.