Κείμενο: Γρηγόρης Μπλαβέρης
H Μικρασιατική καταστροφή σηματοδοτεί το ξερίζωμα της μακραίωνης παρουσίας του Ελληνισμού στη μικρασιατική γη, τον ενταφιασμό της πολιτικής της Μεγάλης Ιδέας κυρίως όμως για περισσότερους από 1.500.000 ελληνικής καταγωγής κατοίκους της Ιωνίας, του Πόντου, της Καππαδοκίας, της Μαύρης Θάλασσας και της Ανατολικής Θράκης την αρχή του Γολγοθά τους.
Η Σύμβαση ανταλλαγής πληθυσμών της Λοζάνης (Ιούλιος 1923) θα αποτελέσει παγκόσμια πρωτοτυπία γιατί για πρώτη φορά η ανταλλαγή θα είναι υποχρεωτική. Τυπικά αφορά 380.000 μουσουλμάνους της Ελλάδας και 180.000 περίπου ελληνορθόδοξους που παραμένουν στην Τουρκία, ουσιαστικά όμως 1.500.000 Ελληνορθόδοξους ο κύριος όγκος των οποίων είχε ήδη έλθει, υπό τραγικές συνθήκες ασφάλειας και υγιεινής, στην Ελλάδα για να γλυτώσει τη σφαγή.
Το Σεπτέμβριο 1922 εκατοντάδες χιλιάδες πανικόβλητοι άνθρωποι, κυρίως γυναικόπαιδα και ηλικιωμένοι, υπό συνθήκες διωγμού, παίρνουν το δρόμο της προσφυγιάς, εγκαταλείποντας σπίτια, περιουσίες και τάφους προγόνων. Δεκάδες χιλιάδες δεν θα τα καταφέρουν. Θα σκοτωθούν από τους Τούρκους ή θα πεθάνουν από τις κακουχίες. Οικογένειες θα χωρίσουν, μερικές δεν θα ξαναβρεθούν ποτέ. Χάρις στις προσπάθειες ανθρώπων όπως ο ιερέας Έϊσα Τζένιγκς και ο πλοίαρχος του θωρηκτού Κιλκίς Ι. Θεοφανίδης, εκατοντάδες χιλιάδες θα περάσουν στην ηττημένη, οικονομικά κατεστραμμένη και πολιτικά διχασμένη αλλά ασφαλή από την εκδικητικότητα των Τούρκων, Ελλάδα.
Η μετακίνηση των προσφύγων – με εξαίρεση αυτούς της Ανατολικής Θράκης- γίνεται δια θαλάσσης κι ο Πειραιάς – ως επίνειο της πρωτεύουσας και μεγαλύτερο λιμάνι της Χώρας- αποτελεί τον κύριο τόπο αποβίβασης. Εκατοντάδες χιλιάδες θα αποβιβαστούν στον Πειραιά, οι περισσότεροι θα μετακινηθούν σε άλλους προορισμούς, δεκάδες χιλιάδες όμως θα ριζώσουν στη γη του και εκεί θα βρουν τη νέα τους πατρίδα.
Στη σύγχρονη ιστορία του ο Πειραιάς, πόλη νέα και δυναμικά αναπτυσσόμενη, κατ’ επανάληψη θα δεχθεί και θα απορροφήσει πρόσφυγες από περιοχές της οθωμανικής αυτοκρατορίας, όπως τους Κρήτες πρόσφυγες της Επανάστασης το 1866, οι οποίοι θα εγκατασταθούν στην ομώνυμη περιοχή στο λόφο του Προφήτη Ηλία.
Το 1920 ο Πειραιάς έχει 131.700 κατοίκους και φιλοξενεί 6.500 πρόσφυγες όμως το Σεπτέμβριο 1922, μέσα σε λίγες ημέρες καταφθάνουν 40.000 πρόσφυγες από τα παράλια της Μικράς Ασίας. Στοιβαγμένοι στα αμπάρια πλοίων, με ελάχιστα προσωπικά αντικείμενα, ντυμένοι με κουρέλια, ανυπόδητοι, τρομαγμένοι, πεινασμένοι και άυπνοι έρχονται στη μητέρα Πατρίδα ελπίζοντας να βρουν φροντίδα, αδελφοσύνη και υποστήριξη. Οι προσδοκίες τους σε μεγάλο βαθμό θα διαψευστούν αφού βρίσκουν ένα κράτος ηττημένο και ανοργάνωτο, ανήμπορο να δώσει λύση στα άμεσα προβλήματά τους ενώ μερίδα των γηγενών αποδίδει σε αυτούς την αιτία των δικών τους δεινών.
Οι πιο τυχεροί θα φιλοξενηθούν σε επιταγμένα καταλύματα, δημόσιες υπηρεσίες, σχολεία, εκκλησίες, σιδηροδρομικούς σταθμούς, οι περισσότεροι όμως θα είναι άστεγοι ή θα μένουν σε σκηνές και πρόχειρα υπόστεγα στις προβλήτες και τις προκυμαίες του λιμανιού και σε ελεύθερους χώρους της πόλης, εκτεθειμένοι σε κακουχίες, αρρώστιες, πείνα. Η κεντρική εξουσία και οι τοπικές αρχές απροετοίμαστες, με περιορισμένα μέσα και μη συνειδητοποιώντας το μέγεθος του προβλήματος θα έχουν, ειδικά τον πρώτο καιρό, περιορισμένη συνεισφορά στην ανακούφιση των προσφύγων. Ο Δήμος Πειραιά περιορίζεται στην κατασκευή λίγων αποχωρητηρίων, την εξασφάλιση μερικών αμαξιών για την καθαριότητα και την παραχώρηση ενός κτιρίου για τη δημιουργία σχολείου και πρόχειρου νοσοκομείου ενώ θα λειτουργήσει συσσίτιο με μαγειρευτό φαγητό για τα παιδιά και, λόγω ελλείψεως σκευών, ξηρά τροφή για τους ενήλικους.
Καθημερινά νέα πλοία γεμάτα με πρόσφυγες καταφθάνουν οξύνοντας το πρόβλημα. Τους πρώτους μήνες του 1923 ο αριθμός των προσφύγων που διαμένουν στον Πειραιά θα φθάσει τις 95.000. Η πόλη έχει μεταμορφωθεί σε ένα ατελείωτο καταυλισμό. Από την Ηετιώνεια Ακτή, το Σταθμό Λαρίσης, την πλατεία Καραισκάκη, την Ακτή Τζελέπη ως το Βασιλικό Περίπτερο στο Παλατάκι, σε αποβάθρες, βαγόνια τρένων, προαύλια Ναών, στο Δημοτικό Θέατρο. Όσο ο αριθμός των προσφύγων αυξάνεται τόσο οι συνθήκες διαβίωσης και υγιεινής χειροτερεύουν. Λάστιχα αυτοκινήτων χρησιμοποιούνται για την κατασκευή πρόχειρων υποδημάτων, αλευρόσακοι ή συρραμένα κουρέλια για ρούχα και τενεκέδες για κατσαρόλες. Επιδημητικές νόσοι εμφανίζονται, η ευλογιά θερίζει τα παιδιά και ο πυρετός τις γυναίκες. Είναι τόσοι πολλοί οι πρόσφυγες που δεν προλαβαίνουν να περάσουν από τα λοιμοκαθαρτήρια.
Εκτός από στέγαση οι πρόσφυγες αναζητούν εργασία για να επιβιώσουν οι ίδιοι και τα προστατευόμενα μέλη τους. Η εύρεση δουλειάς είναι πολύ δύσκολη γιατί υπάρχει οικονομική ύφεση και στην αγορά εργασίας έχουν προστεθεί 200.000 απόστρατοι. Με δεδομένο ότι μεγάλος αριθμός παιδιών και εφήβων έχει φτάσει χωρίς τις οικογένειές τους ή είναι ορφανά, σημαντική είναι η πρόνοια των Αρχών στην αποφυγή εκμετάλλευσης τους από επιτήδειους και σωματεμπόρους. Απαγορεύεται στους πολίτες να πλησιάζουν τις εγκαταστάσεις προσφύγων ενώ για να δοθεί κοπέλα ως υπηρέτρια ο εργοδότης πρέπει να λάβει πιστοποιητικό ηθικής κατάστασης από το Υπουργείο Περίθαλψης και άδεια από την αστυνομική διεύθυνση.
Οι πρόσφυγες είναι πρόθυμοι να κάνουν την οποιαδήποτε δουλειά έναντι οποιασδήποτε αμοιβής. Οι άνδρες εργάζονται εργάτες ή τεχνίτες σε οικοδομές και βιοτεχνίες, αχθοφόροι στο λιμάνι, πλανόδιοι μικροπωλητές. Οι γυναίκες ως ράφτρες, εργάτριες σε υφαντουργεία και ταπητουργεία, καθαρίστριες. Χάρις σε αυτές (οι περισσότερες έχουν έλθει στην Ελλάδα χωρίς συζύγους ή τους πατεράδες τους που έχουν σκοτωθεί ή βρίσκονται αιχμάλωτοι) η γυναίκα βγαίνει από το σπίτι, εργάζεται και χειραφετείται.
Θα ακολουθήσει η τεράστια προσπάθεια για τη «μόνιμη αποκατάσταση», τη στέγαση και την ένταξή των προσφύγων στην ελληνική κοινωνία . Το μεγαλύτερο οικιστικό πρόγραμμα στην ιστορία του ελληνικού κράτους. Από το 1924 στο Λεκανοπέδιο, οργανωμένοι προσφυγικοί συνοικισμοί αλλά και αυθαίρετες παραγκουπόλεις προστίθενται στους πολεοδομικούς ιστούς της Αθήνας και του Πειραιά, διπλασιάζουν το μέγεθος τους και ενώνουν τις δύο πόλεις σε ένα συνεχές συγκρότημα.
Το 1925, η αδυναμία παροχής στέγης και εργασίας οδηγεί την Κυβέρνηση στην απόφαση να απαγορεύσει την εγκατάσταση νέων προσφύγων στην Αττική. Το 1928 ο πληθυσμός του Πειραιά ανέρχεται στις 250.000, εξ αυτών το 42% είναι πρόσφυγες, οι Μικρασιάτες αποτελούν το 80% αυτών.
Στον Πειραιά οι πρόσφυγες, οργανωμένα ή μη, εγκαθίστανται κυρίως στη Βόρεια και τη Δυτική πλευρά αλλά και σε κάθε ελεύθερη ή αραιοκατοικημένη περιοχή. Ο πρώτος οργανωμένος οικισμός θα είναι η Νέα Κοκκινιά (μετέπειτα Νίκαια), πυρήνας η περιοχή που θα ονομαστεί Γερμανικά γιατί τα προκατασκευασμένα σπίτια τους ήταν μέρος της γερμανικής αποζημίωσης για τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Κριτήριο επιλογής η ύπαρξη πόσιμου νερού και η εγγύτητά της με τις βιομηχανίες του Πειραιά. Θα την αποκαλέσουν «ναυαρχίδα της προσφυγικής εγκατάστασης» γιατί είναι η μεγαλύτερη προσφυγούπολη της Αττικής. το 1925 θα καταγραφούν 23.590 κάτοικοι, οργανωμένα η προσφυγούπολη θα εξελιχθεί σε κανονική πόλη ενώ σε αυτήν θα βρει στέγη και μία σημαντική παροικία Αρμενίων προσφύγων.
Στην Δραπετσώνα, τον δεύτερο μεγαλύτερο προσφυγικό οικισμό του Πειραιά θα βρουν καταφύγιο όσοι δεν περιλαμβάνονται στα στεγαστικά προγράμματα αποκατάστασης. Αυτοί θα καταλάβουν κομμάτια γης στα οποία θα κατασκευάσουν οι ίδιοι παράγκες, με ευτελή υλικά χωρίς πολεοδομικό σχέδιο και πρόγραμμα.
Άλλοι πρόσφυγες θα εγκατασταθούν στην Πειραική, το Χατζηκυριάκειο, την Καστέλα, το Τουρκολίμανο, τα Καμίνια, την Αμφιάλη, τον Ρέντη, το Ικόνιο, τα Ταμπούρια, τον Άγιο Γεώργιο Κερατσινίου, την Ανάσταση, το Νέο Φάληρο συνολικά σε 19 οικισμούς. Οι συνοικισμοί αυτοί δεν θα είναι αμιγώς προσφυγικοί αφού θα εγκατασταθούν και εσωτερικοί μετανάστες.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’30 οι προσφυγικοί συνοικισμοί θα ανακηρυχθούν σε αυτόνομους Δήμους και Κοινότητες διαγράφοντας έκτοτε τη δική τους πορεία, έχοντας όμως πάντα σημείο αναφοράς τον Πειραιά. Η στέγαση θα διευκολύνει σε σημαντικό βαθμό την προσαρμογή και ενσωμάτωση των προσφύγων στις κοινωνίες υποδοχής γιατί παρέχει σε αυτούς αίσθημα ασφάλειας και μονιμότητας.
Δημιουργούν πάσης φύσεως Συλλόγους, δεν περιθωριοποιούνται ούτε γκετοποιούνται. Παρά τις στερήσεις , το φόβο και τη φτώχεια αγωνίζονται, διατηρώντας την ιδιαίτερη ταυτότητά τους, προσαρμόζονται, αναπτύσσονται σε κοινωνικό, οικονομικό, πολιτικό επίπεδο, προοδεύουν.
Σε αυτό συμβάλλει 1) το γεγονός ότι προέρχονται από διαφορετικές περιοχές και κοινωνικές τάξεις 2) Η ποιότητα τους στην εργασία. Οι επιχειρηματίες είναι καινοτόμοι , επιδέξιοι, πολύγλωσσοι και οι εργάτες φιλότιμοι και εργατικοί. 3) η εγκατάσταση σε περιοχές που έρχονται και εσωτερικοί μετανάστες σε λίγα χρόνια θα προκαλέσει μικτούς γάμους και συγγένειες 4) Πολιτικά εντάσσονται στα ήδη υπάρχοντα κόμματα, κυρίως τα βενιζελικά, δεν δημιουργούν κόμματα προσφυγικής προέλευσης και αιτημάτων.
Ερχόμενοι οι πρόσφυγες φέρνουν μαζί τον τρόπο ζωής, τα ήθη, τα έθιμα, τον πολιτισμό τους. Με αυτά εμπλουτίζουν τη μουσική, τη λογοτεχνία, την ποίηση, τις Καλές Τέχνες, τον αθλητισμό της Ελλάδας. Ενδεικτικά στη μουσική δεν είναι μόνο το ρεμπέτικο, χάρη στην υψηλή τους Παιδεία, συνθέτες κλασικής ή αστικής μουσικής όπως οι Καλομοίρης, Σουγιούλ, Γιαννίδης είναι πρόσφυγες. Με το Ρεμπέτικο επηρεάζουν καθοριστικά την ελληνική λαϊκή μουσική, συνδέοντας τα ζεϊμπέκικα και τα παραδοσιακά σμυρναίικα τραγούδια με την ελληνική λαϊκή μουσική της ταβέρνας και της καντάδας. Από τις προσμίξεις θα δημιουργηθεί το «Πειραϊκό Ρεμπέτικο», με κορυφαία την «Τετράδα του Πειραιά» των Μάρκου (Βαμβακάρη), (Γιώργου) Μπάτη, Στράτου (Παγιουμτζή) και Ανέστη (Δέλλια), που αποδεικνύει την ώσμωση γηγενών, εσωτερικών μεταναστών και προσφύγων σε μουσικό αλλά και κοινωνικό επίπεδο, αφού ο Στράτος κι ο Ανέστης ήταν Μικρασιάτες, ο Μπάτης Πειραιώτης και ο Βαμβακάρης μετανάστης από τη Σύρο.
Οι πρόσφυγες θα πετύχουν να ενσωματωθούν στο εθνικό κορμό, τον οποίο θα μπολιάσουν με τη ζωτικότητά και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους βοηθώντας στην οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας. Θα λάβουν μέρος ενεργά στους Εθνικούς και κοινωνικούς αγώνες. Στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο το 34ο Σύνταγμα Πεζικού των Πειραιωτών και των Προσφύγων του Πειραιά, στην Κακαβιά θα δώσει στην Ελλάδα την τελευταία νίκη ενώ στην Εθνική Αντίσταση άνδρες και γυναίκες προσφυγικής καταγωγής μετέχουν μαζικά στις αντιστασιακές Οργανώσεις. Δεν είναι τυχαίο ότι ένα από τα εμβληματικά γεγονότα της Κατοχής είναι το Μπλόκο της Κοκκινιάς στην καρδιά της Προσφυγιάς.
Η Μικρασιατική Καταστροφή θα αποτελέσει την βαθύτερη τομή της νεοελληνικής ιστορίας επηρεάζοντας αποφασιστικά την πορεία του σύγχρονου ελληνισμού. Θα σημάνει το τέλος της μακραίωνης ελληνικής παρουσίας στη μικρασιατική γη ταυτόχρονα όμως θα αποτελέσει τον καταλύτη δημιουργίας του σύγχρονου ελληνικού Κράτους. Με τον ξεριζωμό των προσφύγων το ελληνικό Έθνος συρρικνώνεται, χάρις όμως τη δημιουργική παρουσία τους ενισχύεται το ελληνικό Κράτος αφού το προσφυγικό στοιχείο θα συμβάλλει στην εθνική και θρησκευτική ομογενοποίηση και την οικονομική και πολιτιστική του ανάπτυξη.