Του Γιώργου Κανάκη
Η Ιστορία δεν γράφεται μόνο με ξεχωριστές μεγάλες ηρωικές πράξεις. Γράφεται και από τις μικρές, απλές καθημερινές ανθρώπινες πράξεις που όμως έχουν μια ασύμμετρη βαρύτητα.
Ηκάρτα ήταν φτιαγμένη από φαιό χαρτόνι και διπλωμένη στα δυο. Στο μπροστινό μέρος έγραφε: Richard Newton 9 Cranbourn Street W.C. E. και σε παρένθεση Next to London Hippodrome. Ανοίγοντάς την στο δεξί μέρος υπήρχε μια εβδομαδιαία φωτογραφία ενός Ανθυποπλοιάρχου. Στημένος Trois Quatre, προφανώς σύμφωνα με τις οδηγίες του φωτογράφου έχει το βλέμμα του εστιασμένο στον φακό της φωτογραφικής μηχανής. Δεν χαμογελάει, αλλά ατενίζει αυθόρμητα με μια συγκαλυμμένη σοβαρότητα , οπωσδήποτε όχι με σοβαροφάνεια, θα έλεγα με μια αυτοπεποίθηση και ηρεμία. Φοράει χειμερινή στολή Νο 8-φυσιολογικά μια και ήταν στην Αγγλία- και στη τσέπη του πέτου του χιτωνίου φέρει λευκό pochette διπλωμένο με σχετική αφέλεια, που σημαίνει, ότι το φόραγε κατά τη συνήθεια των Αξιωματικών του Βρετανικού Ναυτικού και όχι για τη φωτογραφία. Το πάνω πάνω κουμπί της στολής του είναι ξεκουμπωμένο, ενδεχόμενα από στιλάκι μπορεί όμως και για πρακτικούς λόγους ώστε να «πέφτει» όμορφα το χιτώνιο. Στο δεξί χέρι ξεχωρίζει μια ασημένια ταυτότητα συνήθεια τότε των Αξιωματικών του Ναυτικού. Αν η φωτογραφία ήταν έγχρωμη, ανάμεσα στα δυο χρυσά γαλόνια του Ανθυποπλοιάρχου θα φαινόταν το βυσσινί επίρραμα των Μηχανικών. Στο κάτω δεξιό μέρος υπάρχει υπογραφή Τάσσος.
Ας κοιτάξουμε ξανά το πρόσωπο του εικονιζόμενου Ανθυποπλοιάρχου. Τα μαλλιά του χτενισμένα προς τα πίσω, σπαστά όπως επέβαλε τότε η μόδα, τα χαρακτηριστικά του ευγενικά και το ύφος σεμνό, που αν δε φορούσε στολή, θα έλεγε κάποιος ότι είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από Αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού και μάλιστα κατά τη διάρκεια του Πολέμου. Προσπάθησα να εξηγήσω αυτό το βλέμμα και ψάχνοντας ανακάλυψα μερικά ενδιαφέροντα στοιχεία.
Ο Ανθυποπλοίαρχος αυτός υπηρέτησε στο Αντιτορπιλικό ΨΑΡΑ καθόλη την διάρκεια του Ελληνο-Ιταλικού Πολέμου και έλαβε μέρος στις επιδρομικές επιχειρήσεις στο στενό του Οτράντο τον Νοέμβριο , Δεκέμβριο του 1940 και τον Ιανουάριο του 1941. Διασώθηκε από την γερμανική αεροπορική προσβολή της 20 Απριλίου 1941, όπου και βυθίστηκε το πλοίο του. Περί το τέλος του ιδίου μηνός, λίγες μέρες μετά την είσοδο των Γερμανών, επέβη του Αντιτορπιλικού ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΟΛΓΑ και ακολούθησε την αποδημία του Στόλου στην Μέση Ανατολή. Εκεί υπηρέτησε κατά σειρά στο Αντιτορπιλικά ΝΙΚΗ, ΚΟΥΝΤΟΥΡΙΩΤΗΣ, και στο Θ/Κ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΒΕΡΩΦ. Μετά τοποθετήθηκε στο Αντιτορπιλικό ΑΣΠΙΣ σαν Α’ Μηχανικός και στη συνέχεια στο Αρματαγωγό ΛΕΣΒΟΣ λαμβάνοντας μέρος σε όλες τις Συμμαχικές επιχειρήσεις στην Μεσόγειο και στον Ατλαντικό.
Στις αρχές του 1943 επελέγη να επανδρώσει την αποστολή παραλαβής πλοίων από το Βρετανικό Ναυτικό. Τον Μάρτιο του 1943 επιβαίνοντας στο μεταγωγικό πλοίο EMPRESS OF CANADA από το Durban της Ν. Αφρικής, τορπιλίστηκε από Γερμανικό Υποβρύχιο και παρέμεινε ναυαγός πάνω σε μια σχεδία για δυο μέρες, μέχρι που διασώθηκε από το Βρετανικό Αντιτορπιλικό HMS BOREAS και μεταφέρθηκε στο Freetown Sierra Leone. Τελικά κατάφερε μαζί με τα άλλα μέλη της Ελληνικής αποστολής να συνεχίσει το ταξίδι με το οπλιταγωγό MAURITANIA και να φτάσει στο Chatham στα μέσα του Απριλίου.
Ας δούμε ξανά την κάρτα. Στο οπισθόφυλλο είναι γραμμένα τα παρακάτω:
Φράντση,
Αγαπημένο μου κορίτσι…
Είσαι το αγαπημένο μου κορίτσι!!
Αλεξάνδρεια
9 Νοεμβρίου 44
Η επανάληψη σαν ρεφρέν της φράσης «αγαπημένο μου κορίτσι» είναι κραυγή αγωνίας. Αναφέρεται στο αντικείμενο του έρωτά του σαν να συνδιαλέγεται με τον ίδιο του τον εαυτό ή πιο απλά σαν να σκέπτεται φωναχτά. Συνειδητοποιεί, ότι τους χωρίζει ένας παγκόσμιος πόλεμος και το αγαπημένο του κορίτσι βρίσκεται μίλια μακριά και ο έρωτας τους περνά βασανιστικά αργά. Στο πίσω μέρος του μυαλού του ενδεχόμενα να φωλιάζει το σκουλήκι της αμφιβολίας.
Αλλά ας το προσεγγίσουμε διαφορετικά. Ο εικονιζόμενος Ανθυποπλοίαρχος πριν λίγους μήνες αντιμετώπισε τον θάνατο για δεύτερη φορά. Ο φόβος του θανάτου-απόλυτα φυσιολογικός κατά μείζονα λόγο στον πόλεμο- τον στοιχειώνει. Και το καλύτερο όπλο για να τον ξορκίσει δεν είναι κανένα άλλο από την αγάπη! Ο έρωτας που αυτός φυσιολογικά υπάρχει πανταχού παρών, είναι το πανίσχυρο αντίδοτο να ξεπεράσει τους φόβους του. Τίποτα δεν τον αγγίζει, τίποτα δεν τον σταματά, με απόλυτη ηρεμία συνεχίζει απτόητος τον πόλεμο. Μόνο που έχει να αντιμετωπίσει δυο διαφορετικούς αντιπάλους, τους Γερμανούς και τον Έρωτα. Έτσι λοιπόν αφήνει το συναίσθημα της αγάπης να ξεχειλίσει γνωρίζοντας, ότι η αγάπη άμα δεν δείχνεται, συχνά παύει να ειν’ αγάπη.
Ας εξετάσουμε τον γραφικό του χαρακτήρα. Γράφει με πέννα και η γραφή του είναι ιδιαίτερα απλή, σαν να είναι βιαστική. Αν έβλεπε ένας γραφολόγος την υπογραφή του να κατευθύνεται προς τα πάνω, θα έλεγε ότι ο Ανθυποπλοίαρχος έχει αυτοπεποίθηση και καταβάλει προσπάθειες να «ανέβει».
Η Φράντση, υποκοριστικό της Φραγκίσκης ήταν δυο χρόνια μικρότερη από τον Τάσσο. Κατά πάσα πιθανότητα γνωρίστηκαν από παρέες του Ναυτικού, μια και ο αδελφός της ήταν και αυτός Αξιωματικός, αλλά νεότερος. Αφού τελείωσε τις σπουδές της στο Εθνικό Ωδείο στο πιάνο, με την έκρηξη του Πολέμου κατατάχτηκε σαν εθελόντρια Αδελφή Νοσοκόμα στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο. Μάλλον θα πρέπει να είχε επισημοποιηθεί η σχέση της με τον Τάσσο, γιατί υπήρχε μια φωτογραφία του πάνω στο πιάνο στο σαλόνι του σπιτιού της, δίπλα στη φωτογραφία του αδελφού της που και αυτός πολεμούσε στη Μ. Ανατολή.
Κατά τη διάρκεια της κατοχής συνέβη ένα περιστατικό που αξίζει να αναφερθεί. Οι Γερμανοί είχαν υποψίες, ότι στο σπίτι άκουγαν τις εκπομπές από το BBC. Έτσι αιφνιδιαστικά έκαναν έρευνα με συνοδεία Έλληνα μεταφραστή/ συνεργάτη. Στο σπίτι φοβόντουσαν, να μη ανακαλυφθούν τα όπλα που έκρυβε σε έναν λάκκο ο πατέρας της. Οι Γερμανοί έψαξαν όλο το σπίτι και περνώντας από το σαλόνι, είδαν πάνω στο πιάνο τις φωτογραφίες των δυο Αξιωματικών. Ο επικεφαλής Γερμανός αφού τις παρατήρησε με προσοχή, απευθυνόμενος προς την μητέρα της, είπε με την έπαρση του καταχτητή : «Να εύχεσαι να σου τους φέρουμε πίσω ζωντανούς!».
Ο Τάσσος σαν Υποπλοίαρχος αποστρατεύτηκε τον Σεπτέμβριο του 1944 λόγω ανάμιξης του στο Κίνημα του Ναυτικού. Δεν του επιβλήθηκε ποινή, που σημαίνει ότι η εμπλοκή του ήταν ήσσονος σημασίας. Εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο και ασχολήθηκε με χρηματοοικονομικά . Μετά από πολλά χρόνια αποκαταστάθηκε στον βαθμό του Πλοιάρχου. Η περιπέτεια του Τάσσου διέλυσε και κατέστρεψε τη σχέση με την Φράντση, μάλλον δεν θα ήταν τόσο δυνατή για να αντέξει, ενδεχόμενα να ήταν και ιδιοτελείς λόγοι σε σχέση με τη σταδιοδρομία του αδελφού της, αλλά αυτό δεν κατέστη δυνατό να εξακριβωθεί, εξάλλου σαν τραγική ειρωνεία ίσχυσε γι’ αυτούς το «everything is fair in love and war!»
Ο μεν Τάσσος έκανε μια πετυχημένη σταδιοδρομία και οικογένεια στην Αγγλία, η δε Φράντση παντρεύτηκε και με τον σύζυγό της αποτέλεσαν αξιόλογα μέλη της Αθηναϊκής κοινωνίας. Κάποτε , μάλλον το 1978 συναντήθηκαν σε ένα ταξίδι του Τάσσου που είχε έρθει οικογενειακώς στην Ελλάδα και ξαναθυμήθηκαν την ιστορία τους. Η Φράντση έφυγε νωρίτερα, τον Φεβρουάριο του 1997 και ο Τάσσος την ακολούθησε τον Ιούνιο του 1999.
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΣΑΝ ΥΓ
Η Ιστορία δεν γράφεται μόνο με ξεχωριστές μεγάλες ηρωικές πράξεις. Γράφεται και από τις μικρές, απλές καθημερινές ανθρώπινες πράξεις που όμως έχουν μια ασύμμετρη βαρύτητα.
Μια και μιλήσαμε για τον Έρωτα, μου είναι δύσκολο να αυτοσυγκρατηθώ και να μην τραγουδήσω μια στροφή από το Ρωμαίος και Ιουλιέτα, Ι.1
Καπνός ο έρωτας, που η λαύρα των στεναγμών στηρίζει:
όταν ελευθερώνεται ο καπνός, φωτιά η ματιά των εραστών γυαλίζει,
αλλ’ όταν εμποδίζεται, θάλασσα ολόκληρη δακρύων αναβλύζει.
Τι άλλο είν’ ο έρωτας; Τρέλα γεμάτη σωφροσύνη,
θανατηφόρο δηλητήριο και γιατρικό που όμορφη ζωή μας δίνει.