Κεντρική εικόνα άρθρου: Η βύθιση του “Υδρα. Πίνακας διαστάσεων 4Χ2.5 μ. από την προσωπική συλλογή του Κώστα Θωκταρίδη
Γράφει ο Ηρακλής Καλογεράκης
Με την έναρξη της Ιταλικής επιθέσεως τα ελάχιστα πλοία του στόλου μας, περίπου 44 με σχεδόν τα μισά αξιόμαχα, έλαβαν μέρος σε επιχειρήσεις:
προσβολής εχθρικών στόχων στην Αδριατική,
αποκοπής του ανεφοδιασμού του εχθρού από την Ιταλία στην Αλβανία,
συνοδείας νηοπομπών που μετέφεραν εφόδια στις δικές μας μαχόμενες δυνάμεις και
προστασίας των ζωτικών λιμένων της χώρας.
Τα γηραιά μας πλοία και υποβρύχια κατά τον Β’ΠΠ, σημείωσαν μεγάλες επιτυχίες στην Αδριατική και στο Ιόνιο και έγραψαν λαμπρές σελίδες δόξης. Όμως, οι μεγάλες ώρες στη δράση του Στόλου μας, ξετυλίχτηκαν στις πολεμικές του αποστολές κυρίως στο Σαρωνικό και Αιγαίο και μετά κατά τη διάρκεια της κατοχής στη Μεσόγειο και στη Μέση Ανατολή.
Με την έναρξη της Γερμανικής επίθεσης στην Ελλάδα και το σφοδρό βομβαρδισμό του Πειραιά την 6/4/1941, όλα τα εν ενεργεία πλοία του στόλου μας είχαν αποπλεύσει από τον Ναύσταθμο Σαλαμίνας και άλλα ήταν αγκυροβολημένα κατά ομάδες σε γειτονικούς όρμους (Ελευσίνας-Μεγάρων, Αργολίδας), άλλα εκτελούσαν περιπολίες και άλλα συμμετείχαν στις συμμαχικές επιχειρήσεις, κυρίως σε επιχειρήσεις συνοδείας για προστασία των συμμαχικών νηοπομπών.
Οι Γερμανικές αεροπορικές επιθέσεις ήταν συχνές και σφοδρές ενώ μέχρι την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα, στις 27/4/41, είχαν γίνει συνολικά 55 αεροπορικές επιδρομές, δηλαδή 2-3 την ημέρα! Ο στόλος μας από τις επιδρομές αυτές πλήρωσε βαρύ τίμημα αφού στις 20/4, την ημέρα του Πάσχα, βυθίστηκε το αντιτορπιλικό ΨΑΡΑ στο κόλπο Μεγάρων και την επομένη, 21/4 βυθίστηκε το ναρκαλιευτικό ΑΛΙΑΚΜΩΝ. Αργότερα δε, στις 22/4, βυθίστηκαν το αντιτορπιλικό ΥΔΡΑ και το τορπιλοβόλο ΘΥΕΛΛΑ, στις 23/4 τα τορπιλοβόλα ΚΙΟΣ, ΚΥΔΩΝΙΑΙ, ΔΩΡΙΑ και ΑΛΚΥΝΟΗ και στις 24/4 τα θωρηκτό ΚΙΛΚΙΣ, αντιτορπιλικό Βασ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ, τορπιλοβόλο ΑΙΓΛΗ και ναρκαλιευτικό ΣΤΡΥΜΩΝ.
Η 22 Απριλίου 1941 ήταν μια δύσκολη μέρα. Στην ευρύτερη περιοχή του Σαρωνικού είχαν απομείνει μόνο τέσσερα μεγάλα πλοία του Στόλου, τα αντιτορπιλικά ΟΛΓΑ, ΥΔΡΑ, ΠΑΝΘΗΡ και ΙΕΡΑΞ, τα οποία κατά τη διάρκεια της μέρας παρέμεναν κοντά σε βραχονησίδες προσπαθώντας να κρυφτούν από τα μάτια των Γερμανών πιλότων αφού δεν διέθετα ακόμη ραντάρ όλα τα γερμανικά αεροπλάνα, ενώ την νύχτα ανεφοδιαζόταν με τα απαραίτητα καύσιμα και τρόφιμα στη Σκάλα των Μεγάρων.
Την μέρα αυτή, θα γινόταν δύο αποστολές. Το αντιτορπιλικό ΥΔΡΑ, θα πήγαινε από την περιοχή του Ισθμού Κορίνθου που ήταν σε διασπορά, προς στις Φλέβες, όπου θα το περίμενε στις 7μμ το εμπορικό πλοίο ΜΑΡΙΜΕΣΚ, που ήταν φορτωμένο με πυρομαχικά και κρίσιμα υλικά-ανταλλακτικά από τις αποθήκες του Ναυστάθμου, προκειμένου να τα μεταφέρει στη Μέση Ανατολή. Στις Φλέβες, θα συναντούσε και το υποβρύχιο ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΗΣ και μετά θα έπλεαν όλοι μαζί προς τη Σούδα. Εκεί θα ανεφοδιαζόταν και στη συνέχεια θα πήγαιναν στην Αλεξάνδρεια, απ’ όπου θα συνέχιζαν τη πολεμική τους δράση.
Επίσης, στα Μέγαρα βρισκόταν και ετοιμαζόταν για αποστολή, το τορπιλοβόλο ΚΥΔΩΝΙΑΙ που θα συνόδευε το εμπορικό φορτηγό ΖΑΚΥΝΘΟΣ στο πλου του προς τη Κρήτη. Στο φορτηγό είχαν φορτωθεί τα αποθέματα της Τραπέζης Ελλάδος, 50 μεγάλες κούτες με τα ακυκλοφόρητα χαρτονομίσματα, 120 άτομα από τα πληρώματα των πολεμικών πλοίων που είχαν βυθιστεί τις προηγούμενες μέρες καθώς και δεκάδες τεχνίτες του Ναυστάθμου. Τα αποθέματα του χρυσού της Ελλάδας, είχαν ήδη μεταφερθεί από τον Φεβρουάριο στη Κρήτη με πλοία του Πολεμικού Ναυτικού.
Το τορπιλοβόλο ΚΥΔΩΝΙΑΙ με το φορτηγό ΖΑΚΥΝΘΟΣ απέπλευσαν το μεσημέρι της 22 Απριλίου από τα Μέγαρα και αγκυροβόλησαν μετά από 2 ώρες στον όρμο του Μαραθώνα της Αίγινας για να εφοδιαστεί το τορπιλοβόλο με τροφοδοτικό νερό από το εμπορικό και για να περιμένουν να νυχτώσει προκειμένου να συνεχίσουν τον πλου τους υπό την κάλυψη του σκότους, προς την Κρήτη. Στις 17:30 της 22 Απριλίου 1941, και ενώ το ΥΔΡΑ που έπλεε προς το σημείο συνάντησης πλησίαζε την Αίγινα και ήταν στο ύψος της νησίδας Υψηλή, πέρασε από πάνω του σε ύψος 6.000 μέτρων, ένα Γερμανικό, ίσως αναγνωριστικό, αεροπλάνο που είχε πορεία από τα Μέγαρα προς την Αίγινα.
Το ΥΔΡΑ για να ξεγελάσει το εχθρικό αεροπλάνο, άλλαξε πορεία προς τα Μέθανα. Όταν το αεροπλάνο πέρασε σχεδόν πάνω από το πλοίο, άφησε μια άσπρη γραμμή, ένα μικρό συννεφάκι που επειδή δεν φυσούσε καθόλου αυτό παρέμεινε ακίνητο στον ουρανό πάνω από τη θέση του και εξελήφθη σαν σήμα επισήμανσης της θέσης του ΥΔΡΑ. Το συμβάν αυτό αναφέρθηκε στον Αρχηγό Στόλου και μετά από 15 λεπτά το πλοίο έλαβε στον ασύρματο ένα σήμα πού έλεγε πως 2 φίλια αεροπλάνα, περιπολούσαν πάνω από την περιοχή των Αθηνών. Έτσι το πλοίο ησύχασε και επανήλθε στην αρχική του πορεία.
Το ΥΔΡΑ όμως δεν πρόλαβε καλά-καλά να λάβει την αρχική του πορεία, όταν είδαν ξαφνικά, διά μέσω των αχτίνων του ήλιου, σμήνη από περίπου 70 αεροπλάνα να πετούν από τον Ισθμό προς τον Πειραιά. Τα αεροπλάνα πετούσαν σε ομάδες των τριών, τεσσάρων, έξη, ακόμη και 8 αεροπλάνων. Το ΥΔΡΑ σήμανε συναγερμό και ήταν σε ετοιμότητα αντιμετώπισης της απειλής.
Όταν τα γερμανικά βομβαρδιστικά ήταν πάνω από τα Μέγαρα, τρία από αυτά αποσπάστηκαν στις 17:30 και έστρεψαν νότια. Τα υπόλοιπα βομβαρδιστικά συνέχισαν την πτήση τους ανατολικά και πλησίαζαν προς το αντιτορπιλικό ΥΔΡΑ. Τα τρία αεροπλάνα προφανώς είχαν εντοπίσει το τορπιλοβόλο με το εμπορικό, στον κόλπο του Μαραθώνα Αίγινας και κατευθυνόταν για να τα προσβάλουν. Μόλις το ΚΥΔΩΝΙΑΙ είδε τα αεροπλάνα να κατευθύνονται προς τα πλοία, απομακρύνθηκε από το ΖΑΚΥΝΘΟΣ και με τη μέγιστη ταχύτητα και με ελιγμούς, απέφυγε επιτυχώς τις 12 βόμβες που του έριξαν. Ευτυχώς καμιά από τις βόμβες δεν έπεσε πάνω στα πλοία. Όλες έσκασαν μακριά τους και τα πλοία στάθηκαν για την ώρα, τυχερά.
Όμως, το αντιτορπιλικό ΥΔΡΑ, ήταν άτυχο. Έπρεπε να αντιμετωπίσει περίπου 70 αεροπλάνα! Η επίθεση των αεροπλάνων Junkers 87 (Stuka), ήταν τρομαχτική. Στριφογύριζαν πάνω από το πλοίο και μετά εφορμούσαν με το χαρακτηριστικό τρομαχτικό θόρυβο των μηχανών και των σειρήνων, το ένα πίσω από το άλλο. Αφού άφηναν τις βόμβες τους από μικρό ύψος πολυβολούσαν ταυτόχρονα στοχεύοντας προς τη γέφυρα και τα πυροβόλα. Τα αεροπλάνα που σφυροκόπησαν για πάνω από 15 λεπτά το ΥΔΡΑ, έριψαν περί τις 60 βόμβες από τις οποίες καμιά δεν έπεσε πάνω στο πλοίο.
Όμως πολλές έπεσαν κοντά, και δυστυχώς αυτές ήταν ικανές να προκαλούσαν με την έκρηξη τους, ρήγματα στις λαμαρίνες του πλοίου. Τότε δεν ήταν κολλημένες με συγκόλληση, αλλά ήταν περτσινωμένες. Το πλοίο προοδευτικά γέμιζε με νερά από τα μικρά και τα μεγάλα ρήγματα.
Οι ομοχειρίες των δυο αντιαεροπορικών πυροβόλων του ΥΔΡΑ, μέσα σε μερικά λεπτά εξοντώθηκαν, ενώ το τρίτο πυροβόλο έπαθε με τις πρώτες βολές, εμπλοκή. Μόνο τα ελαφρά φορητά πολυβόλα Χότσκις που βρισκόταν στην κάτω γέφυρα ήταν ακόμα σε θέση να βάλλουν, αλλά και αυτά μετά από λίγο ζεστάθηκαν από τις βολές και έπαθαν εμπλοκή.
Μέσα σε 14 λεπτά από την εκδήλωση της πρώτης επίθεσης, γύρω στις 17:30, το πλοίο έγειρε δεξιά, μετά οριζοντιώθηκε και στη συνέχεια με την πρύμη έκανε βουτιά, παίρνοντας μαζί του 42 από τα 156 μέλη του πληρώματος. Ήταν τέσσερις αξιωματικοί (ο κυβερνήτης Θ. Πεζόπουλος, ο ύπαρχος Λ. Βλαχάβας, ο ιατρός Σ. Μανιαρέζης και ο επιτελής του Διοικητού Γ. Αρλιώτης), ένδεκα υπαξιωματικοί και είκοσι επτά ναύτες. Όλοι τους πέθαναν για τη δόξα και το μεγαλείο της πατρίδας μας. Τη στιγμή που τα νερά κάλυπταν το σκάφος μια φωνή ακούστηκε από τη θάλασσα και επαναλήφθηκε από δεκάδες στόματα: «Ζήτω η ΥΔΡΑ!».
Ως φόρο τιμής στους άνδρες αυτούς του Πολεμικού Ναυτικού που έπεσαν υπέρ πατρίδος και για την επαναφορά της ιστορικής μας μνήμης, θα μεταφέρω αυτούσια την αφήγηση του Διοικητή της μοίρας αντιτορπιλικών Πλοιάρχου Γρηγορίου Μεζεβίρη, που επέβαινε στο αντιτορπιλικό:
"Από το πρωί είχαμε αλλάξει θέση πολλές φορές, αλλά πουθενά δεν καταφέρναμε να μείνουμε αθέατοι. Ρώτησα τότε τον Κυβερνήτη της ΥΔΡΑΣ, Αντιπλοίαρχο Θ. Πεζόπουλο, αν είχε καμιά έμπνευση, μέχρι να έρθει η ώρα να πλεύσουμε προς το στίγμα συναντήσεως που είχε ορισθεί. Αυτός, με το φλέγμα που τον διέκρινε, μου απάντησε "κύριε Διοικητά, ότι είναι πεπρωμένο να συμβεί θα συμβεί. Προτείνω να πλεύσουμε με μικρή ταχύτητα προς τις Φλέβες". Δέχτηκα τη γνώμη του, καθώς δεν εύρισκα άλλη λύση. Γύρω στις 17.30, ενώ πλέαμε βόρεια της Αίγινας δίπλα στη νησίδα Λαγόσα, εμφανίστηκε εχθρικό αναγνωριστικό αεροπλάνο. Προκειμένου να το παραπλανήσουμε διέταξα να λάβουμε πορεία προς τα Μέθανα. Όταν εξαφανίστηκε, ξαναπήραμε την αρχική μας πορεία. Μετά από είκοσι περίπου λεφτά, εμφανίστηκε προς τον βορρά μεγάλος αριθμός αεροσκαφών, εβδομήντα περίπου, που κατευθύνονταν νότια σε πορεία διασταύρωσης με το πλοίο μας σε απόσταση λίγων μιλίων. Όταν έφθασαν στο ύψος της ΥΔΡΑΣ, περίπου 35 από αυτά αποχωρίστηκαν από τα υπόλοιπα και κατευθύνθηκαν προς αυτήν. Βρισκόμενος στην πάνω γέφυρα διέταξα ανάπτυξη της μέγιστης ταχύτητας και πλεύση με ελιγμούς και στη συνέχεια έναρξη πυρός κατά του πρώτου σμήνους που βρέθηκε σε απόσταση βολής. Τα αεροπλάνα επιτίθονταν με κάθετη εφόρμηση, έβαλαν με βόμβες από μικρό ύψος και συγχρόνως πολυβολούσαν στοχεύοντας ιδίως την γέφυρα. Τη στιγμή εκείνη ανέβηκε από την κάτω γέφυρα ο Κυβερνήτης του πλοίου, κατά την συνήθειά του ασκεπής, και κατέλαβε τη θέση του δίπλα στο πρωραίο παραπέτασμα της γέφυρας. Σχεδόν αμέσως τον είδα να γλιστράει και να κάθεται στο δάπεδο. Τα μάτια του ήταν κλειστά, ένα ελαφρύ μειδίαμα διακρίνονταν στα χείλη του και σε όλο το πρόσωπό του ήταν διάχυτη η γαλήνη του ανθρώπου που μέχρι τη τελευταία στιγμή εκπλήρωσε το καθήκον του. Δεν μου απέμενε αμφιβολία ότι ο Αντιπλοίαρχος Θ. Πεζόπουλος, ο γενναίος αυτός στρατιώτης και πολύτιμος σύντροφος είχε, πρώτος πληρώσει τον φόρο αίματος πάνω στο πλοίο του. Μια σφαίρα πολυβόλου τον είχε πλήξει καίρια στο κεφάλι. Οι βόμβες έπεφταν βροχή γύρω από το πλοίο και πίδακες νερού το σκέπαζαν, μέχρι την πάνω γέφυρα. Οι ομοχειρίες των δυο α/α πολυβόλων σχεδόν αμέσως βγήκαν εκτός μάχης, ενώ το τρίτο έπαθε εμπλοκή. Μέσα σε λίγα λεπτά από την αρχή της επίθεσης, μόνο τα ελαφρά φορητά πολυβόλα Χότσκις στην κάτω γέφυρα ήταν ακόμα σε θέση να βάλλουν. Οι μηχανές του πλοίου ανέπτυξαν αρχικά ταχύτητα 30 μιλίων, μετά από λίγο όμως η μια μηχανή κράτησε και στη συνέχεια και η άλλη. Το πλοίο, άοπλο και ακινητοποιημένο, παρέμεινε στη διάθεση του εχθρού. Καταδιωκτικά αεροπλάνα δεν εμφανίζονταν από πουθενά, αν και ο ασύρματος της Αθήνας μας είχε πληροφορήσει λίγο πριν την επίθεση ότι δυο καταδιωκτικά αεροπλάνα πετούσαν πάνω από την Αθήνα! Καμιά βόμβα δεν έπεσε πάνω στο σκάφος, πολλές όμως έπεσαν πολύ κοντά και προκάλεσαν πολλά ρήγματα στα ύφαλα. Το πλοίο έβαζε νερά από παντού και το βύθισμα μεγάλωνε ταχύτατα, ιδίως στη πρύμνη. Πολλά ελάσματα του καταστρώματος είχαν πάρει κυματοειδή μορφή. Το κατάστρωμα, τα δάπεδα των πυροβόλων και των γεφυρών είχαν στρωθεί με νεκρούς και βαριά τραυματισμένους που είχαν πληγεί από τους πολυβολισμούς και ιδιαίτερα από τα θραύσματα των βομβών που έπεφταν κοντά στο πλοίο. Ο ύπαρχος, Πλωτάρχης Βλαχάβας, είχε φρικτά ακρωτηριαστεί και ανάλογη ήταν η τύχη του Υποπλοίαρχου Αρλιώτη και του Ιατρού Μανιαρέζη. Ο ίδιος είχα τραυματιστεί από θραύσματα. Τα αεροσκάφη, όταν πείστηκαν ότι το πλοίο βυθιζόταν, σταμάτησαν τις επιθέσεις και για κάποιο διάστημα πετούσαν πάνω από το πλοίο. Όταν διαπίστωσα ότι καμιά ελπίδα διάσωσης του πλοίου υπήρχε, διέταξα τον αρχιεπιστολέα μου Υποπλοίαρχο Νεόφυτο, τον αρχαιότερο από τους επιζώντες, να γίνει εγκατάλειψη του πλοίου. Οι λέμβοι είχαν καταστραφεί, εκτός από μια μικρή που χρησιμοποιήθηκε για να επιβιβασθούν οι ακρωτηριασμένοι. Οι υπόλοιποι κολυμπήσαμε μερικές εκατοντάδες μέτρα, μέχρι τη νησίδα Λαγόσα. Οι αξιωματικοί του πλοίου επιστάτησαν ώστε οι βαριά τραυματισμένοι να φορέσουν τα σωσίβια και να πέσουν στη θάλασσα. Η διάβαση του καταστρώματος ήταν δύσκολη καθώς σε κάθε βήμα διασκελίζαμε ακρωτηριασμένα πτώματα. Μερικοί άνδρες παράμεναν στη πρύμνη, παρόλο ότι το κατάστρωμα βρισκόταν ελάχιστα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, γιατί ίσως δεν είχαν αντιληφθεί τη διαταγή που είχε δοθεί και δίσταζαν να εγκαταλείψουν το πλοίο. Τους διέταξα να πέσουν στη θάλασσα και στη συνέχεια κατέβηκα από τη δεξιά κλίμακα που το πιο πάνω σκαλί της είχε φθάσει στην επιφάνεια της θάλασσας. Πριν από μόλις τριάντα ώρες είχα ανέβει την ίδια κλίμακα για ν' αναλάβω τη διοίκηση στην νέα αρχηγίδα μου. Λίγα λεπτά αφού και ο τελευταίος από τους επιζώντες είχε εγκαταλείψει το πλοίο, η πρύμνη του βυθίστηκε, πήρε κατακόρυφο κλίση και εξαφανίστηκε κάτω από το νερό, παρασύροντας στον υγρό τάφο του και τους ηρωικούς νεκρούς. Από την αρχή της επίθεσης μέχρι τη βύθιση είχαν περάσει μόνο 14 λεπτά της ώρας. Τη στιγμή που τα νερά κάλυπταν το σκάφος μια φωνή ακούστηκε από τη θάλασσα που επαναλήφθηκε από δεκάδες στόματα, "ΖΗΤΩ Η ΥΔΡΑ". Όπως ανέφερε ο Ναυτικός Διοικητής Μήλου, ένας Γερμανός αεροπόρος από εκείνους που έλαβαν μέρος στην επίθεση του είπε κατά τη κατάληψη της νήσου, ότι του είχε κάνει εντύπωση η ηρωική στάση του πληρώματος της ΥΔΡΑΣ που κουνούσαν τα καπέλα τους και ζητωκραύγαζαν τη στιγμή που το πλοίο βομβαρδιζόταν και βυθίζονταν. Παραμείναμε στη μικρή βραχώδη νήσο Λαγούσα περίπου μια ώρα περιμένοντας την αποστολή βοήθειας. Κατά το διάστημα αυτό μου δόθηκε η ευκαιρία να αντιληφθώ ακόμα καλύτερα τα ψυχικά προσόντα των ανδρών. Κατά την διάρκεια της επιθέσεως είχα ήδη εκτιμήσει την εξαιρετική τους διαγωγή και την απόλυτη ψυχραιμία τους. Γύρω μου, βρίσκονταν κατάκοιτοι πολλοί βαριά τραυματισμένοι και που και που ακούγονταν κραυγές πόνου που ήταν δύσκολο να συγκρατηθούν. Από κανενός όμως τα χείλη δεν ξέφυγε η ελάχιστη φωνή παραπόνου. Εκείνοι που διατηρούσαν τις αισθήσεις τους, ζητούσαν με αγωνία πληροφορίες για τον Κυβερνήτη τους, που κυριολεκτικά λάτρευαν και αποκαλούσαν "ο Θοδωράκης μας". Ένας ναύτης με κομμένο το πόδι που ήταν ξαπλωμένος κοντά μου συνεχώς με ρωτούσε "πώς αισθάνεσαι, κύριε Διοικητά;"
Το τορπιλοβόλο ΚΥΔΩΝΙΑΙ ειδοποιήθηκε στις 18:20 από το πυροβολείο της Πέρδικας να πλεύσει για περισυλλογή τυχών ναυαγών του ΥΔΡΑ που είχε βομβαρδιστεί και βυθιστεί πριν μια ώρα βόρεια της Αίγινας. Το ΚΥΔΩΝΙΑΙ μη γνωρίζοντας ακριβώς την περιοχή πήγε μεν βόρεια της Αίγινας αλλά ερευνούσε την περιοχή μεταξύ Αίγινας- Αγκίστρι και Υψηλής. Εν των μεταξύ νύχτωσε και η έρευνα ήταν δυσχερής. Το πλοίο μετά από 2 ώρες άκαρπης έρευνας διατάχθηκε να συνεχίσει την αποστολή του και να συνοδεύσει το φορτηγό προς την Σούδα. Απέπλευσε λοιπόν και κινήθηκε προς την Κρήτη.
Την καταβύθιση της ΥΔΡΑΣ παρακολούθησαν πολλοί από την Αθήνα, την Σαλαμίνα και την Αίγινα και πολλά πλωτά μέσα έφθασαν για να περισυλλέξουν τους ναυαγούς. Οι Αιγινήτες από τη Κυψέλη, Βαθύ και Σουβάλα που είχαν βάρκες, έσπευσαν από τους πρώτους στην περιοχή. Μάζευαν ναυαγούς από τη θάλασσα και έπαιρναν ναυαγούς από τα νησάκια. Τους άσχημα τραυματισμένους τους πήγαιναν στο λιμάνι της Αίγινας ενώ τους πιο ελαφρά απέναντι στο Λεόντι όπου οι κάτοικοι, τους έδιναν τις πρώτες βοήθειες. Μερικές βάρκες με βαριά περιστατικά, πήγαν στο λιμάνι της Αίγινας. Από εκεί, άλλους μετέφεραν στο Ναυτικό Νοσοκομείο Αίγινας και άλλους τους περιποιόταν στο λιμάνι μέχρι να τους πάρουν για τον Πειραιά. Ακόμη και σε σπίτια Αιγινητών μεταφέρθηκαν αρκετοί, οι πιο ελαφρά τραυματισμένοι, γιατί το νοσοκομείο είχε μόνο 40 κλίνες και οι τραυματίες ήταν πάρα πολλοί.
Από σκάφη και πλοία, πρώτο έφτασε στη περιοχή του ναυαγίου ένα «καταδιωχτικό Λαθρεμπορίου», το Α-1, που είχε διατεθεί στη ΝΑΠ-3 για επίβλεψη και ασφάλεια των ποντισθέντων φραγμάτων. Κυβερνήτης του ήταν ο Ξενοφών Κυριακού (πατέρας του ιδιοκτήτη του ΑΝΤ1) και υποπλοίαρχος ο Γιώργος Λιγνός (μετέπειτα εφοπλιστής), που παρέλαβαν αρκετούς τραυματίες, μεταξύ των οποίων ήταν και ο διοικητής Αντιτορπιλικών Πλοίαρχος Μεζεβύρης, και τους πήγαν στην Αίγινα.
Λίγο αργότερα, κατέπλευσε στη περιοχή και το τορπιλοβόλο ΚΙΟΣ με Κυβερνήτη τον Αντιπλοίαρχο Δ. Βαλτινό, που είχε έλθει για βοήθεια από τη Βουλιαγμένη. Πήρε 54 τραυματίες, οι περισσότεροι των οποίων ήταν βαριά, και τους μετέφερε στο Πειραιά.
Το αντιτορπιλικό μας ΥΔΡΑ, αντιμετώπισε με θάρρος και ηρωισμό τα περίπου 70 γερμανικά βομβαρδιστικά και τελικά βυθίστηκε μαχόμενο παίρνοντας μαζί του 42 παλληκάρια από το πλήρωμα του.
Το υποβρύχιο ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΗΣ, δεν συνάντησε ποτέ το ΥΔΡΑ στις Φλέβες και συνέχισε μόνο του τον πλού του προς τη Σούδα και στη συνέχεια προς την Αλεξάνδρεια. Το ίδιο και το “ΜΑΡΙΜΕΣΚ” .
Το τορπιλοβόλο ΚΥΔΩΝΙΑΙ και το εμπορικό ΖΑΚΥΝΘΟΣ με τα χρήματα της Τράπεζας της Ελλάδας, με τα πληρώματα των πλοίων και τους τεχνίτες του ναυστάθμου, ποτέ δεν έφτασαν στον προορισμό τους. Εντοπίστηκαν και προσβλήθηκαν το επόμενο βράδυ στις 23 Απριλίου, στην Μονεμβασιά.
Πηγές – βιβλιογραφία
Γέροντας Παναγιώτης, Μεθ’ Ορμής Ακαθέκτου, Β’ Έκδοση, ΥΙΝ, Αθήνα, 2019
Έκθεση επί της δράσεως του Βασιλικού Ναυτικού κατά τον πόλεμον 1940, Αρχηγείο Ναυτικού, 1951.
Η Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τόμος ΙΕ
Καββαδίας Επ., Ο Ναυτικός Πόλεμος του 1940 όπως τον έζησα, Πυρσός, Αθήνα, 1950
Κώνστας Π., Αντιναύαρχος ΠΝ, Η Ελλάς της δεκαετίας 1940-1950, Αθήνα, 1955
Μεζεβίρη Γ. Αντιναυάρχου ε.α., 4 δεκαετίες εις την Υπηρεσίαν του Β. Ναυτικού, Αθήνα, 1971
Μελισσηνός Ι, Το Ναυτικό στον 2ο ΠΠ, Τόμοι Α’ & Β’, Έκδοση Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, 1995
Φωκάς Δημήτριος, Έκθεσις επί της δράσεως του Βασιλικού Ναυτικού κατά τον πόλεμον 1940-44, Τυπογραφείο Ναυτικού, Αθήνα, 1953