Της Κατερίνας Καριζώνη
Κάθε φορά που διέσχιζα με το λεωφορείο τον παράκτιο δρόμο της Καλαμαριάς, ο οποίος περνούσε μπροστά απ΄ το Παλατάκι και έφτανε ως την περίφημη ταβέρνα του Χαμόδρακα, συναντούσα μια στάση που η στεντόρεια φωνή του οδηγού ονόμαζε «Απολυμαντήρια». ΄Αργησα πολύ ώσπου να μάθω τι σήμαινε το περίεργο τοπωνύμιο αυτό. Το μόνο που υπήρχε άλλωστε εκεί κάτω, στην εγκαταλειμμένη παραλία της Αρετσούς, κοντά στην οποία σταματούσε το λεωφορείο, ήταν μια σαρακοφαγωμένη γεφυρούλα που την έτρωγε σιγά- σιγά η θάλασσα.
Ωστόσο σ΄ εκείνη τη σκούρα και θολή θάλασσα της Αρετσούς είχα βουτήξει κι εγώ κάποτε, όπως και λίγο πιο κάτω στο Μικρό Καραμπουρνάκι. Εκεί κολυμπούσαμε, όταν δεν πεταγόμασταν στις απέναντι παραλίες της Περαίας, της Αγίας Τριάδας και του Μπαξέ, πολύ πριν διανοιχτεί ο δρόμος για τις γαλαζοπράσινες, εξωτικές θάλασσες της πευκόφυτης Χαλκιδικής. Εκεί διεξάγονταν οι μαθητικοί κολυμβητικοί αγώνες, στους οποίους συμμετείχα καμιά φορά. Εκεί κολυμπούσαν οι κάτοικοι της περιοχής, όσο ακόμα ο Θερμαϊκός δεν είχε μολυνθεί επικίνδυνα από τα λύματα της πόλης. Σκούρα μπλε λοιπόν, τα νερά της Αρετσούς, θύμιζαν βάλτο γεμάτο απ΄ τη χλωρίδα της θάλασσας. Όμως εμείς, παιδιά τότε, ορμούσαμε στο νερό με ενθουσιασμό, δροσιζόμασταν τις μέρες με τους καύσωνες, απολαμβάναμε τα ωραία δειλινά, τον ήλιο που κατέβαινε πυρακτωμένος κι έσβηνε στη γραμμή του ορίζοντα, το αεράκι που ερχόταν απ΄ το πέλαγος μαζί με τις κραυγές των γλάρων, χωρίς να ξέρουμε ότι η θάλασσα εκείνη έκρυβε μνήμες από κάποια άλλη, πολύ πιο δύσκολη και σκοτεινή εποχή.
Στο μικρό και εγκαταλειμμένο λιμάνι της Αρετσούς είχαν αποβιβαστεί ΄Έλληνες πρόσφυγες απ΄ τη Σμύρνη το 1922. Το άλλο μεγάλο λιμάνι, της Θεσσαλονίκης, είχε κατακλυσθεί από πολυπληθείς προσφυγικές ροές. Εδώ ρίζωσαν λοιπόν, οι Μικρασιάτες πρόσφυγες, έφτιαξαν τον δικό τους τόπο, έναν όμορφο οικισμό, την Καλαμαριά, στον λασπότοπο, όπου τους είχαν αρχικά εγκαταστήσει. Έδωσαν μάλιστα στους δρόμους τα ονόματα απ΄ τις παλιές πατρίδες τους: Χαλδίας, Κυζίκου, Μουδανίων, Σουμελά, Θεραπείων, Πάρκο χαμένων πατρίδων…..
Μια μέρα έμαθα και την συνέχεια της ιστορίας τους απ΄ τα χείλη μιας γηραιάς γειτόνισσας, της κυρίας Τασούλας, μακαρίτισσας πια. Αυτή μου μίλησε για τα απολυμαντήρια της Καλαμαριάς, μια υγειονομική δομή που είχε στήσει το Γαλλικό Ναυτικό στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Φιλοξενούσε ασθενείς με λοιμώδη νοσήματα από τα πλοία που προσέγγιζαν τις ακτές της Θεσσαλονίκης. Όταν αποχώρησαν οι Γάλλοι το 1919, οι υποδομές, τα εργαστήρια, ο κλίβανος και το φαρμακείο κληροδοτήθηκαν στο Ελληνικό κράτος. Εκεί φιλοξενήθηκαν και οι πρόσφυγες για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, αφού πρώτα τους κούρεψαν και τους πέρασαν μαζικά απ΄ τα λουτρά, άντρες και γυναίκες. Οι συνθήκες στέγασης στο Λοιμοκαθαρτήριο ήταν άθλιες. Έμεναν όλοι μαζί σε σκηνές και σε θαλάμους παστωμένοι σαν τις σαρδέλες χωρίζοντας τον χώρο με κουρελούδες, ενώ τους θέριζε ο βαρδάρης και η υγρασία που είναι έντονη σ΄ αυτή την περιοχή. Μπορεί να γλίτωναν απ΄ τα λοιμώδη νοσήματα, αλλά πολλοί πέθαναν από τις κακουχίες και το κρύο. Μετά βέβαια από ένα εύλογο διάστημα παραμονής μεταφέρονταν σε κάποιο προσφυγικό σπιτάκι στον οικισμό της Καλαμαριάς. Όσοι επιζούσαν και δεν επιζούσαν όλοι. Σήμερα δεν υπάρχει τίποτα απ΄ όλα αυτά, καθώς οι εγκαταστάσεις των απολυμαντηρίων έχουν γκρεμιστεί απ΄ τη δεκαετία του 60.
Αυτή ήταν εν ολίγοις η μυστηριώδης ιστορία των Λοιμοκαθαρτηρίων, άγνωστη στους νεότερους κατοίκους της Καλαμαριάς, αφού δεν έχει μείνει πια κανένα σημάδι τους. Ακόμα όμως πιο ενδιαφέρουσα ήταν η ιστορία της κυρίας Τασούλας – πρόσφυγας και η ίδια που είχε φτάσει με το πλοίο το ’22 – την οποία μου την διηγήθηκε στη συνέχεια.
Η κυρία Τασούλα ήταν Σμυρνιά και μάλιστα το παινευόταν. Ξύπνιες γυναίκες οι Σμυρνιές, τετραπέρατες και λαλίστατες, οι περίφημες «παστρικές», όπως τις κουτσομπόλευαν κακόβουλα οι ντόπιες. Ο πατέρας της είχε εργαστήριο ζαχαροπλαστικής καθώς και μαγαζί στην παραλία της Σμύρνης. Ζούσαν με άνεση σ΄ ένα ευρύχωρο δίπατο σπίτι μπροστά στη θάλασσα, όταν τους βρήκαν τα γεγονότα το ‘22. Οι Τούρκοι είχαν εξαπολύσει διωγμούς εναντίον των Ελλήνων, η ζωή τους άρχισε να απειλείται σοβαρά, παρά τις καλές σχέσεις που διατηρούσαν με τους αλλόθρησκους γείτονές τους. Έτσι αποφάσισαν μια μέρα να φύγουν. Πήραν μαζί τους χρήματα και χαρτιά – δεν μπορούσαν να πάρουν τίποτα περισσότερο άλλωστε – κι έσπευσαν μαζί με τα δυο κορίτσια τους, την Τασούλα που ήταν τότε έξη χρόνων και την Ξανθίππη εφτά, στα πλοία που θα τους μετέφεραν στην Ελλάδα. Μέσα στο χάος που επικρατούσε την αποφράδα εκείνη φθινοπωρινή μέρα – Νοέμβρης ήταν και μάλιστα παγερός – ανέβηκαν στο μοιραίο καράβι, τακτοποίησαν τα πράγματά τους και θα κατέληγαν στη Θεσσαλονίκη, αν ο άντρας της δεν ανησυχούσε για την τύχη του αδελφού του.
– Δεν βρίσκω τον αδελφό μου, είπε στη γυναίκα του. Θα κατέβω να ρίξω μια ματιά, μήπως ξεχάστηκε κάπου…
– Μη πας, τον παρακάλεσε εκείνη. Δεν βλέπεις τί γίνεται. Μπορεί να σε σκοτώσουν οι Τούρκοι. Μπορεί να καθυστερήσεις και να φύγει το πλοίο…….Μπορεί να μπλέξεις κάπου και να πάθεις κακό.
– Δεν θ’ αφήσω αβοήθητο τον Τηλέμαχο, επέμενε εκείνος. Δεν μπορώ να το κάνω αυτό. Θα τον βρω και θα γυρίσουμε αμέσως πίσω.
– Κι αν δεν προλάβεις το πλοίο;
Δεν άκουσε τη γυναίκα του ο Θόδωρος κι αν την άκουσε δεν της απάντησε. Ούτε της έδωσε σημασία. Κατέβηκε βιαστικά τη σκάλα του καραβιού. Βγήκε στην αποβάθρα, διέσχισε το αγριεμένο πλήθος κι έσπευσε στο σπίτι του αδελφού του. Δυστυχώς όμως δεν τον βρήκε εκεί. Χτύπησε στα γειτονικά σπίτια, έψαξε στα γνωστά στέκια, στα καφενεία, σ’ όλα τα πιθανά μέρη, όπου θα μπορούσε να βρίσκεται. Αλλά δεν κατάφερε να τον εντοπίσει. Απελπισμένος πήρε πάλι το δρόμο του γυρισμού. Το πλήθος στο μεταξύ μεγάλωνε στην παραλία, του έφραζε το δρόμο, δεν του άνοιγε δίοδο, τον καθυστερούσε. Άρχισε να φοβάται πως δεν θα προλάβαινε να φτάσει στον προορισμό του. Λες να είχε δίκιο η Τασούλα; Αναρωτιόταν. Λες να ξεμείνω εδώ; Λες να μη προλάβω; Τι ειρωνεία της τύχης κι αυτή…Πώς την έπαθα έτσι… Θεέ μου βόηθα …μουρμούριζε καρδιοχτυπώντας.
Κι ενώ πάλευε ο δύστυχος άντρας να φτάσει στην προκυμαία της Σμύρνης, το πλοίο του είχε ήδη σηκώσει τις άγκυρες. Άκουσε το σφύριγμά του από μακριά και το αίμα του πάγωσε. Άρχισε να τρέχει σαν τρελός, σπρώχνοντας και σκοντάφτοντας πάνω σε άλλους εξίσου πανικοβλημένους ανθρώπους που έτρεχαν προς την ίδια κατεύθυνση. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά, τα πόδια του έτρεμαν, δεν τον βαστούσαν πια. Έφτασε στην προκυμαία με την ψυχή στο στόμα και είδε το μοιραίο καράβι να ξεμακραίνει στο πέλαγος. Ένιωσε συντριβή. Κατέρρευσε και σωριάστηκε κάτω. Έπρεπε να είχε ακούσει τη Δήμητρα. Να μην κατεβεί στην προκυμαία. Πάντα πιο προνοητική η γυναίκα του. Πάντα πιο προσγειωμένη. Τι θα έκανε τώρα; Ποιο θα ήταν το μέλλον του σ΄ αυτή την αφιλόξενη χώρα χωρίς τους δικούς του ανθρώπους; Ποια η ζωή του από δω και πέρα;
Και η Δήμητρα όμως είχε γείρει στην κουπαστή σφίγγοντας τα δυο κορίτσια της στην αγκαλιά της. Έχανε τον άντρα της, το στήριγμά της… ίσως για πάντα. Ποιος ξέρει αν θα τον ξαναέβλεπε, αν θα τον συναντούσε ποτέ… Η ψυχή της είχε διαλυθεί, τα δάκρια κυλούσαν καυτά απ΄ τα μάτια της. Κοίταζε την προκυμαία σαν χαμένη αναστενάζοντας και θρηνώντας, χωρίς να μιλάει, ώσπου νύχτωσε. Έμεινε ξάγρυπνη εκείνη τη νύχτα. Δεν έκλεισε μάτι ως το πρωί. Δεν ήταν όμως η μόνη που δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Κι άλλες οικογένειες ζούσαν το ίδιο δράμα. Είχαν χωριστεί απ’ τους δικούς τους, παιδιά είχαν χαθεί μέσα στο συνωστισμό, άνθρωποι είχαν τσαλαπατηθεί, γέροι είχαν ξεμείνει πίσω, περιουσίες και αγαθά, κόποι και όνειρα μιας ολόκληρης ζωής είχαν τιναχτεί στον αέρα. Κανείς δεν ήξερε πού θα κατέληγε, τί τον περίμενε, κάποιοι ήταν ήδη βαριά άρρωστοι κι άλλοι θα πέθαιναν στη διάρκεια του ταξιδιού.
Κάθε πρωί οι ναύτες έβγαζαν πτώματα απ΄ το αμπάρι και τα έριχναν στη θάλασσα. Η Δήμητρα δεν έβγαινε καθόλου, ούτε άφηνε τα παιδιά της να ανεβούν στο κατάστρωμα για να μη δουν τη μακάβρια σκηνή. Από παντού ακούγονταν θρήνοι. Από παντού αναδυόταν πόνος ανείπωτος. Αυτό ήταν το μοιραίο ταξίδι στην Ελλάδα που κάποτε, στις καλές μέρες ονειρεύονταν να το κάνουν όλοι μαζί για να σμίξουν με τους συγγενείς και τους φίλους στην άλλη πλευρά του Αιγαίου, στην λατρεμένη Ελλάδα.
Όταν μετά από μύριες ταλαιπωρίες οι πρόσφυγες έφτασαν στη Θεσσαλονίκη, ρακένδυτοι και ταλαιπωρημένοι, ψυχικά ράκη, αποβιβάστηκαν στην Καλαμαριά, περνώντας από τη γεφυρούλα που διασώθηκε ως τις μέρες μας και οδηγήθηκαν στα περίφημα απολυμαντήρια. Εκεί άρχισε ένας καινούργιος Γολγοθάς. Τους έδωσαν ένα κομμάτι πράσινο σαπούνι και τους πέρασαν μαζικά απ΄ τα δημόσια λουτρά, κούρεψαν άντρες και γυναίκες με την ψιλή, παρά τις διαμαρτυρίες και τα κλάματα των τελευταίων. Το θεωρούσαν έγκλημα να στερηθούν τα ωραία μακριά μαλλιά τους οι γυναίκες, ειδικά οι νεότερες. ΄Όσες είχαν λεφτά, έδιναν μπαξίσι στους φύλακες και γλίτωναν την «ταπείνωση». Μα δεν είχανε όλες. Τα ρούχα των προσφύγων τα πέρασαν από κλίβανο που τα έκαψε και τους τα επέστρεψαν κομματιασμένα. Ύστερα οδήγησαν τους ανθρώπους στις σκηνές και στα παραπήγματα, όπου έζησαν καιρό στριμωγμένοι σαν τις σαρδέλες. Χώριζαν τους μικρούς χώρους με σεντόνια και κουρελούδες που τις στερέωναν ράβοντάς τες με χοντρές βελόνες. Ένας έχασε το μάτι του προσπαθώντας να περάσει τη βελόνα στην κουρελού. Άλλοι αρρώστησαν από πνευμονία, τα κρυολογήματα ήταν σε έξαρση. Ο Βαρδάρης τους πάγωνε, δεν υπήρχε άλλωστε θέρμανση, ούτε καν τα στοιχειώδη μέσα για να ζήσουν σαν άνθρωποι. Μετά από καραντίνα 15 έως 30 ημερών τους μετακινούσαν προς το κέντρο της Θεσσαλονίκης, ή στην ενδοχώρα της Μακεδονίας. Οικογένειες που συμπλήρωναν 2-3 χρόνια εγκατάστασης στους θαλάμους αποκτούσαν τελικά το δικαίωμα να μπουν στα νεόχτιστα προσφυγικά σπιτάκια της Καλαμαριάς.
Κάθε σπίτι σ΄ αυτή την προσφυγική περιοχή της Καλαμαριάς κρύβει μια ανάλογη ιστορία, κάθε οικογένεια μια κρυφή πληγή. Η Θεσσαλονίκη είναι μια μεγάλη προσφυγούπολη, όπως την ονόμασε και ο Ιωάννου στα διηγήματά του. Έχει δεχτεί και συνεχίζει να δέχεται πρόσφυγες από κάθε μεριά του κόσμου και κυρίως απ΄ τα Βαλκάνια. Ο πληθυσμός της είναι και ήταν πάντα ένα πολυεθνικό αμάλγαμα, ένα πολύχρωμο μωσαϊκό, καθώς αποτελεί έξοδο και λιμάνι στη θάλασσα, αυτή τη σκουρόχρωμη θάλασσα του Θερμαϊκού που ενώνεται με τα γαλαζοπράσινα, αστραφτερά νερά του Αιγαίου. Καμιά φορά περνώ έξω απ΄ τα «αόρατα» απολυμαντήρια της Αρετσούς και τα προσκυνώ. Έχει μείνει κάτι στον αέρα απ΄ την αύρα τους, μια παράξενη αίσθηση ότι εδώ κάποτε κάτι είχε συμβεί. Κι άλλοτε τα φαντάζομαι να πετούν αθόρυβα πάνω απ΄ την πόλη, να αιωρούνται για μια στιγμή στο βάθος του ορίζοντα και να σβήνουν.
Αυτή ήταν η ιστορία της κυρίας Τασούλας και των ανύπαρκτων πια απολυμαντηρίων της Καλαμαριάς. Έκρυβε όμως και μια αναπάντεχη ανατροπή. Ο αδελφός του άτυχου Θόδωρου που ξέμεινε εκεί στις παραλίες της Μικρασίας, είχε μπει σ΄ ένα άλλο πλοίο, που ήταν αγκυροβολημένο κι αυτό στο λιμάνι της Σμύρνης και μάλιστα αποβιβάστηκε στην Αθήνα μετά από ένα εξίσου περιπετειώδες ταξίδι. Συναντήθηκε με τους δικούς του ανθρώπους μετά από χρόνια διαπιστώνοντας την άτυχη μοίρα του φιλότιμου αδελφού του.