Έρευνα -Κείμενο Γιάννης Τερνιώτης
Μερικούς μόλις μήνες μετά από τη καταστροφική για τον ιταλικό στόλο βρετανική αεροπορική επιδρομή στο ναύσταθμο του Τάραντα, το Νοέμβριο του 1940 και λίγο πριν εκδηλωθεί η γερμανική επίθεση εναντίον της Ελλάδας, το Ιταλικό Ναυτικό δέχθηκε ένα ακόμα ταπεινωτικό πλήγμα στην ανατολική Μεσόγειο κατά τη ναυμαχία του Ταινάρου. Η συμμετοχή των λιγοστών αεροσκαφών της Βρετανικής Ναυτικής Αεροπορίας αλλά και της RAF, που χρησιμοποιήθηκαν εναντίον του ιταλικού στόλου, αποδείχθηκε καθοριστική για την έκβαση της ναυμαχίας αυτής.
Στις αρχές του 1941, καθώς συνεχίζονταν οι προετοιμασίες της Wehrmacht για μια σαρωτική επίθεση στα Βαλκάνια, οι Γερμανοί εξέφραζαν με κάθε τρόπο τη δυσαρέσκειά τους για την απροθυμία του Ιταλικού Βασιλικού Ναυτικού (Regia Marina), να εμποδίσει τις νηοπομπές βρετανικών πλοίων, με τις οποίες μεταφέρονταν εφόδια και στρατεύματα προς την Ελλάδα. Στις 14 Φεβρουαρίου, ο αρχιναύαρχος Ρέντερ συναντήθηκε με τον Ιταλό ναύαρχο Αρτούρο Ρικάρντι, από τον οποίο αξίωσε με επιμονή να περάσουν στην επίθεση οι μεγάλες μονάδες επιφανείας του ιταλικού στόλου εναντίον των εχθρικών νηοπομπών που έπλεαν στην ανατολική Μεσόγειο και στο Αιγαίο.
Οι φόβοι του Ρικάρντι βασίζονταν στο γεγονός ότι οι ιταλικές ναυτικές θα έπρεπε να εκτεθούν σε κινδύνους αρκετά μακριά από τις βάσεις τους, σε μια περιοχή την οποία ήλεγχε απόλυτα η Βρετανική Αεροπορία. Οι Γερμανοί όμως, μετά τον βομβαρδισμό από την αεροπορία τους του βρετανικού αεροπλανοφόρου “Ιllustrious”, επανέλαβαν, στις αρχές Μαρτίου, τις πιέσεις προς τους Ιταλούς, παροτρύνοντάς τους να δράσουν. Η Luftwaffe προκειμένου να κατευνάσει τις επιφυλάξεις τους υποσχέθηκε την κάλυψη του ιταλικού στόλου με τα αεροσκάφη της νότια της Πελοποννήσου, καθώς και με αεροπορικές αναγνωρίσεις για τις κινήσεις του βρετανικού στόλου στην ανατολική Μεσόγειο. Επιπλέον η Ιταλική Βασιλική Αεροπορία (Regia Aeronautica) από τις βάσεις της Ρόδου, θα μπορούσε να υποστήριξει τις ναυτικές μονάδες με καταδιωκτικά αεροσκάφη στις περιοχές γύρω από την Κρήτη. Μετά από αυτές τις διαβεβαιώσεις, ο Μουσολίνι και το Ανώτερο Επιτελείο Ναυτικού (Supermarina) διέταξαν τον διοικητή του Στόλου, ναύαρχο Αντζελο Γιάκινο, να οργανώσει ένα επιθετικό πλήγμα στις εχθρικές νηοπομπές και στα πολεμικά σκάφη της συνοδείας τους στην περιοχή του Αιγαίου (επιχείρηση “Gaudo”).
Πλέοντας προς την ήττα
Kατά τη διάρκεια του Ιανουαρίου 1941 οι Βρετανοί παρακολουθούσαν με ανησυχία (από την αποκωδικοποίηση των επικοινωνιών μέσω του συστήματος Ultra) την αυξανόμενη συγκέντρωση μεγάλων γερμανικών αεροπορικών δυνάμεων στη νότια Ιταλία. Σε σύντομο διάστημα ο Βρετανικός Στόλος της Μεσογείου υπέστη τις συνέπειες από την παρουσία της Luftwaffe στην περιοχή, όταν μετά από επιθέσεις βομβαρδιστικών κάθετης εφόρμησης, εκτός από το αεροπλανοφόρο “Illustrious”, προκλήθηκαν ελαφρότερες ζημιές στα θωρηκτά “Warspite” και “Valiant”. To “Illustrious” επισκεύασε πρόχειρα στη Μάλτα τις ζημιές από τις έξι γερμανικές βόμβες που δέχθηκε και ακολούθως απέπλευσε προς τις ΗΠΑ με σκοπό την ολοκλήρωση των εργασιών της αποκατάστασής του. Χωρίς την αεροπορική κάλυψη που παρείχε το μοναδικό αεροπλανοφόρο του στη Μεσόγειο, ο επικεφαλής Βρετανός ναύαρχος Κάνινγκαμ, απέσυρε στην Αλεξάνδρεια τα τρία θωρηκτά περιμένοντας την άφιξη του “Formidable” που θα αντικαθιστούσε το κτυπημένο “Ιllustrious”.
To Iταλικό Ναυτικό Επιτελείο, ενθαρρυμένο από τις αναφορές της γερμανικής υπηρεσίας πληροφοριών ότι οι Βρετανοί είχαν πλέον μόνο ένα επιχειρησιακό θωρηκτό στη διάθεσή τους στη Μεσόγειο, ολοκλήρωσε τις προετοιμασίες του για την έξοδο των μεγάλων ναυτικών μονάδων του στο Αιγαίο. Στην επιχείρηση που ονομάστηκε “Gaudo” θα συμμετείχε το καύχημα της Regia Marina, το νεότευκτο θωρηκτό 35.000 t “Vittorio Veneto”, το οποίο διέθετε πυροβόλα διαμετρήματος 15 in. To τελευταίο πλαισίωναν τρεις μοίρες αποτελούμενες από οκτώ βαρέα και ελαφρά καταδρομικά και δεκατρία αντιτορπιλικά.
Η αεροναυμαχία
Το πρωϊ της 28ης Μαρτίου τα ιταλικά σκάφη εξαπέλυσαν δύο αεροσκάφη αναγνώρισης Ιmam Ro.43. Το ένα από τα αεροσκάφη διατάχθηκε να ερευνήσει την περιοχή στα ανατολικά, ενώ το άλλο στα νοτιοανατολικά της ναυτικής δύναμης του Γιάκινο. Λίγο αργότερα το Ro.43 που πετούσε προς τα νοτιοανατολικά, ανέφερε ότι είχε έλθει σε οπτική επαφή με μια μοίρα τεσσάρων βρετανικών ελαφρών καταδρομικών τα οποία συνόδευαν τέσσερα αντιτορπιλικά. Ηταν τα καταδρομικά “Gloucester”, “Orion”, “Ajax” και “Perth” του Πρίντχαμ-Ουάιπελ.
Ενθαρρυμένος ο Ιταλός ναύαρχος – διοικητής από το γεγονός ότι τα σκάφη του είχαν να αντιμετωπίσουν μια ομάδα εχθρικών σκαφών με υποδεέστερη ισχύ πυρός από τα δικά του, διέταξε την πλησιέστερη προς το σημείο αυτό 3η Μοίρα Βαρέων Καταδρομικών του Σανσονέτι να πλεύσει ολοταχώς εναντίον τους. Το ίδιο διέταξε επίσης να πράξουν και τα υπόλοιπα σκάφη της δύναμής του, όπως και το “Vittorio Veneto” το οποίο ανέπτυξε ταχύτητα 28 kts κατευθυνόμενο εναντίον του εχθρού. Εκείνο που αγνοούσε όμως ο Γιάκινο ήταν ότι νοτιότερα, η μοίρα των θωρηκτών και το αεροπλανοφόρο του Κάνινγκαμ έπλεαν προς το ίδιο σημείο απέχοντας μόνο 160 km!
Στις 08.12 τα ιταλικά καταδρομικά “Trieste”, “Trento” και “Bolzano”, έφθασαν σε απόσταση 25 km από τα βρετανικά σκάφη και άνοιξαν πυρ με τα πυροβόλα 8 in που διέθεταν εναντίον του προπορευόμενου “Gloucester”. Στη συνέχεια τα βρετανικά σκάφη στράφηκαν νοτιοανατολικά, προσπαθώντας να διαφύγουν ολοταχώς έξω από το βεληνεκές του βαρύτερου οπλισμού που διέθεταν οι διώκτες τους, παρασύροντάς τους όπως ήλπιζαν σε μια παγίδα, κοντά στα μεγάλα πυροβόλα των θωρηκτών του ναυάρχου Κάνινγκαμ.
Τα ιταλικά καταδρομικά συνέχισαν την καταδίωξη, προσπαθώντας να παραμείνουν έξω από το βεληνεκές των εχθρικών πυροβόλων ανταλλάσσοντας επί ένα δίωρο άστοχα πυρά. Κατόπιν πρώτο το καταδρομικό “Οrion” επεσήμανε στον ορίζοντα ένα μεγάλο πλοίο σε απόσταση περίπου 60 km. To βρετανικό σκάφος, πιστεύοντας ότι επρόκειτο για ένα από τα φίλια θωρηκτά, έστειλε προς την κατεύθυνσή του οπτικά σήματα αναγνώρισης. Αμέσως όμως, αντί για απάντηση, δέχθηκε μια ομοβροντία από βλήματα των 15 in, τα οποία εξερράγησαν στη θάλασσα σηκώνοντας τεράστιους πίδακες νερού, αφρού και καπνών. Το πλοίο στον ορίζοντα ήταν το “Vittorio Veneto”, το οποίο συνέχισε να πλησιάζει με ταχύτητα τους Βρετανούς βάλλοντας εναντίον τους.
Τότε ο Πρίντχαμ-Ουάιπελ αντιλήφθηκε ότι, αντί να οδηγήσει τους Ιταλούς σε μια θανάσιμη παγίδα, είχε πέσει σε αυτή ο ίδιος και τα σκάφη του. Ετσι διέταξε τα πλοία της Μοίρας του να συνεχίσουν να πλέουν ολοταχώς προς τα νότια, πραγματοποιώντας ελιγμούς και εκπέμποντας προπέτασμα καπνού, ενώ συγχρόνως έστειλε ένα απεγνωσμένο μήνυμα ασυρμάτου προς τον Κάνινγκαμ ζητώντας βοήθεια για να αντιμετωπίσει αυτή την επικίνδυνη κατάσταση. Η 1η Μοίρα των θωρηκτών του Κάνινγκαμ βρισκόταν σε απόσταση 90 km και ο ναύαρχος αντιμετώπιζε ένα δίλημμα. Εάν έσπευδε αμέσως σε βοήθεια των σκαφών του Πρίντχαμ-Ουάιπελ πιθανώς θα τρομοκρατούσε τον εχθρικό στόλο, ο οποίος στη θέα των μεγάλων σκαφών του θα διέφευγε βορειοδυτικά με τη μεγαλύτερη ταχύτητα που διέθετε. Σε διαφορετική περίπτωση τα απειλούμενα καταδρομικά της 7ης Μοίρας θα καταστρέφονταν! Μετά από μερικά λεπτά διαβουλεύσεων με το επιτελείο του, έδωσε τη διαταγή στο “Valiant” να προπορευθεί της Μοίρας πλέοντας με τη μέγιστη ταχύτητά του (24 kts) και να σπεύσει στην περιοχή της καταδίωξης. Παράλληλα έδωσε εντολή στο “Formidable” να εξαπολύσει τα τορπιλοπλάνα του εναντίον του εχθρού.
Το αεροπλανοφόρο είχε ήδη θέσει πριν από την αυγή της 28ης Μαρτίου τα δέκα τορπιλοπλάνα Albacore και τέσσερα ακόμα Swordfish της 826 και 829 Μοίρας σε επιφυλακή. Με το πρώτο φώς απονηώθηκαν τέσσερα από τα Albacore με σκοπό να ερευνήσουν για τον ιταλικό στόλο και ένα Swordfish για ανθυποβρυχιακή έρευνα, ενώ δύο μαχητικά Fulmar παρείχαν εναέρια περιπολία (CAP) πάνω από το πλοίο. Το Albacore “5B” του υποπλοιάρχου Ουίτγουορθ επεσήμανε πρώτο στις 07.20 τέσσερα ιταλικά καταδρομικά και τέσσερα αντιτορπιλικά 45 km νοτιοανατολικά της νήσου Γαύδου. Είκοσι λεπτά αργότερα το “5F” ανέφερε την επισήμανση τεσσάρων καταδρομικών και έξι αντιτορπιλικών σε γεωγραφικό σημείο 36 km πιο μακριά από την προηγούμενη επισήμανση. Οι αναφορές αυτές προκάλεσαν μια προσωρινή σύγχυση στο επιτελείο του Κάνινγκαμ, ο οποίος αρχικά υπέθεσε ότι ίσως τα αεροσκάφη είχαν απλώς αναγνωρίσει τη ναυτική μοίρα του αντιναυάρχου Πρίντχαμ-Ουάιπελ, που περίμενε στην περιοχή την άφιξη της μοίρας των θωρηκτών και του αεροπλανοφόρου.
Μετά τη διαταγή κινητοποίησης των τορπιλοπλάνων, έξι Albacore της 826 Μοίρας υπό τη διοίκηση του πλωτάρχη Σωντ απονηώθηκαν από το “Formidable” με τη συνοδεία δύo Fulmar της 803 Μοίρας και κατευθύνθηκαν εναντίον του θωρηκτού “Vittorio Veneto” το οποίο υπολογίζετο ότι απείχε περίπου 140 km. Λίγο αργότερα ακολούθησαν τρία ακόμα τορπιλοπλάνα Swordfish υπό τη διοίκηση του υποπλοιάρχου Κλίφορντ για να αναζητήσουν άλλους ιταλικούς στόχους. Λίγο μετά τις 11.00 τα Albacore επεσήμαναν το εχθρικό θωρηκτό και άρχισαν την επίθεση εναντίον του από τη δεξιά πλευρά του σκάφους. Αρχικά οι Ιταλοί πυροβολητές υπέθεσαν ότι τα διπλάνα που προσέγγιζαν το πλοίο τους ήταν φίλια μαχητικά Fiat CR.42, που αναμένοντο να φθάσουν από τη Ρόδο. Οταν συνειδητοποίησαν ότι δέχονται επίθεση άνοιξαν πυρ με τα αντιαεροπορικά πυροβόλα εναντίον τους, ενώ το θωρηκτό άρχισε να πραγματοποιεί ελιγμούς. Παρά την αιφνιδιαστική επίθεση των Αlbacore οι τορπίλες που εξαπολύθηκαν αστόχησαν, ενώ τα ιταλικά πυρά απέτυχαν να πλήξουν κάποιο από τα αεροσκάφη.
Ωστόσο, αυτή η άκαρπη αεροπορική επίθεση είχε ένα θετικό αποτέλεσμα για τους Βρετανούς, καθώς επί αρκετή ώρα απέσπασε την προσοχή των μεγάλων ιταλικών σκαφών και έδωσε την ευκαιρία στα καταδρομικά της καταδιωκόμενης 7ης Μοίρας να διαφύγουν. Ο ναύαρχος Γιάκινο με τη σειρά του, θορυβημένος από την εχθρική αεροπορική παρουσία στην περιοχή, διέταξε τα σκάφη του να κάνουν μεταβολή και να πλεύσουν ολοταχώς βορειοδυτικά για να απομακρυνθούν. Τους φόβους του επιβεβαίωσε πολύ σύντομα η επίθεση που πραγματοποιήθηκε από τα τρία Swordfish εναντίον του καταδρομικού “Βοlzano”, το οποίο εκτελώντας ελιγμούς μόλις κατόρθωσε να αποφύγει τα πλήγματα των τορπιλών που εξαπολύθηκαν εναντίον του.
Ομως ο Κάνινγκαμ δεν είχε μόνο τα τορπιλοπλάνα του “Formidable” στη διάθεσή του. Από το Μάλεμε άρχισαν στη συνέχεια να επιχειρούν έξι ελαφρά βομβαρδιστικά Blenheim της 211, και πέντε της 84 Μοίρας της RAF που είχαν μόλις μετασταθμεύσει στο αεροδρόμιο αυτό της Κρήτης για να συμμετάσχουν στην καταδίωξη του ιταλικού στόλου. Τα Βlenheim επρόκειτο να επιχειρήσουν επιθέσεις βομβαρδισμού από μεσαίο ύψος, επικεντρώνοντας τις προσπάθειές τους εναντίον του “Vittorio Veneto” και των καταδρομικών του Γιάκινο. Η τακτική που ακολουθούσαν οι Βρετανοί ήταν απλή. Αφού γνώριζαν ότι τα πλοία τους δεν μπορούσαν να συναγωνιστούν τα ιταλικά σκάφη σε ταχύτητα, η μόνη ελπίδα του Κάνινγκαμ ήταν τα αεροσκάφη με τορπίλες ή βόμβες ,να κατορθώσουν να τα επιβραδύνουν τούς αντιπάλους τόσο, όσο χρειαζόταν ώστε να τα προλάβουν τα ασθμαίνοντα θωρηκτά του και να τα αποτελειώσουν!
Τρία Blenheim της 84ης Μοίρας υπό τη διοίκηση του σμηναγού Μπόεμ και έξι ακόμα της 211 Μοίρας υπό τον σμηναγό Τζόουνς επεσήμαναν και επιτέθηκαν εναντίον των σκαφών της ιταλικής 3ης Μοίρας Καταδρομικών. Δύο από τα σκάφη της Μοίρας αυτής, το “Trento” και το “Bolzano”, έγιναν στόχοι των περισσοτέρων βρετανικών επιθέσεων, αλλά μπόρεσαν να διαφύγουν με ελαφρές ζημιές. Ένας από τους χειριστές της 84ης Μοίρας, ο ιπτάμενος σμηνίας Γκόρντον (Gordon) έγραψε στην αναφορά του : “Τα ιταλικά πλοία πραγματοποιούσαν έντονους ελιγμούς και συνεχείς αλλαγές πορείας, εξαπολύοντας συγχρόνως σφοδρά αντιαεροπορικά πυρά εναντίον μας. Έτσι ήμασταν αναγκασμένοι να πραγματοποιούμε επιθέσεις από χαμηλό ύψος, με προσεκτική σκόπευση… Είδα δύο από τις μεγαλύτερες βόμβες που ρίξαμε να εκρηγνύονται στο μέσον περίπου του καταστρώματος ενός εχθρικού καταδρομικού. Αμέσως, μεγάλα σύννεφα μαύρου και κίτρινου καπνού υψώθηκαν ψηλά και το πλοίο σχεδόν ακινητοποιήθηκε!…”
Τις απελπισμένες κινήσεις αποφυγής των αεροπορικών επιθέσεων ανέφερε επίσης και ο επικεφαλής της 211 Μοίρας, σμηναγός Τζόουνς: “Ο εχθρικός στόλος έδειχνε να είναι σε μεγάλη σύγχυση, καθώς τα σκάφη του έπλεεαν ασυντόνιστους με ελιγμούς ζικ-ζακ, ενώ οι πορείες τους συχνά διασταυρώνονταν. Οι βόμβες που εξαπολύαμε εναντίον τους επέτειναν τον πανικό τους, αν και δεν μπόρεσα να δω αν πετύχαμε κάποιο από τα πλοία. Μέχρι την ώρα που αποχωρήσαμε από τη περιοχή, τα ιταλικά σκάφη συνέχισαν να πλέουν προς τα βορειοδυτικά εκπέμποντας προπετάσματα καπνού…”
Λίγο μετά την περισυλλογή των αεροσκαφών της πρωινής αποστολής, στις 12.54 το “Formidable” δέχθηκε και το ίδιο μια αιφνιδιαστική επίθεση από δύο τρικινητήρια ιταλικά τορπιλοπλάνα SM79 της 281 Μοίρας από τη Ρόδο. Παρά το γεγονός ότι οι Ιταλοί χειριστές πλησίασαν σε απόσταση 1.000 περίπου μέτρων πριν εξαπολύσουν τις τορπίλες τους, αστόχησαν να πλήξουν το αεροπλανοφόρο.
Η δεύτερη επίθεση τορπιλοπλάνων εξαπολύθηκε από το “Formidable” εναντίον του “Vittorio Veneto” στις 15.10. Tρία τορπιλοπλάνα Albacore της 829 Μοίρας υπό τη διοίκηση του πλωτάρχη Ντέλγελ-Στήντ με τη συνοδεία δύο Fulmar, επιτέθηκαν εναντίον του ιταλικού θωρηκτού, κατά τη διάρκεια μιας ακόμα επιδρομής βομβαρδιστικών Blenheim της 211 Μοίρας . Παρά τον σφοδρό αντιαεροπορικό φραγμό που είχαν δημιουργίσει οι Ιταλοί, ο Ντέλγελ-Στήντ πλησίασε πετώντας χαμηλά από τα αριστερά το μεγάλο σκάφος το οποίο πραγματοποιούσε ελιγμό προς την αντίθετη κατεύθυνση και εξαπέλυσε εναντίον του την τορπίλη του από απόσταση μικρότερη των 1.000 m. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα το αεροσκάφος επλήγη από τα πυρά και συνετρίβη φλεγόμενο στη θάλασσα. Η τορπίλη του όμως, έπληξε το αριστερό τμήμα της πρύμνης του “Vittorio Veneto” και η έκρηξή της αχρήστευσε τις αριστερές έλικες του σκάφους, ενώ αμέσως πλημμύρισαν τα πρυμναία διαμερίσματά του με 4.000 t νερού. Λίγο μετά τις 15.30 oι μηχανές του θωρηκτού έπαψαν να λειτουργούν εγκαταλείποντας τον πληγωμένο θαλάσσιο γίγαντα ακίνητο στην επιφάνεια της θάλασσας, ενώ τα θωρηκτά του Κάνινγκαμ που πλησίαζαν ολοταχώς απείχαν μόνο 115 km.
Oμως το “Vittorio Veneto” ήταν ένα σύγχρονο πλοίο και διέθετε συστήματα ελέγχου εισροής νερού στο εσωτερικό του, καθώς και πολλά στεγανά διαμερίσματα. Ετσι, γρήγορα το πλήρωμά του κατάφερε να ελέγξει μερικώς την κατάσταση και το σκάφος άρχισε και πάλι να κινείται με ταχύτητα 10 kts χρησιμοποιώντας τις έλικες της δεξιάς πλευράς. Στη συνέχεια ο ναύαρχος Γιάκινο διέταξε τα βαριά καταδρομικά της 1ης και της 3ης Μοίρας να πλεύσουν δεξιά και αριστερά από την πληγωμένη ναυαρχίδα του, ενώ τα αντιτορπιλικά θα προπορεύονταν και θα ακολουθούσαν τον σχηματισμό ενισχύοντας την προστασία του, καθώς προσπαθούσαν όλοι μαζί να διαφύγουν προς τα ιταλικά χωρικά ύδατα. Διέταξε επίσης την 8η Μοίρα των ελαφρών καταδρομικών να μη διακινδυνεύσουν περισσότερο και να διαφύγουν ανεξάρτητα από τα άλλα σκάφη προς τα βορειοδυτικά.
Με αναπτερωμένες τις ελπίδες του για την πραγματοποίηση μιας μεγάλης επιτυχίας, ο Κάνινγκαμ έδωσε εντολή για την εκτέλεση μιας ακόμα επιδρομής τορπιλοπλάνων από το αεροπλανοφόρο του, ελπίζοντας να αποτελειώσει το εχθρικό θωρηκτό. Στην αποστολή αυτή συμμετείχαν έξι Albacore της 826 και δύο Swordfish της 829 Μοίρας υπό τη διοίκηση του πλωτάρχη Σώντ, τα οποία απονηώθηκαν από το “Formidable” στις 17.35. Λόγω της επερχόμενης νύκτας και μετά την ολοκλήρωση της αποστολής, τα βρετανικά αεροσκάφη διατάχθηκαν να προσγειωθούν στο αεροδρόμιο του Μάλεμε. Για τη συνοδεία τους διατέθηκαν ακόμα δύο ζεύγη μαχητικών Fulmar, το ένα από τα οποία λίγο αργότερα αναγκάστηκε να επιστρέψει πίσω στο αεροπλανοφόρο, λόγω μηχανικής βλάβης που αντιμετώπισε το πλήρωμά του. Πριν απομακρυνθούν για πολύ από τη περιοχή όπου έπλεαν τα βρετανικά σκάφη, τα υπόλοιπα τρία Fulmar επεσήμαναν και επιτέθηκαν εναντίον ενός μεμονωμένου ιταλικού τορπιλοπλάνου S 79 της 34ης Μοίρας βομβαρδισμού, το οποίο προσπαθούσε να προσεγγίσει για να επιτεθεί στους στόχους του.
Από το Μάλεμε επίσης δύο διαθέσιμα Swordfish της 815 Μοίρας FAA, τα οποία είχαν μόλις φθάσει εκεί προερχόμενα από την Ελευσίνα, συμμετείχαν στο κυνήγι του ιταλικού στόλου. Στις 16:55 τα δύο Swordfish με χειριστές τους υποπλοιάρχους Τόρενς – Σπένση και Κίγκελ, απογειώθηκαν και κατευθύνθηκαν νοτιοδυτικά. Μιάμιση ώρα αργότερα, τα πληρώματα των τορπιλοπλάνων επεσήμαναν τέσσερα εχθρικά καταδρομικά και έξι αντιτορπιλικά, δεχόμενα σχεδόν αμέσως σφοδρά αντιαεροπορικά πυρά που εξαπολύθηκαν εναντίον τους.
Κρατώντας μία απόσταση ασφαλείας και πετώντας περιμετρικά γύρω από την ελκυστική συγκέντρωση στόχων, προσπαθώντας να ανακαλύψουν ένα άνοιγμα στην αντιαεροπορική άμυνα για να επιτεθούν, οι Βρετανοί αεροπόροι διέκριναν τον σχηματισμό τορπιλοπλάνων του πλώταρχη Σώντ, που προσέγγιζε τα ιταλικά σκάφη, πετώντας περιμετρικά γύρω από τη ν ελκυστική συγκέντρωση στόχων, προσπαθώντας να ανακαλύψουν ένα άνοιγμα στην αντιαεροπορική άμυνα για να επιτεθούν, οι Βρετανοί αεροπόροι διέκριναν το σχηματισμό τορπιλοπλάνων του πλωτάρχη Σώντ, που προσέγγιζε τα ιταλικά σκάφη, πετώντας σε ύψος 33 μέτρων από την επιφάνεια της θάλασσας, από τα ανατολικά. Έτσι, για να μη δημιουργήσει προβλήματα στην προσπάθειά τους, ο Τόρενς – Σπένση και ο Κίγκελ αποφάσισαν να μπουν στην “ουρά” του σχηματισμού των Albacore και των Swordfish της 826 και 829 Μοίρας, για να επιτεθούν τελευταίοι.
Στις 19.25 τα τορπιλοπλάνα άρχισαν την επίθεσή τους. Οι Ιταλοί δημιούργησαν αμέσως πυκνό προπέτασμα καπνού, ενώ τα καταδρομικά και τα αντιτορπιλικά κατηύθυναν τους προβολείς τους εναντίον των επιτιθέμενων αεροσκαφών με σκοπό να τυφλώσουν με τις δέσμες τους τους χειριστές τους. Με εκπληκτική ακρίβεια τα πληρώματα των σκαφών πραγματοποίησαν, παρά το σκοτάδι και τους καπνούς, δύο φορές αλλαγές πορείας και ανάλογους ελιγμούς. Μέσα σε αυτή την κόλαση πυρός από κάθε είδους όπλα που έβαλλαν προς τον ουρανό εναντίον των επιδρομέων και την περιορισμένη ορατότητα, οι Βρετανοί προσπάθησαν να βρουν τους στόχους τους για να επιτεθούν, εξαπολύοντας όμως οι περισσότεροι τις τορπίλες τους στα τυφλά. Το τελευταίο αεροσκάφος του “Formidable” που πραγματοποίησε επίθεση στις 19.46 ήταν το Αlbacore “5A” της 826 Μοίρας με χειριστή τον υποπλοίαρχο Ουίλιαμς. Στόχος του ήταν το καταδρομικό “Pola” το οποίο κτυπήθηκε από την τορπίλη του, η έκρηξη της οποίας πλημμύρισε το λεβητοστάσιό του και ακινητοποίησε αμέσως το πλοίο.
Ο υποπλοίαρχος Τόρενς – Σπένση, ανέφερε μετά την αποστολή: “Τα ιταλικά σκάφη είχαν δημιουργήσει ένα έντονο και πυκνό προπέτασμα καπνού, το οποίο σε συνδιασμό με το μισοσκόταδο που επικρατούσε έκανε την επισήμανση των στόχων μας αδύνατη. Γι’αυτό αναρριχήθηκα σε ύψος 1.000 m, προσπαθώντας να διακρίνω κάτι…” Λίγο αργότερα μπόρεσε να επισημάνει και εξαπέλυσε την τορπίλη του εναντίον του ακινητοποιημένου καταδρομικού “Pola”, ενώ στη συνέχεια μπόρεσε να επιστρέψει πίσω με ασφάλεια στο Μάλεμε, παρά τις ζημιές από τα ιταλικά πυρά που είχε υποστέι το ουραίο πτέρωμα του αεροπλάνου του. Εκεί προσγειώθηκαν και τα υπόλοιπα Albacore και Swordfish του “Formidable”, που συμμετείχαν στην αποστολή, εκτός από το “5A” του υποπλοιάρχου Γουϊλιαμς το οποίο προσπαθώντας να προσεγγίσει το αεροδρόμιο υπέστει κράτηση κινητήρος, λόγω έλλειψης καυσίμων και έκανε αναγκαστική προσθαλάσωση στο κόλπο της Σούδας, όπου το πλήρωμα του περισυλλέγει από το αντιτορπιλικό “Juno”.
Οταν τα βρετανικά αεροσκάφη απομακρύνθηκαν, ο Γιάκινο διέταξε τον αντιναύαρχο Κατάνεο να σπεύσει με τη μοίρα του για να βοηθήσει το κτυπημένο “Pola” και, αν ήταν δυνατό, να το ρυμουλκήσει. Το “Vittorio Veneto” και τα υπόλοιπα σκάφη θα συνέχιζαν την πορεία τους προς τον Τάραντα. Ο Ιταλός ναύαρχος είχε ακόμα τη λανθασμένη αντίληψη ότι η εχθρική ναυτική μοίρα που τους κατεδίωκε ήταν μόνο τα ελαφρά καταδρομικά που είχαν συγκρουστεί μαζί τους το ίδιο πρωί. Η πραγματικότητα όμως, δυστυχώς για τους Ιταλούς, ήταν ότι πίσω τους σε απόσταση μόνο 72 km ερχόταν ολοταχώς η μοίρα των τριών θωρηκτών του Κάνινγκαμ και τα καταδρομικά του Πρίντχαμ-Ουάιπελ. Ωστόσο το πυκνό σκοτάδι της νύκτας που είχε πέσει, έδινε την ψευδαίσθηση της ασφάλειας στα πληρώματα των ιταλικών καταδρομικών που έσπευδαν σε βοήθεια του ακινητοποιημένου “Pola”.
Η ολοκλήρωση της βρετανικής νίκης
Κατά τη διάρκεια των νυκτερινών ωρών που ακολούθησαν, η Βρετανική Ναυτική Αεροπορία συνέχισε την παρακολούθηση των κινήσεων των ιταλικών σκαφών, με πτήσεις αναγνωριστικών αεροσκαφών. Ένα από αυτά, το Albacore του υποπλοιάρχου Φίλιπς, επιστρέφοντας για προσγείωση στο Μάλεμε έχοντας εξαντλήσει τα καύσιμά του, υποχρεώθηκε και αυτό σε αναγκαστική προσθαλάσωση στη Σούδα, αλλά το πλήρωμά του διασώθηκε.
Σε ένα πρώτο απολογισμό των αεροπορικών επιδρομών εναντίον του ιταλικού στόλου, οι Βρετανοί υπολόγισαν ότι τα αεροσκάφη της 826 και 829 Μοίρας FAA, είχαν εξαπολύσει 19 συνολικά τορπίλες, ενώ 5 ακόμα εξαπολύθηκαν από τα Swordfish της 815 Μοίρας, τα οποία επιχειρούσαν από το Μάλεμε. Δύο μόνο από τις τορπίλες, έπληξαν τον εχθρό, η μία από αυτές του κύριο στόχο το θωρηκτό “Vittorio Veneto”, και η άλλη το καταδρομικό “Pola”.
Τα βομβαρδιστικά Blenheim από το Μάλεμε, είχαν πραγματοποιήσει 29 εξόδους, εξαπολύοντας 13 t βομβών από διάφορα ύψη. Παρά το γεγονός ότι τα πληρώματά τους ανέφεραν κατά την επιστροφή ότι έπληξαν με δύο τουλάχιστον βόμβες ένα καταδρομικό και με μία ακόμη ένα αντιτορπιλικό καθώς και αρκετά κοντινά πλήγματα, η μόνη επιτυχία τους επιβεβαιώθηκε ότι αποτελούσε επί του καταστρώματος του “Vittorio Veneto”. Τα αποτελέσματα των αποστολών των Blenheim θεωρήθηκαν πτωχά, συγκριτικά με το γεγονός ότι δεν σημειώθηκε αντίδραση από εχθρικά καταδιωκτικά εναντίον τους, ενώ τα σφοδρά αντιαεροπορικά πυρά που εξαπέλυαν οι Ιταλοί, κρίθηκαν ως αρκετά άστοχα! Σαν επακόλουθο, ελαφρές ήταν και οι απώλειες που υπέστησαν τα βρετανικά αεροσκάφη: Εκτός από το τορπιλοπλάνο του πλωτάρχη Ντέλγελ – Στήντ, δύο ακόμα Albacore της 826 Μοίρας (όπως προαναφέρθηκε), έκαναν αναγκαστικές προσθαλασσώσεις στον κόλπο της Σούδας.
Στο, μεταξύ τα σκάφη του ναυάρχου Κάνινγκαμ συνέχισαν τη καταδίωξη του ιταλικού στόλου. Λίγο μετα τις 22:00 το ραντάρ των προπορευομένων βρετανικών πολεμικών, επεσήμανε την ύπαρξη ενός μεγάλου ακινητοποιημένου εχθρικού πλοίου. Αρχικά τα πληρώματα συμπέραναν ότι επρόκειτο για το “Vittorio Veneto” και με ένταση και ανυπομονησία ετοιμάστηκαν για δράση. Όμως ο ακινητοποιημένος στόχος τους αποδείχτηκε ότι ήταν το βαριά τραυματισμένο καταδρομικό “Pola”. Στις 22:20, καθώς τα θωρηκτά και τα καταδρομικά του Κάνινγκαμ, προχωρούσαν σε κυκλωτική κίνηση γύρω από το θήραμά τους, στις οθόνες του ράνταρ εμφανίστηκαν τα ίχνη δύο εχθρικών καταδρομικών (του “Zara” και του “Fiume”), τα οποία με συνοδεία πέντε αντιτορπιλικών έσπευδαν ανυποψίαστα από τη βρετανική παρουσία στη περιοχή, για να βοηθήσουν το “Pola”.
Λίγο αργότερα τα βρετανικά αντιτορπιλικά άναψαν ξαφνικά τους προβολείς τους και φώτισαν τα μεγάλα ιταλικά σκάφη για να βοηθήσουν τη σκόπευση των θωρηκτών. Το “Warspite” και το “Valiant” άνοιξαν αμέσως πυρ. Το “Fiume” κτυπήθηκε πρώτο καίρια, ενώ οι πυρκαγιές και οι εκρήξεις που ακολούθησαν διέλυσαν το μεγάλο σκαρί του, το οποίο χάθηκε κάτω από τα κύμματα λίγο μετά τις 23:00. Στο μεταξύ το “Zara” είχε γίνει στόχος των πυροβόλων του “Valiant”, τα εύστοχα πυρά του οποίου προκάλεσαν μία σειρά καταστροφικών εκρήξεων στις υπερκατασκευές και το εσωτερικό του. Έπειτα το ιταλικό αντιτορπιλικό “Alfieri” ανατινάχθηκε και βυθίστηκε στις 23:15 έπειτα από μία σειρά πυρών που δέχθηκε από το “Barham” και το αντιτορπιλικό “Greyhound”. Τα υπόλοιπα μικρότερα ιταλικά σκάφη, επιχείρησαν να επιτεθούν στα βρετανικά θωρηκτά με τορπίλες αλλά αναχαιτίστηκαν από τα αντιτορπιλικά “Havock” και “Stuart”, τα πυρά των οποίων ανατίναξαν το ιταλικό αντιτορπιλικό “Carducci”. Σε δύο άλλα αντιτορπιλικά του Βασιλικού Ναυτικού, το “Nubian” και το “Jervis” ανατέθηκε η παραλαβή των ναυαγών και η βύθιση με τορπιλισμό του καταδρομικού “Pola”.
Ο επίλογος
Τα ξημερώματα της 29ης Μαρτίου, το αεροπλανοφόρο “Formidable” εξαπέλυσε τρία Albacore, για να ερευνήσουν την ευρύτερη περιοχή για παρουσία άλλων εχθρικών σκαφών. Ισάριθμα Swordfish της 815 Μοίρας, έσπευσαν λίγο αργότερα από το Μάλεμε, πραγματοποιώντας ανάλογες αποστολές αναγνώρισης. Με το πρώτο φώς της ημέρας, τα βρετανικά αντιτορπιλικά άρχισαν να κινούνται ανάμεσα στα συντρίμμια των ναυαγίων από τα ιταλικά σκάφη, περισυλλέγοντας ναυαγούς. Λίγο αργότερα, εμφανίστηκαν πάνω από τη θαλάσσια περιοχή γερμανικά βομβαρδιστικά αεροσκάφη τα οποία επιτέθηκαν στα αντιτορπιλικά. Μετά από αυτή την εξέλιξη οι Βρετανοί αναγκάστηκαν να σταματήσουν τη διάσωση των επιζώντων Ιταλών και αποσύρθηκαν προς νότο. Ο Κάνινγκαμ έστειλε στη συνέχεια ένα ανθρωπιστικό μήνυμα προς το Ιταλικό Ανώτερο Ναυτικό Επιτελείο, με το οποίο το ενημέρωνε ότι στο σημείο της ναυμαχίας υπήρχαν ακόμα ναυαγοί. Συνολικά 3.000 Ιταλοί ναυτικοί, κυρίως μέλη των πληρωμάτων του “Ζara” και του “Fiume”, συμπεριλαμβανομένων των κυβερνητών των δύο καταδρομικών και του αντιναυάρχου Κατάνεο χάθηκαν στη ναυμαχία αυτή. Τα βρετανικά σκάφη περισυνέλλεξαν 900 επιζώντες, ενώ 160 ακόμα διασώθηκαν από ένα ιταλικό νοσοκομειακό πλοίο το οποίο έφθασε στην περιοχή αργά το απόγευμα της 29ης Μαρτίου 1941.
Τις πρώτες απογευματινές ώρες, καθώς το “Formidable” απομακρύνονταν από τη θαλάσσια περιοχή, το ραντάρ του επεσήμανε ενα αριθμό εχθρικών αεροσκαφών που το προσέγγιζαν με ταχύτητα από τα βορειοδυτικά. Για την αντιμετώπιση της απειλής, τρία ακόμα Fulmar απονηώθηκαν για να συνενωθούν με τα άλλα δύο μαχητικά που περιπολούσαν ήδη για προστασία του αεροπλανοφόρου. Είκοσι περίπου λεπτά αργότερα 12 γερμανικά βομβαρδιστικά Ju 88 της II/LG 1, εμφανιστηκαν πάνω από το πλοίο και επιτέθηκαν με μανία εναντίον του. Τα σφοδρά αντιαεροπορικά πυρά που εξαπολύθηκαν από το αεροπλανοφόρο ανατίναξαν στον αέρα έναν από τους επιδρομείς, ενώ αμέσως το σκάφος κυκλώθηκε από τεράστιες υδάτινες στήλες και καπνούς που προκαλούσαν οι γερμανικές βόμβες , οι οποίες ευτυχώς για αυτό έσκαγαν ολόγυρά του. Στη συνέχεια, τα Fulmar με συνεχείς επιθέσεις διέλυσαν τον σχηματισμό των υπόλοιπων βομβαρδιστικών, καταρρίπτοντας ενα από αυτά, το οποίο συνετρίβει φλεγόμενο στη θάλασσα. Ο πρωταγωνιστής της ναυμαχίας του Ταινάρου μπορούσε πλέον να συνεχίσει να πλέει πρός την ασφάλεια του ναυστάθμου της Αλεξάνδρειας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ