Έρευνα τεκμηρίωσης παραδοσιακής ιστιοφορίας
Γράφει ο Θανάσης Γιαννίκος
Πάει καιρός που στο βιβλίο του Γ. Κοτσοβίλλη «Περί εξαρτισμού των πλοίων» διάβασα για την ιστιοφορία που επιγράφεται ως «Μπελού ή Σακκουλέβα». Εκεί δίδεται περιγραφικά η εικόνα, όπου ένα σκάφος φέρει ιστιοφορία σακκολέφης και φλόκο, αλλά με διαφορές από την γνωστή για την εποχή αντίστοιχη ιστιοφορία. Δηλαδή, το «μεγάλο πανί της Μπελούς» δεν μοιάζει με το συνηθισμένο πανί σακκολέβας, αλλά φθάνει μέχρι το κοράκι της πλώρης. Επιπλέον η ιστιοφορία της Μπελούς δεν έχει σταύρωση και φέρει μία μετζάνα αλλά όχι επάνω σε ιστό. Όπως γράφει, «στην τσούντα της αντένας, τοποθετούν ένα τρίγωνο πανί ονομαζόμενο μετζάνα..». «Τοποθετούν» (?), όχι και τόσο συνηθισμένη λέξη για ναυτικό κείμενο.
Η όλη περιγραφή μου φάνηκε παράξενη, γιατί αφ’ ενός δεν ήταν κοντά σε ό,τι νεότερη βιβλιογραφία περιγράφει ως «Μπελού Μυκόνου», όπου το τοπικό σκάφος με γάστρα σακκολέβας φέρει ιστιοφορία σακκολέφης και ψάθας (σε δεύτερο πρυμναίο ιστό), αλλά και γιατί δεν είχα συναντήσει κάτι σχετικό, σε καμία από τις χιλιάδες φωτογραφίες που έχω δει και επεξεργαστεί για το αρχείο του naftotopos.gr.
Το θέμα μου κέντρισε το ενδιαφέρον κι αποφάσισα μία έρευνα, ξεκινώντας αρχικά από την αναζήτηση χρονολογικά της λέξης «Μπελού», σε ναυτικά λεξικά και βιβλία. Έτσι λοιπόν, βρήκα τις παρακάτω καταγραφές.
Α. Στο πολύγλωσσο ναυτικό λεξικό «GLOSSAIRE NAUTIQUE» (1848-σελ.1023), στην μετάφραση του λήμματος Μπελού, την οποία παραθέτω ακριβώς ως η μόνη τόσο περιγραφική, αναφέρει:
Belou: Ελληνική, Βουλγαρική, (άγνωστη προέλευση ίσως από το περσικό-τουρκικό “belous” ουσιαστικό και επίθετο που σημαίνει πονηρό ή παραπλανητικό.) Στο σκάφος «belou» που κατασκευάζεται για την Λιμενική αστυνομία και προορίζεται για να αιφνιδιάζει τους πειρατές, η Ρωσική έννοια παραπλανητικός, θα ταίριαζε απόλυτα.
Το σκάφους που λίγο διαφέρει από κανονιέρα έχει μήκος περίπου 50 (γαλλικά) πόδια και 10 πλάτος. Η ιστιοφορία του αποτελείται από τρεις μονοκόμματους ιστούς, τα δε πανιά του είναι ψάθες όπως αυτά των luggers, longboats, κλπ.
Σε κάθε πλευρά, υπάρχουν οκτώ ή δέκα κουπιά. Ο δε οπλισμός τους αποτελείται από ένα πυροβόλο όπλο τοποθετημένο εμπρός προς την κατεύθυνση του μπαστουνιού των φλόκων, ανάμεσα σε δύο ιππότες ( μπίντες) που ονομάζονται Μουσλούχια και οι οποίοι χρησιμεύουν ως πολεμίστρα.
Το παραπέτο στην belou εκτείνεται πίσω από την πρύμνη και σχηματίζει έτσι μια πτέρυγα σε κάθε πλευρά, που ονομάζεται Τσιαβράκια. Το σκάφος Belou δεν χρησιμοποιείται πλέον.
Από τα παραπάνω περιορίζομαι στους τρεις μονοκόμματους ιστούς και τα πανιά ψάθες. Επίσης το ότι δεν χρησιμοποιείται πλέον, καθιστά σαφές ότι κάθε άλλη μεταγενέστερη χρονικά απόδοση του όρου σε σκάφος, δεν περιγράφει-χαρακτηρίζει το ίδιο αρχικό.
Β. Στο βιβλίο «Ονοματολόγιο Ναυτικόν» 1884 (Εθν. Τυπογραφίου) στην θέση λέξεων 1381 βρίσκω την καταγραφή:
Η λιβυρνίς-Le chebek-la peiche-η μπελού-xebec
Γ. Στο βιβλίο «Ονοματολόγιον Ιστιοφόρων» 1890 (Κανελλοπούλου-σελ. 146) βρίσκω την καταγραφή:
Η λιβυρνίς ή Μπελλού, la peniche πλοίον πολεμικόν κωπήρες και ιστιοφόρον συνάμα, έχον προς πρώραν έν μικρό πυροβόλον και εξοπλισμένον δια δύο λατινιών.
Από τις δύο παραπάνω κοντινές χρονικά περιγραφές (1884-1890) συνοψίζω την καταγραφή Λιβυρνίς – Chebek (ίδιο με xebec-Σιαμπέκο) – Peniche- και Μπελού.
α. Για την Λιβυρνίς στην wikipedia διαβάζω ότι ήταν τύπος ελαφρού και ταχέως πολεμικού πλοίου κατά την αρχαιότητα και ότι η ονομασία αναβίωσε τον 19ο αιώνα στο νεοσύστατο Ελληνικό ναυτικό, όπου αποδόθηκε σε μικρά ταχύπλοα με ιστιοφορία, τύπου Μπελούς ή Μύστικου. Στα Γενικά αρχεία του Κράτους («http://arxeiomnimon.gak.gr/») μετά την αναζήτηση του λήμματος «Βελλούς», μπόρεσα να δώ μόνο στοιχεία ονομασίας, οπλισμού και πληρώματος για μερικές από τις «Μπελλούδες» του Ελ.Πολ. Ναυτικού της εποχής.
β. Το λήμμα Σιαμπέκο στην wikipedia, με στέλνει στο Ελληνικό Μύστικο όπου μεταξύ άλλων διαβάζω ότι, γενικότερα τα ονόματα γαλιότες, μύστικα και ζεμπέκια χρησιμοποιήθηκαν πολλές φορές για κάθε ελαφρύ και ευέλικτο πλοίο. Επίσης, ότι τα Μύστικα της εποχής του 1821 ήταν μικρά ιστιοφόρα είχαν τρεις ιστούς, με μεγάλα λατινοειδή ή τραπεζοειδή ιστία.
Από τα παραπάνω περιορίζομαι στους τρεις μονοκόμματους ιστούς και τα πανιά ψάθες. Επίσης το ότι δεν χρησιμοποιείται πλέον, καθιστά σαφές ότι κάθε άλλη μεταγενέστερη χρονικά απόδοση του όρου σε σκάφος, δεν περιγράφει-χαρακτηρίζει το ίδιο αρχικό.
Πάλι όμως δεν βγάζω συμπέρασμα που να με οδηγεί έστω σε κάποια από τις ιστιοφορίες που περιγράφονται σε νεότερη βιβλιογραφία, παρά μόνο ότι o όρος Μπελού ξαναχρησιμοποιήθηκε μετά τα μέσα του 19ου αιώνα, για να περιγράψει ταχύπλοα και ευέλικτα σκάφη με κοινά στοιχεία την ιστιοφορία, τριών ιστών και των ιστίων σε μορφή λατινιού ή ψάθας.
Αλλά ας δω τι μπορώ να βρω στον 20ο αιώνα.
Δ. Στο ευρετήριο του βιβλίου του Κοτσοβίλλη (1919), δίδεται η εξήγηση Μπελού=Σακκολέφη. Την ίδια όμως εξήγηση δίδει και για το Τσιρνίκι!
Ε. Στο βιβλίο «Πλοία ιστιοφόρα και κωπήρη εμπορικά και πολεμικά των οποίων οι τύποι εξέλιπον ήδη κατά το πλείστον» (1946) (Ακαδημαϊκού Δ. Πασχάλη), διαβάζω ότι «Μπελού=Λιβυρνίς πιθανώς εκ του Τουρκικού Βελλού (λεπτό κι ευκίνητο) μικρό ιστιοφόρο πλοιάριο ή μάλλον μεγάλη ιστιοφόρος λέμβος χρησιμοποιούμενη στις Κυκλάδες. Το είδος αυτό των πλοιαρίων είναι λίαν σύνηθες εις την Μύκονον, εξ’ ού και οι άλλοι νησιώται ονομάζουν τους Μυκόνιους Μπελλούδες». Και καταλήγει ότι, αυτά τα σκάφη ως ικανά σε θαλασσοταραχή και ευσταθή, εχρησιμοποιούντο εξοπλισμένα στον αγώνα (1821) ως αγγελιαφόροι και δια πάσης φύσεως εργασίες.
Αναρωτιέμαι μετά τις παραπάνω καταγραφές, τελικά τι σημαίνει η λέξη ή ο χαρακτηρισμός Μπελού. Το 1848 σήμαινε το πονηρό – παραπλανητικό και το 1946 το λεπτό – ευκίνητο. Δεν ξέρω ποια ήταν η λέξη από το Αραβικής τότε γραφής Οθωμανικό λεξιλόγιο (1848), που μεταφράσθηκε σε belous, για το πονηρό – παραπλανητικό, αλλά στα σύγχρονα Τουρκικά δεν βρήκα κάτι σχετικό, ούτε και για το λεπτό κι ευκίνητο. Θα μπορούσαν και οι δύο αποδόσεις – χαρακτηρισμοί να προέρχονται ανά περίπτωση από το Λατινικό Bellum (πόλεμος) και το Bellus (όμορφος)…
Τέλος, τι να υποθέσω; Ότι οι Μυκόνιοι αποκαλούνται «Μπελλούδες» λόγω ικανοτήτων δρομέως, ή περιπαικτικά γιατί, παρά τις ικανότητες του σκάφους και το προσωνύμιο, αυτά εχρησιμοποιούντο για κάθε είδους αγγαρεία.
Συνεχίζοντας την έρευνα…
ΣΤ. Στο βιβλίο «Έρευνα επί των ναυπηγικών δεδομένων των Ελληνικού τύπου σκαφών» (Αντωνίου-1969) στην σελ.22 γράφει:
«Μπελού, Μονόστηλο πλοιάριο οξύπρυμνο προσομοιάζον με το Τσερνίκι. Ο μοναδικός ιστός τοποθετείται…άνευ σταυρώσεως. Φέρει διαγώνια αντένα επί της οποίας αναπετάνυται (όμορφη λέξη…) η σακκολέφη ( ιστίο).
«Η σακκολέφη φτάνει συχνάκις μέχρι της πρώρας κατασκευαζομένη ενιαία μετά της αρτεμονίδος (τουρκετίνας). Μεταξύ της πρύμνης και της κεραίας της σακκολέφης αναπετάνυται» -πάλι η όμορφη λέξη και με αναγκάζει να ψάξω την ερμηνεία της (αναπτύσσεται-απλώνεται)- « τριγωνικό ιστίο η καλούμενη μετζάνα». Και καταλήγει με τις ικανότητες του σκάφους σε θαλασσοταραχή και τοπική χρήση σε Κυκλάδες και κυρίως Μύκονο.
Εδώ μου κάνει εντύπωση το «Η σακκολέφη (ιστίο) φτάνει συχνάκις μέχρι της πρώρας». Δηλαδή όχι πάντα; και σ’ αυτήν την περίπτωση ποιά ιστία παρέμεναν κατά το μουδάρισμα (απόσυρση) της σακκολέφης λόγω καιρού; Αν δεν υπήρχε φλόκος ή φλόκοι, θα έπρεπε τουλάχιστον να υπάρχει η τουρκετίνα. Θεωρώ λοιπόν ότι αυτό, σε σχέση με την περιγραφή του Κοτσοβίλλη, καθορίζει ίσως μία δεύτερη εκδοχή ιστιοφορίας Μπελούς.
…Συνεχίζοντας στον χρόνο.
Ζ. Το βιβλίο «Τα Ελληνικά ιστιοφόρα καίκια του 20ου αιώνα» (Λεοντίδης 1993-σελ.90) αναφέρεται στην Μπελού σαν ιστιοφορία σακκολέβας που υιοθετήθηκε από τους Μυκόνιους και αποτελείται από ιστίο σακκολέφης, φλόκους, σταύρωση αλλά και δεύτερο ιστό με αναρτημένη ψάθα ως μετζάνα.
Και το περίεργο εδώ είναι, γιατί ο γείτονας νησιώτης, Συριανός Κοτσοβίλλης, δεν τους μνημονεύει καθόλου; Γιατί ο γνωστός φωτογράφος-περιηγητής Frederic Boissonnas στο βιβλίο του «Des Cyclades en Crète au gré du vent» (1919), στο ταξίδι του στην Μύκονο–Δήλο, αναφέρεται στο Μυκονιάτικο σκάφος του (με ιστιοφορία σακκολέφη και ψάθα) ως «petit caique» (μικρό καϊκι) και «notre Tartane» (η Ταρτάνα μας) και όχι ως Bellou;
Η. Τέλος στην διατριβή «Ερμούπολη (Σύρος):Το ναυπηγικό κέντρο της ιστιοφόρου ναυτιλίας 1830-1880» (Δελής Απ. ερευνητή ΙΜΣ-2010), στις σελ.211-214 σε σχετικούς πίνακες κατασκευασμένων στην Σύρο σκαφών χαρακτηριζομένων ως Μπελού, καταγράφονται σκάφη με ένα αλλά και με δύο ιστούς. Επίσης και σκάφη που χαρακτηρίζονται ως Μπελού λόγω σχήματος γάστρας και όχι μόνο λόγω ιστιοφορίας. Βέβαια ο συγγραφέας διευκρινίζει πως «ο διαχωρισμός δεν ήταν εύκολος», αλλά κι αν ισχύει;
Σαν να μην έφτανε το παραπάνω μπέρδεμα, σε μία από τις αναζητήσεις μου προκύπτει μία νέα φωτογραφία του 1911, όπου εικονίζεται ένα σπογγαλιευτικό τρεχαντήρι με ιστιοφορία σακκολέβας, χωρίς φλόκους και με μία σταύρωση αναρτημένη από την τσούντα της αντένας. Σκέφτομαι, τι δαιμόνιοι είναι αυτοί οι Έλληνες. Να μία ακόμη καινοτομία τους.
Κι αμέσως σκέφτομαι ότι αυτή ίσως θα μπορούσε να είναι η ιστιοφορία Μπελούς του Κοτσοβίλλη. Οι διαφορές σε σχέση με την περιγραφή του, είναι πως το εικονιζόμενο σκάφος, δεν έχει φλόκο και η σακκολέφη του (ιστίο) δεν εκτείνεται μέχρι το κοράκι της πλώρης, αλλά φέρει τουρκετίνα (αράπη). Όμως στο βιβλίο του ο Αντωνίου, στην περιγραφή Μπελούς, δεν καταγράφει την προέκταση της σακκολέφης (ιστίου) ως γενικευμένη – επιβεβλημένη. Επιπλέον, στην αναρτημένη σταύρωση, το πανί μετζάνα είναι τετράγωνο κι όχι τρίγωνο. Θα μπορούσε όμως μια «μετζάνα» να είναι και τετράγωνη;
Στο βιβλίο του Κοτσοβίλλη στο λεξικό ναυτικών λέξεων, ως μετζάνα καταγράφεται μόνο η απόδοση του όρου σε ιστό (ιστός επιδρόμου) αλλά όχι σε ιστίο (πανί). Αυτό ενδεχομένως δείχνει, ότι η ονομασία ως «μετζάνα» του συγκεκριμένου ιστίου στην Μπελού, κι αφού δεν περιγράφει την ύπαρξη δεύτερου ιστού, πιθανότατα να είναι «υιοθετημένη».
Στο πολύγλωσσο λεξικό ναυτικής ορολογίας «Glossair Nautique» (σελ. 1004), ως ΜΕΖΑΝΑ –ΜΕΖΖΑΝΑ εξηγείται στην Γαλλική γλώσσα ως «Voile d’artimon» δηλαδή ως πανί του ιστού της πρύμνης (Mizzen-mast). Και ομοίως στην σελ.185 ως «artimon» εξηγείται και στα Ελληνικά ως «πανί Μετζάνα». Δηλαδή η ονομασία του ιστίου (πανιού) δίδεται από την θέση του ιστού επάνω στον οποίο φέρεται, χωρίς να προσδιορίζεται το σχήμα του.
Σε ενίσχυση της ασάφειας, για το σχήμα του υπόψη πανιού και την ονομασία του ως μετζάνα, στο μέρος Δ’ του βιβλίου του Κοτσοβίλλη «Περί λέμβων», σε περιγραφές του με μετζάνα αυτή είναι τετράγωνη. (Λέμβος ψάθα).
Βρίσκομαι σε έξαψη..
Λεπτολογώντας και αναλύοντας πάλι την περιγραφή του Κοτσοβίλλη, διαβάζω: «Το άρμπουρο τοποθετούμε, όπως του Τσερνικιού….», ενώ παρακάτω γράφει «…από την τσούντα της αντένας τοποθετούν ένα τρίγωνο πανί, ονομαζόμενο Μετζάνα». Η διαφορά-μετάβαση του πρώτου πληθυντικού προσώπου σε τρίτο (εμείς-αυτοί) με κάνει να πιστεύω πως η όποια γνώση του γι’ αυτόν τον εξαρτισμό, (το τρίγωνο πανί), είτε του έχει μεταφερθεί, είτε αποτελεί περιγραφή κάποιου άλλου. Επιπλέον δε στο βιβλίο του, δεν περιγράφει κάπου την κατασκευή (κόψιμο) της μετζάνας, αν και στο μέρος Γ’ περιγραφεί κύρια, άλλα και βοηθητικά πανιά.
Επίσης χρησιμοποιεί την λέξη «ονομαζόμενο», γεγονός που κατά την γνώμη μου ενδεχομένως δείχνει πάλι ότι ο γράφων, είτε δεν είναι σίγουρος–αν ήταν θα έγραφε «τοποθετούμε την μετζάνα»–είτε απλά γράφει ό,τι του έχει μεταφερθεί.
Αρχίζω ν’ αμφιβάλω κι εν μέρει να αμφισβητώ τον Κοτσοβίλλη. Ποιός είμαι; Κι όμως, κάπου επιβεβαιώνομαι. Τουλάχιστον στο ότι, τελικά στο βιβλίο υπήρξαν αρκετές παρεμβάσεις, χωρίς να γνωρίζουμε τις πιθανές επιπτώσεις ερμηνείας, από εμάς τους νεότερους. Όπως στο βιβλίο «Οι κοινοί Ναυτικοί μας όροι και αι Ρωμανικαί γλώσσαι» (Σεγδίτσας 1954 σελ.14), συγκεκριμένα γράφεται: «Ο υιός του συγγραφέως και ο εκδότης αυτού Β. Βεκιαρέλλης αντικατέστησαν κατά την εκτύπωση του συγγράμματος αυτού, πολλούς εκ των υπό του Κοτσοβίλλη χρησιμοποιηθέντων όρων δια των καθιερωθέντων υπό του (νέου) Ονοματολογίου».
Δεν έχω όμως τον τρόπο να επιβεβαιώσω ότι η φωτογραφία εικονίζει έστω μία εκδοχή της ιστιοφορίας Μπελούς. Οπότε μένω σε ό,τι έχω και συνεχίζω την ζωή μου χωρίς έξαψη. Αλλά όχι για πολύ. Γιατί αν υπάρχει ένας λόγος που συνεχίζω να περνάω πολλές ώρες ψάχνοντας στο διαδίκτυο παλιές φωτογραφίες, είναι γιατί αυτό δεν σταματά ποτέ να με εκπλήσσει.
Είχα σχεδόν αποδεχθεί ότι δεν θα μπορούσα να βρω την ιστιοφορία Μπελούς, όπως ακριβώς την περιγράφει ο Κοτσοβίλλης (ή όποιος άλλος) στο βιβλίο του κι αυτό γιατί, το να βρεθεί φωτογραφία με αναρτημένη την μετζάνα από την αντένα της σακκολέβας, θα έπρεπε είτε αυτή να έχει τραβηχτεί από παραπλέον σκάφος, είτε σε λιμάνι μετά από απόβροχο, όπου θα στέγνωνε τα πανιά της. Και οι δύο περιπτώσεις κρίνονται πολύ σπάνιες για την εποχή της. Ωστόσο, αυτή την φορά η έκπληξη μου είναι μεγάλη. Έχω μπροστά μου ό,τι πιο κοντινό στην περιγραφή του Κοτσοβίλλη για την Μπελού.
Από το βιβλίο «Fare gli Italiani dell’Egeo:Il Dodecaneso dall’Impero ottomano all’Impero del fascismo» έχω μια φωτογραφία του 1913 που δείχνει ένα σπογγαλιευτικό τρεχαντήρι με ιστιοφορία σακκολεφης και ένα τρίγωνο πανί αναρτημένο από την τσούντα της αντένας.
Οι διαφορές σε σχέση με την περιγραφή του Κοτσοβίλλη, είναι ότι και πάλι το εικονιζόμενο σκάφος δεν έχει φλόκο και ότι η σακκολέφη του (ιστίο) δεν εκτείνεται μέχρι το κοράκι της πλώρης, αλλά φέρει τουρκετίνα (αράπη). Υπενθυμίζω πάλι ότι ο Αντωνίου στην περιγραφή του δεν καταγράφει την προέκταση της σακκολέφης (ιστίου) ως γενικευμένη-επιβεβλημένη. Κι αυτό κατά την γνώμη μου είναι λεπτομέρεια. Δηλαδή μία-κάποια διαφορά στις εκδοχές της ίδιας ιστιοφορίας, καθόσον στην περιγραφή (του) ο Κοτσοβίλλης, αναφέρεται σε «σχέδιο Τσιρνικιού», ενώ εδώ το σκάφος είναι τρεχαντήρι. Κι εγώ ως απλός λάτρης παραδοσιακών ιστιοφόρων, δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω τις διαφορές γάστρας, που ενδεχομένως επιβάλουν ή όχι τη χρήση φλόκου-ων.
Το σημαντικό είναι ότι μέχρι στιγμής, έχω δύο φωτογραφίες με σκάφη με ασυνήθιστες συγγενικές ιστιοφορίες, που δεν μπορεί να είναι σύμπτωση. Και στις δύο εικονίζονται ίδια σπογγαλιευτικά σκάφη με γάστρα τρεχαντηριού, ιστιοφορία σακκολέφης με τουρκετίνα, ενώ και στα δύο υπάρχει αναρτημένο από την τσούντα της αντένας τους μία «μετζάνα», ή όπως αλλιώς θα έπρεπε-μπορούσε να λέγεται. Και οι δύο αρματωσιές παραπέμπουν στις περιγραφές των Κοτσοβίλλη και Αντωνίου για την Μπελού.
Θεωρώ πως δεν διαθέτω υπομονή, αλλά ξέρω σίγουρα πως διαθέτω επιμονή. Κι αυτή η επιμονή μου, τελικά έφερε στο φως ένα ακόμη στοιχείο το οποίο εκτιμώ ως το καταλυτικό, καθόσον δεν επιδέχεται καμία παρερμηνεία για την ιστιοφορία Μπελούς. Μία ακόμη φωτογραφία…
Η φωτογραφία είναι σε μορφή φωτεινής εικόνας (slide) και αποτελεί τμήμα στεροσκοπικής, τραβηγμένη στο λιμάνι της Σύρου με χρονολογία 1911.
Το τι εικονίζει γίνεται εύκολα αντιληπτό, αν κάποιος έχει ακολουθήσει το άρθρο μου.
Κι αν μέχρι τώρα, στο προηγούμενο τμήμα του άρθρου μου, υπήρχε αμφιβολία, καθόσον η προηγούμενη φωτογραφία έδειχνε σκάφος με την χαρακτηριστική τριγωνική μετζάνα στην άκρη της αντένας, αλλά χωρίς μεγάλη σακκολέφη (ιστίο) και χωρίς μπαστούνι-φλόκο, η νέα φωτογραφία τα περιέχει όλα κι επιβεβαιώνει αυτήν την ιστιοφορία, όπως περιγράφεται από τον Κοτσοβίλλη.
Τώρα μπορώ να ησυχάσω…
Ευχαριστώ
Γιαννίκος Θανάσης